Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Η άσβεστη φλόγα της Επανάστασης

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Ο Χοσέ Μαρ­τί, ο εθνι­κός ήρω­ας της Κού­βας, έλε­γε πως υπάρ­χουν άνθρω­ποι χωρίς αξιο­πρέ­πεια, υπάρ­χουν όμως και άνθρω­ποι που στις πλά­τες τους σηκώ­νουν την αξιο­πρέ­πεια όλου του κόσμου. Ένας απ’ αυτούς που με τη ζωή και τη δρά­ση του, «ύψω­σε το μπόι της ανθρω­πό­τη­τας» όπως θα γρα­φε ο Ρίτσος, ήταν αναμ­φί­βο­λα ο Τσε, ο Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα ντε λα Σέρ­να. Ο αργε­ντί­νος επα­να­στά­της – για­τρός, αντάρ­της, στρα­τη­γός, συγ­γρα­φέ­ας, υπουρ­γός, πρέ­σβης, πατέ­ρας και σύζυ­γος – δολο­φο­νή­θη­κε πριν 48 χρό­νια στη Βολι­βία. Ήταν 9 Οκτώ­βρη 1967 όταν οι σφαί­ρες του εκπαι­δευ­μέ­νου και καθο­δη­γού­με­νου από τις ΗΠΑ βολι­βια­νού στρα­τού έκο­βαν το νήμα της σύντο­μης και πολυ­τά­ρα­χης ζωής του.

Έκτο­τε, η αγέ­ρω­χη μορ­φή του Γκε­βά­ρα που είχε απο­τυ­πώ­σει ο φωτο­γρα­φι­κός φακός του Αλμπέρ­το Κορ­ντα το 1960, η γνω­στή «guerrillero heroico», έγι­νε εικό­νι­σμα, φωτο­γρα­φία «απ’ αυτές που κρε­μού­σαν οι φοι­τη­τές», στά­μπα για μπλου­ζά­κια και κάθε είδους σου­βε­νίρ. Ο καπι­τα­λι­σμός, που όπως ο ίδιος έγρα­φε «διδά­σκει την ιδε­ο­λο­γία της άρχου­σας τάξης», επι­χεί­ρη­σε να υπο­βι­βά­σει τον Τσε μέσω της κουλ­τού­ρας του μάρ­κε­τινγκ σε ένα ακίν­δυ­νο εικό­νι­σμα. Να τον κατα­στή­σει μια θρυ­λι­κή αλλά ανώ­δυ­νη φιγού­ρα, σαν αυτές των σταρς της μου­σι­κής και του κινη­μα­το­γρά­φου. Γι’ αυτό, με στην συμπλή­ρω­ση 48 χρό­νων από τη δολο­φο­νία του, είναι επι­τα­κτι­κό να θυμη­θού­με τον Τσε – όχι σαν αφη­ρη­μέ­νη επα­να­στα­τι­κή εικό­να, αλλά σαν φορέα ιδε­ο­λο­γί­ας, σαν φορέα των μαρ­ξι­στι­κών-λενι­νι­στι­κών ιδε­ών, σαν αυτό που πραγ­μα­τι­κά ήταν: η προ­σω­πο­ποί­η­ση του συνε­πούς κομ­μου­νι­στή της επο­χής του.

Σήμε­ρα, λοι­πόν, 48 χρό­νια μετά την άναν­δρη εκτέ­λε­ση του στη Βολι­βία, αξί­ζει να θυμη­θού­με τον Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα ως:

  • το παι­δί εκεί­νο μιας μεσο­α­στι­κής οικο­γέ­νειας της Αργε­ντι­νής του μετα­πο­λέ­μου, το οποίο πλη­σί­α­σε τις ιδέ­ες και αξί­ες του μαρ­ξι­σμού μέσα από εικό­νες και βιώ­μα­τα. Πρό­κει­ται για εκεί­νες τις εικό­νες και εκεί­να τα βιώ­μα­τα που  στη Νότια Αμε­ρι­κή του 1950 ανα­δεί­κνυαν την κτη­νω­δία του Ιμπε­ρια­λι­σμού, τη δυστυ­χία που η καπι­τα­λι­στι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση προ­κα­λού­σε στους λαούς της ηπεί­ρου. «Εκεί, στις τελευ­ταί­ες ώρες για τους ανθρώ­πους των οποί­ων ο ορί­ζο­ντας δεν εκτεί­νε­ται πέρα από το αύριο, εκεί επι­κε­ντρώ­νε­ται η τρα­γω­δία της ζωής του προ­λε­τα­ριά­του όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνε­χι­στεί αυτή η τάξη πραγ­μά­των που βασί­ζε­ται σε μια παρά­λο­γη διαί­ρε­ση, στις κοι­νω­νι­κές τάξεις;» έγρα­φε στο προ­σω­πι­κό του ημε­ρο­λό­γιο το 1952 (1).
  • το φοι­τη­τή ιατρι­κής και αργό­τε­ρα εκπαι­δευό­με­νο για­τρό που προ­σέ­φε­ρε τις υπη­ρε­σί­ες του σε όποιον είχε ανά­γκη, από τους λεπρούς ασθε­νείς του νοσο­κο­μεί­ου Σαν Πάμπλο μέχρι τους συντρό­φους του στο αντάρ­τι­κο και τους τραυ­μα­τι­σμέ­νους οπλί­τες της αντί­πα­λης πλευ­ράς. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή η φρά­ση του σε ομι­λία προς φοι­τη­τές της Ιατρι­κής Σχο­λής, τον Αύγου­στο του 1960: «Έτσι όπως ταξί­δευα, πρώ­τα ως φοι­τη­τής και ύστε­ρα ως για­τρός, άρχι­σα να έρχο­μαι σε στε­νή επα­φή με τη φτώ­χεια, την πεί­να, τις αρρώ­στιες, την αδυ­να­μία να θερα­πευ­τεί ένα παι­δί από έλλει­ψη μέσων, με το μού­δια­σμα που προ­κα­λούν η πεί­να και οι τιμω­ρί­ες, ώσπου φτά­νου­με σ’ ένα σημείο που φαντά­ζει ασή­μα­ντο γεγο­νός να χάνει ένας γονιός το παι­δί του, όπως συχνά συμ­βαί­νει στις σκλη­ρά δοκι­μα­ζό­με­νες κοι­νω­νι­κές τάξεις στην πατρί­δα μας, τη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή. Κι άρχι­σα να βλέ­πω ότι υπήρ­χε κάτι που μου φαι­νό­ταν τότε σχε­δόν εξί­σου σημα­ντι­κό με την καριέ­ρα μου ή με τη συμ­βο­λή μου στην ιατρι­κή επι­στή­μη, και αυτό ήταν να βοη­θή­σω εκεί­νους τους ανθρώ­πους» (2).
  • τον αλτρου­ϊ­στή κομ­μου­νι­στή που έβλε­πε τον ανταρ­το­πό­λε­μο όχι ως αυτο­σκο­πό ή βολο­ντα­ρι­σμό αλλά ως μέσο για την αλλα­γή τάξης στην εξου­σία, για την κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας από την εργα­τι­κή τάξη και τα σύμ­μα­χα στρώ­μα­τα. Ο ένο­πλος αγώ­νας για το Γκε­βά­ρα ήταν η μονα­δι­κή λύση όταν είχε πλέ­ον εξα­ντλη­θεί κάθε άλλο πολι­τι­κό μέσο για την σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Πηγή αυτής της σκέ­ψης του υπήρ­ξε η μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή θεω­ρία, όχι ως ξερό ακα­δη­μαϊ­κό αντι­κεί­με­νο, αλλά ως “όχη­μα” για την αλλα­γή του κόσμου και τη νικη­φό­ρα πορεία του προ­λε­τα­ριά­του, των φτω­χών αγρο­τών, των περι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νων προς την κατά­κτη­ση της εξου­σί­ας και τον εξαν­θρω­πι­σμό των συνειδήσεων.
  • τον μαρ­ξι­στή στο­χα­στή που, βασι­ζό­με­νος στις θεω­ρί­ες των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, έβλε­πε τον κομ­μου­νι­σμό ως «ένα φαι­νό­με­νο συνεί­δη­σης και όχι μόνο ως φαι­νό­με­νο παρα­γω­γής» (3). Γι’ αυτό, η ουσια­στι­κό­τε­ρη συμ­βο­λή του Τσε στη μαρ­ξι­στι­κή θεω­ρία και πρά­ξη υπήρ­ξε ο λεγό­με­νος «νέος άνθρω­πος», η απε­λευ­θέ­ρω­ση του ανθρώ­που από την αλλο­τρί­ω­ση στην οποία τον υπο­βά­λει το καπι­τα­λι­στι­κό-ταξι­κό σύστη­μα. Όπως γρά­φει ο κου­βα­νός οικο­νο­μο­λό­γος Κάρ­λος Ταμπλά­δα «ο Τσε ξανα­φέρ­νει στο προ­σκή­νιο τις βασι­κές θέσεις του μαρ­ξι­σμού που ανα­φέ­ρο­νται στην πλή­ρη ανά­πτυ­ξη της επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας: ο μετα­σχη­μα­τι­σμός της κοι­νω­νί­ας δεν είναι μόνο οικο­νο­μι­κό, υλι­κό γεγο­νός, αλλά ταυ­τό­χρο­να είναι συν­δε­δε­μέ­νο με τις ιδέ­ες, είναι ανθρω­πι­στι­κό, έχει σχέ­ση με τη συνεί­δη­ση, με το υπο­κεί­με­νο και, πάνω απ’ όλα, είναι μια απε­λευ­θε­ρω­τι­κή δια­δι­κα­σία από την αλλο­τρί­ω­ση» (4).

motas9«Οι νόμοι του Καπι­τα­λι­σμού, που είναι τυφλοί και παρα­μέ­νουν αόρα­τοι για το μέσο άνθρω­πο, δρουν στο άτο­μο χωρίς αυτό να το γνω­ρί­ζει. Κάποιος μπο­ρεί να δει μόνο την απε­ρα­ντο­σύ­νη ενός φαι­νο­με­νι­κά άπει­ρου ορί­ζο­ντα. Έτσι έχει σχε­δια­στεί απ’ τους προ­πα­γαν­δι­στές του Καπι­τα­λι­σμού που φιλο­δο­ξούν να βγά­λουν συμπε­ρά­σμα­τα απ’ το παρά­δειγ­μα ενός Ροκ­φέλ­λερ – ανα­φο­ρι­κά με τις πιθα­νό­τη­τες της ατο­μι­κής επι­τυ­χί­ας. Η ποσό­τη­τα της φτώ­χειας και της δυστυ­χί­ας που απαι­τεί­ται για τη δημιουρ­γία ενός Ροκ­φέλ­λερ, και η ποσό­τη­τα της εξα­χρεί­ω­σης που συνε­πά­γε­ται η συσ­σώ­ρευ­ση μιας τέτοιας περιου­σί­ας, βρί­σκο­νται έξω απ’ την εικό­να και δεν είναι πάντα δυνα­τό για τις λαϊ­κές δυνά­μεις να την ανα­δεί­ξουν… Είναι ένας δια­γω­νι­σμός ανά­με­σα σε λύκους. Κάποιος μπο­ρεί να κερ­δί­σει μόνο πατώ­ντας στην απο­τυ­χία των άλλων».

Τσε Γκε­βά­ρα.

  • το συνε­πή από­στο­λο του προ­λε­τα­ρια­κού διε­θνι­σμού, ορκι­σμέ­νο πολέ­μιο του ιμπε­ρια­λι­σμού. Ο Γκε­βά­ρα αφιέ­ρω­σε τη δρά­ση του στη μάχη ενά­ντια στην «κτη­νω­δία του ιμπε­ρια­λι­σμού», από τη Γουα­τε­μά­λα και την Κού­βα μέχρι το Κον­γκό και τη Βολι­βία. «Όσο για το μεγά­λο στρα­τη­γι­κό στό­χο, την ολι­κή κατα­στρο­φή του ιμπε­ρια­λι­σμού μέσα από τον αγώ­να, πρέ­πει να είμα­στε αδιάλ­λα­κτοι» έλε­γε ο ίδιος στο μήνυ­μα του στην Τρι­η­πει­ρω­τι­κή το 1967 (5). Και καλού­σε σε δύο, τρία, πολυά­ριθ­μα Βιετ­νάμ να ανθί­σουν στον πόλε­μο ενά­ντια στον αμε­ρι­κα­νι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό, ως μονα­δι­κή ελπί­δα για την απε­λευ­θέ­ρω­ση και τη νίκη των κατα­πιε­ζό­με­νων λαών, για­τί «δεν μπο­ρού­με να μένου­με βου­βοί στο προ­σκλη­τή­ριο των και­ρών» όπως σημείωνε.

  • τον πολέ­μιο του ρεβι­ζιο­νι­σμού και του οπορ­του­νι­σμού, ο οποί­ος είχε τη διο­ρα­τι­κό­τη­τα να αντι­λη­φθεί το τι σήμαι­νε για το μέλ­λον της οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού η δεξιά στρο­φή του 20ου συνε­δρί­ου του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης το 1956. Στο έργο του «Ο Σοσια­λι­σμός και ο άνθρω­πος στην Κού­βα» σημεί­ω­νε μετα­ξύ άλλων: «ακο­λου­θώ­ντας τη χίμαι­ρα να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με το σοσια­λι­σμό με τη βοή­θεια σάπιων όπλων, κλη­ρο­νο­μη­μέ­νων από τον καπι­τα­λι­σμό, κιν­δυ­νεύ­ου­με να κατα­λή­ξου­με σε αδιέ­ξο­δο» (6). Ο Τσε, ακρι­βώς επει­δή ανα­γνώ­ρι­ζε την τερά­στια συνει­σφο­ρά του πρώ­του σοσια­λι­στι­κού κρά­τους στην ανθρω­πό­τη­τα και στους λαϊ­κούς αγώ­νες όπου γης, σημεί­ω­νε τα πισω­γυ­ρί­σμα­τα της ηγε­σί­ας Χρου­στσώφ που ίσως σήμαι­ναν την απαρ­χή μιας καπι­τα­λι­στι­κής παλι­νόρ­θω­σης. Να τι έγρα­φε σε αδη­μο­σί­ευ­τες σημειώ­σεις του στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’60:

motas9b«Οι τελευ­ταί­ες οικο­νο­μι­κές εξε­λί­ξεις στην ΕΣΣΔ μοιά­ζουν με τα μέτρα που εφάρ­μο­σε η Γιου­γκο­σλα­βία όταν πήρε το δρό­μο που θα την οδη­γού­σε στη στα­δια­κή επι­στρο­φή στον καπι­τα­λι­σμό. Ο χρό­νος θα δεί­ξει εάν αυτό είναι τυχαίο ή αν πρό­κει­ται για μια καθο­ρι­σμέ­νη τάση οπι­σθο­χώ­ρη­σης. Όλα ξεκι­νούν από την λαν­θα­σμέ­νη αντί­λη­ψη να θέλει κανείς να οικο­δο­μή­σει τον σοσια­λι­σμό με στοι­χεία καπι­τα­λι­στι­κά χωρίς να τα αλλά­ξει πραγ­μα­τι­κά στην ουσία τους. Έτσι φτά­νει κανείς σε ένα σύστη­μα υβρι­δι­κό που οδη­γεί σε αδιέ­ξο­δο, φανε­ρά δύσκο­λο, που μας υπο­χρε­ώ­νει σε νέες παρα­χω­ρή­σεις στους οικο­νο­μι­κούς μοχλούς και, συνε­πώς, σε μια οπι­σθο­χώ­ρη­ση».

(Γκε­βά­ρα, «Σημειώ­σεις στο Εγχει­ρί­διο πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας της Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών της ΕΣΣΔ» — ανέκ­δο­το κεί­με­νο) (7).

Η θεω­ρη­τι­κή ανά­λυ­ση της σοσια­λι­στι­κής οικο­δό­μη­σης – και της εισα­γω­γής καπι­τα­λι­στι­κών οικο­νο­μι­κών μεθό­δων σε αυτήν – μοι­ραία οδη­γεί την σκέ­ψη μας στις κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κές αλλα­γές που συντε­λού­νται στο νησί της Επα­νά­στα­σης, στην Κού­βα. Στην θετή πατρί­δα του Τσε, για την οποία πολέ­μη­σε και η οποία τον αγκά­λια­σε ως «παι­δί» της. Ανα­πό­φευ­κτα, τίθε­ται το ερώ­τη­μα: κατά πόσο η προ­ώ­θη­ση μιας μει­κτής οικο­νο­μί­ας, στα πρό­τυ­πα του Βιετ­νάμ και της Κίνας, μπο­ρεί να συνυ­πάρ­ξει με το όρα­μα του Γκε­βά­ρα για την σοσια­λι­στι­κή οικο­δό­μη­ση; Το πως θα έβλε­πε ο Τσε πολι­τι­κές και μεταρ­ρυθ­μί­σεις που οδη­γούν στην στα­δια­κή φιλε­λευ­θε­ρο­ποί­η­ση της κου­βα­νι­κής οικο­νο­μί­ας είναι ένα ζήτη­μα που θα ανα­λυ­θεί κάποια άλλη στιγ­μή. Σίγου­ρα, όμως, δε μπο­ρεί παρά να απο­τε­λεί πηγή έντο­νου προ­βλη­μα­τι­σμού για όσους τιμούν τόσο την πολι­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά της γκε­βα­ρι­κής σκέ­ψης όσο και την ιστο­ρία της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης.

motas9c

Τι μας «διδά­σκει» λοι­πόν ο Τσε, 48 χρό­νια μετά τη δολο­φο­νία του στα βου­νά της Βολι­βί­ας; Εκτός απ’ το θάρ­ρος και την αυτο­θυ­σία, την παρα­δειγ­μα­τι­κή του πίστη στη μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία ως στά­ση ζωής και δρά­σης και την προ­σή­λω­ση του στο όρα­μα του σοσια­λι­σμού-κομ­μου­νι­σμού, ο Γκε­βά­ρα μας διδά­σκει και κάτι άλλο: την ανά­γκη για συνε­χή, ακα­τά­παυ­στο, καθη­με­ρι­νό αγώ­να, παρά τις δυσκο­λί­ες και απο­γοη­τεύ­σεις. Τον ασυμ­βί­βα­στο αγώ­να ενά­ντια σε κάθε κοι­νω­νι­κή αδι­κία και στο σύστη­μα που τις γεν­νά, τον καπι­τα­λι­σμό. Χωρίς συμ­βι­βα­σμούς και πισωγυρίσματα.

Το μήνυ­μα του Τσε παρα­μέ­νει επί­και­ρο, ιδιαί­τε­ρα στις σημε­ρι­νές συν­θή­κες της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης. Είναι το άσβε­στο μήνυ­μα που καλεί σε ταξι­κούς αγώ­νες, για τον σοσια­λι­σμό και την πραγ­μά­τω­ση της λαϊ­κής εξου­σί­ας. Είναι το ανα­λοί­ω­το μήνυ­μα για το ξερί­ζω­μα της παντο­κρα­το­ρί­ας των μονο­πω­λί­ων την πάλη ενά­ντια στον ιμπεριαλισμό.

Μου­σι­κή: Carlos Puebla, στί­χοι στα ελλη­νι­κά: Δέσποι­να Φορτσέρα.

Μου­σι­κή: Θάνος Μικρού­τσι­κος, στί­χοι: Φώντας Λάδης.

Δίσκος: Τρα­γού­δια της Λευ­τε­ριάς, 1978.

Υπο­ση­μειώ­σεις:

  1. Ημε­ρο­λό­για Μοτο­συ­κλέ­τας, Α.Α. Λιβά­νη, 2004.
  2. Ο Τσε Γκε­βά­ρα μιλά­ει στους νέους, Διε­θνές Βήμα, 2004.
  3. Γκε­βά­ρα, “Δίμη­νες συσκέ­ψεις, 21 Δεκ. 1963”, El Che en la revolucion cubana, Αβά­να, Ministerio del Azucar, 1966, τόμος 6.
  4. Ταμπλά­δα Κάρ­λος, Τσε Γκε­βά­ρα: η πολι­τι­κή οικο­νο­μία της οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού (El pensamiento economico de Ernesto Che Guevara), Διε­θνές Βήμα, 2014.
  5. Μήνυ­μα στην Τρι­κο­ντι­νε­ντάλ, Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα: Κεί­με­να, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 1987.
  6. Ο Σοσια­λι­σμός και ο άνθρω­πος στην Κού­βα (El Socialismo y el hombre en Cuba), Διε­θνές Βήμα, 2011.
  7. Περι­λαμ­βά­νε­ται στο βιβλίο του Κάρ­λος Ταμπλά­δα, βλέ­πε σημ. 4.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο