Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

George Sand — Γεωργία Σάνδη: Επαναστάτρια ή σουφραζέτα της δεκάρας;

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Η Amantine Aurore Lucile Dupin (Αμα­ντίν Ωρόρ Λυσίλ Ντυ­πέν), αργό­τε­ρα Βαρό­νη Dudevant (Ντυ­ντε­βάν), 1804 — 1876) υπήρ­ξε Γαλ­λί­δα μυθι­στο­ριο­γρά­φος, δημο­σιο­γρά­φος και πρώ­ι­μη (προ της επι­νό­η­σης του όρου) “φεμι­νί­στρια” που συνέ­γρα­φε με το ψευ­δώ­νυ­μο George Sand (ελλη­νο­ποι­η­μέ­νο Γεωρ­γία Σάνδη).

Γύρω στα 15 βιβλία της κυκλο­φο­ρούν και στην Ελλάδα

Υπήρ­ξε μία από τις πιο δημο­φι­λείς συγ­γρα­φείς στην Ευρώ­πη, ούσα _τότε, πιο διά­ση­μη από τον Βίκτορ Ουγκώ και τον Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ ακό­μα και στην Αγγλία κατά τις δεκα­ε­τί­ες του 1830 και 1840.

Ανα­γνω­ρί­ζε­ται ως μία από τις πιο αξιό­λο­γες συγ­γρα­φείς και εκπρο­σώ­πους του ρομα­ντι­σμού στην Ευρώ­πη, με περισ­σό­τε­ρα από 70 μυθι­στο­ρή­μα­τα στο ενερ­γη­τι­κό της και 50 τόμους με διά­φο­ρα έργα, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων μυθι­στο­ρη­μά­των, παρα­μυ­θιών, θεα­τρι­κών και πολι­τι­κών κει­μέ­νων.

Η Γεωρ­γία Σάν­δη ακο­λού­θη­σε τα βήμα­τα της προ­για­γιάς της (τάχτη­κε υπέρ των δικαιω­μά­των των γυναι­κών, επέ­κρι­νε την τελε­τή του γάμου και πολέ­μη­σε ενά­ντια στις προ­κα­τα­λή­ψεις μιας συντη­ρη­τι­κής κοι­νω­νί­ας) Λουίζ Ντυ­πέν, προς την οποία έτρε­φε αμέ­ρι­στο θαυμασμό.

Γεν­νη­μέ­νη στο Παρί­σι από τον Μωρίς Ντυ­πέν, αρι­στο­κρα­τι­κής γενιάς, και τη Σοφί Βικτουάρ Ντε­λα­μπόρντ, λαϊ­κής κατα­γω­γής, ανα­τρά­φη­κε το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της παι­δι­κής της ηλι­κί­ας από τη για­γιά της, που ήταν νόθα κόρη του Μαυ­ρι­κί­ου της Σαξο­νί­ας, στρα­τάρ­χη της Γαλ­λί­ας και νόθου γιου του Αυγού­στου 2ου της Πολω­νί­ας, Ελέ­κτω­ρα της Σαξο­νί­ας (τα σημειώ­νου­με αυτά για να φανεί η θέση της γυναί­κας εκεί­νο τον και­ρό, ως εργα­λείονόμι­μηςσεξουα­λι­κής χρή­σης από την αστι­κή κοι­νω­νία της επο­χής).

Η Σάν­δη, αφού άφη­σε τον άντρα της έκα­νε όλο και πιο φανε­ρή την προ­τί­μη­σή της στα αντρι­κά ρού­χα, αν και συνέ­χι­σε να ντύ­νε­ται γυναι­κεία σε κοι­νω­νι­κές περι­πτώ­σεις. Αυτή η αντρι­κή “μεταμ­φί­ε­ση” (που δεν είχε καμιά σχέ­ση με ετε­ρο­φυ­λί­ες και λεσβί­ες) της έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα να κυκλο­φο­ρεί περισ­σό­τε­ρο ελεύ­θε­ρα στο Παρί­σι με αυξα­νό­με­νη πρό­σβα­ση σε μέρη όπου θα είχαν αρνη­θεί σε μια γυναί­κα της κοι­νω­νι­κής της θέσης. Αυτή ήταν μια απο­κλί­νου­σα πρα­κτι­κή για τον 19ο αιώ­να, όταν οι κοι­νω­νι­κοί κώδι­κες – ιδιαί­τε­ρα της ανώ­τε­ρης τάξης – είχαν υψη­λή σημα­σία. Ως συνέ­πεια η Σάν­δη έχα­σε πολ­λά από τα προ­νό­μια της ως Βαρό­νη. Κατά ειρω­νι­κό τρό­πο, μέρος των ηθών της επο­χής αυτής επέ­τρε­πε σε γυναί­κες των υψη­λό­τε­ρων τάξε­ων να ζουν σωμα­τι­κά χωρι­σμέ­νες από τους συζύ­γους τους χωρίς να κακο­χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται, αν δεν επε­δεί­κνυαν κάποια προ­σβλη­τι­κή και ασυ­νή­θι­στη συμπε­ρι­φο­ρά προς τον έξω κόσμο (το ξενο­πή­δη­μα _νόμιμο και επι­ζη­τού­με­νο για τους άντρες, επι­τρε­πτό και για γυναί­κες “πολυ­τε­λεί­ας” ή απλά αρι­στο­κρά­τι­σες, αρκεί να μη γινό­ταν γνωστό).

Ακό­μη κι ο Βίκτορ Ουγκώ σχο­λί­α­ζε: “Η Γεωρ­γία Σάν­δη δεν μπο­ρεί να προσ­διο­ρί­σει αν είναι άνδρας ή γυναί­κα. Εκφρά­ζω μεγά­λη εκτί­μη­ση για κάθε συνά­δελ­φο μου, αλλά δεν είναι δική μου θέση να απο­φα­σί­σω αν είναι η αδερ­φή μου ή ο αδερ­φός μου”.

Το 1822, 18χρονη παντρεύ­τη­κε τον Casimir Dudevant (Φραν­σουά-Καζι­μίρ Ντυ­ντε­βάν), γιο βαρώ­νου κάνο­ντας μαζί του δύο παι­διά, ενώ το 1825, είχε μια θυελ­λώ­δη (κατά ορι­σμέ­νους πλα­τω­νι­κή) σχέ­ση με τον νεα­ρό δικη­γό­ρο Aurélien de Sèze.

Το 1831, 27χρονη, διά­λε­ξε το ψευ­δώ­νυ­μό της Γεωρ­γία Σάν­δη, θηλυ­κό με το άγνω­στο μέχρι τότε όνο­μα Georges, και πρό­σθε­σε το Sand (Σάν­δη), υπο­κο­ρι­στι­κό του Sandeau (“Σαντώ”, το όνο­μα του Léonard Sylvain Julien Jules Sandeau ερα­στή της εκεί­νη την περί­ο­δο). Αυτή της η από­φα­ση προ­έ­κυ­ψε από την σφο­δρή της επι­θυ­μία να προ­κα­λέ­σει σύγ­χυ­ση σχε­τι­κά με την ταυ­τό­τη­τά της και να αυξή­σει τις πιθα­νό­τη­τές της να εισχω­ρή­σει σε έναν αμι­γώς ανδρο­κρα­τού­με­νο εκδο­τι­κό κόσμο.
Στις αρχές του 1831, άφη­σε τον σύζυ­γό της και άρχι­σε μια περί­ο­δο 4–5 ετών «ρομα­ντι­κής εξέ­γερ­σης», ενώ το 1835, τον χώρι­σε νομι­κά και ανέ­λα­βε την επι­μέ­λεια των παι­διών τους.

H Σάν­δη είχε συνά­ψει “ρομα­ντι­κές” (;;) σχέ­σεις με τον μυθι­στο­ριο­γρά­φο Ζυλ Σαντώ (1831), τον συγ­γρα­φέα Prosper Mérimée (Προ­σπέρ Μερι­μέ), τον δρα­μα­τουρ­γό Αλφρέ ντε Μυσέ, τον Louis-Chrysostome Michel (Λουί-Χρυ­σό­στο­μο Μισέλ), τον ηθο­ποιό Pierre-François Bocage (Πιερ-Φραν­σουά Μπο­κάζ), τον συγ­γρα­φέα Charles Didier (Σαρλ Ντι­ντιέρ), τον συν­θέ­τη Félicien Mallefille (Φελι­σιάν Μαλε­φί), τον πολι­τι­κό Louis Blanc (Λουί Μπλανς) και τον συν­θέ­τη Φρε­ντε­ρίκ Σοπέν, ενώ σ΄όλη τη ζωή της αλλη­λο­γρα­φού­σε με τον Γκυ­στάβ Φλω­μπέρ και παρά τις ετε­ρό­κλι­τες ιδιο­συ­γκρα­σί­ες τους, έγι­ναν στε­νοί φίλοι.

Η Σάν­δη είχε επί­σης μια πολύ στε­νή ρομα­ντι­κή σχέ­ση με την Marie Dorval, μια από τις πιο διά­ση­μες Γαλ­λί­δες ηθο­ποιούς του 19ου αιώ­να, επι­τυ­χη­μέ­νη στο θέα­τρο και με πολυ­τά­ρα­χη προ­σω­πι­κή ζωή που συνέ­βα­λαν στη δημιουρ­γία μύθου γύρω από το όνο­μά της. Οι δυο τους συνα­ντή­θη­καν Γενά­ρη 1833, αφού η Σάν­δη έπει­τα από την παρα­κο­λού­θη­ση μίας παρά­στα­σης της Ντορ­βάλ της έστει­λε επι­στο­λή στην οποία της εξέ­φρα­ζε την εκτί­μη­ση της. Έγρα­ψε βιβλίο για την Ντορ­βάλ, με πολ­λά απο­σπά­σμα­τα την περι­γρά­φουν ως “τσι­μπη­μέ­νη” μαζί της.

Μόνο όσοι ξέρουν πόσο δια­φο­ρε­τι­κά ήμα­σταν φτιαγ­μέ­νοι μπο­ρούν να συνει­δη­το­ποι­ή­σουν πόσο ενθου­σιά­στη­κα μαζί της… Ο Θεός της είχε δώσει τη δύνα­μη να εκφρά­ζει αυτό που ένιω­θε… Ήταν όμορ­φη και απλή. Δεν της είχαν διδα­χθεί ποτέ τίπο­τα, αλλά δεν υπήρ­χε τίπο­τα που να μην ήξε­ρε από ένστι­κτο. Δεν μπο­ρώ να βρω λέξεις με τις οποί­ες να μπο­ρώ να περι­γρά­ψω το πόσο ψυχρή και ημι­τε­λής είναι η δική μου φύση. Δεν μπο­ρώ να εκφρά­σω τίπο­τα. Πρέ­πει να υπάρ­χει ένα είδος παρά­λυ­σης στον εγκέ­φα­λό μου που εμπο­δί­ζει αυτό που νιώ­θω να βρει ποτέ μια μορ­φή μέσω της οποί­ας να μπο­ρεί να επι­τύ­χει την επι­κοι­νω­νία… Όταν εμφα­νί­στη­κε στη σκη­νή, με την κρε­μα­σμέ­νη της σιλου­έ­τα, το άτο­νο βάδι­σμά της, τη λυπη­μέ­νη και διεισ­δυ­τι­κή ματιά της… Μπο­ρώ να πω μόνο ότι ήταν σαν να κοι­τού­σα ένα ενσαρ­κω­μέ­νο πνεύμα.

Ο κρι­τι­κός θεά­τρου Gustave Planche φαί­νε­ται να προει­δο­ποί­η­σε την Σάν­δη να μεί­νει μακριά της _ομοίως, ο κόμης Alfred de Vigny, ερα­στής της Ντορ­βάλ, προει­δο­ποί­η­σε την ηθο­ποιό να μεί­νει μακριά από την Σάν­δη, απο­κα­λώ­ντας την δεύ­τε­ρη «αυτή η κατα­ρα­μέ­νη λεσβία». Το 1840, η Ντορ­βάλ έπαι­ξε τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο σε ένα έργο που έγρα­ψε η Σάν­δη, με τίτλο Cosima, και οι δύο γυναί­κες συνερ­γά­στη­καν στο σενά­ριο. Ωστό­σο, το έργο δεν σημεί­ω­σε επι­τυ­χία και ακυ­ρώ­θη­κε μετά από μονά­χα επτά προ­βο­λές. Η Σάν­δη και η Ντορ­βάλ παρέ­μει­ναν στε­νές φίλες για το υπό­λοι­πο της ζωής της Ντορβάλ.

Η σχέ­ση της με τον Σοπέν: Στη Μαγιόρ­κα μπο­ρεί κανείς να επι­σκε­φτεί το (τότε εγκα­τα­λειμ­μέ­νο) Καρ­θου­σια­νό μονα­στή­ρι του Valldemossa, όπου πέρα­σε τον χει­μώ­να του 1838–39 μαζί με τον Σοπέν και τα παι­διά της. Το ταξί­δι αυτό στη Μαγιόρ­κα περι­γρά­φη­κε στο βιβλίο της Un hiver à Majorque (Ένας χει­μώ­νας στη Μαγιόρ­κα”), που εκδό­θη­κε το 1841. Ο Σοπέν ήδη από την αρχή της σχέ­σης του με την Σάν­δη έπα­σχε από φυμα­τί­ω­ση σε πρώ­ι­μο στά­διο, με απο­τέ­λε­σμα ο κρύ­ος και υγρός χει­μώ­νας στην Μαγιόρ­κα να επι­δει­νώ­σουν τα συμ­πτώ­μα­τα του. Η Σάν­δη και ο Σοπέν πέρα­σαν επί­σης πολ­λά καλο­καί­ρια στο εξο­χι­κό αρχο­ντι­κό της στη Νοάν (1839–1846), όπου έγρα­ψε μερι­κά από τα πιο διά­ση­μα έργα του, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των Fantaisie in F minor, Op. 49, Piano Sonata No. 3, Op. 58, Ballade No. 3 Op. 47 κά.

Στο μυθι­στό­ρη­μα της, Lucrezia Floriani (Λου­κρη­τία Φλο­ριά­νι) η Σάν­δη εμπνεύ­στη­κε από τον Σοπέν τον χαρα­κτή­ρα του άρρω­στου πρί­γκι­πα της Ανα­το­λι­κής Ευρώ­πης ονό­μα­τι Καρλ, όπου τον φρο­ντί­ζει μια μεσή­λι­κη ηθο­ποιός, η Λου­κρη­τία, η οποία υπο­φέ­ρει πολύ από τη στορ­γή της γι αυτόν. Αν και η Σάν­δη ισχυ­ρί­στη­κε ότι δεν έπλα­σε μία “καρι­κα­τού­ρα” του Σοπέν, η δημο­σί­ευ­ση του βιβλί­ου και η ευρεία ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τα του στο κοι­νό αργό­τε­ρα να όξυ­νε τις προ­στρι­βές μετα­ξύ του ζευ­γα­ριού. Μετά το θάνα­το του Σοπέν, η Σάν­δη έκα­ψε μεγά­λο μέρος της αλλη­λο­γρα­φί­ας τους, αφή­νο­ντας μόνο τέσ­σε­ρις επι­στο­λές των δυο τους.

Ο Σοπέν και η Σάν­δη χώρι­σαν δύο χρό­νια πριν από το θάνα­τό του Σοπέν για διά­φο­ρους λόγους _αυτός επέ­στρε­ψε στο Παρί­σι μετά από μια περιο­δεία στο Ηνω­μέ­νο Βασί­λειο, για να πεθά­νει στην Place Vendôme το 1849 (η Σάν­δη απου­σί­α­ζε από την κηδεία του)

Όντας πάντα φτω­χή δεν είχε άλλη επι­λο­γή από το να γρά­φει για το θέα­τρο, ενώ άσκη­σε ακό­μη και τα καθή­κο­ντα του για­τρού του χωριού, έχο­ντας σπου­δά­σει ανα­το­μία και βοτανοθεραπεία.
Πέθα­νε στη Νοάν, κοντά στο Châteauroux, σε ηλι­κία 71 ετών και τάφη­κε στο ιδιω­τι­κό νεκρο­τα­φείο πίσω από το παρεκ­κλή­σι στο Nohant-Vic. Το 2003, η προ­ο­πτι­κή να μετα­φερ­θούν τα λεί­ψα­νά της στο Πάν­θε­ον, στο Παρί­σι, προ­κά­λε­σε διαμάχες.

Πολιτικές απόψεις — “Είμαι κομμουνίστρια και ονομάζομαι George Sand”

Mια από τις πολύ μεγά­λες μορ­φές του ΙΘ΄ αιώ­να, παρα­μέ­νει ως προ­σω­πι­κό­τη­τα ακό­μη ασα­φής, τυλιγ­μέ­νη με τον από­η­χο των θαυ­μα­σμών, αλλά και με μια αχλύ φαρ­μα­κε­ρής αμφι­σβή­τη­σης. Μια βαρό­νη, η οποία τρέ­χει στα χωριά­τι­κα πανη­γύ­ρια, μια μητέ­ρα που γυρ­νά­ει τον κόσμο συζώ­ντας με τα παι­διά και τους ερα­στές της, μια ρομα­ντι­κή συγ­γρα­φέ­ας που καπνί­ζει, φορά­ει αντρι­κά κοστού­μια και μάχε­ται για τα δικαιώ­μα­τα του γυναι­κεί­ου φύλου, μια από­γο­νος του βασι­λιά της Πολω­νί­ας, που κατε­βαί­νει στους δρό­μους πολε­μώ­ντας για την Κομ­μού­να. Και πάντα να γρά­φει, να εμπνέ­ει συγ­γρα­φείς όπως ο Ντο­στο­γιέφ­σκι και ο Μπαλ­ζάκ, μου­σι­κούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ, να έχει φίλους της τον Φλω­μπέρ και τον Ντε­λα­κρουά, θαυ­μα­στές της τον Ουγκώ και τον Χάι­νε… Αυτή δεν είναι γυναί­κα (είπαν πολ­λοί), είναι σκάνδαλο!

«Ο χωρι­κός λοι­πόν είναι, αν μπο­ρού­με να πού­με, ο μόνος ιστο­ρι­κός που μας έχει απο­μεί­νει από τα προϊ­στο­ρι­κά χρό­νια. Τιμή και πνευ­μα­τι­κό κέρ­δος για όποιον θ’ αφιε­ρω­νό­ταν στην έρευ­να των θαυ­μα­στών παρα­δό­σε­ων κάθε χωριού, οι οποί­ες, αν συγκε­ντρω­θούν, ομα­δο­ποι­η­θούν, μελε­τη­θούν συγκρι­τι­κά και ανα­λυ­θούν προ­σε­χτι­κά, θα μπο­ρέ­σουν ίσως να ρίξουν ένα φως στο βαθύ σκο­τά­δι των πρω­τό­γο­νων και­ρών. Αλλά γι’ αυτό θα χρεια­ζό­ταν μια ολό­κλη­ρη ζωή, έστω και μόνο για τη Γαλλία.

Από την άλλη, θα πρέ­πει να προει­δο­ποι­η­θούν οι ερευ­νη­τές ότι οι παραλ­λα­γές του ίδιου θρύ­λου είναι ανα­ρίθ­μη­τες (…). Αυτή η πολ­λα­πλό­τη­τα είναι το φυσι­κό της προ­φο­ρι­κής λογο­τε­χνί­ας. Η ποί­η­ση των ανθρώ­πων της υπαί­θρου, όπως και η μου­σι­κή τους, αριθ­μούν τόσους δια­σκευα­στές όσους και ανθρώ­πους». («Lιgendes rustiques», 1858).
«Εχω έναν σκο­πό, ένα καθή­κον, ας την πω τη λέξη, ένα πάθος. Το να γρά­φω είναι ένα πάθος βίαιο και σχε­δόν ακα­τα­μά­χη­το» (Από επι­στο­λή της, 1831).
«Να μη βάζει κανείς τίπο­τα από την καρ­διά του σ’ αυτό που γρά­φει; Καθό­λου δεν κατα­λα­βαί­νω, μα καθό­λου. Εμέ­να μου φαί­νε­ται ότι αυτό και μόνο πρέ­πει να βάζου­με» (από Επι­στο­λή στον Φλω­μπέρ, 1866).
«Η τυραν­νία, η ζήλια και η βία είναι πάντα σημά­δια αδυ­να­μί­ας» («Horace», 1841).

« “Αλλά”, έλε­γε με οργή, “αυτοί οι άθλιοι μπά­σταρ­δοι που κυβερ­νά­νε τον κόσμο βασι­λι­κώ δικαιώ­μα­τι, κάνουν οτι­δή­πο­τε άλλο από το να συντρέ­χουν αυτούς που υπο­φέ­ρουν. Απορ­ρο­φη­μέ­νοι από τις άνο­στες ηδο­νές τους, δια­σκε­δά­ζουν με τον ίδιο παι­δα­ριώ­δη και μικρό­ψυ­χο τρό­πο, ωσό­του η φωνή των λαών γκρε­μί­σει αυτούς τους θρό­νους που μεί­να­νε τόσον και­ρό ανάλ­γη­τοι μπρο­στά στον σπα­ραγ­μό. (…) Οι μεγά­λοι βασι­λιά­δες κάνουν τους μεγά­λους λαούς”, έλε­γε, “όλα συνο­ψί­ζο­νται σ’ αυτόν τον κοι­νό­το­πο αφο­ρι­σμό, μόνο που ως τώρα, δεν υπήρ­ξαν ποτέ στον κόσμο μεγά­λοι βασι­λιά­δες” ». («Le Secrι­taire intime», 1834).

«Η μόρ­φω­ση μπο­ρεί και οφεί­λει να τα διορ­θώ­νει όλα»

Η Σάν­δη πίστευε βαθιά στην αξία της μόρ­φω­σης. Οπως προ­κύ­πτει από όλες τις επι­λο­γές της ζωής της, εκτι­μού­σε και εμπι­στευό­ταν τη γνώ­ση, θεω­ρώ­ντας ότι αυτή οδη­γεί στην ελευ­θε­ρία και στο σεβα­σμό της ανθρώ­πι­νης ύπαρξης.

«Ο άνθρω­πος δε γεν­νιέ­ται κακός. Δε γεν­νιέ­ται ούτε και καλός, όπως το εννο­εί ο Ζαν Ζακ Ρου­σώ, (…). Ο άνθρω­πος γεν­νιέ­ται με περισ­σό­τε­ρο ή λιγό­τε­ρο δυνα­μι­σμό στα πάθη, με περισ­σό­τε­ρη ή λιγό­τε­ρη δυνα­τό­τη­τα να τα κατα­φέρ­νει ή όχι στην κοι­νω­νία. Αλλά η μόρ­φω­ση μπο­ρεί και οφεί­λει να τα διορ­θώ­νει όλα. Εκεί βρί­σκε­ται το μεγά­λο πρό­βλη­μα που πρέ­πει να λυθεί: Να βρε­θεί η μόρ­φω­ση που είναι η κατάλ­λη­λη για τον καθένα.(«Mauprat», 1837).

Για την ισότητα των γυναικών

«Ένας άντρας και μια γυναί­κα είναι τόσο ίδιοι που δεν μπο­ρώ καθό­λου να κατα­λά­βω όλο αυτό το πλή­θος των δια­κρί­σε­ων και των υπαι­νι­κτι­κών συλ­λο­γι­σμών που τρο­φο­δο­τούν τις κοι­νω­νί­ες σ’ αυτό το κεφά­λαιο». (Από Επι­στο­λή στον Φλω­μπέρ, 1867).

Σε όλη της τη ζωή, η θέση των γυναι­κών θα τη γεμί­ζει αγα­νά­κτη­ση. Οι νόμοι τις αδι­κούν, η κοι­νω­νία τις περι­θω­ριο­ποιεί, οι ίδιες υποτάσσονται.

«Οι συγ­γρα­φείς, αγα­πη­τό μου παι­δί, δε βάζουν εύκο­λα στην ιστο­ρία τους γυναί­κες αλη­θι­νά δυνα­τές. Φοβού­νται μήπως το κοι­νό δεν τις βρει αλη­θο­φα­νείς, ή τις βρει ενο­χλη­τι­κές». («Tamaris», 1862).

Το αγο­ρο­κό­ρι­τσο του Μπε­ρί ανα­στα­τώ­νει τη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία, όχι μόνο με τα γρα­πτά της, αλλά και με τους τρό­πους της. Κυκλο­φο­ρεί ντυ­μέ­νη σαν άντρας — «σαν μικρός φοι­τη­τά­κος» — με παντε­λό­νι, γιλέ­κο ρεντι­γκό­τα και καπέ­λο! Κι από πάνω, καπνί­ζει και πίπα! Οι γελοιο­γρά­φοι δε στα­μα­τούν να την σκι­τσά­ρουν. Ωστό­σο, είναι πάντα μια γοη­τευ­τι­κή γυναί­κα. Ανά­με­σα στις πιο ευτυ­χι­σμέ­νες της στιγ­μές, ο έρω­τάς της με τον λεπτε­πί­λε­πτο ποι­η­τή Αλφρέ ντε Μισέ και το ρομα­ντι­κό ταξί­δι τους στη Βενε­τία, ο οχτά­χρο­νος δεσμός της με τον μεγα­λο­φυή ασθε­νι­κό Σοπέν και η ζωή τους στη Μαγιόρκα.

Στα οδοφράγματα

Η επα­νά­στα­ση το Φλε­βά­ρη του 1848, βρί­σκει τη συγ­γρα­φέα στους δρό­μους, μαζί με το λαό που αγω­νί­ζε­ται ενα­ντί­ον του βασι­λιά Λου­δο­βί­κου — Φιλίπ­που, ο οποί­ος τελι­κά καθαι­ρεί­ται και φεύ­γει, και προ­κη­ρύσ­σε­ται η δημο­κρα­τία! (25_Φλεβάρη). Η Σάν­δη αρθρο­γρα­φεί με πάθος, στη­λι­τεύ­ει τη μετριο­πα­θή στά­ση ορι­σμέ­νων αγω­νι­στών και τάσ­σε­ται ανοι­χτά υπέρ μιας “κομ­μου­νι­στι­κής δημο­κρα­τί­ας” για το συμ­φέ­ρον των πολ­λών

«Πολί­τες,
(…) Βου­λευ­τές δεν πρέ­πει να είναι οι εκφρα­στές των τοπι­κών συμ­φε­ρό­ντων, αλλά οι εκπρό­σω­ποι της υπέρ­τα­της βού­λη­σης της Γαλ­λί­ας. Γι’ αυτό και πρέ­πει να τους ανα­ζη­τή­σου­με ανά­με­σα στους πιο προι­κι­σμέ­νους με υψη­λές αρε­τές και ευγε­νή αισθή­μα­τα». (Από άρθρο της στο «Bulletin de la Repiblique», 13/4/1848).

Τον Ιού­νιο της ίδιας χρο­νιάς ο λαός θα ξανα­κα­τε­βεί στους δρό­μους, αλλά αυτός ο λαϊ­κός ξεση­κω­μός πνί­γε­ται στο αίμα. Επι­κρα­τούν οι μετριο­πα­θείς, οι περισ­σό­τε­ροι φίλοι της συλ­λαμ­βά­νο­νται και φυλα­κί­ζο­νται, η ίδια κατα­φεύ­γει στο πατρο­γο­νι­κό της σπί­τι στο Νοάν, γεμά­τη θλί­ψη. Ο ανι­ψιός του Βονα­πάρ­τη χρί­ζε­ται αυτο­κρά­το­ρας, Ναπο­λέ­ων Γ΄!…

Η Σάν­δη έγρα­ψε λογο­τε­χνι­κές κρι­τι­κές και πολι­τι­κά κεί­με­να: στην πρώ­ι­μη ζωή της, τάχθη­κε υπέρ των φτω­χών και της εργα­τι­κής τάξης καθώς επί­σης υπε­ρα­σπί­στη­κε –με τον τρό­πο της τα δικαιώ­μα­τα των γυναι­κών. Όταν ξεκί­νη­σε η Επα­νά­στα­ση του 1848, ήταν ένθερ­μη ρεπου­μπλι­κα­νή, με δική της εφη­με­ρί­δα, που εκδό­θη­κε σε έναν εργα­τι­κό συνεταιρισμό.

Έγι­νε πολι­τι­κά ακό­μη πιο δρα­στή­ρια μετά το 1841, όντας μέλος της προ­σω­ρι­νής κυβέρ­νη­σης του 1848, εκδί­δο­ντας μια σει­ρά από φλο­γε­ρά μανι­φέ­στα, αλλά –όντας ανερ­μά­τι­στη σε κάποια ζητή­μα­τα κατά τη διάρ­κεια της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας του 1871, πήρε αντι­φα­τι­κή θέση στη συνέ­λευ­ση των Βερ­σαλ­λιών κατά των κομ­μου­νά­ρων, προ­τρέ­πο­ντάς τους “να ανα­λά­βουν βίαιη δρά­ση κατά των ανταρ­τών”: τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη από την ταξι­κή βία έγρα­φε … “Η φρι­κτή περι­πέ­τεια συνε­χί­ζε­ται. Εξα­γο­ρά­ζουν, απει­λούν, συλ­λαμ­βά­νουν, κρί­νουν. Έχουν κατα­λά­βει όλα τα δημαρ­χεία, όλα τα δημό­σια ιδρύ­μα­τα, λεη­λα­τούν πολε­μο­φό­δια και  προ­μή­θειες τρο­φί­μων”.

Οι πρώ­τες λογο­τε­χνι­κές από­πει­ρες της ήταν σε συνερ­γα­σία με τον συγ­γρα­φέα Ζυλ Σαντώ, με πρώ­το δημο­σιευ­μέ­νο μυθι­στό­ρη­μα, το “Rose et Blanche” (1831), ενώ στη συνέ­χεια το πρώ­το της ανε­ξάρ­τη­το, Indiana (Ινδιάνα_1832), το ψευ­δώ­νυ­μο που την έκα­νε διά­ση­μη – Γεωρ­γία Σάνδη.

Στις αρχές της καριέ­ρας της, η δου­λειά της είχε μεγά­λη ζήτη­ση _το 1836 δημο­σιεύ­θη­κε η πρώ­τη συλ­λο­γή των έργων της που κυκλο­φό­ρη­σε σε 24 τόμους και στο μέλ­λον κυκλο­φό­ρη­σαν ακό­μη περισ­σό­τε­ρες συλ­λο­γές από δια­φο­ρε­τι­κούς εκδό­τες. Συνο­λι­κά εκδό­θη­καν τέσ­σε­ρις ξεχω­ρι­στές εκδό­σεις των «Ολο­κλη­ρω­μέ­νων Έργων» της όσο βρι­σκό­ταν εν ζωή. Το 1880, τα παι­διά της πού­λη­σαν τα δικαιώ­μα­τα της λογο­τε­χνι­κής της περιου­σί­ας για 125.000 φρά­γκα (1,3 εκα­τομ­μύ­ρια ευρώ).

Εμπνευ­σμέ­νη από τις παι­δι­κές της εμπει­ρί­ες στην ύπαι­θρο έγρα­ψε τα αγρο­τι­κά μυθι­στο­ρή­μα­τα La Mare du Diable (Ο Βάλ­τος του Δια­βό­λου, 1846), François le Champi (1847–1848), La Petite Fadette (Η μικρή Φαντέτ, 1849), και Les Beaux Messieurs Bois-Dore και το προ­α­να­φερ­θέν Un hiver à Majorque (Ένας χει­μώ­νας στη Μαγιόρ­κα, όπου περι­γρά­φει την περί­ο­δο που έζη­σε εκεί­νη και ο Σοπέν στο νησί). Στο συγ­γρα­φι­κό της έργο περι­λαμ­βά­νο­νται και άλλα μυθι­στο­ρή­μα­τα, όπως τα βιβλία Indiana (“Ινδιά­να”, 1832), Lélia (Λέλια, 1833), Mauprat (1837), Le Compagnon du Tour de France (1840), Consuelo (“Κον­σου­έ­λο”, 1842–1843) και Le Meunier d’Angibault.

Θεα­τρι­κά και αυτο­βιο­γρα­φι­κά της έργα απο­τε­λούν τα: Histoire de ma vie (Η Ιστο­ρία της Ζωής Μου, 1855), Elle et Lui (Αυτή και Αυτός” _1859, στο οποίο αφη­γεί­ται την σχέ­ση της με τον Μυσέ), Journal Intime (μετα­θα­νά­τια έκδο­ση του 1926, στα ελλη­νι­κά “Ημε­ρο­λό­γιο Της Καρ­διάς”) και Correspondence (“Αλλη­λο­γρα­φία”). Η Σάν­δη έπαι­ζε συχνά τα θεα­τρι­κά της έργα στο μικρό της ιδιω­τι­κό θέα­τρο στο κτή­μα της στη Νοάν.

Η γρα­φή της Σάν­δη ήταν εξαι­ρε­τι­κά δημο­φι­λής κατά τη διάρ­κεια της ζωής της και η ίδια έχαι­ρε μεγά­λης εκτί­μη­σης από τη λογο­τε­χνι­κή και πολι­τι­στι­κή ελίτ της Γαλ­λί­ας. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, στο επι­τά­φιο που εκφώ­νη­σε στην κηδεία της, είπε «η λύρα ήταν μέσα της». Η Γεωρ­γία Σάν­δη ήταν μία ιδέα. Ήταν ένα ξεχω­ρι­στό μέρος στην ιστο­ρία μας. Άλλοι είναι σπου­δαί­οι άντρες… Εκεί­νη ήταν μία σπου­δαία γυναί­κα.

Σε αυτή τη χώρα που χρέ­ος της είναι να ολο­κλη­ρώ­σει τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση και να ξεκι­νή­σει αυτή της ισό­τη­τας των δύο φύλων, για την ισό­τη­τα των ανθρώ­πων χρεια­ζό­ταν μία σπου­δαία γυναί­κα. Ήταν απα­ραί­τη­το να απο­δει­χθεί ότι μια γυναί­κα μπο­ρεί να έχει όλα τα ανδρι­κά χαρί­σμα­τα χωρίς να χάνει καμία από τις αγγε­λι­κές της ιδιό­τη­τες, μπο­ρεί να είναι δυνα­τή χωρίς να παύ­ει να είναι τρυ­φε­ρή… Αυτό απέ­δει­ξε η Γεωρ­γία Σάνδη.
— Βίκτωρ Ουγκώ, Les funérailles de George Sand

Ο Ευγέ­νιος Ντε­λα­κρουά ήταν επί­σης στε­νός φίλος της και έτρε­φε σεβα­σμό για το λογο­τε­χνι­κό της χάρι­σμα και ο Γκυ­στάβ Φλο­μπέρ ήταν ένας εμφα­νής θαυ­μα­στής της. Ο Ονο­ρέ ντε Μπαλ­ζάκ, ο οποί­ος γνώ­ρι­ζε προ­σω­πι­κά τη Σάν­δη, είπε κάπο­τε ότι “αν κάποιος πιστεύ­ει ότι η Γεωρ­γία Σάν­δη γρά­φει άσχη­μα, είναι επει­δή τα δικά του πρό­τυ­πα κρι­τι­κής είναι ανε­παρ­κή.”

Σημεί­ω­σε επί­σης ότι η μετα­χεί­ρι­ση της εικό­νας στα έργα της έδει­χνε ότι η γρα­φή της είχε μια εξαι­ρε­τι­κή λεπτό­τη­τα, έχο­ντας την ικα­νό­τη­τα «να βάζει στην ουσία την εικό­να στη λέξη». Ο Αλφρέ Ντε Βινύ την απο­κα­λού­σε «Σαπ­φώ».

Δεν θαύ­μα­ζαν όλοι οι σύγ­χρο­νοί της την ίδια ή και την γρα­φή της. Ο ποι­η­τής Σαρλ Μπω­ντλέρ έλε­γε “Είναι ανό­η­τη, βαριά και φλύ­α­ρη. Οι ιδέ­ες της για τα ήθη έχουν το ίδιο βάθος κρί­σης και λεπτό­τη­τας συναι­σθή­μα­τος με αυτές των καθα­ρι­στριών και των έγκλει­στων γυναι­κών… Το γεγο­νός ότι υπάρ­χουν άντρες που θα μπο­ρού­σαν να ερω­τευ­τούν αυτή την πόρ­νη είναι πράγ­μα­τι μια από­δει­ξη της ταπεί­νω­σης των ανδρών αυτής της γενιάς”…

Ακό­μα και αυτός ‑ο σημα­ντι­κό­τα­τος ποι­η­τής της γαλ­λι­κής και της παγκό­σμιας λογο­τε­χνί­ας  της “μπή­κε” … ένας Μπω­ντλαίρ που προ­σπά­θη­σε να ενυ­φά­νει ομορ­φιά και κακία, βία και ηδο­νή (Une martyre), καθώς και να κατα­δεί­ξει τη μετα­ξύ τους σχέ­ση, αλλά η γυναί­κα γυναίκα…

Επιρροές στην λογοτεχνία

Ο Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι «διά­βα­σε πολ­λά από τα πολυά­ριθ­μα μυθι­στο­ρή­μα­τα της Γεωρ­γί­ας Σάν­δη» και μετέ­φρα­σε το βιβίο της La dernière Aldini το 1844. Σε ώρι­μη ηλι­κία εξέ­φρα­σε μια αμφί­λο­γη στά­ση απέ­να­ντί της ‑για παρά­δειγ­μα, στη νου­βέ­λα του «Запи́ски из подпо́лья» (Σημειώ­σεις από το Υπόγειο_ 1864), ο αφη­γη­τής εκφρά­ζει ως εξής τα αισθή­μα­τα του: «Σε αυτό το σημείο ξεκι­νάω τις ευρω­παϊ­κές, ανε­ξή­γη­τα υψη­λές λεπτό­τη­τες a la Γεωρ­γία Σάνδη».

Η βρε­τα­νή ποι­ή­τρια Ελί­ζα­μπεθ Μπά­ρετ Μπρά­ου­νινγκ (1806–61) έγρα­ψε δύο ποι­ή­μα­τα για τη Σάν­δη: To «George Sand: A Desire (1853)» και το «George Sand: A Recognition». Ο Αμε­ρι­κα­νός ποι­η­τής Ουώλτ Ουί­τμαν ανέ­φε­ρε το μυθι­στό­ρη­μα Consuelo της Σάν­δη ως το προ­σω­πι­κό του αγα­πη­μέ­νο, και η συνέ­χεια αυτού του μυθι­στο­ρή­μα­τος της Σάν­δη, La Comtesse de Rudolstadt (“Η Κόμισ­σα του Ρού­ντολ­σταντ”, 1843), περιέ­χει αρκε­τά απο­σπά­σμα­τα που φαί­νε­ται να άσκη­σαν άμε­ση επιρ­ροή επά­νω του.

Εκτός από την επιρ­ροή της Σάν­δη στην αγγλι­κή και ρωσι­κή λογο­τε­χνία, η γρα­φή και οι πολι­τι­κές από­ψεις της έπια­σαν τόπο σε πολ­λούς συγ­γρα­φείς του 19ου αιώ­να στην Ισπα­νία και τη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Gertrudis Gómez de Avellaneda, την γεν­νη­μέ­νη στην Κού­βα συγ­γρα­φέα που έγρα­ψε και έζη­σε στην Ισπα­νία. Οι κρι­τι­κοί έχουν ανα­κα­λύ­ψει δομι­κές και θεμα­τι­κές ομοιό­τη­τες μετα­ξύ της Indiana, που εκδό­θη­κε το 1832, και της νου­βέ­λας κατά της δου­λεί­ας της Gertrudis Gómez με τίτλο Sab, που εκδό­θη­κε το 1841.

 Μικρές σελίδες

Για πρώ­τη φορά κυκλο­φο­ρεί στα ελλη­νι­κά το 2008 από τις εκδό­σεις «PRiNTA», το μυθι­στό­ρη­μα της Γεωρ­γί­ας Σάν­δη, «Λου­κρη­τία Φλο­ριά­νι». Το έργο απο­τε­λεί μέρος ενός κύκλου με γενι­κό τίτλο Βίοι Καλ­λι­τε­χνών. Η συγ­γρα­φέ­ας λάτρευε τους καλ­λι­τέ­χνες και τη ζωή τους, με τους θριάμ­βους αλλά και τις απο­γοη­τεύ­σεις της, τη ματαιο­δο­ξία, τα υπερ­φί­α­λα «εγώ» και τους ισχυ­ρούς «προ­στά­τες».

Στο συγκε­κρι­μέ­νο μυθι­στό­ρη­μα, το «τρο­με­ρό κορί­τσι» των γαλ­λι­κών γραμ­μά­των, επι­λέ­γει να κάνει μια κατά­θε­ση ψυχής εμπνε­ό­με­νη από τον ερω­τά της με τον μεγά­λο συν­θέ­τη Φρει­δε­ρί­κο Σοπέν. Το έργο γρά­φτη­κε το 1846, όταν η θυελ­λώ­δης σχέ­ση τους πλη­σί­α­ζε στο τέλος της: Η ηθο­ποιός Λου­κρη­τία Φλο­ριά­νι, που έχει απο­συρ­θεί πλέ­ον από τη σκη­νή κι έχει αφο­σιω­θεί στα εκτός γάμου παι­διά της, συνα­ντά τυχαία τον λεπτε­πί­λε­πτο, ασθε­νι­κό και υπε­ρευαί­σθη­το πρί­γκι­πα Κάρολ ντε Ρόσβαλντ. Δύο πλά­σμα­τα ‑πρό­θυ­μα ν’ αγα­πή­σουν με τη μεγα­λύ­τε­ρη αφο­σί­ω­ση — έρχο­νται κοντά και η «έλξη των ετε­ρώ­νυ­μων» είναι τόσο δυνα­τή, που στην αρχή πεί­θει ότι η από­λυ­τη ευτυ­χία μπο­ρεί και να υπάρ­ξει. Το ζητού­με­νο, όμως, σε μια σχέ­ση που διαρ­κεί είναι η αντο­χή στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα… Για­τί ο έρω­τας μπο­ρεί να πλη­γω­θεί, να πλη­γώ­σει, να φτε­ρου­γί­σει μακριά, να ξανα­γί­νει άπια­στο όνει­ρο και ουτοπία…

Στο πρώ­το επει­σό­διο του “Προ­οι­μί­ου” του Swann’s Way (“Από τη μεριά του Σουάν”, 1913) — το πρώ­το μυθι­στό­ρη­μα της σει­ράς In Search of Lost Time (“Ανα­ζη­τώ­ντας τον χαμέ­νο χρό­νο”) του Μαρ­σέλ Προυστ — ένας νεα­ρός, ταραγ­μέ­νος Μαρ­σέλ ηρε­μεί­ται από τη μητέ­ρα του καθώς εκεί­νη του δια­βά­ζει ένα από­σπα­σμα από το François le Champi, ένα μυθι­στό­ρη­μα που (αργό­τε­ρα εξη­γεί) απο­τε­λού­σε μέρος του δώρου της για­γιάς του, το οποίο περι­λάμ­βα­νε επί­σης τα βιβλία La Mare du Diable (“Ο Βάλ­τος του Δια­βό­λου”, 1846), La Petite Fadette (“Η μικρή Φαντέτ[51]”, 1849) και Les Maîtres Sonneurs. Όπως σε πολ­λά επει­σό­δια που αφο­ρούν την τέχνη στο In Search of Lost Time, αυτή η ανα­δρο­μή περι­λαμ­βά­νει και σχο­λια­σμό του έργου.

Στο δοκί­μιο A Room of One’s Own (Ένα Δικό της Δωμά­τιο”, 1929) της Βιρ­τζί­νια Γουλφ, ανα­φέ­ρει τη Σάν­δη μαζί με τις Τζορτζ Έλιοτ και Σαρ­λότ Μπρο­ντέ, λέγο­ντας «… όλες τους θύμα­τα εσω­τε­ρι­κής δια­μά­χης, όπως απο­δει­κνύ­ουν τα γρα­πτά τους, προ­σπά­θη­σαν ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κά να κρυ­φτούν πίσω από το όνο­μα ενός άνδρα».

Συχνές λογο­τε­χνι­κές ανα­φο­ρές στην Γεωρ­γία Σάν­δη εμφα­νί­ζο­νται στο Possession (1990) της Α.Σ. Μπάιατ και στο έργο Voyage, το πρώ­το μέρος της τρι­λο­γί­ας The Coast of Utopia του (2002), επί­σης εμφα­νί­ζε­ται στο μυθι­στό­ρη­μα Zorro (2005) της Ιζα­μπέλ Αλιέ­ντε, ως μία νεα­ρή κοπέ­λα που ερω­τεύ­ε­ται τον τον Ντιέ­γκο ντε λα Βέγκα (Ζορ­ρό).

Στον κινηματογράφο

10+ ται­νί­ες –στα­χυο­λο­γού­με: την Γεωρ­γία Σάν­δη έχουν υπο­δυ­θεί η Μερλ Όμπε­ρον στην ται­νία A Song to Remember (1945), η Πατρί­σια Μόρι­σον στην ται­νία Song Without End (1960), η Ρόζ­μα­ρι Χάρις στην σει­ρά Notorious Woman (1974), η Τζού­ντι Ντέι­βις στη βρε­τα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ται­νία του Τζέιμς Λάπιν Impromptu (1991) η Ζιλιέτ Μπι­νός στη γαλ­λι­κή ται­νία “Τα Παι­διά του αιώ­να” (Les Enfants du siècle, 1999). Επί­σης στην ται­νία George qui?, μια γαλ­λι­κή βιο­γρα­φι­κή του 1973 σε σκη­νο­θε­σία Michèle Rosier όπου πρω­τα­γω­νι­στεί η Anne Wiazemsky, στην πολω­νι­κή 2002 Chopin: Desire for Love σε σκη­νο­θε­σία Jerzy Antczak (με Danuta Stenka), στη γαλ­λι­κή Flashback (2021) ‑σκη­νο­θε­σία Caroline Vigneaux _με Suzanne Clément κά

«Για να είναι κανείς αλη­θι­νός ποι­η­τής πρέ­πει να είναι συγ­χρό­νως καλ­λι­τέ­χνης και φιλό­σο­φος» («Γράμ­μα­τα ενός ταξι­δευ­τή», 1837).

219 χρό­νια από τη γέν­νη­ση της Γεωρ­γί­ας Σάν­δη: μια επέ­τειος που θα μπο­ρού­σε να γίνει αφορ­μή και αφε­τη­ρία για την ανά­δυ­ση αυτού του λαμπε­ρού και ασυμ­βί­βα­στου πνεύ­μα­τος από τη λήθη, στην οποία οι τρο­μαγ­μέ­νοι αστοί και οι πατριαρ­χι­κοί δια­νο­ού­με­νοι την έχουν κατα­δι­κά­σει.

Η Σάν­δη είναι σπά­νιο παρά­δειγ­μα πολύ­πλευ­ρου ανθρώ­που, δοσμέ­νου και στην τέχνη του και στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, με το ίδιο φλο­γε­ρό και ανυ­πό­τα­χτο πάθος.

Με πλη­ρο­φο­ρί­ες και από δημο­σί­ευ­μα της Ουμα­νι­τέ (27 Aπρ 2004)
L’Humanité Je suis communiste et je mappelle George Sand

Ο Μέγας Ιερο­ε­ξε­τα­στής, Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο