Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Guillaume Apollinaire — Γκιγιώμ Απολλιναίρ: Κάτω από τη γέφυρα Mirabeau

Γρά­φει ο Αστέ­ρης Αλαμπής_Μίδας

Κάτω από τη γέφυ­ρα Mirabeau κυλά­ει ο Σηκουάνας
Και τους έρω­τές μας
Μου τους θυμί­ζει _Πρέπει να μου το θυμί­σει αυτό

Η χαρά ερχό­ταν πάντα μετά τον πόνο
Βιέν­νη … η νύχτα χτυ­πά­ει την ώρα
Οι μέρες φεύ­γουν εγώ εκεί!

Χέρια με χέρια ας μεί­νου­με πρό­σω­πο με πρόσωπο
Ενώ κάτω
Η γέφυ­ρα των χεριών μας περνά
Αιώ­νιο βλέμ­μα το κύμα τόσο κουρασμένο

Ο έρω­τας φεύ­γει σαν αυτό το τρε­χού­με­νο νερό
Η αγά­πη φεύγει
πόσο αργή είναι η ζωή

Και πόσο βίαιη είναι η Ελπίδα
Οι μέρες περ­νούν και οι εβδο­μά­δες μαζί
Κι ο χρό­νος που ξοδεύτηκε

Κανέ­να από τα δύο δεν επιστρέφει
Κάτω από τη γέφυ­ρα Mirabeau κυλά­ει ο Σηκουάνας…
Οι μέρες φεύ­γουν εγώ εκεί …

Guillaume Apollinaire Alcools, 1913

Κάτω από το Pont Mirabeau- πρώ­τη δημο­σί­ευ­ση Φεβ-1912 σαν σήμερα
(σσ. δυστυ­χώς στα Γαλ­λι­κά, όπως και στις περισ­σό­τε­ρες ξένες γλώσ­σες, αγά­πη και έρω­τας απο­δί­δο­νται συνή­θως με τον ίδιο όρο)

Alcools Αυτή η συλ­λο­γή, που ο Apollinaire χρειά­στη­κε 15 χρό­νια για να συντά­ξει, αναγ­γέλ­λει την ανα­ζή­τη­ση της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας, του παι­χνι­διού με την παρά­δο­ση, της επί­ση­μης ανα­νέ­ω­σης της ποί­η­σης του συγγραφέα.

Το Alcools είναι μια πλη­θυ­ντι­κή, πολυ­φω­νι­κή συλ­λο­γή, η οποία διε­ρευ­νά πολ­λές πτυ­χές της ποί­η­σης, από την ελε­γεία έως τον ελεύ­θε­ρο στί­χο, ανα­μει­γνύ­ο­ντας την καθη­με­ρι­νή ζωή με τοπία της Ρηνα­νί­ας σε μια ποί­η­ση που στο­χεύ­ει να είναι πει­ρα­μα­τι­κή, συν­δυά­ζο­ντας τη φόρ­μα και την αισθη­τι­κή με τον ερμη­τι­σμό και την τέχνη του choc.

Δεί­χνει τον ποι­η­τή διχα­σμέ­νο από τους ερω­τι­κούς του χωρι­σμούς (με την Annie Playden, τη Marie Laurencin), χωρι­σμούς που αντη­χούν μέσα από ποι­ή­μα­τα όπως τα Mai, Les Colchiques και, πάνω απ’ όλα, La Chanson du mal-aimé.

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

Μέσα στα ποι­ή­μα­τά του, ο Απολ­λι­ναίρ καταρ­γεί την κλα­σι­κή εσω­τε­ρι­κή προ­σω­ρι­νό­τη­τα που έβα­λε σε εφαρ­μο­γή ο Ronsard: το παρελ­θόν, το παρόν, το μέλ­λον ανα­κα­τεύ­ο­νται σε ένα και το αυτό σύμπαν του κρα­σιού και της μέθης. Ο ποι­η­τής απο­στά­ζει και τον χώρο, σκη­νο­θε­τώ­ντας το σύμπαν των παι­δι­κών του χρό­νων. Τρο­πο­ποιεί την κλα­σι­κή ποι­η­τι­κή αντί­λη­ψη του χρό­νου και του χώρου: στο La Chanson du mal-aimé, Zone. Ξεχω­ρί­ζει ως θεός ποι­η­τής εγκα­θι­δρύ­ο­ντας μια προ­σω­πι­κή κοσμογονία.

Ξανα­γρά­φει τους ιδρυ­τι­κούς μύθους με τον Ορφέα. Ισχυ­ρί­ζε­ται ότι είναι ο Απόλ­λω­νας. Επα­νε­φευ­ρί­σκει όμως και την ποι­η­τι­κή φόρ­μα στο ύφος του: κατα­στρέ­φει την κλα­σι­κή συντα­κτι­κή αντί­λη­ψη του Ρον­σάρ. Είναι ο πρό­δρο­μος του σου­ρε­α­λι­σμού και αφιε­ρώ­νει μια νέα ποί­η­ση μέθης και μύθων…

Γκι­γιώμ Απολλιναίρ
(Guillaume Apollinaire, 25 Αυγ 1880 Ρώμη – 9‑Νοε 1918):
Γάλ­λος ποι­η­τής, συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός τέχνης

Νόθο τέκνο Πολω­νί­δας μητέ­ρας και Ιτα­λού πατέ­ρα. Η μητέ­ρα του Αντζέ­λι­κα ντε Κοστρο­βί­τσκι ήταν μια ανυ­πό­τα­κτη γυναί­κα “ελευ­θε­ρί­ων ηθών” με πάθος –μετα­ξύ άλλων στο καζί­νο. Γεν­νη­μέ­νη στο Νοβο­γκρό­ντεκ (μετά το 1918 ΕΣΣΔ νυν Λευ­κο­ρω­σία) είχε αρι­στο­κρα­τι­κή κατα­γω­γή από τη Σλά­χτα. Ο πατέ­ρας του εξα­κο­λου­θεί να παρα­μέ­νει άγνω­στος, κατά μία εκδο­χή ήταν ιερω­μέ­νος υψη­λό­τα­της βαθ­μί­δας στο Βατι­κα­νό που πέρ­να­γε ατέ­λειω­τες νύχτες στο λάγνο κρε­βά­τι της Αντζέ­λι­κα. Πολ­λοί υπο­στη­ρί­ζουν ότι ήταν επί­σκο­πος, ενώ κυκλο­φο­ρού­σαν και φήμες ότι …επρό­κει­το και για τον ίδιο τον Πάπα (σε κάθε περί­πτω­ση εξα­φα­νί­στη­κε πολύ νωρίς από τη ζωή του, ο Απολ­λι­ναίρ κρα­τού­σε κρυ­φή την κατα­γω­γή του και υπο­κρι­νό­ταν ότι ήταν Ρώσος πρίγκιπας).

Μεγά­λω­σε σε Μονα­κό και Γαλ­λι­κή Ριβιέ­ρα, όπου η μητέ­ρα του έπαι­ζε σε καζί­νο και χαρ­το­παι­κτι­κές λέσχες και του έμα­θε Γαλ­λι­κά και άλλες γλώσ­σες. Ήταν καλο­φα­γάς, με δυνα­τή φωνή και είχε έντο­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα και ευρεία μόρ­φω­ση. Εγκα­τα­στά­θη­κε στο Παρί­σι σε ηλι­κία είκο­σι ετών και ξεκί­νη­σε την ενα­σχό­λη­ση με τη λογο­τε­χνία δημο­σιεύ­ο­ντας ποι­ή­μα­τα σε διά­φο­ρα περιο­δι­κά. Το 1903 ίδρυ­σε το πρώ­το δικό του περιο­δι­κό, La revue immoraliste. Αρθρο­γρά­φη­σε σε πολ­λές εφη­με­ρί­δες και περιο­δι­κά ως κρι­τι­κός τέχνης.

Στο Παρί­σι συν­δέ­θη­κε με την κοι­νό­τη­τα των μπο­έμ καλ­λι­τε­χνών της Μον­μάρ­τρης και αργό­τε­ρα του Μον­παρ­νάς. Υπήρ­ξε πολύ δημο­φι­λής στους καλ­λι­τε­χνι­κούς κύκλους και σχε­τί­στη­κε με σημα­ντι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες, όπως ο Πάμπλο Πικά­σο, ο Ζωρζ Μπρακ, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Αντρέ Σαλ­μόν, ο Αντρέ Μπρε­τόν, ο Ρενέ Ντα­λίζ, ο Ζαν Κοκτώ, ο «Τελώ­νης» Ρουσ­σώ, ο Αντρέ Ντε­ραίν, ο Πιερ Ρεβερ­ντί, ο Αλφρέ Ζαρύ, ο Μπλεζ Σαντράρ, ο Ερίκ Σατί, ο Οσίπ Ζαντ­κίν, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Μαρ­σέλ Ντυ­σάν και η Μαρί Λωρεν­σέν, που υπήρ­ξε και ερω­μέ­νη του. Δημιούρ­γη­σε παράλ­λη­λα και έχθρες, όπως με τον ελλη­νι­κής κατα­γω­γής Ζαν Μωρε­άς, του οποί­ου την ποί­η­ση θεω­ρού­σε ξεπε­ρα­σμέ­νη. Ήταν εκεί­νος που οργά­νω­σε το Κυβι­στι­κό δωμά­τιο 41 στο Salon des Independants το 1911, ενώ την ίδια χρο­νιά έγι­νε μέλος της Ομά­δας Πιτώ, ενός κλά­δου του κυβι­στι­κού κινήματος.

Το 1911 είχε εμπλο­κή μαζί με τον Πικά­σο στην υπό­θε­ση κλο­πής της Μόνα Λίζα, όταν και οι δύο κατη­γο­ρή­θη­καν (αδί­κως) για κλο­πή και συνε­λή­φθη­σαν από την αστυ­νο­μία. Ο Πικά­σο αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρος την ίδια μέρα, ενώ ο Απολ­λι­ναίρ κρα­τή­θη­κε λίγες ημέ­ρες και τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα απελ­πι­σί­ας από τη φυλα­κή και περιέ­πε­σε σε μελαγ­χο­λία. Η σύντο­μη κρά­τη­σή του ήταν ένα ισχυ­ρό σοκ που τον στιγ­μά­τι­σε τραυ­μα­τι­κά _η εφη­με­ρί­δα «Paris Soir» ανέ­φε­ρε ότι ο Απολ­λι­ναίρ είναι ο «αρχη­γός διε­θνούς σπεί­ρας που έχει έρθει στη Γαλ­λία με σκο­πό να ξαφρί­σει τα μου­σεία μας».

Δημο­σί­ευ­σε τις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές L’ enchanteur pourrissant (1909) (η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή), Le bestiaire (Το συνα­ξά­ρι των ζώων) (1911) και το Alcools (1913), το οποίο και τον καθιέ­ρω­σε ως ποι­η­τή. Το 1907, ο Απολ­λι­ναίρ έγρα­ψε την γνω­στή ερω­τι­κή νου­βέ­λα «Έντε­κα Χιλιά­δες Βέρ­γες (Les Onze Mille Verges). Επί­ση­μα απα­γο­ρευ­μέ­νη στη Γαλ­λία μέχρι το 1970, κυκλο­φο­ρού­σε ευρέ­ως σε διά­φο­ρες παρά­νο­μες εκτυ­πώ­σεις για πολ­λά χρό­νια. Ο Απολ­λι­ναίρ ποτέ δεν παρα­δέ­χτη­κε δημο­σί­ως ότι είναι δική του. Μια άλλη ερω­τι­κή νου­βέ­λα που του απο­δί­δε­ται είναι «Οι περι­πέ­τειες ενός νεα­ρού Δον Ζουάν» (Les exploits d’un jeune Don Juan), στις οποί­ες ο 15χρονος ήρω­ας γίνε­ται πατέ­ρας τριών παι­διών από διά­φο­ρα μέλη του περι­βάλ­λο­ντος του, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και της θεί­ας του. Το βιβλίο δια­σκευά­στη­κε το 1987 σε ται­νία, καθώς επί­σης και σε κόμικ.

Το 1914 είχε έναν σύντο­μο δεσμό με τη Λουίζ ντε Κολι­νύ και κατό­πιν με τη δασκά­λα Μαντλέν Παζ, την οποία αρρα­βω­νιά­στη­κε. Κατα­τά­χθη­κε ως εθε­λο­ντής στον γαλ­λι­κό στρα­τό και πολέ­μη­σε στο μέτω­πο της Καμπα­νί­ας έως το 1916, οπό­τε και τραυ­μα­τί­στη­κε στο κεφά­λι από θραύ­σμα σε έκρη­ξη όλμου, ενώ διά­βα­ζε σε ένα χαρά­κω­μα. Επέ­στρε­ψε με άδεια αναρ­ρώ­σε­ως στο Παρί­σι, όπου κυκλο­φο­ρού­σε με μπα­ντα­ρι­σμέ­νο το κεφά­λι και φορώ­ντας την στρα­τιω­τι­κή του στο­λή με τα παρά­ση­μα. Η διά­θε­ση του «βάρυ­νε» και άρχι­σε να ανα­πτύσ­σει έναν πατριω­τι­σμό για τη Γαλ­λία, της οποί­ας ορα­μα­τί­ζε­ται τη νίκη στον Α΄ Παγκό­σμιο πόλε­μο. Αυτές οι τάσεις του, καθώς και η αμφί­ε­σή του, απο­τε­λού­σαν συχνά στό­χο πειραγμάτων.

Σε αυτές τις συν­θή­κες, το 1917 έγρα­ψε το θεα­τρι­κό έργο Οι μαστοί του Τει­ρε­σία, με το οποίο παρα­κι­νού­σε τους Γάλ­λους να κάνουν παι­διά για την πατρί­δα τους. Στην εισα­γω­γή του θεα­τρι­κού εισή­γα­γε τον όρο σου­ρε­α­λι­σμός, τον οποίο χρη­σι­μο­ποί­η­σε επί­σης για το πρό­γραμ­μα της παρά­στα­σης μπα­λέ­του Parade του Ζαν Κοκτώ και του Ερίκ Σατί, που έκα­νε την πρε­μιέ­ρα του στις 18 Μαΐ­ου του 1917. Τον ίδιο χρό­νο εξέ­δω­σε και ένα καλ­λι­τε­χνι­κό μανι­φέ­στο: L’Esprit nouveau et les poètes.

Πέθα­νε από ισπα­νι­κή γρί­πη την 9η Νοεμ­βρί­ου του 1918, στο δια­μέ­ρι­σμα του στην Σεν-Ζερ­μέν, έξι ημέ­ρες πριν τελειώ­σει ο πόλε­μος με τον οποίο είχε τόσο παθια­στεί. Στην κηδεία του παρευ­ρέ­θη­καν ο Πικά­σο και άλλοι εκπρό­σω­ποι της μπο­έμ καλ­λι­τε­χνι­κής ζωής του Παρι­σιού. Το 1918 εκδό­θη­καν μετά θάνα­τον οι πει­ρα­μα­τι­κές εντυ­πώ­σεις του από τον πόλε­μο, με τον τίτλο Καλ­λί­γραμ­μα (Calligrammes).

Ο όρος calligrammes αργό­τε­ρα καθιε­ρώ­θη­κε για να περι­γρά­ψει αυτό το είδος της απει­κό­νι­σης ενός ποι­ή­μα­τος, που υιο­θε­τή­θη­κε και από άλλους ποι­η­τές, κυρί­ως του υπερρεαλισμού.

Αν και δεν βρα­βεύ­θη­κε ποτέ όσο ζού­σε, ο Απολ­λι­ναίρ θεω­ρεί­ται ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους Γάλ­λους ποι­η­τές του 20ού αιώ­να. Έλα­βε μέρος σε όλα τα κινή­μα­τα της γαλ­λι­κής αβάν-γκαρντ των αρχών του 20ού αιώ­να και ήταν εμβλη­μα­τι­κή φιγού­ρα της μπο­έμ ζωής του Παρι­σιού. Το έργο του παρου­σιά­ζει έντο­νη πολυ­μορ­φία. Τα ποι­η­τι­κά του έργα επη­ρε­α­σμέ­να εν μέρει από τον Συμ­βο­λι­σμό, αντι­πα­ρα­βάλ­λουν το παλιό και το και­νούρ­γιο, συν­δυά­ζο­ντας παρα­δο­σια­κές φόρ­μες με μοντέρ­νες τεχνι­κές. Το έργο του θεω­ρεί­ται ακό­μα πρό­δρο­μο του σου­ρε­α­λι­σμού. Τα ποι­ή­μα­τά του παρου­σιά­ζουν ιδιό­μορ­φη χρή­ση των σημεί­ων στί­ξης, ενώ με τα «Καλ­λί­γραμ­μα» εισά­γει ένα νέο είδος ποί­η­σης στο οποίο συμ­βάλ­λει και η τυπο­γρα­φία και το γρα­φι­στι­κό στή­σι­μο της σελίδας.

Εκτός από τη ενα­σχό­λη­σή του με την ποί­η­ση, δημο­σί­ευ­σε τολ­μη­ρά ερω­τι­κά βιβλία, υπήρ­ξε πρω­το­πό­ρος του θεά­τρου του παρα­λό­γου και εισή­γα­γε το 1913 τον όρο «κυβι­σμός» με τη μελέ­τη του «Κυβι­στές ζωγρά­φοι», την πρώ­τη θεω­ρη­τι­κή μελέ­τη για τον κυβι­σμό. Ήταν ακό­μα αυτός που δημιούρ­γη­σε τον όρο «σου­ρε­α­λι­σμός», καθώς επί­σης και τον όρο «ορφι­σμός» για να περι­γρά­ψει την τάση για από­λυ­τη αφαί­ρε­ση στα έργα του Ρομπέρ Ντε­λω­ναί, της Σόνιας Ντε­λω­ναί και άλλων.

Τελι­κά ξέφυγα
Από όλα τα “φυσι­κά”
Μπο­ρεί τελι­κά να πεθά­νω αλλά όχι να αμαρτήσω
Και αυτό που δεν αγγί­ξα­με ποτέ
Το άγγι­ξα το ένιωσα

Και εξέ­τα­σα όλα όσα κανείς …
Δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ τίποτα
Και έχω ζυγί­σει πολ­λές φορές
Ακό­μα και την ακα­τα­νό­η­τη ζωή
Μπο­ρώ να πεθά­νω χαμογελώντας

Συνή­θι­σε όπως εγώ
Σε αυτά τα θαύ­μα­τα που ανακοινώνω
Στην καλο­σύ­νη που θα βασιλέψει

Στον πόνο που αντέχω
Και να ξέρε­τε στο μέλλον…

Το κρι­τι­κό του έργο, αν και κατα­κρί­θη­κε για τον έντο­νο συναι­σθη­μα­τι­σμό του και την έλλει­ψη κρι­τι­κής όσον αφο­ρά τις ζωγρα­φι­κές τεχνι­κές, ήταν από τα λίγα που υπο­στή­ρι­ξαν τα σύγ­χρο­να κινή­μα­τα ζωγρα­φι­κής και τις εκθέ­σεις των ανε­ξάρ­τη­των, πράγ­μα για το οποίο χλευά­στη­κε έντο­να στην επο­χή του.

Ο Πικά­σο, που ζωγρά­φι­σε πολ­λές φορές τον Απολ­λι­ναίρ, σε μία προ­σω­πο­γρα­φία του τον απει­κο­νί­ζει ως αρχιε­πί­σκο­πο με ιερα­τικά άμφια, ποι­μα­ντο­ρι­κή ράβδο, μίτρα και αρχιεπισκο­πικό δαχτυ­λί­δι. Ο λόγος γι’ αυτό είναι οι φήμες για την ταυ­τό­τη­τα του πατέ­ρα του.

Στο μικρό καμπα­ρέ Λαπέν Αζίλ (Lapin Agile) της Μον­μάρ­τρης συντε­λέ­στη­κε μία φάρ­σα εις βάρος του Γκι­γιώμ Απολ­λι­ναίρ. Ο ζωγρά­φος Ντορ­ζε­λέ και άλλοι πολέ­μιοι της κρι­τι­κής του, έδε­σαν στην ουρά ενός γαϊ­δά­ρου με το όνο­μα Λολό μία βούρ­τσα την οποία βου­τού­σαν σε μπο­γιά, και άφη­σαν έτσι τον γάι­δα­ρο να «ζωγρα­φί­σει» έναν πίνα­κα. Ο πίνα­κας στη συνέ­χεια εκτέ­θη­κε στο Salon des Independants ως «ιμπρε­σιο­νι­στι­κός» με τον τίτλο «Και ο Ήλιος βασι­λεύ­ει πάνω από την Αδρια­τι­κή» και ήταν υπο­γε­γραμ­μέ­νος με το ψευ­δώ­νυ­μο “Joachim-Raphael Boronali”. Ο Απολ­λι­ναίρ εκθεί­α­σε τον πίνα­κα, μαζί με άλλους κρι­τι­κούς και έγι­νε έτσι στό­χος έντο­νων κοροϊδιών.

Πάνω από 30 βιβλία του κυκλο­φο­ρούν στα ελληνικά

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο