Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιάννης Ρίτσος – Μέλπω Αξιώτη: Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά

Γρά­φει η ofisofi //

Η Μέλ­πω Αξιώ­τη αυτο­ε­ξο­ρί­στη­κε στη Γαλ­λία το Μάρ­τιο του 1947, μέσα στη δίνη του εμφυ­λί­ου για  να απο­φύ­γει τη σύλ­λη­ψη καθώς ήταν μέλος του ΚΚΕ με ενερ­γή συμ­με­το­χή στην Αντί­στα­ση και δρα­στη­ριο­ποί­η­ση στον παρά­νο­μο τύπο. Στη Γαλ­λία έζη­σε μέχρι το Σεπτέμ­βρη του 1950. Απε­λά­θη­κε, μετά από διά­βη­μα της ελλη­νι­κής κυβέρ­νη­σης, στην Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία και στη συνέ­χεια ακο­λού­θη­σε  τους δρό­μους της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες. Επα­να­πα­τρί­στη­κε το 1964.

Φεύ­γο­ντας για το Παρί­σι συνά­ντη­σε στο δρό­μο τον Γιάν­νη Ρίτσο και του είπε ότι θα λεί­ψει για 2–3 μήνες, διά­στη­μα που ο ποι­η­τής και φίλος της το θεώ­ρη­σε πολύ μεγά­λο. Από τότε πέρα­σαν 13 χρό­νια χωρίς καμία επι­κοι­νω­νία ανά­με­σά τους.

Στις 6 Απρι­λί­ου 1960 η Μέλ­πω Αξιώ­τη  σπά­ει τη μακρό­χρο­νη σιω­πή της και στέλ­νει ένα γράμ­μα από το Αν. Βερο­λί­νο, όπου ζει, στο Γιάν­νη Ρίτσο μαζί με το χει­ρό­γρα­φο του ποι­ή­μα­τός της «Κοντρα­μπά­ντο». Η απά­ντη­ση ήρθε σε λίγες μέρες από τον ποι­η­τή μαζί με την έκφρα­ση της μεγά­λης του χαράς. Έτσι αρχί­ζει η αλλη­λο­γρα­φία ανά­με­σα στον Γιάν­νη Ρίτσο και τη Μέλ­πω Αξιώτη

ritsos_aksioti3

«Αγα­πη­τέ μου Ρίτσο,

Αν και είμαι πολύ πικρα­μέ­νη που σε τόσα ταξί­δια σου έξω απ’ τα σύνο­ρα δε σκέ­φτη­κες – ή του­λά­χι­στον δεν το πραγ­μα­το­ποί­η­σες – να μου πέψεις δυο λόγια όχι για σένα αλλά για μένα – για να κατα­λά­βω πως υπάρ­χω μέσα στο νου καποια­νού που τον έλε­γα φίλο – αν και λοι­πόν – όμως εγώ σου στέλ­νω τού­τον το φάκε­λο για να σου γυρέ­ψω να τονε βοη­θή­σεις – Ο γέρο Βολ­ταί­ρος κυνη­γη­μέ­νος κι εξό­ρι­στος έγρα­φε σ’ ένα γνω­στό του: «Κύριε, αν ξέρε­τε ότι υπάρ­χει κάποιος σε κάποιο μέρος που θα μπο­ρού­σε να εκδό­σει το έργο μου, σας ικε­τεύω να μου τον γνω­ρί­σε­τε» — Εγώ δε θέλω να μου τον γνω­ρί­σεις – δε θα με ωφε­λού­σε σε τίπο­τα – μα θα ήθε­λα απλού­στα­τα να φρό­ντι­ζες αν βέβαια είναι δυνα­τόν να τυπω­θεί τού­το το «ποί­η­μα» σε μια πλα­κέ­τα με τ’ όνο­μά μου…»

«Αγα­πη­μέ­νη μου Μέλπω

Τι χαρά σήμε­ρα, ύστερ’ από τόσα χρό­νια να πάρω γράμ­μα σου και μάλι­στα συνο­δευ­μέ­νο απ’ το ποί­η­μά σου. Μου γρά­φεις όμως πως είσαι πικρα­μέ­νη μαζί μου, για­τί δε σού­γρα­ψα. Μα, Μέλ­πω μου, δεν είχα την αντρέσ­σα σου, και δεν ήξε­ρα πού βρίσκεσαι…Το ξέρεις πως δυο καλοί φίλοι δεν ξεχνιού­νται ποτέ – κι αν τύχει μάλι­στα νάναι και καλ­λι­τέ­χνες που αγα­πούν ο ένας το έργο του άλλου. Άπει­ρες φορές σε θυμό­μου­να κι ανα­ρω­τιό­μουν πώς θα ζεις έξω από την Ελλάδα…»

Οι επι­στο­λές τους συγκε­ντρώ­θη­καν για πρώ­τη φορά στο βιβλίο  που επι­με­λή­θη­κε η Μαί­ρη Μικέ, Καθη­γή­τρια Νεο­ελ­λη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας στο Τμή­μα Φιλο­λο­γί­ας του  ΑΠΘ,  και φέρει τον τίτλο «Γιάν­νης Ρίτσος – Μέλ­πω Αξιώ­τη Κατα­ρα­μέ­να κι ευλο­γη­μέ­να χαρ­τιά. Σπα­ράγ­μα­τα αλλη­λο­γρα­φί­ας (1960–1966)» εμπνευ­σμέ­νο από τα παρα­κά­τω λόγια του ποιητή:

«Πότε πια θάρ­θεις, να τα πού­με όπως άλλο­τε, ώρες κι ώρες – όχι πια τού­το το άχα­ρο, παγε­ρό χαρ­τί, που μας στράγ­γι­ξε όλη μας τη ζωή και κάπο­τε μας βλέ­πει και το βλέ­που­με  εχθρι­κά – αυτό το χαρ­τί το κατα­ρα­μέ­νο κι ευλο­γη­μέ­νο, ο καη­μός μας κι η μεγά­λη παρη­γό­ρια μας, η μονα­ξιά μας κι η συντρο­φιά μας. Εδώ φτά­νου­με τ’ άστρα κι εσύ δε θα φτά­σεις στην πατρί­δα; Σε περι­μέ­νω και σε φιλώ. Μη με ξεχνάς.»

Στην  Εισα­γω­γή του βιβλί­ου η Μαί­ρη Μικέ αναφέρει :

«Τα επι­στο­λι­κά τεκ­μή­ρια ανά­με­σα στον Γιάν­νη Ρίτσο και στη Μέλ­πω Αξιώ­τη, που εδώ κατα­τί­θε­νται συγκε­ντρω­μέ­να για πρώ­τη φορά, καλύ­πτουν τα χρό­νια 1960 ‑1966. Από τη μεριά του Ρίτσου η συγκο­μι­δή είναι πλού­σια: εξη­ντα­πέ­ντε συνο­λι­κά επι­στο­λές, καρτ – ποστάλ και τηλε­γρα­φή­μα­τα απο­στέλ­λο­νται προς τη φίλη του που βρί­σκε­ται σε ανα­γκα­στι­κή υπε­ρο­ρία, θυμί­ζω, από τις 22 Μαρ­τί­ου 1947. Από τη μεριά της Αξιώ­τη, αντί­θε­τα, σώζο­νται μόλις δεκα­ο­κτώ δείγ­μα­τα επι­στο­λι­κού λόγου. Αυτές ακρι­βώς οι ασυμ­με­τρί­ες, οι μονο­φω­νι­κές κατα­θέ­σεις, οι μακρό­χρο­νες εκκω­φα­ντι­κές σιω­πές υπα­γο­ρεύ­ουν ως ένα μεγά­λο βαθ­μό τον υπό­τι­τλο του τόμου

«σπα­ράγ­μα­τα αλλη­λο­γρα­φί­ας» δεί­χνο­ντας προς τη μεριά κυρί­ως της (χαμέ­νης) επι­στο­λι­κής φωνής της Μέλπως»

Η επι­με­λή­τρια της έκδο­σης επέ­λε­ξε να τοπο­θε­τή­σει αντι­κρι­στά τις επι­στο­λές πιστεύ­ο­ντας ότι με τον τρό­πο αυτό φανε­ρώ­νο­νται οι «επο­χές συνο­μι­λί­ας όσο και οι επο­χές απο – γύμνω­σης και μονο­με­ρούς δια­χεί­ρι­σης της αλλη­λο­γρα­φί­ας» και «Επει­δή, λοι­πόν η Αξιώ­τη μοιά­ζει ωσεί παρού­σα να στοι­χειώ­νει στις σελί­δες του παρη­γο­ρη­τι­κού, δυνα­μι­κού και ολο­ψύ­χως δοσμέ­νου στην υπό­θε­σή της Ρίτσου, πρό­κρι­να τη δια­χεί­ρι­ση των γραμ­μά­των με τον τρό­πο που παρα­πά­νω ανα­φέρ­θη­κε. Ακρι­βώς επει­δή τα δεκα­ο­κτώ αυτά γράμ­μα­τα διεκ­δι­κούν ένα μερί­διο δίκαι­ης και ισό­τι­μης κατα­νο­μής ακό­μη και με τον τρό­πο της σιω­πής και της έλλει­ψης ή, αλλιώς, με τον τρα­γι­κό μετε­ω­ρι­σμό ανά­με­σα στην «ομι­λη­τι­κή σιω­πή» και στη «σιω­πη­ρή ομι­λία» και πάντως διεκ­δι­κούν ολό­κλη­ρο το μερί­διο που τους ανα­λο­γεί στη μοι­ρα­σιά της αγάπης…»

Τα γράμ­μα­τα αυτά προ­κα­λούν  συγκί­νη­ση για­τί ξεδι­πλώ­νουν τη βαθειά φιλία και ανα­δει­κνύ­ουν την αγά­πη που ένω­νε αυτούς τους δύο ανθρώπους.

Συγ­χρό­νως όμως κατορ­θώ­νουν να μετα­φέ­ρουν το κλί­μα, την ατμό­σφαι­ρα, την κινη­τι­κό­τη­τα  και το άρω­μα μιας ολό­κλη­ρης επο­χής, κυρί­ως της λογοτεχνικής.

Η Αξιώ­τη χρό­νια  εκπα­τρι­σμέ­νη είχε ξεμά­θει να μιλά­ει και να γρά­φει σε φίλους, γι’ αυτό και τα γράμ­μα­τά της έχουν ένα χαρα­κτή­ρα πρα­κτι­κό, διεκ­πε­ραί­ω­σης ζητη­μά­των που αφο­ρούν κυρί­ως το τύπω­μα και την έκδο­ση του ποι­ή­μα­τος που έστει­λε στο Ρίτσο. Και αυτός περι­μέ­νει το «πρώ­το της γράμμα».

«Περι­μέ­νω το «πρώ­το σου γράμ­μα», όπως λες, για να μπο­ρέ­σω να σου γρά­ψω. Αλλιώς – το ξέρεις – τα λόγια λοξεύ­ουν, όταν ο άλλος αλλού κοι­τά­ει, άλλα βλέ­πει, άλλα ακού­ει. Κι ύστε­ρα μια μικρή σιω­πή. Δε φτά­νει μόνο η αγά­πη, ούτε ακό­μα κι η αμοι­βαία κατα­νό­η­ση, — χρειά­ζε­ται κι η ομι­λία κι η ομο­λο­γία, κι όταν κι οι δυο μπο­ρούν ν’ ακούν τη σιω­πή. Ακό­μα και τότε. Γι’ αυτό περιμένω».

Η αλη­θι­νή επι­κοι­νω­νία, η έκφρα­ση των συναι­σθη­μά­των  δεν είναι μια εύκο­λη υπό­θε­ση για την Αξιώ­τη, χρό­νια μακριά από αγα­πη­μέ­να της πρόσωπα.

«Τρι­γυ­ρι­σμέ­νη απ’ τον ήλιο που τον περί­με­να, πιά­νω τέλος να σου γρά­ψω – Μην το θαρ­ρείς λίγο πρά­μα, έστω κι αν δεν είναι εύκο­λο να το κατα­λά­βεις – Είχα να γρά­ψω σε φίλους δέκα χρό­νια – για­τί δεν μπο­ρού­σα – δεν είχα τίπο­τα να πω αν δεν έλε­γα πολ­λά – η από­στα­ση που μας χώρι­σε ήταν μεγά­λη – είχε πολ­λών ειδών μάκρη – και ακα­τα­νό­η­τα  για όποιον δεν τα περ­πά­τη­σε- Κανείς ποτέ δεν κατά­λα­βε τον άνθρω­πο που βαδί­ζει με δυο δεκα­νί­κια κι ας θαρ­ρεί πως μοι­ρά­ζε­ται τον πόνο του – αυτό είναι τίπο­τα μπρο­στά στο κάθε βήμα που πρέ­πει να κάνου­νε τα ξένα πόδια σφη­νω­μέ­να στο δικό σου κορ­μί – Έτσι μπο­ρεί να μάθεις να βαδί­ζεις, μα ξεμα­θαί­νεις να μιλείς με το διπλα­νό σου – κατά­λα­βε λοι­πόν για­τί δε σού­γρα­ψα παρά για πρα­χτι­κά ζητήματα».

Ο Γιάν­νης Ρίτσος ανοι­χτό­καρ­δος, συναι­σθη­μα­τι­κός και εκδη­λω­τι­κός από το πρώ­το του γράμ­μα την προ­σφω­νεί  «Αγα­πη­μέ­νη μου Μέλ­πω» ενώ εκεί­νη φαί­νε­ται πιο συγκρα­τη­μέ­νη με το «Αγα­πη­τέ Ρίτσο ή αγα­πη­τέ φίλε» γεγο­νός που τον δυσα­ρε­στεί  και τον κάνει να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί γράφοντας

ritsos_aksioti2

«Αγα­πη­μέ­νη μου Μέλπω

Βλέ­πεις, εξα­κο­λου­θώ να σε λέω «αγα­πη­μέ­νη μου» και να λέω και τ’ όνο­μά σου. Δε με στα­μα­τά­ει η δική σου συγκρα­τη­μέ­νη έκφρα­ση: «αγα­πη­τέ φίλε», για­τί ξέρω την κού­ρα­ση, την πίκρα (κι ακό­μη τη βου­βή τρυ­φε­ρό­τη­τα μιας φοβι­σμέ­νης και γι’ αυτό ακα­τά­δε­χτης ή αδιά­φο­ρης μονα­ξιάς, που τόχει πάρει από­φα­ση νάναι μόνη), που κρύ­βουν οι σύντο­μες, απλές, τυπι­κές λέξεις.Ένα μονά­χα  δεν κατα­λα­βαί­νω σε σένα: που δεν κατα­λα­βαί­νεις και τη δική μου δυσκο­λία να σου γρά­ψω. Βλέ­πεις μόνο από τη μεριά σου… Αντι­στέ­κο­μαι σ’ αυτή τη δυσκο­λία. Ξέρω πως εσύ τάζη­σες τού­τα τα χρό­νια πιο βαριά και πιο σκλη­ρά από μας, για­τί τάζη­σες στα ξένα, έξω απ΄τα χώμα­τά μας».

Η ίδια δια­φω­νεί και εξη­γεί με έναν τρό­πο κοφτό

«Αρχί­ζω με μια δια­φω­νία – «Αγα­πη­τέ φίλε», δεν τόχω για «συγκρα­τη­μέ­νη έκφρα­ση» — για μένα εκφρά­ζουν δυο  πράγ­μα­τα πολύ­τι­μα, επει­δή δεν μου βρί­σκου­νται συχνά και γι’ αυτό μ’ αρέ­σει να τις χρη­σι­μο­ποιώ αυτές τις λέξεις, όταν μπο­ρώ εγώ, και εκεί που μπο­ρώ. Και έχω πλη­ρώ­σει πολύ ακρι­βά μέχρι που να μου τύχει να τις ξανα­πώ – Εκατάλαβες;

Το ζήτη­μα αυτό δεν είναι απλό, όπως και πολ­λά άλλα άλλω­στε – Φίλα πρό­σω­πα υπάρ­χουν, αγα­πη­τά πρό­σω­πα υπάρ­χουν – Αγα­πη­τέ φίλε για να πεις, αυτό υπάρ­χει δύσκο­λα – Εκατάλαβες;»

Ο Ρίτσος της εκφρά­ζει συνε­χώς την αγά­πη του και την εκτί­μη­σή του.

«Αγα­πη­τή Μέλ­πω, η πίκρα μου και τα παρά­πο­νά μου (κι αν ακό­μα τα βρεις υπερ­βο­λι­κά κι άδι­κα) θα σε κάνουν να κατα­λά­βεις, περισ­σό­τε­ρο από την τρυ­φε­ρό­τη­τά μου, την αγά­πη μου και την εκτί­μη­σή μου για σένα και για το έργο σου. Μόνο όταν αγα­πά­με είμα­στε απαι­τη­τι­κοί κι αξιώ­νου­με την αμοι­βαιό­τη­τα. Κι η αγά­πη μας κάνει τρο­με­ρά εύθι­κτους. Ας σεβα­στού­με λοι­πόν κι οι δυο αυτή την ευθι­ξία μας – μαρ­τυ­ρία της φιλίας.»

Η αλλη­λο­γρα­φία απο­κα­λύ­πτει έναν Ρίτσο  συντρο­φι­κό, αδελ­φι­κό, αλη­θι­νό φίλο. Μέσα από τα γρα­φό­με­νά του  δεί­χνει με κάθε τρό­πο πόσο πολύ τη νοιά­ζε­ται και την φρο­ντί­ζει. Ανα­λαμ­βά­νει τα πάντα για το τύπω­μα και την έκδο­ση του «Κοντρα­μπά­ντο» και δεν παρα­λεί­πει να της δεί­χνει τρυ­φε­ρό­τη­τα, στορ­γή και αγά­πη. Συνε­χώς την ενθαρ­ρύ­νει και την προ­τρέ­πει να συνε­χί­σει το γρά­ψι­μο. Έτσι εκτός από το «Κοντρα­μπά­ντο» παρα­κο­λου­θού­με την προ­τρο­πή της συγ­γρα­φής του ποι­ή­μα­τος  «Θαλασ­σι­νά» και της «Και­νής Δια­θή­κης»  που αργό­τε­ρα έγι­νε το πεζο­γρά­φη­μα «Το Σπί­τι μου»,  την απο­στο­λή και έκδο­ση της μετά­φρα­σης διη­γη­μά­των του Τσέ­χωφ, την αρθο­γρα­φία της στην Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης.

Ενδει­κτι­κή του ενθου­σια­σμού του για το έργο της  είναι εκτός των άλλων η άπο­ψή του για τις «Δύσκο­λες νύχτες»:

«Αγέ­ρα­στο βιβλίο. Δεν πέρα­σε ούτε μέρα από πάνω του. Δεν ρυτι­δώ­θη­κε ούτε μια φρά­ση του. Ποί­η­ση – αλη­θι­νή ποί­η­ση – με άπει­ρες προ­ε­κτά­σεις κάθε σελί­δα του, αρά­δα του, λέξη του. Τού­τη η μαγεία, που δένει τις επο­χές και τις ανθρώ­πι­νες ηλι­κί­ες, τα γεγο­νό­τα και τις μνή­μες, τα πράγ­μα­τα και τα όνει­ρα, καταρ­γώ­ντας τον πόνο και τον χρό­νο, κι αφή­νο­ντας μόνο τον ελεύ­θε­ρο αέρα μιας αόρι­στης, διά­χυ­της, μακρι­νής φιλί­ας, που σε υπο­χρε­ώ­νει να εισπνέ­εις βαθιά και εκστα­τι­κά, όλο και πιο βαθιά και πιο εκστα­τι­κά, κι είναι ένα χαμό­γε­λο κρε­μα­σμέ­νο, μετέ­ω­ρο γύρω σου και στο πρό­σω­πό σου – ένα χαμό­γε­λο (της ποί­η­σης, πάντα), ένα χαμό­γε­λο δικαί­ω­σης της ζωής μας, παρ’ όλες τις πικρί­ες και παρ’ όλο το θάνα­το – και ίσως εξαι­τί­ας του μάλι­στα, όταν περά­σουν στην ποί­η­ση. έτσι ξανα­διά­βα­σα και ξανά­ζη­σα τις «Δύσκο­λες νύχτες σου» σου».

Οι δυο φίλοι συνο­μι­λούν, επι­κοι­νω­νούν όχι μόνο από την Αθή­να και το Αν. Βερο­λί­νο αλλά και από όπου αλλού βρί­σκο­νται για δου­λειές ή ξεκούραση.

Παρα­κο­λου­θού­με τις εκδο­τι­κές περι­πέ­τειες των βιβλί­ων της Αξιώ­τη στην Αθή­να  και τις κοπιώ­δεις προ­σπά­θειες της έκδο­σης των  έργων του Ρίτσου. Εκδο­τι­κοί οίκοι όπως ο Δίφρος και ο Κέδρος στα πρώ­τα του βήμα­τα. Τα περιο­δι­κά Και­νού­ρια Επο­χή και Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης πρω­τα­γω­νι­στούν παράλ­λη­λα με τις προ­σπά­θειες  δημο­σί­ευ­σης  άρθρων, ποι­η­μά­των, μελετών.

Ο ποι­η­τής μπαι­νο­βγαί­νει στα τυπο­γρα­φεία, δίνει οδη­γί­ες, ελέγ­χει, διορ­θώ­νει, επι­με­λεί­ται όχι μόνο τα χει­ρό­γρα­φα της Μέλ­πως αλλά και τα δικά του. Συνερ­γά­ζε­ται με τους εκδό­τες. Είναι η επο­χή που εκδί­δει τον Α΄ τόμο των ποι­η­μά­των του, την Ανθο­λο­γία Ρου­μα­νι­κής Ποί­η­σης, που μετα­φρά­ζει Τσέ­χους και Σλο­βά­κους ποι­η­τές. Δου­λεύ­ει πολ­λές ώρες αλλά δεν ξεχνά­ει τη φίλη του. Φρο­ντί­ζει να στα­λούν σε λογο­τέ­χνες και πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους τα αντί­τυ­πα του ποι­ή­μα­τός της  υλο­ποιώ­ντας τις επι­θυ­μί­ες της. Ονό­μα­τα γνω­στών και πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νων ποι­η­τών και λογο­τε­χνών με τα έργα τους και τις από­ψεις τους εμφα­νί­ζο­νται ανά­με­σα στις γραμ­μές των επι­στο­λών. Της εμπι­στεύ­ε­ται σχέ­δια ποι­η­μά­των του ή και τελειω­μέ­να ποι­ή­μα­τα. Προ­σπα­θεί να της εξη­γεί τα πάντα και να μην αφή­νει περι­θώ­ρια παρε­ξη­γή­σε­ων σαν εκεί­να που μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει η από­στα­ση και ο γρα­πτός λόγος.

Το ταχυ­δρο­μείο γίνε­ται το μέσο που μετα­φέ­ρει όχι μόνο ειδή­σεις και νέα  αλλά χει­ρό­γρα­φα, διορ­θώ­σεις, κρι­τι­κές , απο­κόμ­μα­τα εφη­με­ρί­δων, βιβλία, περιο­δι­κά και συγ­χρό­νως κρα­τά ζωντα­νή την επα­φή, ανα­πλη­ρώ­νει την απου­σία. Μέσα στη ροή του λόγου τους εκφρά­ζο­νται  από­ψεις για την τέχνη, τους κρι­τι­κούς και την κρι­τι­κή, την ποί­η­ση, τις μετα­φρά­σεις, τη φιλία, τα γηρα­τειά και τη νεό­τη­τα, τη μονα­ξιά, την ξενι­τειά, την προ­σφυ­γιά και τα προ­βλή­μα­τα που αυτή δημιουρ­γού­σε στην Αξιώ­τη και ως προς την ανα­γνώ­ρι­ση του έργου της.

Ο Ρίτσος γρά­φει για τα προ­βλή­μα­τα υγεί­ας που τον ταλαι­πω­ρούν, την ενη­με­ρώ­νει για την οικο­γέ­νειά του για χαρές και λύπες

«Βάσα­να, βάσα­να, αρρώ­στειες στο σπί­τι, αγρύ­πνιες, χτυ­πο­κάρ­δια. Ευτυ­χώς τώρα είμα­στε καλύ­τε­ρα. Παρ’ όλα αυτά πάντα σε θυμόμουνα»

και ό,τι έχει σχέ­ση με τη δου­λειά του, τα ταξί­δια του, τα βιβλία του.

Ο πόνος και ο σπα­ραγ­μός της μακρό­χρο­νης και ανα­γκα­στι­κής ξενι­τειάς δια­κρί­νε­ται καθα­ρά είτε στα γράμ­μα­τα της Αξιώ­τη είτε του Ρίτσου

« …για­τί η γνώ­ση των γηρα­τειών […] είναι η πιο ασφα­λής νεό­τη­τα του κόσμου – το ακό­νι­σμα της ευαι­σθη­σί­ας του. Τού­τη την αίσθη­ση – το ξέρω – την έχεις βαθειά κι υψη­λή κάτω απ’ όλα τα πυκνά στρώ­μα­τα της φθο­ράς, της μονα­ξιάς, της ξενη­τειάς, της νοσταλγίας…»

Η επι­θυ­μία της αντά­μω­σης, της συνά­ντη­σης τους είναι ένα θέμα που επα­νέρ­χε­ται πολ­λές φορές κυρί­ως στα γράμ­μα­τα του Ρίτσου.

«Ποτέ δεν έζη­σα τέτοια αγω­νία-κι αυτή την τρο­με­ρή αίσθη­ση της «αχρη­στί­ας» Μια ολά­κε­ρη (και μονα­δι­κή) ζωή, κατα­χω­νια­σμέ­νη στα χαρ­τιά, δια­λυ­μέ­νη (ή συν­θε­μέ­νη;) σε λέξεις, λέξεις, λέξεις, στί­χους, ρυθ­μούς – η καρ­διά μας, το φως μας, το αίμα μας, η σάρ­κα μας, η λαχτά­ρα μας, το μεδού­λι μας, τα κόκ­κα­λά μας, ο έρω­τάς μας, το όνει­ρό μας – η ζωή μας – όλα. Νάταν, του­λά­χι­στο, να δώσουν λίγη χαρά στους άλλους, λίγη γνώ­ση, κάποια κατα­νό­η­ση ανά­με­σά μας – μια συνά­ντη­ση χτες, σήμε­ρα, αύριο σ’ όποιο χρό­νο – μια συνεν­νό­η­ση (όχι ανα­γνώ­ρι­ση) – α, Μέλ­πω μου, τι’ ναι τού­το το πάθος της έκφρα­σης (και για­τί;), τι φρι­κτή τού­τη η ανά­γκη κι η μάχη της με τη σιω­πή (με την καλή σιω­πή, την άπει­ρη, την αβά­στα­χτη κι αυτή) – πόσα θάχα­με να πού­με για όλ’ αυτά και για τόσα άλλα. Πώς να στ’ αρα­διά­σω σε τού­το το στε­νό, το μιση­τό χαρ­τί; Νάσουν εδώ – και για σένα μα και για μένα. Δε μπο­ρώ έτσι.»

«Μην αργή­σεις να μου γρά­ψεις. Έμα­θα στην κου­βέ­ντα σου, κι όταν αργείς μου λείπει»

«Γιάν­νη μου[…] μακά­ρι η αγά­πη να πια­νό­τα­νε με τα δια­στή­μα­τα της αλλη­λο­γρα­φί­ας – μα και οι δυο εμείς, ξέρο­με πως πιά­νε­ται απ’ αλλού – κάπο­τε φανε­ρώ­νε­ται και με τη σιω­πή, για­τί δεν μπο­ρεί να μιλήσει…»

Και όταν αυτή η πολυ­πό­θη­τη συνά­ντη­ση πραγ­μα­το­ποιεί­ται στο Αν. Βερο­λί­νο, τη μαθαί­νου­με πάλι από το Ρίτσο, που την ανα­κα­λεί συνε­χώς προ­βάλ­λο­ντας το δωμα­τιά­κι της και τη μορ­φή της.

«Μέλ­πω μου, δε μου φεύ­γεις απ’ το μυα­λό – η καμα­ρού­λα σου, το μπρί­κι σου και τα χαρ­τιά σου – έχω τώρα μια γνω­στή γωνιά να σε ξέρω – μπο­ρώ να σε βρω, να σου μιλήσω..»

«Μέλ­πω μου, καλή μου, αγα­πη­μέ­νη μου – πόση συγκί­νη­ση στα γράμ­μα­τά σου – πιό­τε­ρο δεμέ­νος μαζί σου νιώ­θω – πιό­τε­ρο από πάντα… Όλα θα τα φρο­ντί­σω. Μη νοιά­ζε­σαι… φτά­νει να συνε­χί­ζεις το θαυ­μά­σιο έργο σου και να με θυμά­σαι. Δεν έφυ­γα ποτέ απ’ το καμα­ρά­κι σου – ίσα – ίσα μόνο για να πάω στο άλλο πάτω­μα – κοί­τα το φωτι­σμέ­νο παρά­θυ­ρο απ’ όπου σου στέλ­νω τα φιλιά μου κι όλη μου την αγάπη».

Στο γράμ­μα του από την Αθή­να με ημε­ρο­μη­νία 15. VII. 64 μαθαί­νου­με για την αίτη­ση επα­να­πα­τρι­σμού της Μέλ­πως Αξιώ­τη. Στο τέλος της ίδιας χρο­νιάς η αίτη­σή της δικαιώθηκε.

Τον Ιού­λιο του 1965 η Αξιώ­τη είναι στην Ελλά­δα και ο Ρίτσος  σχο­λιά­ζει σε επι­στο­λή του από το Καρ­λό­βα­σι τα  πολι­τι­κά γεγονότα.

«Μα, να, πού σ’ αφή­νουν ποτέ να ησυ­χά­σεις; — με φτά­νει ο αντί­χτυ­πος απ’ τα πολι­τι­κά συμ­βά­ντα – οργή και μπού­χτι­σμα – σου στρί­βουν τ’ άντε­ρα. Τι να σου κάνει πια κι η θάλασ­σα κι η ποί­η­ση κι η καλή μου η γυναί­κα κι η χαρι­τω­μέ­νη κόρη μου; — σου στέλ­νουν κι οι δυο την αγά­πη τους και τα φιλιά τους.»

Φτά­νο­ντας στην τελευ­ταία σελί­δα του βιβλί­ου, νιώ­θεις  κάτι να σε αγγί­ζει από την τρυ­φε­ρό­τη­τα, τη συντρο­φι­κό­τη­τα και την φιλία αυτών των δύο πολύ σημα­ντι­κών ανθρώπων.

Είναι όμως και ο πλού­τος των  απο­κτη­μέ­νων γνώ­σε­ων που φρό­ντι­σε γι’ αυτό η επι­με­λή­τρια της έκδο­σης Μαί­ρη Μικέ με τις πολύ ενδια­φέ­ρου­σες σημειώ­σεις της στο τέλος κάθε επι­στο­λής και όπου χρεια­ζό­ταν, καθώς και με το φωτο­γρα­φι­κό ένθετο.

Πίσω από τους λογο­τέ­χνες οι άνθρω­ποι και ακό­μα πιο πίσω το έργο τους για να τους κρα­τά ζωντα­νούς όταν τα σώμα­τά τους δεν θα είναι ή όπως έγρα­ψε ο Γιάν­νης Ρίτσος στη Μέλ­πω Αξιώτη:

«Μας μένει μονά­χα η δου­λειά μας. Ο χρό­νος θα μιλή­σει όταν εμείς δε θάχου­με πια μερ­τι­κό στο χρό­νο. Κι αυτή είναι η μεγά­λη αδι­κία: ο μόνος δίκαιος κρι­τής του έργου μας, ο χρό­νος, ν’ αφα­νί­ζει εμάς τους ίδιους».

ritsos_aksioti4

 

Γιάν­νης Ρίτσος – Μέλ­πω Αξιώ­τη, Κατα­ρα­μέ­να κι ευλο­γη­μέ­να χαρ­τιά. Σπα­ράγ­μα­τα αλλη­λο­γρα­φί­ας (1960 – 1966). 

Επι­μέ­λεια – Εισα­γω­γή – Σημειώ­σεις: Μαί­ρη Μικέ, εκδό­σεις Άγρα 2015

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο