Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H «Επιθεώρηση Τέχνης» (2ο) σ’ ένα γόνιμο αισθητικά & φιλοσοφικά στοχασμό

Στο 1ο μέρος 🌲Χρι­στού­γεν­να 1954: 🍁 Κυκλο­φο­ρεί η «Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης»” του αφιε­ρώ­μα­τος στο ιστο­ρι­κό μηνιαίο περιο­δι­κό γραμ­μά­των και τεχνών που πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε πριν 65 χρό­νια, και έκλει­σε με την επι­βο­λή της στρα­τιω­τι­κής χού­ντας των συνταγ­μα­ταρ­χών, έγι­νε προ­σπά­θεια να βγουν ορι­σμέ­να συμπε­ρά­σμα­τα -«πολι­τι­κού δείγ­μα­τος γρα­φής», που συμπυ­κνώ­νο­νται στα εξής:

  1. Μέσα από τη μαρ­ξι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση — εργα­λείο «βάση + εποι­κο­δό­μη­μα»
  2. Η σωστή διά­στα­ση της «Επι­θε­ώ­ρη­σης», προ­κύ­πτει από την ίδια τη θέση του δια­νο­ού­με­νου στην αστι­κή κοινωνία
  3. Τα πράγ­μα­τα είναι πιο δύσκο­λα όταν ο υπο­κει­με­νι­κός παρά­γο­ντας ‑η εργα­τι­κή πρω­το­πο­ρία, σε δοσμέ­νη περί­ο­δο είναι (πολύ) κάτω από τις ανά­γκες και περιο­ρι­σμέ­νη η εμβέ­λειά της στο συγκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κό στρώ­μα (δια­νό­η­ση).

Επιθεώρηση Τέχνης 1ο Μάρκος Αυγέρης

Στο 1ο τεύ­χος της ΕΤ υπάρ­χει ένα πολύ σοβα­ρό άρθρο του Μάρ­κου Αυγέ­ρη με τίτλο «Θεω­ρη­τι­κά στοι­χεία της κρι­τι­κής (μελέ­τη)» ‑παρα­θέ­του­με τις δυο πρώ­τες σελί­δες (οι υπο­γραμ­μί­σεις δικές μας)

Η τέχνη είναι δεμέ­νη με το χρό­νο και τον τόπο πού γεν­νή­θη­κε. Το έργο της τέχνης προσ­διο­ρί­ζε­ται και στην μορ­φή και στο περιε­χό­με­νο από την επο­χή του κ’ εκφρά­ζει την επο­χή του.
Η επο­χή παί­ζει απο­φα­σι­στι­κό ρόλο και στις ιδέ­ες και στα θέμα­τα και στις τεχνο­τρο­πί­ες, ακό­μα και στα στοι­χεία πού χρη­σι­μο­ποιεί ή τέχνη από τα περασμένα.

Η κρι­τι­κή πού χρη­σι­μο­ποιεί την ιστο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κή μέθο­δο μελε­τά­ει το έργο τέχνης από τις τρεις κύριες πλευ­ρές του :

  1. από την αντι­κει­με­νι­κή του πλευ­ρά και βρί­σκει τους αντι­κει­με­νι­κούς παρά­γο­ντες που συντέ­λε­σαν στη δια­μόρ­φω­ση του, τοπο­θε­τεί δηλα­δή το έργο και το εξε­τά­ζει μέσα στο ιστο­ρι­κό κοι­νω­νι­κό περί­γυ­ρο πού το γέννησε.
  2. από την υπο­κει­με­νι­κή του πλευ­ρά κι εξε­τά­ζει το έργο σε συσχε­τι­σμό με το δημιουρ­γό του ερευ­νώ­ντας τα υπο­κει­με­νι­κά κίνη­τρα που συνέρ­γη­σαν στη δια­μόρ­φω­ση του, δηλα­δή, την προ­σω­πι­κό­τη­τα του τεχνί­τη, την ψυχο­λο­γία του, τον τρό­πο πού επη­ρε­ά­ζε­ται κι αντι­δρά στο περί­γυ­ρο του, τη θέση πού παίρ­νει μέσα στην ιστο­ρι­κή κίνη­ση της επο­χής του και την κοι­νω­νι­κή του κατά­τα­ξη, την κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση πού εκφρά­ζει και
  3. την καθα­ρά αισθη­τι­κή πλευ­ρά του έργου τέχνης, δηλα­δή τους αισθη­τι­κούς κανό­νες, πού είναι ανα­γκα­σμέ­νο να τηρεί κάθε έργο τέχνης, για να μπο­ρεί μ’ αυτούς να πραγ­μα­τώ­νει το αισθη­τι­κό απο­τέ­λε­σμα, να εκφρά­ζει δηλα­δή μια παρά­στα­ση ζωής.

Εννο­εί­ται πώς οι αντι­κει­με­νι­κές συν­θή­κες του περί­γυ­ρου επη­ρε­ά­ζουν απο­φα­σι­στι­κά και τα υπο­κει­με­νι­κά κίνη­τρα του έργου τέχνης, δηλα­δή την προ­σω­πι­κό­τη­τα του τεχνί­τη και τα δυο αυτά κίνη­τρα μαζί τα υπο­κει­με­νι­κά δηλα­δή και τ’  αντι­κει­με­νι­κά, κατευ­θύ­νουν και τις αισθη­τι­κές τάσεις του έργου τέχνης.

Περιε­χό­με­νο και μορ­φή απο­τε­λούν μια ενό­τη­τα- όταν το περιε­χό­με­νο βρει την καλύ­τε­ρη του έκφρα­ση βρή­κε τη μορ­φή του. Απά­νω σ’ αυτό το απο­τέ­λε­σμα γίνε­ται ή αισθη­τι­κή κρίση.

Οι ιστορικές και κοινωνικές καταστάσεις κάθε εποχής, οι κοινωνικές δυνάμεις με τις διάφορες τάσεις τους, τις διάφορες ανάγκες τους και τούς ανταγωνισμούς τους, διαμορφώνουν τη δεσπόζουσα κοινωνική συνείδηση ή τις διάφορες συνειδησιακές καταστάσεις πού καθρεφτίζονται μέσα στην τέχνη.

Ο αντα­γω­νι­σμός ανά­με­σα στις κοι­νω­νι­κές τάξεις δημιουρ­γεί δια­φο­ρε­τι­κά κάθε φορά ιδε­ο­λο­γι­κά ρεύ­μα­τα, πού εκφρά­ζουν τις ταξι­κές ανά­γκες και τις ταξι­κές τάσεις ανά­λο­γα με την ιστο­ρι­κή ανά­πτυ­ξη, τη δύνα­μη και την κοι­νω­νι­κή επι­βο­λή πού έχουν οι κοι­νω­νι­κές τάξεις.

Η τέχνη δια­πο­τί­ζε­ται από τα ιδε­ο­λο­γι­κά αυτά ρεύ­μα­τα και με τη σει­ρά της τα επη­ρε­ά­ζει, τα εκφρά­ζει και τα δυνα­μώ­νει.

Τρεις κύριες ιδε­ο­λο­γι­κές τάσεις ξεχω­ρί­ζου­με μέσα στην ιστο­ρία της τέχνης :

  1.  την επα­να­στα­τι­κή ιδε­ο­λο­γία, από τις τάξεις πού ανε­βαί­νουν και που τώρα μεγα­λώ­νει η δύνα­μη τους αυτές αρνιού­νται την τωρι­νή κατά­στα­ση και προ­βάλ­λουν ένα ιδα­νι­κό τελειό­τε­ρης ζωής για το αύριο.
  2. τη συντη­ρη­τι­κή ιδε­ο­λο­γία, από τις τάξεις πού κυριαρ­χούν κι είναι στά­σι­μες, κατα­δι­κά­ζουν τις αλλο­τι­νές προ­ο­δευ­τι­κές ιδέ­ες τους και θέλουν να διαιω­νί­σουν τα τωρι­νά σαν αξί­ες ανα­ντι­κα­τά­στα­τες και
  3. την αντι­δρα­στι­κή ιδε­ο­λο­γία, από τις  τάξεις που βρί­σκο­νται στον ξεπε­σμό τους και τις έχουν παρα­με­ρί­σει άλλες ιστο­ρι­κές δυνά­μεις, αυτές στρέ­φουν τα μάτια τους προς κατα­στά­σεις περα­σμέ­νες, όταν ευτυ­χού­σαν και βρί­σκουν σ’ αυτές την τελειό­τε­ρη μορ­φή ζωής.

Οι δυο αυτές τελευ­ταί­ες τάσεις είναι ιδε­α­λι­στι­κές στην κοσμο­θε­ω­ρία τους, για­τί βρί­σκουν σ’ αυτά τα επι­χει­ρή­μα­τα πού τους χρειά­ζο­νται για ν΄ απο­δεί­ξουν την αιω­νιό­τη­τα των κοι­νω­νι­κών, ηθι­κών και πνευ­μα­τι­κών αξιών πού αντι­προ­σω­πεύ­ουν κι επο­μέ­νως και την αιώ­νια άξια στο δικό τους κοι­νω­νι­κό σύστη­μα.

Μα όπως στη σκέ­ψη έτσι και στην τέχνη μπο­ρεί να παρου­σιά­ζο­νται μορ­φές-υβρί­δια, μίγ­μα­τα, σχη­μα­τι­σμοί μετα­βα­τι­κοί από μια ιδε­ο­λο­γία κι από μια κατά­στα­ση σ’ άλλη. Η ιστο­ρι­κο­κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή μπο­ρεί εύκο­λα να ξεχω­ρί­ζει και να κατα­τάσ­σει τις μιχτές αυτές μορφές.

Κι η τέχνη της φυγής, σε κόσμους φαντα­στι­κούς ή ξωτι­κούς, εκφρά­ζει δια­θέ­σεις ανθρώ­πων, που γυρί­ζουν το πρό­σω­πο τους από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί τους είναι δυσά­ρε­στη, κρα­τούν παθη­τι­κή στά­ση μπρο­στά στη ζωή και βρί­σκουν τέρ­ψη και τρο­φή σε φαντα­στι­κές καταστάσεις.

Τέχνη φυγής κάνουν αυτοί οι τεχνί­τες κι όταν κατα­φεύ­γουν σε ιστο­ρι­κά θέμα­τα, που δεν παρου­σιά­ζουν ιδέ­ες κι ανά­λο­γες κατα­στά­σεις με τις σημε­ρι­νές, κι όταν ακό­μα κατα­γί­νο­νται με φορ­μα­λι­στι­κές κι αφαι­ρε­μέ­νες αναζητήσεις.
Συχνά το ξεμά­κραι­μα αυτό από τ’ άμε­σα ενδια­φέ­ρο­ντα της ζωής κι από τις ζωντα­νές παρα­στά­σεις, η αρι­στο­κρα­τι­κή από­στα­ση πού κρα­τούν οι τεχνί­τες κι ή περι­φρό­νη­ση πού δεί­χνουν στο περί­γυ­ρο τους, φανε­ρώ­νουν ασύ­νει­δη ή και συνει­δη­τή δυσα­ρέ­σκεια κι απο­δο­κι­μα­σία προς την κυρί­αρ­χη τάξη της επο­χής τους και προς τις κατα­στά­σεις πού αυτή δημιουργεί.
Κι η απαι­σιο­δο­ξία για τη ζωή δεί­χνει την έλλει­ψη πίστης σ’ αυτή και στον άνθρω­πο κι εκφρά­ζει τα αισθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις αυτών πού βλέ­πουν και τα τωρι­νά, μα πολύ περισ­σό­τε­ρο τα μελ­λού­με­να. χωρίς ελπί­δα και παρηγοριά.

Τις ατομικές τους ή τις ταξικές τους δυσαρέσκειες, τις απελπισίες και τις αγωνίες τους τις φορτώνουν στη ζωή. Η απαισιοδοξία φανερώνει τα αισθήματα ενός κόσμου ξεπεσμένου, πού ξεπερνιέται από νέες προοδευτικές και χαρούμενες δυνάμεις.

Από την ιστο­ρία παρα­τη­ρού­με, πώς τις μεγά­λες κοι­νω­νι­κές μετα­βο­λές δεν τις ακο­λου­θούν με τον ίδιο ρυθ­μό κι οι μετα­βο­λές στα πνευ­μα­τι­κά φαινόμενα.
Πολ­λές αντι­λή­ψεις, θρη­σκευ­τι­κές, φιλο­σο­φι­κές, ηθι­κές, αισθη­τι­κές, που αντα­πο­κρί­νο­νταν σ’ έναν προη­γού­με­νο τρό­πο ζωής, επι­ζούν κι ύστε­ρα από τις μετα­βο­λές πού αλλά­ζουν τη συγκρό­τη­ση μιας κοι­νω­νί­ας.

Οι αντι­λή­ψεις όμως αυτές είναι προ­ο­ρι­σμέ­νες, αργά ή γρή­γο­ρα, να παρα­με­ρι­στούν και να εξα­φα­νι­στούν ή ν” αλλά­ξουν και να προ­σαρ­μο­στούν στις νέες καταστάσεις.

Μ’ όλο πού οι πνευ­μα­τι­κές αντι­λή­ψεις δεν παί­ζουν τον πρω­ταρ­χι­κό κύριο ρόλο στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη, για­τί είναι δευ­τε­ρό­γε­να φαι­νό­με­να, εξαρ­τη­μέ­να από τις κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κές κατα­στά­σεις, ωστό­σο απο­τε­λούν σπου­δαία κοι­νω­νι­κή δύνα­μη.

Είναι κι αυτές μια κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πού επη­ρε­ά­ζει την πορεία της ιστο­ρί­ας στο ρυθ­μό και στους κυμα­τι­σμούς της εξέ­λι­ξης της.

Οι ιδέες διαμορφώνονται από τις ιστορικές κοινωνικές καταστάσεις και με τη σειρά τους τις διαμορφώνουν.

Η κίνη­ση της ιστο­ρί­ας δεν είναι μοι­ραία και δεν ακο­λου­θεί μηχα­νι­κά τα κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κά φαι­νό­με­να, παρά επη­ρε­ά­ζε­ται κι από την ανθρώ­πι­νη ενέρ­γεια, από την ανθρώ­πι­νη θέλη­ση, όχι μόνο από τοις αντι­κει­με­νι­κούς, παρά κι από τούς υπο­κει­με­νι­κούς παρά­γο­ντες, από τη δρά­ση των ιδε­ών, από τις πίστεις και τις δημιουρ­γού­με­νες κοι­νω­νι­κές συνει­δή­σεις, πού γεν­νούν ιδε­ο­λο­γι­κές τάσεις, ιστο­ρι­κά και κοι­νω­νι­κά προστάγματα.

Οι πνευ­μα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, υπα­γο­ρεύ­ο­νται κι επη­ρε­ά­ζο­νται από την κάθε επο­χή, μα και την επη­ρε­ά­ζουν και την δια­πλά­θουν.

Μα οι ιδέες κι οι τάσεις στην τέχνη, όπως και στη ζωή, για να μην είναι ουτοπικές, δεν πρέπει νάναι αυθαίρετες, παρά να προσαρμόζονται προς τούς ιστορικούς νόμους και ν’ ακολουθούν την προοδευτική πορεία τους, πρέπει να κινιούνται μέσα στο δυναμικό ρεύμα  της ζωής  προς ανώτερες ανελίξεις, …

Για να μπο­ρείς να προ­σεγ­γί­σεις μ’ αυτό τον τρό­πο τέτοια ζητή­μα­τα πρέ­πει να είσαι Μάρ­κος Αυγέ­ρης ο θεω­ρη­τι­κά “ζυμω­μέ­νος” από πολύ νωρίς με τις μαρ­ξι­στι­κές ιδέ­ες, θέλο­ντας  να υπη­ρε­τή­σει τον άνθρω­πο του λαού: «Θα μελε­τή­σω όπως στα ιερά βιβλία/ τον καθη­με­ρι­νό σου μόχθο/ και το έργο των χεριών σου θ’ ανυ­μνή­σω».

Γιγά­ντω­σετη μαρ­ξι­στι­κή του συνεί­δη­ση με τη στρα­το­λό­γη­σή του — από τον Κώστα Καρα­γιώρ­γη — πρώ­τα στο ΕΑΜ, του οποί­ου δια­τέ­λε­σε Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας μετά την “έξο­δο” του Νίκου Καρ­βού­νη στο Βου­νό, και μετά στο ΚΚΕ, όπου εντά­χθη­κε το 1944 και παρέ­μει­νε πιστός μέχρι το θάνα­τό του.

Επιθεώρηση Τέχνης Από μήνα σε μήνα

Αντί­θε­τα στη στή­λη «Από μήνα σε μήνα» (της σύντα­ξης;) στο σύντο­μο άρθρο «Η ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ», που δημο­σιεύ­σα­με στο 1ο μέρος και κατα­πιά­νε­ται με σοβα­ρό­τα­το πρό­βλη­μα (καθιέ­ρω­ση της δημο­τι­κής), μετά από κάποιες (προ­φα­νείς) δια­πι­στώ­σεις [«κατα­σκεύ­α­σμα πού σερ­βί­ρε­ται στα ανα­γνώ­σμα­τα του δημο­τι­κού σχο­λεί­ου»] και αιτή­μα­τα / συν­θή­μα­τα ζύμω­σης [«Δε μπο­ρεί λοι­πόν το Κρά­τος να μένει τυφλό και κου­φό στα διδάγ­μα­τα της λαμπρής σει­ράς γλωσ­σο­λό­γων σαν το Χατζη­δά­κι, Τρια­ντα­φυλ­λί­δη, Γιαν­νί­δη, Φιλέ­τα, Καρ­θαίο κά.] κατα­λή­γει πως «το κρα­τι­κό πρό­γραμ­μα σπου­δής που τεί­νει να διαιω­νί­σει τη διγλωσ­σία με την επι­βο­λή της καθα­ρεύ­ου­σας δεν κατα­λα­βαί­νει ότι εκτί­θε­ται στην υπο­ψία ότι επι­βάλ­λει ένα δύσχρη­στο γλωσ­σι­κό όργα­νο για να κρα­τά­ει σε αμά­θεια τον κόσμο παρά για να τον μορ­φώ­νει», παρα­μέ­νει σε μάχη οπι­σθο­φυ­λα­κής αδυ­να­τώ­ντας να πάει παρα­πέ­ρα, στο ρόλο της καθα­ρεύ­ου­σας σαν εργα­λείο στη δια­πά­λη με τις μετα­μορ­φώ­σεις του αστι­κού σχο­λεί­ου ενά­ντια σε μια Παι­δεία καθο­λι­κή, δημό­σια και δωρε­άν και στη θέση για τον ενιαίο χαρα­κτή­ρα του σχο­λεί­ου.

Κυπριακό

Ακό­μη πιο χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα  «ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ» ‑στην ίδια στή­λη («Από μήνα σε μήνα»), οι υπο­γραμ­μί­σεις δικές μας.

Με πλη­γω­μέ­να τα εθνι­κά του αισθή­μα­τα περ­νά­ει ο λαός μας τις γιορ­τι­νές αυτές μέρες.
Η από­φα­ση του Οργα­νι­σμού Ενω­μέ­νων Εθνών για το Κυπρια­κό και ή στά­ση των χτε­σι­νών μας συμ­μά­χων στον μεγά­λο αντι­φα­σι­στι­κό πόλε­μο, απο­τε­λούν χωρίς άλλο ένα ιστο­ρι­κό έγκλη­μα, όχι μόνο για­τί αρνού­νται σε τετρα­κό­σες χιλιά­δες ανθρώ­πους την εθνι­κή τους απε­λευ­θέ­ρω­ση από τον αγγλι­κό αποι­κια­κό ζυγό, αλλά και για­τί κλό­νι­σαν ανε­πα­νόρ­θω­τα τις αρχές της αυτο­διά­θε­σης των λαών και της ισο­τι­μί­ας των Εθνών, δηλα­δή τα ίδια τα θεμέ­λια του Ο. Η. Ε.
Το περιο­δι­κό μας αισθά­νε­ται την υπο­χρέ­ω­ση να καυ­τη­ριά­σει την άντι­ι­στο­ρι­κή αυτή από­φα­ση και όσους συνέρ­γη­σαν η ευθύ­νο­νται γι’ αυτήν και να δια­κη­ρύ­ξει προς την ελλη­νι­κή κοι­νή γνώ­μη ότι στον τόπο πού φάνη­κε ή πρώ­τη χαραυ­γή του πνεύ­μα­τος, το πνεύ­μα έμει­νε και θα παρα­μεί­νει αδού­λω­το σε οποιο­δή­πο­τε ζυγό.
Το πνεύ­μα, πάνω από τις πρό­σκαι­ρες σκο­πι­μό­τη­τες της πολι­τι­κής και της διπλω­μα­τί­ας, μιλά­ει πάντα τη γλώσ­σα της αλή­θειας και χτυ­πά­ει, μάχε­ται, δε στέ­κει σε κλα­ψιά­ρι­κους ανα­στε­ναγ­μούς και και­ρο­σκο­πι­κές μιζέριες.
Οι πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι σαν άτο­μα και σαν εθνι­κή δύνα­μη έχουν μπρο­στά τους σήμε­ρα το βαρύ και ωραίο χρέ­ος να πάρουν στα χέρια τους τη σημαία του Αγώ­να για την Ένω­ση.

Atexnos Logo ^^

Πρό­κει­ται για ένα κεί­με­νο κυριο­λε­κτι­κά «εκτός τόπου και χρό­νου», ακό­μα και της πολυ­συλ­λε­κτι­κής τότε ΕΔΑ.

Με μια έννοια του «έθνους», όπως αυτή έγι­νε αντι­λη­πτή από ένα κομ­μά­τι της αρι­στε­ράς εκεί­νης της επο­χής όπως ανα­δεί­χθη­κε και μέσα από το ζήτη­μα της Κύπρου …απη­χώ­ντας και θέσεις «εθνι­κής συμ­φι­λί­ω­σης» την ώρα που το κυπρια­κό απο­τέ­λε­σε ταυ­τό­χρο­να πεδίο άναρ­θρων κραυ­γών ανα­πα­ρα­γω­γής της κυρί­αρ­χης εθνι­κό­φρο­νης ιδεολογίας.
Σε αντί­θε­ση με την έκφρα­ση της ευρύ­τε­ρης κοι­νω­νι­κής δια­μαρ­τυ­ρί­ας που αντι­πά­λε­ψε το κυρί­αρ­χο πολι­τι­κό σύστη­μα, απο­κτώ­ντας ‑κατά περί­στα­ση αλλά όχι πάντα, τον χαρα­κτή­ρα μιας συνο­λι­κό­τε­ρης -με το λαό ως υπο­κεί­με­νο στο προ­σκή­νιο, ενα­ντί­ω­ση στο ΝΑΤΟ, τη Μ. Βρε­τα­νία και τις ΗΠΑ.
Θυμί­ζου­με επί­σης πως τόσο το ΚΚΕ και η ΕΔΑ όσο και το ΑΚΕΛ κατα­δί­κα­σαν κατη­γο­ρη­μα­τι­κά την εμφά­νι­ση της ΕΟΚΑ.

Επο­μέ­νως εκεί­νο το «Οι πνευ­μα­τι­κοί άνθρω­ποι σαν άτο­μα και σαν εθνι­κή δύνα­μη έχουν μπρο­στά τους σήμε­ρα το βαρύ και ωραίο χρέ­ος να πάρουν στα χέρια τους τη σημαία του Αγώ­να για την Ένω­ση» της ΕΤ πρέ­πει να εκλη­φθεί ως απλό ολί­σθη­μα;

Προ­φα­νώς όχι!
Έχει να κάνει με τον ταξι­κό προσ­διο­ρι­σμό της δια­νό­η­σης ‑επι­στη­μό­νων και καλ­λι­τε­χνών και τους όρους ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης και κυρί­ως κομ­μου­νι­στι­κής συνει­δη­το­ποί­η­σής τους.
Και με το πώς συνει­δη­τά σχε­διά­ζει το ΚΚ τη δρά­ση του για την ενό­τη­τα της εργα­τι­κής τάξης στον πιο ανε­πτυγ­μέ­νο ταξι­κό αγώ­να, της επα­να­στα­τι­κής κατά­κτη­σης της εξου­σί­ας με κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα εν δυνά­μει συμμάχους
Για­τί, σε αυτή την περί­ο­δο ‑όπως επα­νει­λημ­μέ­να έχου­με ανα­δεί­ξει αμφι­σβη­τή­θη­κε, πολε­μή­θη­κε ο ιστο­ρι­κός ρόλος του εργα­τι­κού κινή­μα­τος και ως προς τον ιστο­ρι­κά ηγε­τι­κό ρόλο της εργα­τι­κής τάξης στην κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο και ως προς την ανα­γκαιό­τη­τα της επα­να­στα­τι­κής πολι­τι­κής ανα­τρο­πής ως προ­ϋ­πό­θε­σης για την κοι­νω­νι­κή ανατροπή.

 

 

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο