Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Αν υπάρχει κάποια σχέση που συντάραξε τον μικρόκοσμο των ελληνικών γραμμάτων οι περισσότεροι θα σκεφθούν, και πολύ λογικά, τους Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη. Κατά τη γνώμη μας όμως, είναι ένα άλλο ζευγάρι που θα μπορούσε να μας ενδιαφέρει όχι τόσο από ερωτικής σκοπιάς – δεν είμαστε ματάκηδες, ούτε άνθρωποι της κλειδαρότρυπας, αλλά κυρίως από αισθητικής/λογοτεχνικής και πολιτικής πλευράς. Ο λόγος γίνεται βέβαια για το ζευγάρι Νίκος Καζαντζάκης και Γαλάτεια Καζαντζάκη καθώς και για το βιβλίο της δεύτερης «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτης και πρωτοεκδόθηκε το 1957 χρονιά θανάτου του Κρητικού συγγραφέα.
Μια πολυκύμαντη σχέση
Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο εμβληματικών προσωπικοτήτων ήταν πολυκύμαντη και γεμάτη αντιφάσεις, αντιφάσεις που σε μια λογική προέκταση του χρόνου έφτασαν να αποτελούν και δύο διαμετρικά αντίθετες θεάσεις του κόσμου: η πρώτη με εκφραστή τον Νίκο Καζαντζάκη, ήταν καθαρά ατομοκεντρική, όπου δίνεται άνετη και ξεκάθαρη εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της μοναχικής διανόησης, έξω και πέρα από τα προβλήματα της καθημερινότητας ή έχοντας μια ελαφρά επαφή μαζί τους, να επηρεάσει ή και ν’ αλλάξει την κοινωνική πραγματικότητα καταλήγοντας σε γενικές και αόριστες, στείρα ιδεαλιστικές προλήψεις που αναπαράγουν στην ουσία τους την κυρίαρχη ιδεολογία και η δεύτερη, με εκπρόσωπο τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, όπου βασίζεται στην προσπάθεια και στον μόχθο των απλών ανθρώπων να κατανοήσουν το γύρω τους περιβάλλον, με τα εργαλεία που διαθέτουν αλλά και με τη γήινη σοφία που τους παρέχει η καθημερινότητά τους – που βέβαια δεν είναι τα δικά τους ιδεολογικα εργαλεία εφόσον επηρεάζονται από το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής τους, για να αλλάξουν την πραγματικότητα που τους περιβάλλει ή για να παρουσιαστεί σε αδρές γραμμές μια εικόνα εκμετάλλευσης καθ’ όλα πραγματική και αληθινή.
Αυτό το δίπολο εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο στο μυθιστόρημα «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, που αποτελεί από τη μία ένα κέιμενο που ξεκάθαρα παρουσιάζει την προσωπική και ιδεολογική της αντιπαλότητα με τον Καζαντζάκη αλλά και που ασχολείται μ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που συγκεκριμενοποιείται στα ποιά πρέπει να είναι τα καθήκοντα ενός ανθρώπου των γραμμάτων: είτε να παραδέρνει με τις προσωπικές του εμμονές, είτε να λειτουργεί μαζί με το κοινωνικό σύνολο. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι αυτή η αντιπαλότητα ξεκινάει από τα νεανικά χρόνια των δύο συγγραφέων όπου αυτά που τους χωρίζουν αποδεικνύονται περισσότερο ισχυρά από αυτά που τους ένωσαν. Και εκεί είναι που δημιουργούνται οι πρώτες αντιφάσεις, ακατέργαστες ακόμα στο σύνολό τους που όμως σταδιακά οδηγούν τη Γαλάτεια στην ωριμότητα και τελικά στην χειραφέτιση. Οπωσδήποτε, οι «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι» είναι ένα έργο όπυ κυριαρχεί η προσωπικότητα της συγγραφέως του, οι σκέψεις και τα λόγια της, ο χαρακτήρας της Δανάης, όπου παρουσιάζεται έντονα κυκλοθυμική, με ευθύνη βέβαια του συντρόφου της – δίνοντας μας μια μάλλον ειλικρινής εικόνας της προσωπικότητας της Γαλάτειας, τουλάχιστον για εκείνη την περίοδο, αλλά και μιας γυναίκας με ευρύτητα σκέψης ενώ ο Καζαντζάκης, ο Αλέξανδρος Αρτάκης στο βιβλίο, ως ένας περιχαρακωμένος στον εαυτό του νέος άνθρωπος, με μόνη φιλοδοξλια του να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το όνομά του – που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αδιάφορου για τη σχέση του με τη γυναίκα που επέλεξε για σύντροφο αλλά που στην πραγματικότητα αναζητούσε μία θαυμάστρια του έργου του που δεν θα έφερνε σε δύσκολη θέση με διάφορες διαφωνίες των συγγραφέα. Βέβαια, το μυθιστόρημα ασχολείται και με τη σχέση εξάρτησης του Καζαντζάκη με τον αυστηρό και συντηρητικό πατέρα του, με τη σχέση εξάρτησης πάλι και άκριτης αποδοχής των λόγων του Κρητικού συγγραφέα από τους νεαρούς και όχι μόνο λογοτεχνίζοντες θαυμαστές του και φυσικά για τη σχέση του ζεύγους Καζαντζάκη με τον πατέρα της Γαλάτειας, τον λόγιο και εκδότη Στυλιανό Αλεξίου. Με λίγα λόγια έιναι ένα έργο που κυριαρχεί η μονομέρεια, ίσως και η εμπάθεια (σε κάποια σημεία τουλάχιστον) χωρίς αυτό να το κάνει λιγότερο ενδιαφέρον ή να μειώνει τη λογοτεχνική αξία του. Και είναι οι ενδιάμεσες ιστορίες, τα ιντερμέτζα, για το Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου κατά την κρητική επανάσταση το 1866, οι καθημερινές ιστορίες από την κρητική ύπαιθρο που τόσο αγάπησε η Γαλάτεια και οι εικόνες της πείνας και της εξαθλίωσης στην Κατοχή που δίνουν την αξία που αξίζει στο βιβλίο, συνδυάζοντας την οξυδερκή ματιά του αγωνιστή-σοσιαλιστή συγγραφέα με το ταλέντο και τηναρτιότηατ ενός ώριμου πεζογράφου,μαζί με δυνατά αισθήματα, στρωτούς, λιτούς και πάνω απ’ όλα γήινους διαλόγους μεταξύ των προσώπων.
Πνευματικός και ηθικός μηδενισμός
Οπωσδήποτε, όπως θα παρατηρήσει κι ο συνεπής αναγνώστης, το βιβλίο μοιάζει σαν ένα ημιτελές αριστούργημα αφού το χαρακτηρίζει ως ένα βαθμό η αποσπασματικότητα ή μια τάση προς το τέλος να μην προχωράει σε βαθύτερη ανάλυση της (ιδεολογικής και πολιτικής) σχέσης της με τον Καζαντζάκη στα διάφορα φλέγοντα ζητήματα – ίσως όμως να ήταν και κάτι που δεν επιθυμούσε η ίδια κι όπως υπολογίζω για να μην έιναι το έςργο της ένα απλό ντοκουμέντο, ένα λιβελλογράφημα ή έστω ένα πολιτικό μανιφέστο. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας απασχολεί ιδιαίτερα. Είναι αλλού όπου η Γαλάτεια Καζαντζάκη κι όχι σε αυτό το βιβλίο όπου δίνει τις κατάλληλες απαντήσεις και συγκεκριμένα με μια αιχμηρή κριτική της που περιέχει σκληρούς χαρακτηρισμούς, γνωστή πια στους περισσότερους από εμάς, σχετικά με ένα άρθρο του Καζαντζάκη στην εφημερίδα «Καθημερινή» για την εισβολή της φασιστικής Ιταλίας στην Αιθιοπία και η οποία δημοσιεύτηκε στις σελίδες της βραχύβιας «Ελευθέρας Γνώμης» στις 26 Ιουλίου 1936, όπου παραθετουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Φίλε κ. Διευθυντά,
Η «Ελευθέρα Γνώμη» προ ημερών εκριτικάρισε και εκαυτηρίασε μερικά φαινόμενα του εγωκεντρισμού της ελληνικής διανοήσεως, που κάνουν συχνά μερικούς λογοτέχνες, λακέδες του κεφαλαίου και της «αρχούσης τάξεως».
Στην «Καθημερινή» της περασμένης Δευτέρας δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του Ν. Καζαντζάκη, που επιχειρεί να δικαιώσει κι εκείνος και να νομιμοποιήσει μ’ έναν τρόπο τον φασισμό. Νομίζω πως δεν πρέπει να περάσει και το φαινόμενο αυτό ασχολίαστο. Είναι μια άλλη μορφή εγωκεντρισμού, που οδηγεί όμως στα ίδια αποτελέσματα. Στην αντίδραση και στην εξυπηρέτηση των ισχυρών εις βάρος των συμφερόντων του Λαού.
Σε ύφος κηρύγματος και με αμίμητη αυταρέσκεια και κομπορρημοσύνη, αρχίζει πρώτα-πρώτα να βάζει σύνορα μεταξύ του εαυτού του και των πολλών. Ο «σκεπτόμενος όχλος», η «βελάζουσα αυτή μάζα», όπως την ονομάζει, σαν πρωτόγονη και βάρβαρη που είναι, σκέπτεται χονδροειδώς «μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι» ενώ εκείνος σκέπτεται «συνθετικά» και «με αποχρώσεις», δηλαδή σαν υπερπολιτισμένος και ραφινάτος. Τώρα αν παρακάτω βρίσκει πως «πολύ δίκαια» αυτή η βελάζουσα μάζα σκέπτεται και ότι μάλιστα σκέπτεται «πολύ γόνιμα», δεν έχει σημασία. Οι αντιφάσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σκέψεως του κ. Καζαντζάκη.
Λέει, λοιπόν, πως αν ήταν «άνθρωπος της ενέργειας», θα ήταν με την αριστερή παράταξη, γιατί προς τα εκεί τον σπρώχνει η… ιδιοσυγκρασία του!
[…]
Ονομάζει λοιπόν τα φασιστικά έθνη, έθνη πεινασμένα και «προλεταριακά» που θέλουν να χορτάσουν! Και ξεχνά πως από την αρπαγή, την κτηνώδη βία, την κυνική περιφρόνηση της διεθνούς ηθικής, που εξασκούν αυτά τα έθνη, και τις κατακτήσεις που επιδιώκουν, οι μόνοι που έχουν να ωφεληθούν είναι βέβαια πάλι οι χορτάτοι κεφαλαιοκράται των λαών αυτών. Ο λαός ο προλετάριος τι θα βάλει στην τσέπη του από τον μαζεμένο πλούτο; Οι αγρότες, οι εργάτες, η μάζα, τι έχει να κερδίσει από τις κατακτήσεις αυτές; Σε τι θ’ αλλάξει η τύχη τους;
Εν τω μεταξύ, αντί να αλλάξουν τύχη οι τάξεις αυτές, το εναντίον, υποδουλώθηκαν και εκμηδενίστηκαν τέλεια στο κεφάλαιο, στους πάντοτες χορτασμένους. Αλλά και σε τι άλλαξε η τύχη των προλεταρίων στα «χορτασμένα κράτη»; Κι εκεί αν είναι κάποιος χορτασμένος είναι πάλι το κεφάλαιο. Ετσι ο φασισμός και ο χιτλερισμός είναι μόνο υποδουλωτές των μαζών και μια εκδήλωση, όχι των πεινασμένων, αλλά των χορτάτων, του αφηνιασμένου κεφαλαίου.
Ο κ. Καζαντζάκης, καθώς βλέπετε, μπερδεύει και συσκοτίζει τα πάντα, γιατί δεν βρίσκεται «στον πρώτο βαθμό της μυήσεως», όπου το καλό και το κακό είναι αμείλικτοι εχθροί, αλλά στον δεύτερο, όπου «το κακό και το καλό συνεργάζονται», ή στον τρίτο βαθμό, όπου «το καλό και το κακό συνταυτίζονται», όπως λέει. Τι καλό, τι κακό; Το ίδιο κάνει. Επομένως, τι αριστερισμός, τι φασισμός. Κι αφού είναι το ίδιο, γιατί ο κ. Καζαντζάκης θέλει να ‘ναι με τους αριστερούς;
Μπορεί περίφημα να είναι με όλα τα κόμματα. Αλλη αντίφαση με τον εαυτό του! Χαίρε λοιπόν οπισθοδρομική διανόηση, που βουλιάζεις ολοένα στη σύγχυση και το μηδέν. Γιατί τι θα πει «το καλό και το κακό είναι ένα»; ‘Η ότι το καλό είναι κακό και το κακό καλό, πράγμα που είναι ολότελα παράλογο, ή ότι και τα δύο είναι μηδέν; Πάντα η βαθυστόχαστη αντιδραστική διανόηση για ν’ αποφύγει τα ενοχλητικά ναι και όχι κατασταλάζει στο χάος και στο μηδέν, όταν δεν οδηγεί στη βαρβαρότητα και στην κτηνωδία.
Ο κ. Καζαντζάκης στο βάθος του, χωρίς να το καταλαβαίνει, δεν πιστεύει σε τίποτα. Πιστεύει μόνο στον εαυτό του! Είναι το κέντρο του παντός. Ολη η τακτική του είναι εγωκεντρική. Μόνο στα ατομικά του συμφέρονται βρίσκει η ζωή του τη δικαίωσή της. Αυτό το αναφέρομε γιατί είναι γενικό φαινόμενο στους αντιδραστικούς διανοουμένους.
Στον «ερημίτη της Αίγινας» η κατάσταση αυτή του πνευματικού και ηθικού μηδενισμού, επειδή εκφράζεται με εξαιρετικό ναρκισσισμό και φιλαρέσκεια, εκδηλώνεται γι’ αυτό τον λόγο εναργέστερα. Ετσι, μέσα στην αυταρέσκειά του, βρίσκει πως η δράση για τα συμφέροντα της ανθρωπότητος π.χ. είναι πολύ βολική ασχολία και ένας εύκολος ηρωισμός. Μ’ άλλα λόγια, το να πεθαίνει κανείς στις φυλακές και στις εξορίες είναι πολύ βολικό και εύκολο πράμα, εν αντιθέσει με τη δική του ηράκλεια πάλη γύρω από το «εναγώνιο εάν», όπως λέει.
Είναι άθλος ακατόρθωτος πραγματικά να μιλάει κανείς με «αποχρώσεις». Αλλά αυτές τις αποχρώσεις, που τις θεωρεί το αποκορύφωμα της σκέψεως καθώς φαίνεται, ο λαός τις συνόψισε θαυμάσια στο ανέκδοτο του Τούρκου Καδή. Ετσι κι εκείνος, όπως κι ο κ. Καζαντζάκης, έβρισκε πως όλοι έχουν δίκιο. Κι ο φονιάς κι ο σκοτωμένος, κι ο ίδιος που δεν ήξερε τι ν’ αποφασίσει!
Η ληστρική επιχείρηση της Ιταλίας στην Αιθιοπία βρίσκει στη σκέψη του κ. Καζαντζάκη την καλύτερή της δικαίωση. Είναι, λέει, σύμφωνη με τα ανώτερα «συμφέροντα του πνεύματος»!! «Το πνεύμα είναι το πιο σαρκοβόρο όρνεο». «Ακολουθεί απάνθρωπους νόμους!»
Σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, ο ληστής που σκοτώνει και γδύνει τους διαβάτες εξυπηρετεί τα ανώτερα συμφέροντα του πνεύματος. Το καλό και το κακό συνταυτίζονται, και εδώ σύμφωνα με τον τρίτο βαθμό της «μυήσεως».
Ο κ. Καζαντζάκης καυχιέται πως και η δική του σκέψη είναι απάνθρωπη! Δηλαδή δεν είναι πια ανθρώπινη, σαν της Ρόζας Λούξεμπουργκ π.χ. που ήταν γεμάτη τρυφερότητα για τα πάντα. Αλλά είναι υπεράνθρωπη ή θεία, δηλαδή ανήκει στη χώρα των Χιμαιρών.
[…]
Χωρίς ανταπόκριση
Όπως εύστοχα σημειώνει η Τιτίκα Δημητρούλια σε σχετικό άρθρο στην εφημεςρίδα «Το Βήμα» (15/4/2007), η Γαλάτεια, ιδεολογικά αντίθετη με τον Νίκο Καζαντζάκη ποτέ δεν σταμάτησε να κοντράρεται μαζί του, χωρίς ωστόσο ανταπόκριση από την πλευρά του. Η εικόνα αυτή παρουσιάζεται με ιδιαίτερα αδρές γραμμές στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα που έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη εικόνα του συγγραέα, ο οποίος παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος της δράσης, που ήταν αναμφίβολα αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που χρειαζόμαστε, κι ως ένα άνθρωπου αντιπαλεύει μεταξύ των πνευματικών ηδονών και των γήινων απολάυσεων – κυρίαρχη εικόνα μεταξύ άλλων που βρίσκουμαι και στο μυθιστόρημα Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Όσο όμως και να μην υπάρχει ανταπόκριση από τον «Ερημίτη της Αίγινας» άλλο τόσο η Γαλάτεια προχωράει και σε μία λογοτεχνική εκτίμηση του έργου πέρα από τις λογοτεχνικές και ιδεολογικές αναλύσεις της, εκτίμηση βέβαια άριστα συνδεδεμένη με όλα τα προηγούμενα. Για να εξηγηθούμε λοιπόν, είναι η Γαλάτεια που κατηγορεί στην ουσία τον πρώην σύντροφο της ότι διαχειρίζεται θέματα παρελθοντικά και λογοτεχνικά είδη χωρίς επαφή με τις σύγχρονες ανάγκες και που οι προγενέστεροι τα έχουν παρουσιάσει καλύτερα εφόσον αποτελούσαν θέματα της δικής τους εποχής (Αρχαιότητα, Βυζάντιο κ.τλ.) κι όπου μόνο στα ακόλουθα χρόνια, με την αξιοποίηση του μυθιστορηματικού λόγου, αρχίζει κάπως να προσεγγίζει την πραγματικότητα, πάλι όμως με ελλείψεις και με τη ματιά του υπερανθρώπου διαννοούμενου. Δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε περισσότερο.
Συντηρητικός συγγραφέας
Για να κλείσουμε αυτό το φλύαρο σημείωμα, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε από την πλευρά μας ότι ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ήταν αδιάφορος για κανένα από τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του ή για τα κοινωνικά ζξτήματα, όπως τον κατηγορεί για το τελευταίο η Γαλάτεια – διεφεραν όμως οι κετιμήσεις του.. Δεν ξεχνάμε, ότι μελέτησε τον Ανρί Μπερξόν που διατύπωσε τη θεωρίαγια την ζωική ορμή που αποτελεί, υποτίθεται, μια τυφλή, ανυπότακτη σε κανόνες δύναμη που δρώντας έξω από κάθε προγραμματισμό και σκοπιμότητα, στάθηκε η αιτία, για να δημιουργηθεί η ζωή στα διάφορα επίπεδα της. Όπως διάβασε και Νίτσε, για να καταλήξει να γίνει έθερμος οπαδός του – αυτός που υποτίθεται ήθελε δασκάλους και όχι έιδωλα – ο οποίος απέρριπτε κάθε κανόνα με τον οποίο θα μπορούσαμε να ρυθμίσουμε την ηθική συμπεριφορά μας ενώ σημείωνε ότι «η συμμόρφωση προς τον κανόνα είναι η αρχή του πολιτισμού και εκείνο που κάνει τηζωή μας να έχει νόημα και να αξίζει να τη ζούμε». Ο Υπεράνθρωπος είναι η σημαντικότερη συμβολή του, ένα πρότυπο που μπορεί, υποτίθεται, να εμπνεύσει τον τρόπο που πρέπει στο εξής να ζούμε. Βέβαια, ο Νίτσε κατέληξε να διαβάσει την παρακμή της αστικής κοινωνίας, γιατί αυτό συμβόλιζε η αναζήτηση του για ένα νέο ηθικό πρότυπο και να προτείνει μια βίαιη αναπροσαρμογή της επικρατούσας θεωρίας χωρίς να οδηγήσει σε ένα ριζοσπαστικό ξεκαθάρισμα με το αστικό παρελθόν ενώ οι ναζί του Χίτλερ εκμεταλλεύτηκαν με τον χειρότερο τρόπο τα κενά της θεωρίας του.
Στην ουσία ο Νίτσε δεν ήταν ένας ριζοσπάστης διανοητής ενώ σύμφωνα με τον Χρήστο Κεφαλή, συγγραφέα και μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη»:
«Για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της άκρας αντίδρασης, ο Νίτσε αναπτύσσει ολόπλευρα τον ιρασιοναλισμό, δίνοντάς του μια κατάλληλη, ελκυστική και άρτια επεξεργασμένη μορφή. Επιπλέον, ενώ άλλοι στοχαστές της περιόδου, όπως οι Τζέιμς, Μπερξόν,κ.ά., εκπληρώνουν αυτό το καθήκον περιφερειακά ή εν μέρει, ο Νίτσε το εκπληρώνει κεντρικά και καθολικά. Εστιάζει με ευρύτητα στα αποφασιστικά ζητήματα του αντισοσιαλιστικού αγώνα της αντίδρασης, μετατρέποντας τον ιρασιοναλισμό σε ένα τέλεια ακονισμένο εργαλείο για την ιδεολογική διεξαγωγή αυτού του αγώνα και παρέχοντας ταυτόχρονα όλα τα αναγκαία προσχήματα για την έμπρακτη άσκηση και δικαίωση της βαρβαρότητας.
Η σημασία του Νίτσε, για την οποία μιλά και η διαρκής επίδρασή του, δεν μπορεί έτσι να υποτιμηθεί, παραπέμπει όμως στη βαθιά μεταλλαγή του αστικού κόσμου. Στην εποχή της ανόδου της, όταν εκπλήρωνε ένα μεγάλο δημιουργικό έργο, η αστική τάξη αναδείκνυε γίγαντες στοχαστές, όπως χαρακτήρισε ο Μαρξ τον Χέγκελ. Αργότερα, καθώς ο καπιταλισμός άρχισε να συγκρούεται με τις ανάγκες της εξέλιξης, η αστική τάξη μπορούσε πλέον να εκπροσωπείται κεντρικά το πολύ από μεσαίου αναστήματος διανοητές,όπως ο Τζ. Σ. Μιλ ή ο Μαξ Βέμπερ. Αλλά και αυτό έπρεπε να ακολουθηθεί από μια παραπέρα υποβάθμιση με την έλευση του ιμπεριαλισμού, όταν η πλειοψηφία των αστών ιδεολόγων ξεπέφτει στην κατηγορία των νάνων. Ο Νίτσε είναι σημαντικός ακριβώς επειδή είναι ο πιο ψηλός από τους νάνους της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης. Και ενώ δεν αληθεύει διόλου ότι όλοι οι αστοί ιδεολόγοι της εποχής πέφτουν τόσο χαμηλά –κατ’ εξαίρεση μπορεί να εμφανίζονται ακόμη μεγάλοι αστοί στοχαστές, όπως οι Σαρτρ και Τσόμσκι, που όμως αδιάλειπτα αντιτάσσονται στην αντίδραση– ο Νίτσε προσφέρει μια κατάδειξη της αυξανόμενης ανάγκης του ιμπεριαλισμού να φέρνει στο προσκήνιο τους νάνους για να πολεμήσει την εξέλιξη. Η αξία του Νίτσε για την άκρα αντίδραση συνίσταται σε τούτο: ότι εμφανιζόμενος μερικές δεκαετίες πριν την έλευση του ιμπεριαλισμού δεν τον προπαρασκευάζει μόνοι δεολογικά, αλλά θέτει και τον πήχη των φιλοδοξιών των άλλων εκπροσώπωντου, των πιο κοντών νάνων.» (Ο ιμπεριαλιστικός ρασιοναλισμός του Νίτσε, περιοδικό Μαρξιστική Σκέψη)
Ακριβώς, ένας ακόμα μικρότερου διαμετρήματος διανοητής ήταν κι ο Νίκος Καζαντζάκης, συντηρητικός και καθόλου πρωτότυπος – αλλά κι ένας συγγραφέας με οπωσδήποτε πρωτότυπη γλώσσα κιεκφραστική δυναμική, αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσουμε. Η ίδια η Γαλάτεια μάλιστα το είχε αναγνωρίσει, να άλλη μια εντυπωσιακή αντίφαση, αφού η γλώωσσα που χρησιμοποιεί έχει εςντυπωσιακή ομοιότητα με αυτή του Νίκου Καζαντζάκη αν και φυσικά, διαθέτει τη δική της πρωτοτυπία και μοναδικότητα – η αντίφαση αυτή δεν έιναι περισσότερο έντονη από το μυθιστόρημα που παρουσιάζουμε σήμερα, το «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι».
Από την πλευρά μας προτείνουμε σε όλες και όλους να διαβάσετε αυτό το ιδιαίτερο, εντυπωσιακό και συναρπαστικό αν θέλετε, μυθιστόρημα καθώς και τα άλλα έργα της Γαλάτειας Καζαντζάκη («Γυναίκες», «Αντρες», «Άρρωστη Πολιτεία», κ.α.) που οι προγενέστεροι κριτικοί – εκτός του Γιάνη Κορδάτου και κάποιων λίγων ακόμα – προσωπικά δεν γνωρίζουμε για σήμερα, είχαν κλειδώσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και της λογοτεχνίας. Έχει αδυναμίες το έργο, έχει και αρετές. Αν αποκαθηλώνει τον Νίκο Καζαντζάκη αυτό το αφηνουμε σ’ εσάς, αν και νομίζουμε πως αυτό είναι ένα καθήκον τόσο για τπους αναγνώστες, όσο και για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Απόσπασμα από το βιβλίο
« […] Για να γιορτάσουνε το γεγονός αποφάσισαν να πάνε και τη μέρα κείνη με τα πόδια στο γαλατάδικο και να γυρίσουν ξανά όλοι μαζί. Τη λιακάδα της μέρας ακολουθούσε μια φεγγαρολουσμένη νύχτα χωρίς καθόλου κρύο. Με τις κουβέντες και τα γέλια πληροφορήθηκε η Δανάη και τούτο δω: Πως το βραβείο ήτανε και χρηματικό. Νάτον πάλι ατόφιος ο Αλέξανδρος.
-Η ιδέα σου να υποβάλεις έργο ήτανε ξέρεις πρώτης τάξεως, είπε σε μια στιγμή ο Γιαννέλλης… Κατά έναν τρόπο δοκιμάζει κανείς τη δύναμή του χωρίς βέβαια σε περίπτωση αποτυχίας ν’ απογοητευθεί και να χάσει το κουράγιο του.
-Πολύ σωστά, πετάχτηκε ο Ζέρβας, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε τη σημασία ενός βραβείου. Είμαι σίγουρος πως ο Αλέξανδρος θα δουλεύει από δω και μπρος με περισσότερη αυτοπεποίθηση. Δεν είναι έτσι, Αλέξανδρε;
-Δεν ξέρω… μπορεί.
-Εγώ πάλι πιστεύω, κ. Γιαννέλλη, ανακατεύτηκε η Δανάη, πως όσο περισσότερο είναι κανείς φιλόδοξος τόσο λιγότερο διακινδυνεύει μια αποχτημένη φήμη. Λέω λοιπόν πως ο Αλέξανδρος δε θα λάβαινε ποτέ μέρος σ’ έναν ανοιχτό διαγωνισμό, ξέροντας πως μια αποτυχία θα επηρέαζε τη γνώμη που έχουν όλοι σήμερα γι’ αυτόν. Και θάκανε πολύ φρόνιμα. Τη γνώμη αυτή τίποτα δεν πρέπει να κλονίσει από δω κι’ εμπρός. Ούτε θα την κλονίσει, είμαι βέβαιη.
-Τι ωραίο πράγμα νάχει κανείς πλάι του μια γυναίκα με τόση πίστη, είπε ο Ζέρβας.
-Ό,τι λέω δεν αφορά διόλου την πίστη μου στο έργο του Αλέξανδρου, αλλά το πόσο είναι αναγκασμένος όποιος έβαλε σκοπό της ζωής του να φτάσει κάπου, να σπουδάζει διαρκώς τους τρόπους που θα τον οδηγήσουν ασφαλέστερα, όπως, π.χ., η δημιουργία κάποιου μύθου γύρω από το άτομό του… και προ πάντων να ξέρει πως αν έχει δέκα και κάνει θόρυβο σα νάχει εκατό πετυχαίνει, ενώ το ενάντιον αν έχει αξία εκατό και σωπαίνει πεθαίνει και ξεχνιέται σα να μην έζησε ποτέ. Αυτό λέω.
-Ώστε όλοι όσοι ξέφυγαν τη λησμονιά το πέτυχαν όχι γιατί ήταν μεγάλοι δημιουργοί, αλλά γιατί κάνανε θόρυβο; ρώτησε ο Ζέρβας.
-Εκείνοι που λέτε είναι οι μεγαλοφυΐες. Τα φωτεινά μετέωρα που μετριούνται εύκολα και τους ξέρουν οι αιώνες. Αυτοί σίγουρα δεν χρειάστηκαν κανένα θόρυβο… εδώ όμως δεν μιλάμε γι’ αυτούς.
Ο μόνος που δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση ήτανε ο Αλέξανδρος. Προχωρούσε με το κεφάλι ψηλά όπως συνήθιζε, κοιτάζοντας μακρυά το βάθος του ατέλειωτου δρόμου.
Η παρέα διαλύθηκε πολύ γρήγορα εκείνο το βράδυ. Ο Αλέξανδρος ρώτησε σε μια στιγμή τη Δανάη αν κρυώνει και κείνη είπε «ναι, λιγάκι». Δεν εκρύωνε, αλλά κατάλαβε πως ήθελε να φύγουν. Η συζήτηση της βραδυάς με το δρόμο που πήρε τον δυσαρέστησε. Ήτανε φοβερό να πει η Δανάη πως δε θα υπόβαλλε ποτέ έργο σε ανοιχτό διαγωνισμό μια και δε θάτανε σίγουρος εκατό τα εκατό. Και πότε τόπε; Όταν εκείνος δικαιολογήθηκε πως τάχα της έκρυψε τη συμμετοχή του για να μη στενοχωρηθεί αν αποτύχαινε. Όλα όσα ειπώθηκαν από μέρος της έδειχναν ολοφάνερα πως δεν το πίστευε, όπως ενόμιζε ο Ζέρβας, σαν σίγουρο κεφάλαιο της πνευματικής Ελλάδας, αλλά σαν ένα φιλόδοξο που θέλει να φτάσει ψηλά, αδιαφορώντας με ποια μέσα.
Ακολούθησαν μέρες σιωπηλής ψυχρότητας. Ο Αλέξανδρος έμοιαζε με σκαντζόχοιρο. Μόλις μυριζόταν στον αέρα κάτι δυσάρεστο, ευτύς μαζευόταν κι όρθωνε τ’ αγκάθια του. Η Δανάη τόξερε. Δεν άντεχε στην κριτική, όταν δεν τόνε λιβάνιζε. Το ξεσπάθωμα της Δανάης τον αναστάτωσε.
-Τι είμαι εγώ, στο κάτω-κάτω, για να με λογαριάζεις τόσο; του είπε μια βδομάδα υστερότερα, όταν πια παρατραβούσαν οι μούσκλες. Αν ήμουνα στη θέση σου θάξερα θαρρώ τι αξίζει η δουλειά μου, ώστε να μην επηρεάζομαι από την οποιαδήποτε κριτική. Προ πάντων θάξερα πως η Τέχνη είναι ένα είδος Ιμαλάια και πως βρίσκομαι στα ριζά. Το λοιπόν, τι σημασία θάχαν οι κριτικές του ενός ή του άλλου, καλές ή κακές; Έγραψες κάτι και σου το βράβεψαν. Αυτό όμως δε θα πει πως δε θα γράψεις έργα πολύ σπουδαιότερα που ίσως να μην αναγνωριστεί η αξία τους. Εκτός πια αν νομίζεις πως επειδή σε βραβέψανε είσαι κιόλας Σαιξπήρος, πράμα που δεν το πιστεύω.
Ο Αλέξανδρος, αυτά λέγουνταν στην ανατολική βεράντα, κοίταζε το γιομάτο φεγγάρι μέσα από τα δέντρα κ’ ήτανε σα να μην την άκουε. Όχι, δεν ήτανε εκείνη που του ταίριαζε. Στον Αλέξανδρο θα ταίριαζε μια γυναίκα ή απλοϊκή κι αγαθή, ή πονηρή. Η Δανάη δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πολλές φορές ωστόσο κάθιζε στο σκαμνί τον εαυτό της. Γιατί μπέρδευε ολοένα τον άνθρωπο με το συγγραφέα; Ο άνθρωπος της είχε φταίξει, όχι ο συγγραφέας. Κι αυτή είχε αγαπήσει τον συγγραφέα. Μόνο αυτόν. Την ιδιότητα που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους του τόπου, αυτήν είχε αγαπήσει. Αυτή την ξετρέλλανε. Αν δεν έγραφε, σίγουρα δεν θα τον πρόσεχε. Γιατί λοιπόν δεν της έφτανε η πραγματοποίηση του ονείρου να ζει πλάι του, κάτω από την ίδια στέγη και νάναι οι δυο τους το εξωτικό ζευγάρι που οι νέοι τους φίλοι τόσο αγαπούσαν και το χαίρουνταν; Γιατί; Γιατί όσα της είχε αρνηθεί ο άνθρωπος, της τ’ αρνιόταν κι ο δημιουργός. Να γιατί.
Όμως η Δανάη έκανε όρκο να μην του φερθεί ποτέ έτσι σαν εκείνο το βράδυ… Θα περιμένει… Ποιος ξέρει… Μπορεί νάτανε ακόμα νωρίς. Κι άλλοι μεγάλοι τεχνίτες είχανε τα κουσούρια τους. Ο Βερλαίν ήτανε αρσενοκοίτης και έφτασε να γενεί φονηάς, πήγε φυλακή. Ο Πόου πέθανε στο δρόμο αλκοολικός. Ο Ντοστογιέβσκη έχανε στη ρουλέττα ακόμα και τα καθημερινά έξοδα του σπιτιού του… Με τη διαφορά, συλλογιόταν πάλι, πως αυτωνών τα κουσούρια ήτανε τα πάθη τους, ενώ τα κουσούρια του Αλέξανδρου φανέρωναν ίσα-ίσα πως ήτανε στερημένος κι’ από τα πιο κοινά ανθρώπινα αισθήματα. Κι όταν αυτά λείπουν, ό,τι κι αν πούμε στην τέχνη δε θάναι «χαλκός ήχων και κύμβαλον αλαλάζον; […]»