Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Καθώς πλησιάζουν οι πρόωρες κάλπες της 24ης Ιούνη στην Τουρκία, ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν και το κυβερνών «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP) κλιμακώνουν την προεκλογική τους εκστρατεία, διανθίζοντας την με τόνους προπαγάνδας για τα… «οφέλη» του Ερντογανισμού.
Στο πλαίσιο αυτό, ο τούρκος πρόεδρος και το επιτελείο του επιχειρούν να «διαφημίσουν» τα πεπραγμένα των 16 χρόνων διακυβέρνησης της χώρας από το AKP, κάνοντας λόγο για μια «ισχυρή Τουρκία» που αναδεικνύεται στο διεθνές πολιτικό στερέωμα ως «παγκόσμια δύναμη».
«Καταφέρναμε πάντοτε αδιανόητα πράγματα, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίσαμε μεγάλες προκλήσεις τα τελευταία 16 χρόνια της “ανάστασης”», σημείωσε πρόσφατα σε ομιλία του ο Ταγίπ Ερντογάν. Η λέξη «ανάσταση» χρησιμοποιείται σκόπιμα από τον τούρκο πρόεδρο, στο πλαίσιο της νεο-οθωμανικής ρητορικής του, προκειμένου να υποστηρίξει το αφήγημα της οικονομικά και στρατιωτικά πανίσχυρης Τουρκίας που επανέρχεται δυναμικά στη διεθνή πολιτική.
Σε μια βαθιά ταξική κοινωνία, ωστόσο, όπως αυτή της Τουρκίας, η «ανάσταση» που επικαλείται ο Ερντογάν έχει έναν και μοναδικό ευνοημένο: το μεγάλο κεφάλαιο που, στα 16 χρόνια διακυβέρνησης του AKP, έχει δει τα κέρδη του να παίρνουν την ανιούσα. Την ίδια στιγμή που οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα στη γειτονική χώρα βιώνουν την συνεχή συρρίκνωση των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων τους.
Η ενημερωτική ιστοσελίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας, το soL news, δημοσίευσε πρόσφατα ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία που μαρτυρούν τη βαθιά ταξική, αντιλαϊκή πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν από το 2002 μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μια πολιτική που ενισχύει μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, προχωρά σε αθρόες ιδιωτικοποιήσεις και ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, ενθαρρύνει την εργοδοτική ασυδοσία οδηγώντας σε χιλιάδες εργατικά «ατυχήματα» (δολοφονίες), αυξάνει τα χρέη των νοικοκυριών και πετσοκόβει εισοδήματα και δημόσιες παροχές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 16 χρόνια της διακυβέρνησης του Κόμματος «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (AKP) έχει παρατηρηθεί ραγδαία αύξηση των ιδιωτικοποιήσεων, με πρώην κρατικές εταιρείες και δημόσιες υπηρεσίες να περνούν στα χέρια κεφαλαιοκρατών. Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικών λιμανιών, της Turk Telekom, της εταιρείας διύλισης πετρελαίου Tupras, της καπνοβιομηχανίας Tekel, εταιρειών παροχής ρεύματος και άλλων επιχειρήσεων που πέρασαν στα χέρια ιδιωτών κατά την περίοδο διακυβέρνησης του AKP.
Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, τη «λεία» από τις ιδιωτικοποιήσεις μοιράστηκαν τουρκικά και ξένα μονοπώλια, όπως στην περίπτωση της Tupras, το 51% των μετοχών της οποίας εξαγοράστηκε από την πολυεθνική Shell και τον τουρκικό επιχειρηματικό κολοσσό Koç Holding. Τα κέρδη του ομίλου Koç- του μεγαλύτερου επιχειρηματικού ομίλου της Τουρκίας- εκτοξεύθηκαν στα ύψη (31% αύξηση στο τρίτο τρίμηνο του 2017) αγγίζοντας τα 402,8 εκατομμύρια δολάρια. Κατά την ίδια περίοδο, αύξηση κερδών είxε και η αλυσίδα τροφίμων Ulker, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις κατά 14,7% μέσα στο 2017.
Την στιγμή που το τουρκικό κεφάλαιο αυξάνει τα κέρδη του, ολοένα και περισσότεροι εργάτες στη γειτονική χώρα πέφτουν θύματα «εργατικών ατυχημάτων» — ουσιαστικά δολοφονιών, μιας και πρόκειται για το αποτέλεσμα της ραγδαίας εντατικοποίησης των ρυθμών εργασίας και των εξαιρετικά πλημελλών μέτρων προστασίας. Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους: Από το 2002 έως το 2017, μέσα σε 15 χρόνια, 20.000 εργάτες έχασαν τη ζωή τους στα κάτεργα του καπιταλισμού ενώ, αν ληφθούν υπ’ όψη και όσοι νόσησαν, αποκτώντας μια σειρά ασθένειες, εξαιτίας των συνθηκών εργασίας, ο αριθμός ξεπερνά τους 140.000 εργαζόμενους!
Στα 16 χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας από το «Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» του Ταγίπ Ερντογάν, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, ανοίγοντας κι’ άλλο την ψαλίδα των κοινωνικών ανισοτήτων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι από το 2000 εώς το 2014, το 1% των πλουσιότερων τούρκων αύξησαν τις περιουσίες τους, κατακτώντας το 54% του συνολικού πλούτου της χώρας! Την ίδια στιγμή, το 22% του πληθυσμού της Τουρκίας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (στοιχεία TurkStat, 2016) αδυνατώντας να έχει ακόμη και τα βασικά για την καθημερινή του διαβίωση, ενώ σε 2 εκατομμύρια ανέρχονται τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια κάτω των 18 ετών, που εξαναγκάζονται σε εργασία.
Τα παραπάνω αποτελούν σαφές δείγμα της ταξικής βαρβαρότητας που ζουν οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της Τουρκίας. Τόσο ο Ερντογάν και οι ακροδεξιοί σύμμαχοι του, όσο και η «κεμαλική» αντιπολίτευση, παρά τις όποιες επιμέρους διαφορές τους, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η πολιτική κόντρα εν όψει των εκλογών της 24ης Ιούνη αποτελεί επί της ουσίας αντανάκλαση των ενδοαστικών ανταγωνισμών μεταξύ μερίδων της τουρκικής αστικής τάξης.
Είναι σαφές ότι ο τούρκος πρόεδρος και το AKP έχουν την στήριξη ενός ισχυρού τμήματος του τουρκικού κεφαλαίου το οποίο, μέσω της κυβέρνησης Ερντογάν, επιδιώκει να εδραιώσει και αναβαθμίσει τη θέση του εν μέσω ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό διεξάγονται ζυμώσεις και διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα οι οποίες, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των επικείμενων εκλογών, μόνο δεινά προμηνύουν για την εργατική τάξη της Τουρκίας.
Ο εργαζόμενος λαός στη γειτονική χώρα, όπως και στην Ελλάδα, δεν έχει κανένα συμφέρον να στοιχηθεί πίσω από αστικές δυνάμεις και κάλπικα ιδεολογήματα. Η ίδια η πραγματικότητα μαρτυρά πως και στις δυο πλευρές του Αιγαίου οι λαοί έχουν έναν κοινό εχθρό να αντιπαλέψουν. Αυτός ο εχθρός δεν είναι άλλος από το σάπιο εκμεταλλευτικό σύστημα, τον καπιταλισμό και τους, δεξιούς, αριστερούς η κεντρώους πολιτικούς του υπηρέτες.
ΚΚ Τουρκίας για τις εκλογές της 24ης Ιούνη: «Αυτή η τάξη πραγμάτων πρέπει να ανατραπεί!»
________________________________________________________________________________________________________
Νίκος Μόττας Γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη. Είναι υποψήφιος διδάκτορας (Phd) Πολιτικής Επιστήμης, Διεθνών Σχέσεων και Ιστορίας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων (Master of Arts) στις διπλωματικές σπουδές (Παρίσι) και στις διεθνείς διπλωματικές σχέσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβίβ). Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε ελληνόφωνα και ξενόγλωσσα μέσα.