Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Η Αλέκα Παΐζη (1919–2009) υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή του θεάτρου με τη ζωή της άρρηκτα συνδεδεμένη με τους αγώνες του λαού για λευτεριά αλλά και «ιδανικά πέρα από την απελευθέρωση, ιδανικά που αντέχουν και ζητούν δικαίωση», όπως έλεγε η ίδια. Η ηθοποιός που όπως είναι γνωστό συμμετείχε στις παραστάσεις του «Επιτάφιου» με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη (1961 και αργότερα), συμμετείχε και στην πρώτη παρουσίαση του έργου του Γ. Ρίτσου μπροστά σε κοινό, πριν ακόμα μελοποιηθεί και αγαπηθεί από το πανελλήνιο.
«Η πρώτη δημόσια παρουσίαση του “Επιτάφιου” του Γιάννη Ρίτσου δεν ήταν το 1961. Ήταν πολλά χρόνια νωρίτερα. Ήταν μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, όταν οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ γιόρτασαν με μια μεγάλη γιορτή, σ’ ένα κέντρο της οδού Αμερικής, που είχε το όνομα “Μαξΐμ”. Εκεί δόθηκε η παράσταση του “Επιτάφιου”, με τη μορφή μοιρολογιού-χορικού. Το παρουσιάσαμε η Ασπασία Παπαθανασίου, η Λούλα Ιωαννίδου, συνάδελφος που δεν ζει πια, εγώ και ίσως κάποιες άλλες που δεν θυμάμαι πια. Το “Μαξΐμ” ήταν μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη κόσμο. Τη σκηνοθεσία της παράστασης εκείνης, χωρίς μουσική, είχε κάνει ο Γιώργος Σεβαστίκογλου».
[Η Αλέκα Παΐζη μιλά για τον Γιάννη Ρίτσο στο ένθετο «7 Ημέρες» της εφημερίδας «Καθημερινή», 12/11/2000]
Γιάννη Ρίτσο και Αλέκα Παΐζη δεν τους συνέδεαν μόνο κοινά ιδανικά και αγώνες αλλά διατηρούσαν και μια βαθιά φιλική σχέση, που άρχισε να χτίζεται από την αρχή της γνωριμίας τους και έληξε με το θάνατο του ποιητή.
«Τον Γιάννη Ρίτσο τον πρωτογνώρισα στην Κατοχή, όταν φοιτούσα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στην Αγίου Κωνσταντίνου, και εκείνος έπαιρνε μέρος στις πρόβες του μπαλέτου της Λυρικής Σκηνής. Γνώριζα βέβαια ήδη την ποίηση του. Έτσι κι αλλιώς είχαμε και ιδεολογική σχέση». Στο σπίτι του, στην οδό Κόρακα, «είχε ένα πηγάδι και μια τριανταφυλλιά. Εκεί δεχόταν συνεχώς ανθρώπους, συζητούσε, διάβαζε ποιήματα. Ήταν ένας σπουδαίος ποιητής, επομένως ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος». «(…) Είναι αλήθεια ότι στον Γιάννη είχα εμπιστευτεί ένα μυστικό μου που δεν το ξέρει κανείς. Όμως μπορούσα να είμαι άνετη μαζί του. Αυτό είναι. Ενώ κουβαλούσε ένα τέτοιο έργο και ιστορία ζωής δεν τα πρόβαλλε καθόλου στη σχέση του με τους ανθρώπους. Τον Γιάννη τον απασχολούσε ο κόσμος κι η ποίηση. Δέκα χρόνια τώρα, μετά το θάνατό του, και μου λείπει όλο και πιο πολύ». [Αλέκα Παΐζη, ό.π.]
Η πρώτη δημοσίευση του «Επιτάφιου» έγινε στις 12 Μάη του 1936 στον Ριζοσπάστη και είχε τη μορφή τριών ποιημάτων με τον τίτλο «Μοιρολόι» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης». Λίγες μέρες αργότερα ο Ριζοσπάστης αναγγέλλει τη δημοσίευση ενός τέταρτου ποιήματος του «Επιτάφιου» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ «Νεολαία». Και στις 8 Ιούνη του 1936 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ριζοσπάστη ο «Επιτάφιος — Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης», με την προσθήκη στα αρχικά ποιήματα και άλλων (σύνολο 14) που στο μεταξύ είχε στείλει ο Ρίτσος στην εφημερίδα. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1956 από τις εκδόσεις «Κέδρος» και σε αυτή συμπεριλήφθηκαν ακόμα 6 ποιήματα, κάτω από τον τίτλο «Επιτάφιος».
Ας επιστρέψουμε όμως στην πρώτη δημόσια παρουσίαση του μελοποιημένου πια «Επιτάφιου».
«Η σύνθεση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ έγινε στα 1958 στο Παρίσι, στο μικρό διαμέρισμα που είχαμε νοικιάσει σε μια “Pension de famille” στην οδό “Mizomesnil”. (…) Εκείνες ακριβώς τις μέρες λαβαίνω από το Γιάννη Ρίτσο το ένα μετά το άλλο τα βιβλία που άρχισε να επανεκδίδει μετά την επιστροφή του απ’ τις εξορίες. Θυμάμαι την αφιέρωσή του στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ: “Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τις στήλες του Ολυμπίου Διός”. Το βράδυ περιμέναμε τους φίλους μας για βεγγέρα και έτσι το μεσημέρι βγήκαμε με τη Μυρτώ για ψώνια. (…) Έξω έβρεχε κι εγώ έμεινα μέσα στο αυτοκίνητο. Είχα πάρει συμπτωματικά μαζί μου τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ και ξεφυλλίζοντας το βιβλίο με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση», θα γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Το 1961 παρουσιάστηκε ο “Επιτάφιος”, ντυμένος με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, (τραγούδι Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αφήγηση Αλέκα Πάΐζη), στο κέντρο «“Μυρτιά”, κάπου στις Τζιτζιφιές. Υπήρχαν διαφωνίες ως προς το χώρο: “Τι, ο κόσμος θα τρώει την μπριζόλα του κι εμείς θα τραγουδάμε;” ήταν οι ενστάσεις που ακούγονταν. Τη βραδιά της πρεμιέρας έσβησαν τα φώτα και παρουσιάσαμε το έργο με κεριά. Η παρουσίαση ήταν πλέον διαφορετική. Υπήρχαν τα “μιλητά” μέρη και τα τραγουδιστά. Ορισμένα από τα τμήματα του “Επιτάφιου” ήταν μόνο μιλητά, άλλα περιέχονταν και στα μουσικά μέρη και μετά τη δική μου αφήγηση έπαιρνε τη σκυτάλη ο Γρηγόρης και τραγουδούσε. Μετά τη “Μυρτιά” αρχίσαμε περιοδείες σ’ όλη την Ελλάδα, στην αρχή θριαμβευτικά. Μετά άλλαξαν τα πράγματα. Ήταν λίγο πριν από τις εκλογές του ’61. Μας έσκιζαν τις αφίσες, εμπόδιζαν τον κόσμο να έρθει στις παραστάσεις, μας πίεζαν. Τις περισσότερες φορές στεκόμασταν στην είσοδο του θεάτρου για να ενθαρρύνουμε τον κόσμο να μπει. Στην Έδεσσα ή στη Νάουσα, δεν θυμάμαι ακριβώς, είχε μόλις αρχίσει η παρουσίαση του “Επιτάφιου”, όταν πέφτει πάνω στη σκηνή μια τεράστια κοτρώνα. Σαστίσαμε, τρομάξαμε. Μετά την πρώτη έκπληξη, κάθεται ο Μίκης στο πιάνο και για πρώτη φορά παρουσιάζει “Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”. Βέβαια η συναυλία δεν ολοκληρώθηκε. Την άλλη μέρα λέει ο Μίκης: “Θα τηλεφωνήσω στον Ρακιντζή”. “Μίκη, ο Ρακιντζής* δεν ήταν που μας έδερνε στους δρόμους;”, του λέω. “Και ο Απόστολος Παύλος ανένηψε”, είπε θυμόσοφα ο Μίκης». [Αλέκα Παΐζη, ό.π.]
(*Ρακιντζής: Επικεφαλής της αστυνομίας εκείνη την περίοδο.)