Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας χρόνος πένθους

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Ένα χρό­νο μετά από το δημο­ψή­φι­σμα, κάποια πράγ­μα­τα μοιά­ζουν ήδη πολύ μακρι­νά. Όχι τόσο για­τί μεσο­λά­βη­σε συμπυ­κνω­μέ­νος πολι­τι­κός χρό­νος, αλλά για­τί τα πράγ­μα­τα (βασι­κά η επι­φά­νειά τους) έχει αλλά­ξει δρα­μα­τι­κά και δε θυμί­ζει σχε­δόν σε τίπο­τα το κλί­μα που δημιουρ­γού­νταν εκεί­νη την περί­ο­δο και όσα έλε­γαν οι πρω­τα­γω­νι­στές της (οι περισ­σό­τε­ροι τουλάχιστον).

Η (τότε) ΠΦΑ έστη­σε μια θεα­μα­τι­κή, επι­κοι­νω­νια­κή παρά­στα­ση, με σκο­πό να εγκλω­βί­σει το λαό και τους πολι­τι­κούς της αντι­πά­λους, κι εξε­πλά­γη ίσως κι η ίδια από το απο­τέ­λε­σμα, ξεκα­θα­ρί­ζο­ντας βέβαια από την πρώ­τη αρχή (για όσους διά­βα­ζαν προ­σε­κτι­κά τις δηλώ­σεις στε­λε­χών ή πίσω από τις γραμ­μές) ότι ήθε­λε την από­φα­ση ως ένα ισχυ­ρό δια­πραγ­μα­τευ­τι­κό χαρ­τί, το οποίο πετά­χτη­κε πολύ γρή­γο­ρα (ή έστω μετά από 17 ολό­κλη­ρες ώρες) στο καλά­θι των αχρή­στων. Κι έτσι, παρά τον έρπη και τη στε­νο­χώ­ρια του, ο Τσί­πρας απο­δεί­χτη­κε “πρω­θυ­πουρ­γός παντός και­ρού”, που μπο­ρεί να ψηφί­σει και να εφαρ­μό­σει ένα μνη­μο­νια­κό πρό­γραμ­μα, κι ας μην το πιστεύ­ει (στα λόγια).

Η κυρί­αρ­χη τάξη χρη­σι­μο­ποί­η­σε κάθε δυνα­τό μέσο, για να τρο­μο­κρα­τή­σει την κοι­νή γνώ­μη από τα κανά­λια και τις δημο­σκο­πή­σεις μέχρι τον έλεγ­χο κεφα­λαί­ων (capital control) στις τρά­πε­ζες και τον καλ­λιερ­γού­με­νο πανι­κό. Ωστό­σο, απέ­δει­ξε ότι δια­θέ­τει χρυ­σές πολι­τι­κές εφε­δρεί­ες και μπο­ρεί να δια­χει­ρι­στεί υπέρ της κάθε πιθα­νό απο­τέ­λε­σμα. Ένα μήνα αργό­τε­ρα ψηφι­ζό­ταν (με συντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία ρεκόρ) το τρί­το μνη­μό­νιο, που δρο­μο­λό­γη­σε το ξεπού­λη­μα της δημό­σιας περιου­σί­ας, τη διά­λυ­ση της κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης και όσων λιγο­στών εργα­τι­κών δικαιω­μά­των έχουν απο­μεί­νει όρθια.

Η “συμ­μα­χία των προ­θύ­μων” της κυβέρ­νη­σης (που όμως πρό­δω­σε τον κοι­νό αγώ­να) παρου­σί­α­σε τρα­γι­κή εικό­να. Έκα­νε τον κομπάρ­σο στην καμπά­νια του ΟΧΙ, χει­ρο­κρο­τώ­ντας Τσί­πρα και Καμ­μέ­νο, σε αυτό που απο­δεί­χτη­κε πως ήταν απλώς μια άτυ­πη προ­ε­κλο­γι­κή συγκέ­ντρω­ση του Σύρι­ζα. Έδιω­χνε τους κομ­μου­νι­στές από τα εκλο­γι­κά κέντρα, καλώ­ντας σε κάποιες περι­πτώ­σεις και τα όργα­να της τάξης, για να συν­δρά­μουν. Έσπει­ρε αυτα­πά­τες, για να θερί­σει θύελ­λες (αυτή που μέχρι τότε δεν έβλε­πε να ερχό­ταν). Και αυτές τις μέρες ετοι­μά­ζε­ται να γιορ­τά­σει τον ένα χρό­νο κινη­μα­τι­κής κατά­θλι­ψης κι εκκω­φα­ντι­κής απου­σί­ας από μια σει­ρά αγω­νι­στι­κά μέτω­πα, στα οποία δεν κατα­φέρ­νει να κινη­το­ποι­ή­σει ούτε καν την οργα­νω­τι­κή της, δηλ τα μέλη της.

Ο λαός είδε πώς απο­κοι­μή­θη­κε το ΟΧΙ του στην αγκα­λιά του ΝΑΙ, αλλά εμπι­στεύ­τη­κε τις ίδιες πολι­τι­κές δυνά­μεις που τον πρό­δω­σαν, εγκλω­βι­σμέ­νος στις αυτα­πά­τες του (περί εύκο­λης λύσης) και στην απο­γο­ή­τευ­σή του: “αφού δε βγή­κε κάτι ούτε με αρι­στε­ρή κυβέρ­νη­ση, ούτε καν με δημο­ψή­φι­σμα (ή παλιό­τε­ρα με τους αγα­να­κτι­σμέ­νους), ε τότε δε γίνε­ται τίπο­τα” φαί­νε­ται να είναι το βασι­κό σκε­πτι­κό ενός κόσμου. Αλλά μετά από το πρώ­το μού­δια­σμα, και την απά­θεια ως στά­διο του πέν­θους, ξαναρ­χί­ζει δει­λά-δει­λά να κινεί­ται κάτι, να υπάρ­χουν αντι­δρά­σεις και οργή, που εκφρά­ζε­ται μαζι­κά στο δρόμο.

Το ΚΚΕ τέλος, κατήγ­γει­λε από την πρώ­τη στιγ­μή τη συμπαι­γνία, ήταν το μόνο κόμ­μα που υπε­ρα­σπί­στη­κε το ΟΧΙ του ελλη­νι­κού λαού στο συμ­βού­λιο των πολι­τι­κών αρχη­γών και δικαιώ­θη­κε από την επό­με­νη κιό­λας μέρα για όσα τον προει­δο­ποιού­σε. Πλή­ρω­σε όμως εν μέρει αυτή τη στά­ση του στις επό­με­νες εκλο­γές, για­τί ελά­χι­στοι συμπα­θούν αυτόν που τους δεί­χνει μια δυσά­ρε­στη αλή­θεια και (αφού δια­λυ­θεί το σύν­νε­φο) φαί­νε­ται πως είχε δίκιο.

Ξεκα­θά­ρι­σε πάντως πως ανε­ξάρ­τη­τα από το τι ψήφι­σε ο καθέ­νας και σε ποιον εκβια­σμό υπέ­κυ­ψε, κρι­τή­ριο είναι τι θα κάνει στην πρά­ξη, την επό­με­νη μέρα, οργα­νώ­νο­ντας τον αγώ­να και την αντί­στα­ση του λαϊ­κού κινή­μα­τος, ενά­ντια στην αντι­λαϊ­κή θύελ­λα που ερχό­ταν. Από αυτήν την άπο­ψη, δεν είναι θέμα του γνω­στού “σας-τα-λεγα-κισμού”, με το δάχτυ­λο υψω­μέ­νο δασκα­λί­στι­κα, αλλά ο καθέ­νας μπο­ρεί να ανα­ρω­τη­θεί καλό­πι­στα και να απα­ντή­σει στον εαυ­τό του.

Τελι­κά, είχε δίκιο το ΚΚΕ στην εκτί­μη­σή του και στις προει­δο­ποι­ή­σεις του; ΟΧΙ ή ΝΑΙ; (για να θυμη­θού­με και το φαι­δρό του πράγ­μα­τος, με τη δια­τύ­πω­ση του δημο­ψη­φι­σμα­τι­κού ερωτήματος).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο