Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ιδιόχειρη συνέντευξη του Νίκου Μπελογιάννη

«…οι σφαί­ρες του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος δεν δολο­φο­νούν εμάς. Δολο­φο­νούν την ειρή­νευ­ση και την τιμή της Ελλάδας.»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Στο διά­στη­μα 30 Μάρ­τη — 2 Απρί­λη 1975   ο Ριζο­σπά­στης δημο­σί­ευ­σε  σε συνέ­χειες τρία αφιε­ρώ­μα­τα στη δίκη και τις εκτε­λέ­σεις του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη και των συντρό­φων του. Τα κεί­με­να φέρουν την υπο­γρα­φή του δημο­σιο­γρά­φου Σπύ­ρου Δεν­δρι­νού. Από αυτά  παρου­σιά­ζου­με το τρί­το κεί­με­νό του (2 Απρί­λη 1975) στο οποίο ο δημο­σιο­γρά­φος αφη­γεί­ται τον τρό­πο με τον οποίο πήρε την ιδιό­χει­ρη  συνέ­ντευ­ξη  του Νίκου  Μπε­λο­γιάν­νη  και τις αντι­δρά­σεις του αμε­ρι­κα­νού πρέ­σβη Πιου­ρι­φόι και της κυβέρ­νη­σης Πλαστήρα.

Ο Σπύ­ρος Δεν­δρι­νός ήταν δημο­σιο­γρά­φος της εφη­με­ρί­δας «Προ­ο­δευ­τι­κή Αλλα­γή» και ήταν ο μονα­δι­κός που κατόρ­θω­σε να εξα­σφα­λί­σει αυτή τη συνέ­ντευ­ξη, η οποία δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα του στις 9 Μάρ­τη 1952, ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε  σχε­δόν σε όλες τις εφη­με­ρί­δες του κόσμου και ανα­με­τα­δό­θη­κε από όλους τους ραδιο­φω­νι­κούς σταθμούς.

belogianis_sinedeyxi

Θέλη­σα, από επαγ­γελ­μα­τι­κή παρόρ­μη­ση και καθα­ρώς από δημο­σιο­γρα­φι­κή περιέρ­γεια, νάχα μια συνέ­ντευ­ξη με το Μπε­λο­γιάν­νη. Να τού­δι­να την ευκαι­ρία και τις στή­λες μιας εφη­με­ρί­δας, να μιλή­σει ο ίδιος. Αυτό ήταν και σκέ­ψη όλων των συνα­δέλ­φων, δικών μας και ξένων. Το θέμα ήταν στην κορυ­φή του ενδια­φέ­ρο­ντος και μια ιδιό­χει­ρη και ενυ­πό­γρα­φη συνέ­ντευ­ξή του θάκα­νε πάτα­γο. Θάταν για μας, τους δημο­σιο­γρά­φους, μια μεγά­λη επιτυχία.

Κατα­λά­βαι­να όμως πως δεν ήταν κι’ από τα εύκο­λα. Πώς να πλη­σιά­σεις έναν κατη­γο­ρού­με­νο με τόσο βαριά κατη­γο­ρία, που τον φύλα­γαν τρι­πλές σει­ρές χωρο­φυ­λά­κων και ο Επί­τρο­πος είχε ζητή­σει την εσχά­τη των ποι­νών; Πώς να τον πλη­σιά­σεις μέσα στην αίθου­σα του Στρα­το­δι­κεί­ου; Έβλε­πα πως ήταν πολύ δύσκο­λη υπόθεση.

Η ιδέα όμως αυτή, δεν ξεκολ­λού­σε απ’ το μυα­λό μου: Απο­τρα­βή­χτη­κα από την αίθου­σα του Στρα­το­δι­κεί­ου, βγή­κα έξω, τρά­βη­ξα στην εφη­με­ρί­δα μου να ξεκου­ρα­στώ λίγο, να πάρω μια ανα­πνοή και να σκε­φτώ. Μπαί­νο­ντας στα γρα­φεία της « Προ­ο­δευ­τι­κής Αλλα­γής», στο διά­δρο­μο συνα­ντιέ­μαι τυχαία, με τον ιδιο­χτή­τη και Διευ­θυ­ντή της «Αλλα­γής», δικη­γό­ρο και πανε­πι­στη­μια­κό καθη­γη­τή ήδη, κ. Νίκο Παπα­πο­λί­τη. Χαιρετιστήκαμε.

- Σε θέλω, μου λέει, και μπή­κα­με στο γρα­φείο του.

Στο γρα­φείο του ήταν κι’ ο αδερ­φός του, ο μακα­ρί­της Σάβ­βας Παπα­πο­λί­της, υπουρ­γός τότε Εμπο­ρί­ου, ο μετέ­πει­τα αρχη­γός της ΕΠΕΚ. Με κυτ­τού­σαν κι’ οι δυό κατά­μα­τα, χωρίς να βγά­ζουν άχνα. Σε μια στιγ­μή, σηκώ­νε­ται από­το­μα ο Νίκος Παπα­πο­λί­της. Και μου λέει επί λέξει:

- Δεν­δρι­νέ, σε ξέρω ότι είσαι ικα­νό­τα­τος δημο­σιο­γρά­φος! Δεν θ’ αξί­ζεις τίπο­τα όμως, αν δεν κατα­φέ­ρεις να πάρεις μια συνέ­ντευ­ξη, ιδιό­γρα­φη όμως, του Μπελογιάννη!

Αυτό ήταν!

- Κύριε Διευ­θυ­ντά, του λέω, αυτό με βασα­νί­ζει και μένα!…Και όλους τους συναδέλφους…Πώς όμως;…

- Εδώ σε θέλω, μου λέει…

Από τη στιγ­μή εκεί­νη, το θέμα αυτό, μου έγι­νε έμμο­νη ιδέα!.Έκανα χίλιες – δυο σκέ­ψεις. Βέβαια δεν σκέ­φθη­κα καν ν’ απο­ταν­θώ στις αρμό­διες αρχές. Και από επαγ­γελ­μα­τι­κή πεί­ρα και εξ αντι­κει­μέ­νου, έβλε­πα πως θ’ απογοητευόμουν…Εδώ, τι δεν έκα­ναν και τι προ­σπά­θειες κατέ­βαλ­λαν, οι ξένοι συνά­δελ­φοι και πόσες πόρ­τες δεν χτύ­πη­σαν γι’ αυτό το θέμα. Γι’ αυτό, κατέ­λη­ξα σε μια άλλη από­φα­ση. Η μόνη που από­με­νε. Να βάλω σε κίνη­ση τον… «παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό», που χρη­σι­μο­ποιεί ένας έμπει­ρος δημο­σιο­γρά­φος, για να πετύ­χει το σκο­πό του!

Άρχι­σα, λοι­πόν, τη μεγά­λη προ­σπά­θεια. Έκα­να τις παρα­τη­ρή­σεις μου και δια­πί­στω­σα πως μόνο στην τουα­λέτ­τα, θα μπο­ρού­σα να δια­κιν­δυ­νεύ­σω την …από­πει­ρα. Στην τουα­λέτ­τα, κατά τα δια­λείμ­μα­τα της δίκης, οδη­γού­ντο ένας – ένας οι δικα­ζό­με­νοι με συνο­δεία τριών χωρο­φυ­λά­κων. Χωρίς χει­ρο­πέ­δες. Έκα­να την «αυτο­ψία» μου! Ήταν τέσ­σε­ρις( τουα­λέτ­τες) συνε­χό­με­νες, που ο δια­χω­ρι­στι­κός τους τοί­χος, μετα­ξύ τους, ήταν το πολύ ενά­μι­συ μπόι. Δεν έφτα­νε, μέχρι επά­νω στο ταβά­νι. Κι’ έτσι αν ήσουν στη διπλα­νή , μπο­ρού­σες και να μιλή­σεις και να δόσεις και κάτι. Κι’ άρχι­σα σε κάθε διά­λειμ­μα, να …κλεί­νου­μαι σε μια από τις τέσσερις…περιμένοντας μη φανεί ο Μπε­λο­γιάν­νης. Κάθε φορά άλλα­ζα τουα­λέτ­τα. Ήρθε μερι­κές φορές, αλλά δεν συνέ­πι­πτε να μπει στις διπλα­νές, εκεί­νης που βρι­σκό­μουν εγώ! Τη δεύ­τε­ρη όμως μέρα, το από­γευ­μα, στά­θη­κα τυχερός.

Την είχα «στη­μέ­νη» στη δεύ­τε­ρη τουα­λέτ­τα κι’ ο Μπε­λο­γιάν­νης μπή­κε στην πρώ­τη. Απ’ τους τρεις συνο­δούς χωρο­φύ­λα­κες, οι δύο φρου­ρού­σαν την είσο­δο κι’ ο ένας μέσα, λίγο πέρα απ’ την πόρ­τα. Όλος ο χώρος φωτι­ζό­ταν με ένα, όλο κι’ όλο λαμπιό­νι, που μόλις έβλε­πες να περ­πα­τή­σεις. Ανέ­βη­κα αμέ­σως στις άκρες της « λεκά­νης» και βεβαιώ­θη­κα πως πραγ­μα­τι­κά ήταν ο Μπε­λο­γιάν­νης. Δεν χάνω και­ρό. Λέω: ή του ύψους ή του βάθους!

Μόλις ανέ­βη­κα στη λεκά­νη του απο­χω­ρη­τη­ρί­ου, βλέ­πω στη διπλα­νή καμπί­να, πραγ­μα­τι­κά τον Μπε­λο­γιάν­νη. Φαι­νό­τα­νε μόνο η μορ­φή του.

- Θέλω μια συνέ­ντευ­ξή σου Μπε­λο­γιάν­νη, του λέω γρή­γο­ρα – γρή­γο­ρα, με ψιθυ­ρι­στά λόγια.

Ανα­σή­κω­σε το κεφά­λι του, λίγο ξαφ­νια­σμέ­νος, μούρ­ρι­ξε μια γρή­γο­ρη ερευ­νη­τι­κή ματιά, σαν νάθε­λε να κάνει «ανα­γνώ­ρι­ση» και στο κλά­σμα του δευ­τε­ρο­λέ­πτου «συνέ­λα­βε» τη δημο­σιο­γρα­φι­κή μου προσπάθεια…

Ψημέ­νος αυτός κομ­μου­νι­στής, που η παρα­νο­μία τόσα χρό­νια, είχε ακο­νί­σει το μυα­λό του, που ήξε­ρε όλους τους κανό­νες του συνω­μο­τι­σμού, που κάτε­χε όλη τη σοφία της παρα­νο­μί­ας, «μπή­κε» αμέσως.

Περι­μέ­νο­ντας την απά­ντη­σή του κρε­μα­σμέ­νος στη λεκά­νη, ένοιω­σα ίλιγ­γο, σαν νάβλε­πα μπρο­στά μου άβυσ­σο! Αυτά τα λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα της αγω­νί­ας, μ’ έκα­ναν να ιδρώ­σω. Αμέ­σως όμως ακούω τη φωνή του, σαν άχνα:

- Για ποιαν εφημερίδα;

- Για την «Αλλα­γή» του λέω.

- Αν μου υπο­σχε­θείς, πως θα τη βάλεις όπως θα στη δώσω, ναι.

- Έχεις το λόγο μου, του απά­ντη­σα, χαμη­λώ­νο­ντας ακό­μα τη φωνή μου…

Στο μετα­ξύ ο χωρο­φύ­λα­κας, αυτός που ήτα­νε λίγο πιο πέρα από την πόρ­τα του απο­χω­ρη­τη­ρί­ου, χαμπά­ρι δεν είχε πάρει.

- Και πώς θα μου τη δόσεις; τον ρώτησα.

- Με τον ίδιο τρό­πο, μου απάντησε.

Αμέ­σως ο Μπε­λο­γιάν­νης βγήκε.

Σε ένα – δυο λεπτά βγή­κα κι’ εγώ.

Η πρώ­τη φάση είχε σημειώ­σει από­λυ­τη επι­τυ­χία. Έμει­νε η δεύ­τε­ρη και τελευ­ταία. Ίσως η δυσκολότερη.

Όλη τη νύχτα συλ­λο­γι­ζό­μου­να πώς θα τα κατα­φέ­ρω τελικά…Θα την πάρω; Θα πάνε όλα καλά ως το τέλος; Ένα σωρό σκέ­ψεις στρι­φο­γύ­ρι­ζαν στο μυα­λό μου. Βέβαια η πρώ­τη επι­τυ­χία, μού­χε δώσει θάρ­ρος. Τι τα θέλεις όμως; Όλο και φοβό­μουν πως κάπου θα σκο­ντά­ψω. Με την επα­νά­λη­ψη της δίκης, του άλλα­ζαν τη θέση. Ποτέ δεν τον άφη­ναν στην ίδια. Τη φορά αυτή τον είχα πιο μπρο­στά μου, πιο κοντά στα δημο­σιο­γρα­φι­κά τρα­πέ­ζια. Πολ­λές φορές άφη­να το γρά­ψι­μο των πρα­κτι­κών και τον κυτ­τού­σα. Ήθε­λα να με δει. Να βεβαιω­θεί ότι ήμουν ένας από τους δημο­σιο­γρά­φους, αν τού­με­νε καμιά αμφιβολία…Τον κυτ­τού­σα επί­μο­να και με σημα­σία. Σε κάποια στιγ­μή τα βλέμ­μα­τά μας δια­σταυ­ρώ­θη­καν. Ήμουν βέβαιος πως με κατάλαβε!

Από την επο­μέ­νη, αρχί­ζει το δρά­μα μου. Μέχρι τις δύο το απο­με­σή­με­ρο, το Στρα­το­δι­κείο έκα­νε δυο δια­λείμ­μα­τα. Δεν ήταν όμως σε τακτές ώρες. Ήμουν υπο­χρε­ω­μέ­νος να βγαί­νω έξω κάθε τόσο…Την «έστη­να» απέ­να­ντι από τα ουρη­τή­ρια. Ο διά­δρο­μος του Αρσα­κεί­ου όπου περί­με­να τη μεγά­λη στιγ­μή, ήταν πάντα φίσκα από κόσμο, από δικη­γό­ρους, δια­δί­κους, που όλοι τους τρέ­χα­νε για τις υπο­θέ­σεις τους, από γρα­φείο σε γρα­φείο, σαν αλα­φια­σμέ­νες κόττες…Την είχα «στη­μέ­νη», σαν τον κυνη­γό στο καρτέρι…Μια τέτια ανα­μο­νή σου σπά­ει τα νεύ­ρα. Η ανα­μο­νή είναι ευχά­ρι­στη, όταν ξέρεις ότι δεν περι­μέ­νεις άδι­κα. Μερι­κοί περα­στι­κοί, με κυτ­τού­σαν, ολό­τε­λα τυχαία. Μα η …ένο­χη φαντα­σία μου, μ’ έκα­νε να νομί­ζω, πως με αγριο­κύτ­τα­ζαν, σαν κάτι νάχαν υπο­ψια­στεί. Έφερ­να, διαρ­κώς ένα γύρω, βόλ­τες και το βλέμ­μα μου, δεν ξεκολ­λού­σε απ’ τις τουα­λέτ­τες. Όπου σε μια στιγ­μή, βλέ­πω τους χωρο­φύ­λα­κες να παρα­με­ρί­ζουν τον κόσμο, για να περά­σουν μαζί με τον Μπε­λο­γιάν­νη, με τις χει­ρο­πέ­δες. Σ’ όλους τους τις φορού­σαν και τους  τις έβγα­ζαν, έξω από την πόρ­τα της τουα­λέτ­τας. Αμέ­σως ανα­σκου­μπώ­θη­κα, κι’ έφτα­σα πρώ­τος. Μπή­κα στο δεύ­τε­ρο. Δηλα­δή το μεσαίο. Το πρώ­το ήταν κατει­λημ­μέ­νο. Στο τρί­το, μπή­κε σε λίγο ο Μπελογιάννης.

Μόλις άκου­σα την πόρ­τα του να κλεί­νει, χωρίς να χάσω και­ρό, του λέω αχνά.

- Εδώ είμαι.

Δεν πρό­λα­βα σχε­δόν να τελειώ­σω τη λέξη μου, και βλέ­πω ένα χιλιο­τυ­λιγ­μέ­νο χαρ­τά­κι, ίσα­με ένα μεγά­λο κου­κί, να αιω­ρεί­ται και να πέφτει στην καμπί­να μου. Έσκυ­ψα αμέ­σως, το πήρα και τόκρυ­ψα στην τσέ­πη μου.

Μόλις ο Μπε­λο­γιάν­νης βγή­κε, σε λίγο βγή­κα κι’ εγώ. Είχα το χέρι μου, στην τσέ­πη μου και το κρα­τού­σα σφι­χτά λες κι’ είχα κάποιο πολύ­τι­μο ακρι­βό πετρά­δι. Η καρ­διά μου κτυ­πού­σε δυνα­τά. Έφυ­γα με αργά βήμα­τα, παρι­στά­νο­ντας τον αδιά­φο­ρο, μήπως και με υπο­ψια­στεί κανέ­νας… Βγή­κα από την πόρ­τα της οδού Αρσά­κη, πήρα ένα ταξί και τρά­βη­ξα κατ’ ευθεί­αν στο σπί­τι μου. Δεν είχα εμπι­στο­σύ­νη να πάω που­θε­νά αλλού…Ώσπου να φτά­σω, μου φάνη­κε αιώνας…Όλη τη δια­δρο­μή, το πολύ­τι­μο χαρ­τά­κι το κρα­τού­σα σφιγ­μέ­νο στο χέρι μου λες και κάποιος θα μου τόπαιρ­νε. Μόλις μπή­κα μέσα, το άνοι­ξα, το ξεδί­πλω­σα σιγά – σιγά και με πολ­λή προ­σο­χή. Μα οι δίπλες του ήταν ατε­λεί­ω­τες! Όταν το ξεδί­πλω­σα όλο, άρχι­σα με συγκί­νη­ση να το δια­βά­ζω. Για­τί εκεί­νη τη στιγ­μή ένοιω­θα πως είχα κάνει μια μεγά­λη δημο­σιο­γρα­φι­κή επιτυχία!

Παρα­θέ­τω εδώ τη συνέ­ντευ­ξή του:

belogianis_sinedeyxi_2

«Οι οργα­νω­ταί αυτής της δίκης, ντό­πιοι και ξένοι, κατέ­βαλ­λαν πρω­το­φα­νείς προ­σπά­θειες για να κατα­συ­κο­φα­ντή­σουν τον αγώ­να του ΚΚΕ, χωρίς να διστά­σουν ούτε μπρο­στά στη δια­στρέ­βλω­ση γνω­στών κειμένων.

Απέ­να­ντι σ’ αυτές τις προ­σπά­θειες εμείς βρε­θή­κα­με τελεί­ως ανυ­πε­ρά­σπι­στοι, για­τί μέσα στα απο­μο­νω­τή­ρια της Ασφά­λειας δεν μας δόθη­κε καθό­λου ο χρό­νος και η δυνα­τό­τη­τα να μελε­τή­σου­με και να συγκε­ντρώ­σου­με τα απα­ραί­τη­τα για την υπε­ρά­σπι­σή μας στοιχεία.

Έτσι υπο­χρε­ω­θή­κα­με να παλαί­ψου­με κάτω από απα­ρά­δε­χτα άνι­σους όρους. Αλλά παρ’ όλα αυτά απο­δεί­χτη­κε ότι το ΚΚΕ είναι κόμ­μα πατριω­τι­κό με τίτλους εθνι­κούς, που κανέ­να άλλο κόμ­μα δεν έχει παρου­σιά­σει. Για­τί στο βωμό της ελευ­θε­ρί­ας και της ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Ελλά­δος έχει προ­σφέ­ρει φοβε­ρές εκατόμβες.

Και αν δεν υπήρ­χαν σήμε­ρα οι έμπο­ροι και οι κάπη­λοι του μίσους, η συμ­βο­λή του ΚΚΕ στην ειρή­νευ­ση του τόπου θα είχε εκτι­μη­θεί όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους τίμιους και καλό­πι­στους αντι­πά­λους μας.

Γι’ αυτό οι σφαί­ρες του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος δεν δολο­φο­νούν εμάς. Δολο­φο­νούν την ειρή­νευ­ση και την τιμή της Ελλάδας.

29.2.52

           ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ»

Τη διά­βα­σα και τη ξανα­διά­βα­σα. Φοβό­μουν μήπως είχε τίπο­τα, που δεν θα μπο­ρού­σε να μπει. Για­τί αν επρό­κει­το να «δου­λέ­ψει ψαλί­δι», όπως λέμε στη δημο­σιο­γρα­φι­κή γλώσ­σα, δεν θα την έβα­ζα καθό­λου. Τού­χα δώσει το λόγο μου, πως θα μπει όπως θα την έγρα­φε: «Επί λέξει»!

Τώρα, γεμά­τος χαρά για την επι­τυ­χία μου, τρά­βη­ξα για την εφη­με­ρί­δα μου. Σκε­φτό­μουν τη χαρά του διευ­θυ­ντού μου, του κ. Παπα­πο­λί­τη, μόλις θα του την έδινα!

Στο δρό­μο σκε­φτό­μουν, τι περί­φη­μα θάταν αν είχα και μια φωτο­γρα­φία του Μπε­λο­γιάν­νη. Όχι μόνον του φυσι­κά. Κι’ εγώ δίπλα του την ώρα που μού­γρα­φε τη συνέ­ντευ­ξη! Βέβαια, την παρα­τρά­βη­ξα τη φιλο­δο­ξία μου…Θάταν δυνα­τό να εμφα­νί­σεις το Μπε­λο­γιάν­νη, εκεί­νες τις στιγ­μές, να δίνει συνέ­ντευ­ξη με τέτιο πανη­γυ­ρι­κό τρό­πο; Κι όμως, η σκέ­ψη μου αυτή είχε τόσο κυριαρ­χή­σει μέσα μου, που δεν μπο­ρού­σα να την εγκα­τα­λεί­ψω. Ο νους μου πήγε στην …παρα­νο­μία. Ναι, αλλά ήταν κάτι που δεν γινό­ταν! Σκέ­φθη­κα αμέ­σως, πως θα μπο­ρού­σα να φτιά­ξω ένα τρυκ! Ένα τρυκ όμως, που να φαι­νό­ταν αλη­θι­νό, φυσι­κό. Έτσι, που αν δεν στό­λε­γαν πως ήταν τρυκ, να μη μπο­ρείς να το αντι­λη­φτείς. Ο νους μου αμέ­σως πήγε στο βετε­ρά­νο του φωτο­ρε­πορ­τάζ. Στο Μήτσο το Φωτει­νό­που­λο. Ήτα­νε, και ακό­μα είναι, ο πρύ­τα­νις του φωτο­ρε­πορ­τάζ. Ήταν ο μόνι­μος συνερ­γά­της μου στο ρεπορ­τάζ πολ­λά χρό­νια. Από τους ικα­νό­τε­ρους και δρα­στη­ριό­τε­ρους. Μ’ είχε βγά­λει ασπρο­πρό­σω­πο στις πιο δύσκο­λες απο­στο­λές, στα πιο μεγά­λα ρεπορ­τάζ. Τρα­βάω λοι­πόν στο γρα­φείο του Φωτει­νό­που­λου. Στη στοά της «Πρω­ΐ­ας», όπου βρί­σκε­ται ακό­μη και σήμερα.

- Το και το, του λέω, Μήτσο!

- Γίνε­ται, μου λέει, αρκεί νάχω μια φωτο­γρα­φία σου, που να μου διευ­κο­λύ­νει το τρυκ.

Κατε­βά­ζει αμέ­σως κάτι φακέλ­λους, με πολ­λές φωτο­γρα­φί­ες. Τις ψάχνει και σε μια στιγ­μή στα­μα­τά­ει χαμο­γε­λα­στός σε μία.

- Αυτή, μου λέει, είναι ό,τι μας χρειάζεται!

Ο Μήτσος δια­τη­ρού­σε φάκελ­λο με δικές μου φωτο­γρα­φί­ες απ’ τα ανα­ρίθ­μη­τα ρεπορ­τάζ, στα οποία αυτός ήταν ο σημα­ντι­κό­τε­ρος συντε­λε­στής της κάθε επι­τυ­χί­ας μου.

- Αυτή είναι, μου λέει, περίφημη.

Πράγ­μα­τι, ήταν περί­φη­μη. Ήταν μια φωτο­γρα­φία, την ώρα που έπαιρ­να συνέ­ντευ­ξη – δεν βάζει ο νους σας ποια­νής – της Τασού­λας Πετρα­κο­γιώρ­γη, στην Κρήτη…Της Τασού­λας, πού­χε λίγο πριν συντα­ρά­ξει το Πανελ­λή­νιο τότε η απα­γω­γή της απ’ τον Κώστα Κεφα­λο­γιάν­νη! Την έκο­ψε, πήρε και μια πρό­σφα­τη φωτο­γρα­φία του Μπε­λο­γιάν­νη από τη δίκη, που φαι­νό­ταν στο εδώ­λιο, την ώρα που κάτι σημεί­ω­νε, τις ταί­ρια­ξε κι’ έκα­νε ένα αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό « μοντάζ»!…Την τύπω­σε και σε λίγο μου παρου­σιά­ζει ένα τέλειο φωτο­γρα­φι­κό τρυκ, όπως άλλω­στε βλέ­πε­τε. Πού να φαντα­ζό­μουν πως η φωτο­γρα­φία αυτή και η συνέ­ντευ­ξη του Μπε­λο­γιάν­νη, κυρί­ως όμως η φωτο­γρα­φία αυτή, θα ξεσή­κω­νε την επο­μέ­νη τόσο θόρυβο!

Τόσο χαλα­σμό κόσμου!

Ανα­στα­τώ­θη­κε ο Αμε­ρι­κα­νός πρε­σβευ­τής Πιου­ρι­φόι, ο ατλα­ντι­κός αρχι­στρά­τη­γος Αϊζεν­χά­ου­ερ, που εκεί­νες τις μέρες βρι­σκό­ταν στην Αθή­να, μαζί με τον αρχη­γό της Νότιας πτέ­ρυ­γας του ΝΑΤΟ, τον Αμε­ρι­κα­νό ναύ­αρ­χο Κάρ­νεϋ, η κυβέρ­νη­ση ολό­κλη­ρη, ο πρω­θυ­πουρ­γός Πλα­στή­ρας, ο αντι­πρό­ε­δρος Σοφο­κλής Βενι­ζέ­λος, όλες οι αρχές, η Ασφά­λεια, το Στρα­το δικείο…Άσε οι ξένοι δημο­σιο­γρά­φοι, που χάλα­σαν, στην κυριο­λε­ξία, κι’ αυτοί τον κόσμο και οι συνά­δελ­φοί μου! Με το δίκιο τους. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!

Το τι επα­κο­λού­θη­σε, απ’ τα χαρά­μα­τα, μόλις κυκλο­φό­ρη­σε η εφη­με­ρί­δα, με τη συνέ­ντευ­ξη και τη φωτο­γρα­φία, δε λέγεται!…

Θα σας δώσω μια πιστή περι­γρα­φή των όσων δια­δρα­μα­τί­στη­καν τότε, που μού­βγα­λαν «ξυνή» τη χαρά μου, από την επι­τυ­χία μου αυτή.

Η συνέ­ντευ­ξη με τη φωτο­γρα­φία δημο­σιεύ­τη­κε την ίδια Κυρια­κή, 9 του Μάρ­τη, του 1952, στην «Αλλα­γή». Η εφη­με­ρί­δα έγι­νε ανάρ­πα­στη! Δεν προ­λά­βαι­νε να τυπώ­νει φύλ­λα. Το βρά­δυ, στις 10, που­λιό­τα­νε στα περί­πτε­ρα της Ομο­νοί­ας σε δεκα­πλά­σια τιμή από την κανο­νι­κή. Δεν υπήρ­χε, πλέ­ον, στα περί­πτε­ρα ούτε μία για δείγμα!

Ο Αμε­ρι­κα­νός πρε­σβευ­τής Πιου­ρι­φόι, στις 9 το πρωί, ζήτη­σε να επι­κοι­νω­νή­σει στο τηλέ­φω­νο με τον πρω­θυ­πουρ­γό. Ο πρω­θυ­πουρ­γός Πλα­στή­ρας, που δεν είχε δια­βά­σει ακό­μα τις πρω­ι­νές εφη­με­ρί­δες, αιφ­νι­διά­στη­κε κυριο­λε­κτι­κά, μόλις άκου­σε την οργι­σμέ­νη φωνή του Πιου­ρι­φόι να δια­μαρ­τύ­ρε­ται μ’ ένα τρό­πο ανε­πί­τρε­πτο προς ένα, αν μη τι άλλο, ηλι­κιω­μέ­νο άνθρω­πο, που τον ξύπνη­σε πρωί – πρωί, τον πρω­θυ­πουρ­γό της χώρας!

Ο Πλα­στή­ρας τον δια­βε­βαί­ω­σε πως δεν είχε ιδέα του πράγ­μα­τος! Άλλω­στε, του είπε, δεν έχω δια­βά­σει ακό­μα πρω­ι­νά φύλλα…

Τον ησύ­χα­σε πως, μόλις κατα­το­πι­σθεί, θα τον ενη­μέ­ρω­νε για τις από­ψεις της Κυβέρνησης!

Ο Πλα­στή­ρας, αφού διά­βα­σε τη συνέ­ντευ­ξη κι’ είδε και τη φωτο­γρα­φία, κατα­το­πί­στη­κε από τον κ. Παπα­πο­λί­τη, τον διευ­θυ­ντή κι’ ιδιο­κτή­τη της εφη­με­ρί­δας, που καθη­σύ­χα­σε τον πρω­θυ­πουρ­γό, πως δεν έχει γίνει τίπο­τε, που να δικαιο­λο­γεί την οργή και την παρέμ­βα­ση του κ. πρεσβευτή(!!!).

Και αμέ­σως ο Πλα­στή­ρας επή­ρε στο τηλέ­φω­νο τον Πιου­ρι­φόι στον οποίο εξή­γη­σε ότι δεν βλέ­πει να υπάρ­χει θέμα. Ο Πιου­ρι­φόι, που ήταν άρι­στα κατα­το­πι­σμέ­νος από τις υπη­ρε­σί­ες του περί του ατό­μου μου, αξί­ω­σε να απο­λυ­θώ αμέ­σως από το υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών ( το Γρα­φείο Τύπου), στο οποίο ήμουν τότε επί συμ­βά­σει υπάλληλος.

Πρωί – πρωί την επο­μέ­νη, ημέ­ρα Δευ­τέ­ρα, κατα­φθά­νει στο σπί­τι μου ένας κλη­τή­ρας του υπουρ­γεί­ου Εξω­τε­ρι­κών και μου επέ­δω­σε την από­λυ­σή μου από τη θέση μου, την οποία υπό­γρα­φε ο υπουρ­γός Ανδρέ­ας Ιωσήφ. ( Η Διεύ­θυν­ση Τύπου υπα­γό­ταν στο υπουρ­γείο Εξω­τε­ρι­κών , τότε, μετά την κατάρ­γη­ση του υφυ­πουρ­γεί­ου Τύπου και Του­ρι­σμού). Προ­σπά­θη­σα να επι­κοι­νω­νή­σω μαζί του, χωρίς να το κατορθώσω.

Στο μετα­ξύ, επή­γα στον πρω­θυ­πουρ­γό Πλα­στή­ρα, που με ειδο­ποί­η­σαν πως με ζητού­σε επειγόντως.

- Τι μπε­λά μου άνα­ψες, βρε παι­δί μου, μου λέγει μόλις με αντίκρυσε!

- Κύριε Πρό­ε­δρε, με συγ­χω­ρεί­τε, του λέω, αλλά δεν βλέ­πω για­τί σας άνα­ψα μπελά!

ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ: Μα δεν τους ξέρεις, μου λέει εκνευ­ρι­σμέ­νος, αυτούς! Αφορ­μή ζητά­νε να μας δημιουρ­γούν ζητήματα!

- Μα για ποιο λόγο, κ. Πρό­ε­δρε; τον ξανα­ρω­τάω με υψω­μέ­νη κι εγώ τη φωνή μου. Για­τί πραγ­μα­τι­κά δεν έβλε­πα πού υπήρ­χε το θέμα, που να δικαιο­λο­γεί την οργή και την αγα­νά­κτη­ση του Πιουριφόι.

- Να, έτσι! μου απα­ντά με οργή, ενώ πραγ­μα­τι­κά έτρε­με σύγκορ­μος. Δεν μπο­ρούν , συνέ­χι­σε, να κατα­λά­βουν ( οι Αμε­ρι­κά­νοι) πώς είναι δυνα­τόν η κυβέρ­νη­ση να δίνει άδεια σ’ένα δημο­σιο­γρά­φο, να παίρ­νει συνέ­ντευ­ξη και να φωτο­γρα­φί­ζε­ται μ’ ένα «κατά­σκο­πο»(!).

- Μα αυτά που λέει στη συνέ­ντευ­ξή του ο Μπε­λο­γιάν­νης, δεν είπε περί­που τα ίδια στην απο­λο­γία του κ. Πρόεδρε;

- Άλλο η απο­λο­γία, μου απα­ντά και άλλο μία πανη­γυ­ρι­κή συνέ­ντευ­ξη. Και μάλι­στα, μου προ­σθέ­τει, σε μία εφη­με­ρί­δα που μετέ­χει, σχε­δόν, στην κυβέρνηση!

Όπως κατά­λα­βα, ο Πλα­στή­ρας είχε την εντύ­πω­ση πως με τις «πλά­τες» του αδελ­φού του διευ­θυ­ντού μου, του Σάβ­βα Παπα­πο­λί­τη, που ήταν τότε υπουρ­γός Εμπο­ρί­ου , θα πήρα τη συνέντευξη.

- Μα δεν μού­δο­σε η κυβέρ­νη­ση καμ­μιά άδεια, κ. Πρόεδρε!

Του εξή­γη­σα πώς την πήρα τη συνέ­ντευ­ξη, του εξή­γη­σα πως ήταν μια ολό­τε­λα δική μου, επαγ­γελ­μα­τι­κή υπό­θε­ση, χωρίς η κυβέρ­νη­ση να έχει καμ­μιά ανά­μι­ξη. Ακό­μα του εξή­γη­σα πως η φωτο­γρα­φία ήταν τρυκ.

- Μα δεν είναι δυνα­τόν, μου λέει, απο­ρώ­ντας, η φωτο­γρα­φία αυτή να είναι τρυκ!

- Μάλι­στα κ.Πρόεδρε, είναι τρυκ! Είναι δυνα­τόν να έπαιρ­να αυτή τη φωτο­γρα­φία μέσα στην αίθου­σα του στρα­το­δι­κεί­ου; Και συνέ­χι­σα: Αυτοί, στην πατρί­δα τους επι­τρέ­πουν σε κοι­νούς εγκλη­μα­τί­ες και σε θηριώ­δεις γκά­γκ­στερς, να δίνουν συνε­ντεύ­ξεις και να ποζά­ρουν σαν ήρω­ες, σ’ όλες τις εφη­με­ρί­δες τους!

- Άσε, μου λέει, τι κάνουν αυτοί στην πατρί­δα τους! Εδώ είναι άλλο θέμα. Είναι σκοπιμότητες…Δεν μπο­ρεί­τε να το κατα­λά­βε­τε; Εδώ αγω­νί­ζο­μαι να σώσω τα κεφά­λια τους (εννο­ού­σε τα κεφά­λια του Μπε­λο­γιάν­νη και του άλλου), να μην έχου­με άλλα αίματα!…Δεν αντέ­χει άλλο ο τόπος. Μη μου δημιουρ­γεί­τε, λοι­πόν, ζητήματα.

- Μα κ. Πρόεδρε…Με συγ­χω­ρεί­τε, του λέω. Η συνέ­ντευ­ξη αυτή δεν λέει τίπο­τα που να πει­ρά­ζει τους Αμερικανούς…Αντίθετα, τους βοη­θά­ει στην πολι­τι­κή τους. Δεν λέει πως η Ελλά­δα πρέ­πει να γίνει αλη­θι­νή δημο­κρα­τία. Αφού , επι­τρέ­πει σ’ ένα ίσως μελ­λο­θά­να­το να φωτο­γρα­φί­ζε­ται και να δίνει συνε­ντεύ­ξεις, αυτό δεν θα πει πως είμα­στε χώρα δημοκρατική;

- Άντε, πήγαι­νε, μου λέει κου­ρα­σμέ­νος πια, βρέ­στον τον Πιου­ρι­φόι να του ανοί­ξεις το κεφά­λι, να του τα βάλεις μέσα!

Πραγ­μα­τι­κά, επή­γα στην πρε­σβεία. Έδω­σα την κάρ­τα μου στο διευ­θυ­ντή του Γρα­φεί­ου Τύπου. Μετά από δεκά­λε­πτη ανα­μο­νή, ένας ξερα­κια­νός Αμε­ρι­κα­νός, που ήταν ο δεύ­τε­ρος Γραμ­μα­τέ­ας της πρε­σβεί­ας, με πλη­σί­α­σε και μ’ ένα στυ­γνό και αυστη­ρό ύφος, με έβα­λε στο γρα­φείο του κ. πρε­σβευ­τή. Από το ύφος του κατά­λα­βα πως ήθε­λε να με δει. Λες και με περίμενε.

Ο Διευ­θυ­ντής Τύπου ήξε­ρε σχε­δόν θαυ­μά­σια ελλη­νι­κά και του μετέ­φρα­ζε τα λόγια μου, ενώ όρθιος στε­κό­ταν ο γραμ­μα­τέ­ας και ο διευ­θυ­ντής του Γρα­φεί­ου Τύπου.

Αμέ­σως μου πρό­σφε­ρε τσι­γά­ρο. Ένα « Πόλ­μαν». Ο ίδιος δεν κάπνι­σε. Ο γραμ­μα­τέ­ας έσπευ­σε να μου το ανάψει.

- Πώς έγι­νε αυτό; με ρωτά­ει αμέ­σως μετά.

- Ποιο; τον ρώτησα.

- Μπε­λο­γιάν­νης, μου λέει…

- Δεν κατα­λα­βαί­νω, του λέω, για­τί αυτός ο θόρυβος…Εγώ είμαι επαγ­γελ­μα­τί­ας δημο­σιο­γρά­φος κι έκα­να τη δου­λιά μου, όπως την έβλε­πα, από τη δική μου σκο­πιά, τη σκο­πιά της επι­και­ρό­τη­τας. Έπει­τα η φωτογραφία…

Δεν με άφη­σε να τελειώ­σω τη φρά­ση μου και με ρώτη­σε κοφτά:

- Δεν σας βοή­θη­σε σ’ αυτό η κυβέρνηση;

- Καθό­λου, του απά­ντη­σα. Έκα­να, όπως θάκα­ναν οι δημο­σιο­γρά­φοι στη χώρα σας…

- Γιες!…μου απα­ντά­ει, ενώ έξυ­νε το κεφά­λι του, με συλλογή…

Εκεί­νη τη στιγ­μή τον ειδο­ποί­η­σαν, πως σε λίγο έρχε­ται στην πρε­σβεία ο ατλα­ντι­κός αρχι­στρά­τη­γος. Έκο­ψε από­το­μα την κου­βέ­ντα, με παρά­τη­σε, μου λέει καλά, ευχαριστώ.

Έφυ­γα, με την πεποί­θη­ση πως η υπό­θε­ση θάπαιρ­νε τέλος.

Την επο­μέ­νη το πρωί , πήγα στον Πλα­στή­ρα να τον ενημερώσω.

Είδα στο σπί­τι του πολύ κόσμο να πηγαι­νο­έρ­χε­ται και τους υπουρ­γούς του να κατα­φθά­νουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον…Επίσης και για­τρούς. Ο Πλα­στή­ρας αρρώ­στη­σε βαριά. Κατά το επί­ση­μο ανα­κοι­νω­θέν που εκδό­θη­κε αργό­τε­ρα, είχε προ­σβλη­θεί « από ημι­πλη­γία του αρι­στε­ρού ημι­μο­ρί­ου του σώμα­τος, με επέ­κτα­ση των ημι­πλη­γι­κών φαι­νο­μέ­νων μέχρι των κάτω άκρων…»

Και οι για­τροί συνέ­στη­σαν πλή­ρη απο­χή από τα προ­ε­δρι­κά του καθή­κο­ντα, επί τρί­μη­νο. Από κεί­νη την ώρα, ο Βενι­ζέ­λος θα τον ανα­πλη­ρού­σε στα προ­ε­δρι­κά του καθήκοντα…

Η αρρώ­στεια του ήταν ίσως μοι­ραία. Αν ο Πλα­στή­ρας δεν «αχρη­στευό­ταν» εκεί­νες τις μέρες, πιθα­νόν δεν θα γινό­ταν η εκτέ­λε­ση, αν και οι Αμε­ρι­κα­νοί επέ­με­ναν. Η αρρώ­στεια του έγι­νε αφορ­μή να στα­μα­τή­σει και το θέμα της συνέ­ντευ­ξής μου από την πλευ­ρά του Πιουριφόι…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο