Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Τσαρουχάς, πρότυπο ανθρώπου και λαϊκού αγωνιστή – 48 χρόνια από τη στυγερή δολοφονία του

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Το 1968 η δημο­κρα­τι­κή Ελλά­δα στε­νά­ζει κάτω από τη μπό­τα της αμε­ρι­κα­νο­κί­νη­της χού­ντας των συνταγ­μα­ταρ­χών.  Τη νύχτα της 8 του Μάη ένα ΙΧ αυτο­κί­νη­το ξεκι­νά­ει κρυ­φά από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη με προ­ο­ρι­σμό την Αθή­να. Μετα­φέ­ρει τον Γραμ­μα­τέα της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης Θεσ­σα­λο­νί­κης του ‑παρά­νο­μου- ΚΚΕ, επι­κε­φα­λής του Πατριω­τι­κού Αντι­δι­κτα­το­ρι­κού Μετώ­που Θεσ­σα­λο­νί­κης και πρώ­ην βου­λευ­τή της ΕΔΑ, δικη­γό­ρο Γιώρ­γο Τσα­ρου­χά  και τρεις ακό­μα επι­βά­τες: τον Βασί­λη Μάστο­ρα, τον Κων­στα­ντί­νο Μελέ­τη και την Γεωρ­γία Παγκοπούλου.

Στο ύψος του Πλα­τα­μώ­να έχει στή­σει μπλό­κο και περι­μέ­νει μια ομά­δα απο­τε­λού­με­νη από όργα­να της Κρα­τι­κής Υπη­ρε­σί­ας Πλη­ρο­φο­ριών  και της Υπο­διεύ­θυν­σης Εθνι­κής Ασφά­λειας Θεσ­σα­λο­νί­κης, με επι­κε­φα­λής τον διοι­κη­τή της ΚΥΠ Στέ­φα­νο Καρα­μπέ­ρη. Περί­που στις 2 μετά τα μεσά­νυ­χτα οι ασφα­λί­τες ακι­νη­το­ποιούν το αυτο­κί­νη­το του Γ. Τσα­ρου­χά. Κατε­βά­ζουν με τη βία και χτυ­πούν με μανία τους τέσ­σε­ρις επι­βαί­νο­ντες, τους φορ­τώ­νουν σε ξεχω­ρι­στά αυτο­κί­νη­τα και τους μετα­φέ­ρουν πίσω στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Από τότε κανείς δεν ξανά­δε τον Γιώρ­γο Τσα­ρου­χά. Μετα­φέ­ρε­ται στα μπου­ντρού­μια της ΚΥΠ όπου βασα­νί­ζε­ται απάν­θρω­πα για ν’ απο­κα­λύ­ψει τους συντρό­φους του. Το κατα­κρε­ουρ­γη­μέ­νο κορ­μί του αντέ­χει μέχρι τα ξημε­ρώ­μα­τα. Στις 6 το πρωί, της 9 του Μάη, ο Γιώρ­γος Τσα­ρου­χάς πεθαί­νει στα χέρια των βασα­νι­στών του.

Η κηδεία του γίνε­ται το μεση­μέ­ρι της ίδιας μέρας, με το φέρε­τρο καρ­φω­μέ­νο και περι­φρου­ρού­με­νο από δεκά­δες αστυ­νο­μι­κούς που δεν επι­τρέ­πουν παρά μόνο στα μέλη της οικο­γέ­νειας του νεκρού να πάρουν μέρος. Από τις κρα­τι­κές αρχές κατα­βάλ­λε­ται κάθε προ­σπά­θεια για να συγκα­λυ­φτεί η δολο­φο­νία. Η αστυ­νο­μία ανα­κοι­νώ­νει ότι ο Γ. Τσα­ρου­χάς πέθα­νε «από ταχυ­παλ­μία κατά τη μετα­φο­ρά του», ενώ ο ιατρο­δι­κα­στής Νόνας υπο­γρά­φει πλα­στό πιστο­ποι­η­τι­κό θανά­του, ότι πέθα­νε δήθεν από έμφραγμα.

Ο εισαγ­γε­λέ­ας Λαμί­ας Χρι­στό­φο­ρος Τζα­να­κά­κης ήταν παρών στη νεκρο­ψία του Γ. Τσα­ρου­χά. Παρό­ντες, εκτός φυσι­κά του ιατρο­δι­κα­στή, ήταν επί­σης υψη­λό­βαθ­μα στε­λέ­χη της Αστυ­νο­μί­ας και της ΚΥΠ… Τον Γενά­ρη του 1975 και αφού έχει πέσει η χού­ντα, ο εισαγ­γε­λέ­ας θα αποκαλύψει:

«Εγώ για το θάνα­το του Τσα­ρου­χά είχα πονη­ρευ­τεί αμέ­σως διό­τι δια­πί­στω­σα ότι ο Βασί­λης Μάστο­ρας, συνε­πι­βά­της του στο μοι­ραίο ταξί­δι προς την Αθή­να, είχε κακο­ποι­η­θεί αγρί­ως. Αυτός κακο­ποι­ή­θη­κε στο Γ΄ Σώμα Στρα­τού και υπο­θέ­τω ότι γλί­τω­σε για­τί έμει­νε στα χέρια τους ο Τσα­ρου­χάς. Πιστεύω πως και ο Τσα­ρου­χάς όπως και οι άλλοι κακο­ποι­ή­θη­κε στο Γ΄ Σ.Σ.»

Ο εισαγ­γε­λέ­ας Τζα­να­κά­κης συνε­χί­ζει περι­γρά­φο­ντας με λεπτο­μέ­ρειες τη νεκρο­ψία αλλά και τις συν­θή­κες κάτω από τις οποί­ες αυτή έγινε:

Ο Γ. Τσαρουχάς δολοφονημένος μετά από φριχτά βασανιστήρια

Ο Γ. Τσα­ρου­χάς δολο­φο­νη­μέ­νος μετά από φρι­χτά βασανιστήρια

«Ανοί­γο­ντας τα σκέ­λη, είδα ανά­με­σά τους μια περί­ερ­γη κάκω­ση. Σει­ρά μικρών κόκ­κων αίμα­τος σαν κόκ­κοι σίτου κάτω από το δέρ­μα… Διά­σπαρ­τες κακώ­σεις στα πόδια σαν να του έστρι­βαν το λου­ρί ενός  όπλου ανά­με­σα στα σκέ­λια. Οι πατού­σες είχαν ένα ύπο­πτο μπλε χρώ­μα. Δεν ήταν πτω­μα­τι­κές υπο­στά­σεις. Ένα περί­ερ­γο υπο­κύ­α­νο χρώ­μα. Ζήτη­σα από τον Νόνα (σ.σ. ο ιατρο­δι­κα­στής) να κόψει το πέλ­μα. Το κόψι­μο στο βάθος θα απο­κά­λυ­πτε τον μώλω­πα. Ηρνή­θη! Ζήτη­σα επί­σης να κόψου­με τους όρχεις διό­τι οι κακώ­σεις έφτα­ναν μέχρι εκεί. Ηρνή­θη! Με κοί­τα­ζαν καχύ­πο­πτα. Η ατμό­σφαι­ρα ήταν υπερ­βα­ρεία. Η συμπε­ρι­φο­ρά του Νόνα ήταν τέτοια που έδει­χνε ότι ήξε­ρε καλά τι είχε μεσο­λα­βή­σει στον Τσα­ρου­χά… Έφυ­γα στο σπί­τι μου. Χτύ­πη­σε το τηλέ­φω­νο. Κάποιοι αστυ­νο­μι­κοί μου ζητού­σαν να επι­στρέ­ψω. Είπα στη γυναί­κα μου: Αν με πιά­σουν, ο Τσα­ρου­χάς πέθα­νε βασανισμένος!!».

Στις δίκες που ακο­λού­θη­σαν μετά την πτώ­ση της χού­ντας απο­κα­λύ­πτε­ται ότι ο θάνα­τος του κομ­μου­νι­στή δικη­γό­ρου επήλ­θε μετά από φρι­χτά βασα­νι­στή­ρια στα μπου­ντρού­μια της ΚΥΠ. Οι δολο­φό­νοι του Γ. Τσα­ρου­χά,  βασα­νι­στές πολ­λών ακό­μα λαϊ­κών αγω­νι­στών, στις απο­λο­γί­ες τους έντρο­μοι αλλη­λο­καρ­φώ­νο­νται και αλλη­λο­βρί­ζο­νται, προ­σπα­θώ­ντας να ελα­φρύ­νουν τη θέση τους. Όλοι, εκτός του προϊ­στα­μέ­νου τους, ομο­λο­γούν την ενο­χή τους ισχυ­ρι­ζό­με­νοι ότι «εις την πρά­ξιν των ωθή­θη­σαν εκ του φόβου ον ενέ­πνευ­σε αυτώ ο συγκα­τη­γο­ρού­με­νός τους Στέ­φα­νος Καρα­μπέ­ρης», δηλα­δή ο προϊ­στά­με­νός τους…

***

Όσοι έζη­σαν από κοντά τον Γιώρ­γο Τσα­ρου­χά, όσοι συμπο­ρεύ­τη­καν μαζί του στους σκλη­ρούς αγώ­νες για λευ­τε­ριά, δημο­κρα­τία, ειρή­νη, για το σοσια­λι­σμό, μιλού­σαν για την ήρε­μη και ευγε­νι­κή φυσιο­γνω­μία του, τον ακέ­ραιο χαρα­κτή­ρα του, την ακά­μα­τη αγω­νι­στι­κό­τη­τά του και την από­λυ­τη πίστη του στη δίκαιη υπό­θε­ση της εργα­τι­κής τάξης.

Ο Γιώρ­γος Τσα­ρου­χάς γεν­νή­θη­κε το 1909 στα Γανο­χώ­ρια της Ανα­το­λι­κής Θρά­κης, από γονείς αγρό­τες. Το 1922, μετά τη μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή η οικο­γέ­νειά του εγκα­τα­στά­θη­κε στο Σιδη­ρό­κα­στρο Σερ­ρών. Εκεί θα τελειώ­σει το δημο­τι­κό σχο­λείο. Από μικρός άρχι­σε να νιώ­θει και να ενδια­φέ­ρε­ται για τα προ­βλή­μα­τα της φτω­χο­λο­γιάς και μαθη­τής ακό­μα της τετάρ­της γυμνα­σί­ου  οργα­νώ­νε­ται στην ΟΚΝΕ. Από τότε αρχί­ζουν και οι διώ­ξεις ενα­ντί­ον του.

Το 1933 δίνει εξε­τά­σεις και περ­νά­ει στη Νομι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δυο μήνες μετά την εγγρα­φή του δημιουρ­γεί­ται μια συν­δι­κα­λι­στι­κή κίνη­ση των φοι­τη­τών και ο Τσα­ρου­χάς απο­βάλ­λε­ται από τη σχο­λή ως πρω­ταί­τιος. Μετά τη λήξη της ποι­νής του εγγρά­φε­ται στη Νομι­κή Σχο­λή Αθη­νών απ’ όπου τελι­κά θα πάρει το δίπλω­μα του δικηγόρου.

Στη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά περ­νά­ει στην παρα­νο­μία και κατα­φέρ­νει να μην συλ­λη­φθεί μέχρι τον Οκτώ­βρη του 1940 που κατα­τάσ­σε­ται στον στρα­τό και πολε­μά­ει στα αλβα­νι­κά βου­νά με το 72 Σύνταγ­μα Πεζι­κού. Με την κατάρ­ρευ­ση του μετώ­που επι­στρέ­φει στο Σιδη­ρό­κα­στρο. Στα τέλη του 1941 με εντο­λή του ΚΚΕ μετα­βαί­νει στη Νιγρί­τα για να ανα­λά­βει την καθο­δή­γη­ση των ΕΑΜι­κών οργα­νώ­σε­ων. Είναι από τους πρω­τερ­γά­τες του παλ­λαϊ­κού ξεση­κω­μού των κατοί­κων της περιο­χής  και της ομα­δι­κής έντα­ξής τους στις γραμ­μές του ΕΑΜ –ΕΛΑΣ.

Μόλις οι Γερ­μα­νοί μετα­βι­βά­ζουν την περιο­χή της Νιγρί­τας στην κυριαρ­χία των Βούλ­γα­ρων φασι­στών, οι ΕΑΜι­κές οργα­νώ­σεις, με την καθο­δή­γη­ση του Γ. Τσα­ρου­χά, οργα­νώ­νουν ένα μεγά­λο συλ­λα­λη­τή­ριο στο οποίο ομι­λη­τής ήταν ο ίδιος μπρο­στά στα έκπλη­κτα μάτια των Γερ­μα­νών. Τον Αύγου­στο του 1944 το ΚΚΕ τον στέλ­νει καθο­δη­γη­τή στην Καβά­λα. Ύστε­ρα από την απε­λευ­θέ­ρω­ση της πόλης ο Γ. Τσα­ρου­χάς γίνε­ται νομάρ­χης Καβάλας.

Μετά τη Βάρ­κι­ζα ο Γιώρ­γος Τσα­ρου­χάς διώ­κε­ται μαζί με χιλιά­δες άλλους αγω­νι­στές. Συλ­λαμ­βά­νε­ται και περ­νά­ει από δίκη… ως συνερ­γά­της των Γερ­μα­νο­βούλ­γα­ρων φασι­στών! Στο στρα­το­δι­κείο δίνει σκλη­ρή μάχη με τους δικα­στές του, καταρ­ρί­πτει το ψευ­το­κα­τη­γο­ρη­τή­ριο και αθω­ώ­νε­ται. Στη συνέ­χεια τον ξανα­πιά­νουν και στέλ­νε­ται εξο­ρία στα Γιού­ρα και άλλα ξερο­νή­σια του Αιγαί­ου, απ’ όπου αφή­νε­ται ελεύ­θε­ρος το 1960.

Το 1961 ο λαός της Καβά­λας παρά την άγρια τρο­μο­κρα­τία που επι­κρα­τού­σε στις εκλο­γές τον εκλέ­γει αντι­πρό­σω­πό του στη Βου­λή με την ΕΔΑ. Τον Μάη του 1963, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, λίγη ώρα πριν τη δολο­φο­νία του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη, ο Γ. Τσα­ρου­χάς κακο­ποιεί­ται άγρια από τρα­μπού­κους-απο­βρά­σμα­τα μέλη των παρα­κρα­τι­κών οργα­νώ­σε­ων «Καρ­φί­τσα» και ΕΚΟΦ. Τραυ­μα­τί­ζε­ται βαριά και νοση­λεύ­ε­ται για και­ρό σε νοσοκομείο.

Την Τετάρ­τη 22 Μάη του 1963 ο Γρ. Λαμπρά­κης είχε μετα­βεί στη Θεσ­σα­λο­νί­κη για να μιλή­σει σε συγκέ­ντρω­ση της Επι­τρο­πής για τη Διε­θνή Ύφε­ση και Ειρή­νη. Το βρά­δυ προ­χω­ρώ­ντας προς το βήμα για να μιλή­σει, ο Λαμπρά­κης δέχε­ται την πρώ­τη επί­θε­ση των παρακρατικών.

Ο Γ. Τσαρουχάς βαριά τραυματισμένος τη μέρα που δέχτηκε δολοφονική επίθεση ο Γρηγόρης Λαμπράκης (22/5/1963)

Ο Γ. Τσα­ρου­χάς βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νος τη μέρα που δέχτη­κε τη δολο­φο­νι­κή επί­θε­ση ο Γρη­γό­ρης Λαμπρά­κης (22/5/1963)

“Σε λίγο φτά­νει στο χώρο της συγκέ­ντρω­σης ο βου­λευ­τής της ΕΔΑ Γιώρ­γος Τσα­ρου­χάς. Εμα­θε πως ο Ρηγό­που­λος έμει­νε έξω από το κτί­ριο και έσπευ­σε να δει τι έγι­νε. Οι παρα­κρα­τι­κοί ωρύ­ο­νται από τα πεζο­δρό­μια. «Συζη­τού­σα­με με τους αξιω­μα­τι­κούς», αφη­γή­θη­κε αργό­τε­ρα ο Τσα­ρου­χάς. «Τότε ήρθε ένας ευστα­λής μελα­χρι­νός ιδιώ­της και ντά­κα, ντού­κου, μπρο­στά τους, μου έδω­σε τρία γερά χτυ­πή­μα­τα. Με χτύ­πη­σε και στο κεφά­λι. Υστε­ρα απο­μα­κρύν­θη­κε χωρίς να τον ενο­χλή­σει κανείς». Ζαλι­σμέ­νος από τα χτυ­πή­μα­τα και με επι­βα­ρυ­μέ­νη την καρ­διά του, ζήτη­σε ασθε­νο­φό­ρο για να δια­κο­μι­στεί στο Σταθ­μό Πρώ­των Βοη­θειών. Το ασθε­νο­φό­ρο τον παρέ­λα­βε και λίγα μέτρα παρα­κά­τω δύο χωρο­φύ­λα­κες το στα­μά­τη­σαν, παρά τις παραι­νέ­σεις του Τσα­ρου­χά προς τον οδη­γό να μη στα­μα­τή­σει. «Τότε — συνε­χί­ζει — οι τρα­μπού­κοι όρμη­σαν, έσπα­σαν με ξύλα τα τζά­μια. Δυο — τρεις άντρες έπε­σαν απά­νω μου, φωνά­ζο­ντας “θα πεθά­νεις!” και με χτυ­πού­σαν όλοι μαζί στο κεφά­λι, στο πρό­σω­πο, παντού. Με άρπα­ξαν ύστε­ρα από χέρια και πόδια και με έσυ­ραν. Με κατέ­βα­σαν από το αυτο­κί­νη­το, μου έδω­σαν κι άλλα χτυ­πή­μα­τα και έχα­σα τις αισθή­σεις μου». Δεν τον απο­τέ­λειω­σαν, για­τί καθώς τον χτυ­πού­σαν ο “επι­κε­φα­λής” τους είπε: «Αφή­στε τον! Δεν είναι αυτός!».”

Ριζο­σπά­στης, Στα 40 χρό­νια από τη δολο­φο­νία του Γρη­γό­ρη Λαμπρά­κη, 18/5/2003

Μετά το χου­ντι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα τον Απρί­λη του 1967 περ­νά­ει για άλλη μια φορά στην παρα­νο­μία και αγω­νί­ζε­ται με όλες του τις δυνά­μεις μέσα από τις γραμ­μές του ΚΚΕ και του ΠΑΜ ενά­ντια στην αμε­ρι­κα­νο­κί­νη­τη δικτατορία.

Ο Γιώρ­γος Τσα­ρου­χάς πρό­τυ­πο ανθρώ­που και λαϊ­κού αγω­νι­στή αγω­νί­στη­κε σε όλη του τη ζωή για μια Ελλά­δα λεύ­τε­ρη, δημο­κρα­τι­κή και ανε­ξάρ­τη­τη, ειρη­νι­κή, με το λαό κυρί­αρ­χο να δια­φε­ντεύ­ει τις τύχες του. Ήταν μια ξεχω­ρι­στή μορ­φή ανά­με­σα στους χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές που έδω­σαν τη ζωή τους στον αγώ­να για να πάψει η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο, για να γίνουν πρά­ξη τα ιδα­νι­κά του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

 

Για τη συγ­γρα­φή του άρθρου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν δημο­σιεύ­μα­τα του  Ριζο­σπά­στη της περιό­δου 1975 – 1982.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο