Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, Από τα «ημερολόγια μοτοσικλέτας» στις κορφές της Σιέρα Μαέστρα και στις καρδιές των ανυπόταχτων όλου του κόσμου

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Όταν ο Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα ξεκί­νη­σε να σπου­δά­ζει ιατρι­κή οι περισ­σό­τε­ρες από τις ιδέ­ες που αφο­μοί­ω­σε ως επα­να­στά­της απου­σί­α­ζαν από το οπλο­στά­σιο των ιδα­νι­κών του. Σχε­δί­α­ζε να κάνει καριέ­ρα ως για­τρός ερευ­νη­τής και να προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του στον άνθρω­πο και όπως οι νέοι της ηλι­κί­ας του  ονει­ρευό­ταν να πετύχει.

Τον Δεκέμ­βρη του 1951 είναι ήδη 23 χρο­νών όταν με τον 29χρονο φίλο του Αλμπέρ­το Γκρα­νά­δο, που ήταν βιο­χη­μι­κός με ειδί­κευ­ση στη λεπρο­λο­γία, ξεκι­νά­νε με μια μοτο­σι­κλέ­τα ένα μακρύ ταξί­δι για να γνω­ρί­σουν τη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή· από το Μπου­έ­νος Άιρες της Αργε­ντι­νής κατα­λή­γουν στο Καρά­κας της Βενε­ζου­έ­λας, όπου οι δρό­μοι τους χωρίζουν.

Ταξι­δεύ­ο­ντας σε χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής ο Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα έρχε­ται  σε επα­φή με ανθρώ­πους που ζουν παρα­πε­τα­μέ­νοι, φτω­χοί, πει­να­σμέ­νοι, με ελλι­πή ή καθό­λου περί­θαλ­ψη και στοι­χειώ­δη δικαιώ­μα­τα, δίπλα σε κάποιους άλλους, λίγους, που απο­λαμ­βά­νουν τη χλι­δή. Και τότε «…άρχι­σα να βλέ­πω ότι υπήρ­χε κάτι που μου φαι­νό­ταν τότε σχε­δόν εξί­σου σημα­ντι­κό με την καριέ­ρα μου ή με τη συμ­βο­λή μου στην ιατρι­κή επι­στή­μη και αυτό ήταν να βοη­θή­σω εκεί­νους τους ανθρώπους».

che98Ο Τσε από νεα­ρή ηλι­κία (μέχρι και λίγες ώρες πριν τη δολο­φο­νία του)  συνή­θι­ζε να κρα­τά­ει ημε­ρο­λό­γιο στο οποίο κατέ­γρα­φε οτι­δή­πο­τε ζού­σε και συνέ­βαι­νε γύρω του. Το ημε­ρο­λό­γιό του για το μεγά­λο ταξί­δι στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή θα γίνει βιβλίο και θα εκδο­θεί σε πολ­λές χώρες του κόσμου. Τα  «Ημε­ρο­λό­για μοτο­σι­κλέ­τας», όπως είναι ο τίτλος του βιβλί­ου, είναι η κατα­γρα­φή των περι­πε­τειών που έζη­σαν οι δυο φίλοι, των αντι­ξο­ο­τή­των και δοκι­μα­σιών που βίω­σαν, των εντυ­πώ­σε­ων του Τσε και των σκέ­ψε­ών του,  που μέρα τη μέρα τις βλέ­που­με να «μπαί­νουν» σε μια όλο και πιο ξεκά­θα­ρη ταξι­κή «σει­ρά». Στη χώρα μας το βιβλίο κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Λιβά­νη (Ernesto Che Guevara, Ημε­ρο­λό­για μοτο­σι­κλέ­τας Latinoamericana) το 2004,  σε μετά­φρα­ση Βαγ­γέ­λη Κεφαλλονίτη.

Η χει­μαρ­ρώ­δης γρα­φή του Τσε, παρα­σέρ­νει τον ανα­γνώ­στη με τη νεα­νι­κή ορμή της· το ίδιο η έντα­ση των συναι­σθη­μά­των και η γλυ­κύ­τη­τα που ανα­βλύ­ζει από αυτόν που αγα­πά­ει αλη­θι­νά και ανό­θευ­τα τους ανθρώ­πους, υμνεί την ομορ­φιά του θαύ­μα­τος της ζωής και δεν συμ­βι­βά­ζε­ται όταν δια­πι­στώ­νει, συχνά με εμφα­ντι­κό τρό­πο, ότι την ομορ­φιά αυτή την γεύ­ο­νται και την χαί­ρο­νται λίγοι, ενώ οι πολ­λοί αγω­νιούν για να επιβιώσουν.

Δεν ήταν λίγες οι φορές, σ’ αυτό το ταξί­δι, που οι δυο νέοι ήρθαν πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με την αδι­κία. Σε ένα φτη­νό παν­δο­χείο του Βαλ­πα­ρα­ΐ­σο (Χιλή)  θα βρε­θούν μπρο­στά σε μια ασθμα­τι­κή γερόντισσα.

«Τη λυπό­σουν την καψε­ρή, το δωμά­τιό της βρο­μού­σε ιδρω­τί­λα, ποδα­ρί­λα και σκό­νη από δυο τρεις πολυ­θρό­νες, τα μονα­δι­κά είδη πολυ­τε­λεί­ας στο σπί­τι της. Εκτός από το άσθμα, υπέ­φε­ρε και από καρ­δια­κή ανεπάρκεια.

Ήταν μία από τις περι­πτώ­σεις που ένας για­τρός, συνει­δη­το­ποιώ­ντας ότι είναι ανί­σχυ­ρος μπρο­στά στην κατά­στα­ση, νιώ­θει την επι­θυ­μία μιας ριζι­κής αλλα­γής, που να εξα­λεί­ψει την αδι­κία η οποία ανά­γκα­σε τη γριά γυναί­κα να δου­λεύ­ει σαν υπη­ρέ­τρια μέχρι τον προη­γού­με­νο μήνα για να βγά­λει το ψωμί της, ασθμαί­νο­ντας, υπο­φέ­ρο­ντας, μα κρα­τώ­ντας ψηλά το κεφά­λι στη ζωή. Το ζήτη­μα είναι πως στις φτω­χές οικο­γέ­νειες το μέλος που αδυ­να­τεί να κερ­δί­σει τα προς το ζην περι­βάλ­λε­ται από μια ατμό­σφαι­ρα δυσα­ρέ­σκειας, που κρύ­βε­ται με το ζόρι. Από εκεί­νη τη στιγ­μή παύ­ει να είναι πατέ­ρας, μητέ­ρα, αδερ­φός· γίνε­ται ένας αρνη­τι­κός παρά­γο­ντας στον αγώ­να για επι­βί­ω­ση και, ως τέτοιος, στό­χος μνη­σι­κα­κί­ας της υγιούς κοι­νό­τη­τας, που θεω­ρεί την ανα­πη­ρία του σαν προ­σω­πι­κή προ­σβο­λή γι’ αυτούς που πρέ­πει να τον συντηρήσουν.

Εκεί, στις τελευ­ταί­ες ώρες για τους ανθρώ­πους των οποί­ων ο ορί­ζο­ντας δεν εκτεί­νε­ται πέρα από το αύριο, εκεί επι­κε­ντρώ­νε­ται η τρα­γω­δία της ζωής του προ­λε­τα­ριά­του όλου του κόσμου. Στα μάτια των ετοι­μο­θά­να­των βλέ­πεις μια καρ­τε­ρι­κή έκκλη­ση συγνώ­μης και, συχνά, μια απελ­πι­σμέ­νη έκκλη­ση παρη­γο­ριάς που χάνε­ται στο κενό, όπως θα χαθεί γρή­γο­ρα και το σώμα μέσα στην απε­ρα­ντο­σύ­νη του μυστη­ρί­ου που μας περιβάλλει.

Ως πότε θα συνε­χι­στεί αυτή η τάξη πραγ­μά­των που βασί­ζε­ται σε μια παρά­λο­γη διαί­ρε­ση, στις κοι­νω­νι­κές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπο­ρώ να απα­ντή­σω εγώ, αλλά είναι και­ρός οι κυβερ­νώ­ντες να αφιε­ρώ­σουν λιγό­τε­ρο χρό­νο στην προ­πα­γάν­δα της ποιό­τη­τας των καθε­στώ­των τους και περισ­σό­τε­ρα χρή­μα­τα, πολύ περισ­σό­τε­ρα, για έργα κοι­νω­νι­κής ωφέ­λειας. Δεν μπο­ρώ να κάνω πολ­λά για την άρρω­στη· της γρά­φω απλώς μια κατάλ­λη­λη δίαι­τα, ένα διου­ρη­τι­κό και αντια­σθμα­τι­κά δια­λύ­μα­τα. Μου έχουν μεί­νει μερι­κές δρα­μα­μί­νες και της τις χαρί­ζω. Όταν βγαί­νω, με ακο­λου­θούν τα στορ­γι­κά λόγια της γερό­ντισ­σας και οι αδιά­φο­ρες ματιές των συγγενών.»

Δια­βά­ζο­ντας το παρα­πά­νω από­σπα­σμα (όπως και άλλα ακό­μα στο βιβλίο),  ακούς ταυ­τό­χρο­να στις περι­στρο­φές των γρα­να­ζιών της συνεί­δη­σής του τον ήχο απ’ «τους σει­σμούς που μέλ­λο­νται για να ’ρθουν», νιώ­θεις τις δονή­σεις από τις εκρή­ξεις που συντε­λού­νται στην ψυχο­σύν­θε­ση του επι­στή­μο­να, του ιδε­ο­λό­γου, του ανθρώ­που Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα· νιώ­θεις το κάψι­μο της πύρι­νης λάβας που κοχλά­ζει μέσα του και ανα­ζη­τά τη διέ­ξο­δο που θα την οδη­γή­σει στην καρ­διά της αδι­κί­ας και θα την εξοντώσει.

Ο ανα­γνώ­στης του βιβλί­ου, που συχνά θα χαμο­γε­λά­σει με την «τρέ­λα» και τους «μπε­λά­δες» των δυο νεα­ρών, θα ταξι­δέ­ψει μαζί τους και θα γευ­τεί όλες εκεί­νες τις γεύ­σεις που προ­σφέ­ρει το ταξί­δι σε μια Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή άγνω­στη στους πολ­λούς. Εικό­νες εναλ­λασ­σό­με­νες,  με τρό­πο θαρ­ρείς κινη­μα­το­γρα­φι­κό: από το εξαί­σιο φυσι­κό κάλος, στη μαυ­ρί­λα της ανθρώ­πι­νης εκμε­τάλ­λευ­σης, από την αφθο­νία του παρα­γό­με­νου πλού­του, στη φρί­κη του θανά­του στην εξα­θλί­ω­ση και την εγκα­τά­λει­ψη, από την οργή για την αδι­κία που βιώ­νουν στην  πλειο­νό­τη­τά τους οι πλη­θυ­σμοί του νότιου τμή­μα­τος της αμε­ρι­κα­νι­κής ηπεί­ρου, στην πεποί­θη­ση ότι μια ζωή με χορ­τα­σμέ­νο στο­μά­χι, ζεστα­σιά και χαμό­γε­λο, ανθρώ­πι­νη, είναι δικαί­ω­μα, εφι­κτό για κάθε άνθρωπο.

Στο κέντρο όλων αυτών των εικό­νων και σε πρώ­το πλά­νο βρί­σκε­ται πάντα ο άνθρω­πος. Η σκη­νή του απο­χαι­ρε­τι­σμού των δυο ταξι­διω­τών από τους ασθε­νείς ενός λεπρο­κο­μεί­ου της Λίμα (Περού) «μιλά­ει» δυνα­τά: «Μάζε­ψαν εκα­τό σολ και μας τα έδω­σαν με ένα γραμ­μα­τά­κι όλο ευγνω­μο­σύ­νη. Μερι­κοί ήρθαν να μας χαι­ρε­τή­σουν αυτο­προ­σώ­πως και δεν ήταν λίγοι αυτοί που δάκρυ­σαν καθώς μας ευχα­ρι­στού­σαν γι’ αυτή τη λίγη ζωή που τους δώσα­με. Σφίγ­γα­με τα χέρια, δεχό­μα­σταν τα δωρά­κια τους, ενώ καθό­μα­σταν ανά­με­σά τους και παρα­κο­λου­θού­σα­με την ανα­με­τά­δο­ση ενός ποδο­σφαι­ρι­κού αγώ­να. Αν υπάρ­χει κάτι που θα μπο­ρού­σε να μας πεί­σει ν’ αφο­σιω­θού­με ολο­κλη­ρω­τι­κά στη λέπρα, είναι αυτή η αγά­πη που μας έδει­χναν οι ασθε­νείς που συνα­ντή­σα­με κατά τη διάρ­κεια του ταξιδιού.»

Εντυ­πω­σια­σμέ­νος ο Ερνέ­στο, θα ανα­φερ­θεί πιο ανα­λυ­τι­κά σε γράμ­μα προς τον πατέ­ρα του:

«Μακριά από τα επι­στη­μο­νι­κά κέντρα, το ταξί­δι μας απο­κτά το χαρα­κτή­ρα σημα­ντι­κού γεγο­νό­τος για το προ­σω­πι­κό των λεπρο­κο­μεί­ων και μας δεί­χνουν το σεβα­σμό που ται­ριά­ζει σε δύο επι­σκέ­πτες ερευ­νη­τές. Μ’ ενδια­φέ­ρει στ’ αλή­θεια η λεπρο­λο­γία, αλλά δεν ξέρω για πόσο θα ισχύ­ει αυτό. Οι ασθε­νείς του νοσο­κο­μεί­ου της Λίμα μάς απο­χαι­ρέ­τη­σαν τόσο θερ­μά, που μας έδω­σαν το κου­ρά­γιο να συνε­χί­σου­με. Μας έδω­σαν ένα φορη­τό μάτι γκα­ζιού και κατά­φε­ραν να μαζέ­ψουν εκα­τό σολ, που για την οικο­νο­μι­κή κατά­στα­ση τους ισο­δυ­να­μούν με μια περιου­σία. Κάποιοι ήταν βουρ­κω­μέ­νοι όταν μας έλε­γαν αντίο. Η εκτί­μη­σή τους πήγα­ζε από το γεγο­νός ότι ποτέ δε φορού­σα­με στο­λές ή γάντια, ότι τους δίνα­με το χέρι, όπως θα κάνα­με με τον καθέ­να, όταν καθό­μα­σταν μαζί τους, συζη­τώ­ντας επί παντός επι­στη­τού, ότι παί­ζα­με ποδό­σφαι­ρο μαζί τους. Όλα αυτά μπο­ρεί να φαί­νο­νται ανώ­φε­λοι παλι­κα­ρι­σμοί, αλλά η ψυχο­λο­γι­κή ανά­τα­ση που προ­σφέ­ρου­με σ’ αυτούς τους δύστυ­χους ανθρώ­πους ‑αντι­με­τω­πί­ζο­ντάς τους σαν φυσιο­λο­γι­κά ανθρώ­πι­να όντα κι όχι σαν ζώα, όπως έχουν συνη­θί­σει- έχει ανυ­πο­λό­γι­στη αξία και ο κίν­δυ­νος για μας είναι πολύ μικρός. Μέχρι σήμε­ρα οι μόνοι που έχουν μολυν­θεί είναι ένας νοσο­κό­μος στην Ινδο­κί­να που ζού­σε με τους ασθε­νείς του κι ένας μονα­χός με υπερ­βάλ­λο­ντα ζήλο, για τον οποίο δεν μπο­ρώ να εγγυηθώ.»

Ο Τσε πίστευε από τότε πως η ενό­τη­τα των λαών της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, είναι ο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κός τρό­πος για να αντι­με­τω­πι­στεί ο κοι­νός εχθρός:   η επι­θε­τι­κό­τη­τα και ο επε­κτα­τι­σμός του άπλη­στου πλού­σιου γεί­το­να από το βορ­ρά, των ΗΠΑ, που ευθυ­νό­ταν στο μέγι­στο βαθ­μό για τις εικό­νες που αντί­κρι­ζε στο ταξί­δι του. Στις 14 Ιού­νη του 1952, μέρα Σάβ­βα­το, θα γιορ­τά­σει τα 24α γενέ­θλιά του στο λεπρο­κο­μείο του Σαν Πάμπλο στο εσω­τε­ρι­κό της περου­βια­νής ζού­γκλας του Αμα­ζο­νί­ου. Απευ­θυ­νό­με­νος στο προ­σω­πι­κό του ιδρύ­μα­τος που ετοί­μα­σε τη σχε­τι­κή γιορ­τή «με άφθο­νο πίσκο, ένα είδος τζιν που χτυ­πά­ει στο κεφά­λι και σε κάνει να τα βλέ­πεις όλα ρόδι­να», θα εκφρά­σει την ευγνω­μο­σύ­νη και τις ευχα­ρι­στί­ες του ίδιου και του Αλμπέρ­το για τη φιλο­ξε­νία και θα καταλήξει:

«Θα ήθε­λα να υπο­γραμ­μί­σω και κάτι ακό­μα: πιστεύ­ου­με, και μάλι­στα ύστε­ρα από αυτό το ταξί­δι ακό­μα πιο ακρά­δα­ντα, ότι η διαί­ρε­ση της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής σε διά­φο­ρα κρά­τη είναι εντε­λώς πλα­στή. Απο­τε­λού­με μία και μόνη φυλή μιγά­δων, που από το Μεξι­κό ως τα Στε­νά του Μαγ­γε­λά­νου παρου­σιά­ζει σημα­ντι­κές εθνο­γρα­φι­κές ομοιό­τη­τες. Γι’ αυτό, προ­σπα­θώ­ντας να απαλ­λα­γώ από το βάρος οποιου­δή­πο­τε στε­νό­μυα­λου επαρ­χιω­τι­σμού, πίνω για το Περού και την Ενω­μέ­νη Λατι­νι­κή Αμερική.»

Ανά­με­σα στις σελί­δες του ημε­ρο­λο­γί­ου που κυριο­λε­κτι­κά ρου­φιού­νται από τον ανα­γνώ­στη, απλώ­νο­νται σε όλες τις δια­στά­σεις τους και περι­πλέ­κο­νται,  με τη βλά­στη­ση της αχα­νούς ζού­γκλας, τα δαι­δα­λώ­δη ατέ­λειω­τα πλω­τά ποτά­μια, τα φτω­χο­κά­λυ­βα των χωρι­κών, τα λαμπε­ρά μάτια των παι­διών, τα γκρί­ζα βλο­συ­ρά βλέμ­μα­τα των ένστο­λων και τα σκαμ­μέ­να σώμα­τα των λεπρών όλη η ευαι­σθη­σία, ο ρομα­ντι­σμός, η δίψα για γνώ­ση και προ­σφο­ρά, το χιού­μορ, η οργή, το πεί­σμα, ο έρω­τας, η τρυ­φε­ρό­τη­τα, η αλλη­λεγ­γύη και η αγά­πη του Τσε και ταυ­τό­χρο­να αντρώ­νε­ται μέσα του το μίσος για την εκμε­τάλ­λευ­ση και τις αιτί­ες που τη γεν­νούν και την τρέφουν.

Στο χωριό Μπα­κε­δά­νο (Χιλή) ο Τσε με τον Αλμπέρ­το θα γνω­ρί­σουν ένα ζευ­γά­ρι Χιλια­νών κομ­μου­νι­στών εργα­τών. Η δύνα­μη των νέων ιδε­ών, που παίρ­νουν σάρ­κα και οστά μετά την νικη­φό­ρα Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση των μπολ­σε­βί­κων στη χώρα του Λένιν, έχει ήδη αρχί­σει να επι­δρά κατα­λυ­τι­κά στη συνεί­δη­ση του νεα­ρού Αργε­ντί­νου ιδε­ο­λό­γου γιατρού.

«Στο φως ενός κεριού που ανά­ψα­με για να φτιά­ξου­με ματέ και να φάμε λίγο ψωμο­τύ­ρι, τα συσπα­σμέ­να χαρα­κτη­ρι­στι­κά του εργά­τη απο­κτού­σαν κάτι το μυστη­ριώ­δες και το τρα­γι­κό, ενώ με το απλό και εκφρα­στι­κό του λεξι­λό­γιο μας διη­γιό­ταν για τους τρεις μήνες που πέρα­σε στη φυλα­κή, για τη γυναί­κα του, που τον είχε ακο­λου­θή­σει πιστά, πει­να­σμέ­νη, για τα παι­διά, που τα είχαν αφή­σει σε έναν πονό­ψυ­χο γεί­το­να, για την ανώ­φε­λη περι­πλά­νη­σή του σε ανα­ζή­τη­ση δου­λειάς, για τους συντρό­φους που εξα­φα­νί­στη­καν μυστη­ριω­δώς και που, κατα­πώς έλε­γαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα.

Αυτό το ζευ­γά­ρι, που τουρ­τού­ρι­ζε μέσα στη νύχτα της ερή­μου, κολ­λη­μέ­νοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντα­νή εικό­να των προ­λε­τά­ριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μία τριμ­μέ­νη κου­βέρ­τα να σκε­πα­στούν. Τους δώσα­με λοι­πόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευ­τή­κα­με όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκεί­νες τις φορές που υπέ­φε­ρα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιω­σα πιο αδελ­φω­μέ­νος με αυτό το, άγνω­στο για μένα, ανθρώ­πι­νο είδος…

Στις οχτώ το πρωί βρή­κα­με ένα φορ­τη­γό που θα μας πήγαι­νε ως το χωριό Τσου­κι­κα­μά­τα, και έτσι χωρί­σα­με με το ζευ­γά­ρι, που θα πήγαι­νε στο μεταλ­λείο θεί­ου στην Κορ­δι­λιέ­ρα — έναν τόπο όπου το κλί­μα είναι από τα χει­ρό­τε­ρα και οι συν­θή­κες ζωής τόσο δύσκο­λες, ώστε ούτε σου ζητούν κάρ­τα εργα­σί­ας ούτε ελέγ­χουν τα πολι­τι­κά σου φρο­νή­μα­τα. Το μόνο που μετρά­ει είναι ο ενθου­σια­σμός με τον οποίο ο εργά­της πάει να κατα­στρέ­ψει τη ζωή του, παίρ­νο­ντας ως αντάλ­λαγ­μα τα ψίχου­λα που του επι­τρέ­πουν να επιβιώσει.

(…) Στ’ αλή­θεια, είναι κρί­μα που πάρ­θη­καν κατα­σταλ­τι­κά μέτρα ενα­ντί­ον τέτοιων ανθρώ­πων. Αν αφή­σου­με κατά μέρος τον κίν­δυ­νο που μπο­ρεί να αντι­προ­σω­πεύ­ει ή όχι για τον υγιή βίο ενός συνό­λου, το «σκου­λή­κι του κομου­νι­σμού», που είχε επω­α­στεί μέσα του, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια φυσι­κή επι­θυ­μία για κάτι καλύ­τε­ρο, μια δια­μαρ­τυ­ρία κατά της χρό­νιας πεί­νας, που την εξέ­φρα­ζε με την αγά­πη του προς αυτή την ξένη θεω­ρία, την ουσία της οποί­ας δε θα μπο­ρού­σε ποτέ να κατα­λά­βει, μα που η απλή της μετά­φρα­ση στο «ψωμί για τον φτω­χό» ήταν έννοια του χεριού του και επι­πλέ­ον τον γέμι­ζε με ελπίδα.»

Από την αρχή μέχρι και το τέλος αυτού του ταξι­διού, πίσω από την αφη­γη­μα­τι­κή ικα­νό­τη­τα του νεα­ρού Ερνέ­στο, που ξαφ­νιά­ζει με τη δύνα­μή της μόνο όποιον δεν έχει δια­βά­σει κεί­με­να του φλο­γε­ρού κομ­μου­νι­στή επα­να­στά­τη και δια­νοη­τή Τσε Γκε­βά­ρα, υφαί­νε­ται σαν φόντο η δια­δρο­μή της μετα­μόρ­φω­σης ενός ανυ­πό­τα­χτου και υπο­ψια­σμέ­νου νεα­ρού (ese el que fue: «αυτός που υπήρ­ξα κάπο­τε», συνή­θι­ζε να λέει ο ίδιος) σε έναν επα­να­στά­τη με αιτία. Το κατα­στά­λαγ­μα αυτής της δια­δρο­μής θα απο­τυ­πω­θεί στο τελευ­ταίο κεφά­λαιο του βιβλί­ου, εκεί όπου οι σκέ­ψεις του απο­φα­σι­σμέ­νου και συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νου Ερνέ­στο Γκε­βά­ρα  προ­δια­γρά­φουν την μετέ­πει­τα πορεία του κομα­ντά­ντε Τσε  στο κου­βα­νι­κό και παγκό­σμιο επα­να­στα­τι­κό κίνημα.

«Ήξε­ρα πως, τη στιγ­μή που το μεγά­λο πνεύ­μα που κυβερ­νά τα πάντα θα έκο­βε μεμιάς την ανθρω­πό­τη­τα σε δύο αντα­γω­νι­στι­κά μέρη, εγώ θα είμαι με το λαό· και το ξέρω επει­δή το βλέ­πω χαραγ­μέ­νο μέσα στη νύχτα, βλέ­πω πως εγώ, εκλε­κτι­κός ανα­τό­μος των διδα­σκα­λιών και ψυχα­να­λυ­τής των δογ­μά­των, ουρ­λιά­ζο­ντας σαν τρε­λός, θα ριχτώ στα οδο­φράγ­μα­τα ή στα χαρα­κώ­μα­τα, θα βάψω το όπλο μου στο αίμα και έξαλ­λος από μανία θα σφά­ξω κάθε εχθρό που θα βγει μπρο­στά μου. Και βλέ­πω τον εαυ­τό μου, καθώς μια απέ­ρα­ντη κού­ρα­ση μετριά­ζει τον πρό­σφα­το ενθου­σια­σμό μου, να πέφτει θυσια­σμέ­νος για την αλη­θι­νή επα­νά­στα­ση, προ­φέ­ρο­ντας ένα παρα­δειγ­μα­τι­κό mea culpa. Νιώ­θω κιό­λας να γεμί­ζουν τα ρου­θού­νια μου από τη στυ­φή οσμή του μπα­ρου­τιού και του αίμα­τος, του θανά­του του εχθρού. Το κορ­μί μου συσπά­ται κιό­λας πρό­θυ­μο για τη μάχη και ετοι­μά­ζω την ύπαρ­ξη μου σαν ιερό ναό, για να αντη­χή­σει μέσα του με νέα δύνα­μη και νέες ελπί­δες η ζωώ­δης κραυ­γή του θριαμ­βευ­τή προλετάριου.»

Μια πορεία προς το μέλ­λον που χάρα­ξε η ανά­γκη για κοι­νω­νι­κή αλλα­γή προς όφε­λος των κατα­πιε­σμέ­νων και ο κομα­ντά­ντε Τσε Γκε­βά­ρα βάδι­σε με το όπλο στο χέρι πλάι στον Φιντέλ, με τον Καμί­λο, τον Ραούλ, τον κου­βα­νι­κό λαό και τους επα­να­στά­τες όπου γης· με πυξί­δα τις ιδέ­ες του Μαρξ, του Λένιν και του Μαρ­τί και κάνο­ντας πρά­ξη τα λόγια του τελευ­ταί­ου: «ο καλύ­τε­ρος τρό­πος να πεις κάτι είναι να το κάνεις».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο