Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

H KOYBANEZIKH ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ 19ου ΚΑΙ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Γρά­φει η Αγγε­λι­κή Αλε­ξο­πού­λου //
Επι­μέ­λεια: Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Το 19ο αιώ­να η κου­βα­νέ­ζι­κη ποί­η­ση χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από το επα­να­στα­τι­κό της περιε­χό­με­νο. Οι κυριό­τε­ροι εκπρό­σω­ποί της Juan Clemente Zenea (1832–1871), José Joaquin Palma (1844–1911) και  Gabriel de la Concepción Valdés (1809–1844)  ηγού­νται των εξε­γέρ­σε­ων ενα­ντί­ον των Ισπα­νών αποι­κιο­κρα­τών. Οι Zenea και Valdés εκτε­λέ­στη­καν από τους Ισπα­νούς σαν εχθροί του αποι­κια­κού καθε­στώ­τος. Η κου­βα­νέ­ζι­κη ποί­η­ση του 19ου και κυρί­ως του 20ου αιώ­να, παρά τις ιδιο­μορ­φί­ες των εκπρο­σώ­πων της, παρου­σιά­ζει χαρα­κτη­ρι­στι­κά που συμπυ­κνώ­νο­νται στις παρα­κά­τω παρατηρήσεις.

α) Έντο­νος εθνι­κός και κοι­νω­νι­κός χαρα­κτή­ρας. Ο αγώ­νας ενά­ντια στους Ισπα­νούς και σε συνέ­χεια στους Αμε­ρι­κα­νούς ιμπε­ρια­λι­στές αντα­να­κλά­ται στην ποί­η­ση, της οποί­ας εκπρό­σω­ποι πολ­λές φορές εγκα­τα­λεί­πουν την τέχνη τους για τους εθνι­κούς αγώ­νες. Ο αγώ­νας ενά­ντια στις δικτα­το­ρί­ες Ματσά­δο και Μπα­τί­στα και την κοι­νω­νι­κή αδι­κία αφή­νει τη σφρα­γί­δα του στην τέχνη τους. Μπο­ρού­με να μιλή­σου­με έως ένα βαθ­μό για στρα­τευ­μέ­νη ιδε­ο­λο­γι­κά τέχνη (με κοι­νω­νι­κό περιεχόμενο).

β) Ανα­ζή­τη­ση και κρι­τι­κή αφο­μοί­ω­ση όλων των αισθη­τι­κών ρευ­μά­των της Ευρώ­πης (ρομα­ντι­σμός, μοντερ­νι­σμός, αβα­γκάρντ, συμ­βο­λι­σμός, υπερ­ρε­α­λι­σμός). Στα­θε­ρή βάση, όμως, της κου­βα­νέ­ζι­κης ποί­η­σης – ποί­η­σης βαθύ­τα­τα λυρι­κής- είναι ο μπα­ρόκ χαρα­κτή­ρας της. Το μπα­ρόκ με τη μεγά­λη κλη­ρο­νο­μιά των Ισπα­νών ποι­η­τών Γκό­γκο­ρα (Luis de ngora, 1561–1627) και Κεβέ­δο (Francisco de Quevedo, 1580–1645), ται­ριά­ζει στη λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κη ψυχο­σύν­θε­ση, που είναι δια­μορ­φω­μέ­νη στη βάση του μαγι­κού και θαυ­μα­στού (η παρά­δο­ση και το όνει­ρο δεμέ­να με την ισπα­νι­κή κληρονομιά).

γ) Αξιο­ποί­η­ση του αυτό­χθο­νου στοι­χεί­ου. Η αξιο­ποί­η­σή του δεν έχει τοπι­κι­στι­κό πνεύ­μα. Είτε ανα­σύ­ρουν την αφρι­κα­νι­κή παρά­δο­ση του νησιού, είτε αξιο­ποιούν τις τοπι­κές παρα­δό­σεις, δε στέ­κο­νται μόνο σ’ αυτές. Στο­χεύ­ουν να συμ­βά­λουν στην ανά­πτυ­ξη της λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κης κουλ­τού­ρας, θεω­ρώ­ντας την Κού­βα σαν μέλος της μεγά­λης αμε­ρι­κά­νι­κης οικογένειας.

Ο «θεμελιωτής» της κουβανέζικης ποίησης

Στα τέλη του 19ου αιώ­να αρχί­ζει, ουσια­στι­κά, η άνθη­ση της κου­βα­νέ­ζι­κης ποί­η­σης, που απο­κτά πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο σ’ όλη την αμε­ρι­κά­νι­κη ήπει­ρο. Τρεις θεω­ρού­νται οι μεγά­λοι πρό­δρο­μοι. Ο Χοσέ Μαρ­τί, ο Χου­λιάν ντε Κασάλ (Julian del Casal) και η Χουά­να Μπο­ρέ­ρο (Juana Borrero).

Ο Χοσέ Μαρ­τί (1853–1895), μεγά­λη φυσιο­γνω­μία δημιουρ­γού και αγω­νι­στή ολό­κλη­ρης της Αμε­ρι­κής, θεω­ρεί­ται ο πρω­τερ­γά­της-θεμε­λιω­τής της κου­βα­νέ­ζι­κης ποί­η­σης. Οι βασι­κές του ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές («Ισμαϊ­λί­γιο»- ελεύ­θε­ροι στί­χοι και απλοί στί­χοι) βάζουν τα θεμέ­λια της νέας ποί­η­σης. Αφο­μοιώ­νει όλα τα αισθη­τι­κά ρεύ­μα­τα, ταυ­τί­ζο­ντας την κου­βα­νι­κό­τη­τα με το παγκό­σμιο πνεύ­μα. Για τον Μαρ­τί, η φύση είναι ο μεγά­λος δάσκα­λος του ανθρώ­που. Ποί­η­ση δεν υπάρ­χει, εάν δε βάλου­με τα χέρια μας στα σπλά­χνα μας και εάν δεν την ανα­ζη­τή­σου­με στα συνερ­γεία και τους δρό­μους (κάθε μέρα είναι ένα ποί­η­μα). Ο ίδιος απέ­δει­ξε τη στε­νή σχέ­ση της τέχνης με τη ζωή. Το λογο­τε­χνι­κό του έργο είναι συν­δε­δε­μέ­νο με την επα­να­στα­τι­κή δρά­ση. Έδω­σε τη ζωή του (1895), πολε­μώ­ντας ενα­ντί­ον των Ισπα­νών, αφού προη­γου­μέ­νως αφο­σιώ­θη­κε στην προ­ε­τοι­μα­σία του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώνα.

Ο Χου­λιάν ντε Κασάλ (Julián del Casal, 1863–1893) και η Χουά­να Μπο­ρέ­ρο (Juana Borrero, 1877–1896) δια­κρί­νο­νται για τον προ­σω­πι­κό χαρα­κτή­ρα της τέχνης τους, που δεν στε­ρεί­ται κοι­νω­νι­κού περιε­χο­μέ­νου. Ο μελε­τη­τής της κου­βα­νέ­ζι­κης τέχνης, Σίν­θιο Βιτιέρ (Cintio Vitier, 1921–2009), απο­κα­λεί και τους τρεις «μυστι­κό πάθος της Κού­βας». Το 1898 τελειώ­νει ο ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κός πόλε­μος, με νίκη των ΗΠΑ. Οι Αμε­ρι­κά­νοι κατα­λαμ­βά­νουν την Κού­βα (όπως και το Πόρ­το Ρίκο) και υψώ­νουν την αμε­ρι­κά­νι­κη σημαία στο δημαρ­χια­κό μέγα­ρο της Αβά­νας. Αρχί­ζουν άγρια εκμε­τάλ­λευ­ση του νησιού και επι­βάλ­λουν σκλη­ρές δικτα­το­ρί­ες. Η χώρα δια­κα­τέ­χε­ται από αίσθη­μα πικρί­ας και βεβή­λω­σης. Η κοι­νω­νι­κή αστά­θεια, η έλλει­ψη δια­μορ­φω­μέ­νης εθνι­κής και κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης σημα­δεύ­ουν την ποί­η­ση της εποχής.

Αρχές του 20ου αιώ­να, οι ποι­η­τές Ρεγκί­νο Μπό­τι (Regino Boti, 1923–1999), Χοσέ Μανου­έλ Ποβέ­δα (Jose Manuel Poveda, 1888–1926) και Αγκου­στίν Ακό­στα (Agustin Acosta, 1886–1979) ανα­ζη­τούν απε­γνω­σμέ­να την κου­βα­νέ­ζι­κη ταυ­τό­τη­τα. Πιστεύ­ουν πως ο μοντερ­νι­σμός (που άνοι­ξε δρό­μους) δεν εκφρά­ζει τη νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και προ­σπα­θούν να ανα­νε­ώ­σουν την τέχνη μέσω νέων μορ­φών (vanguardia – πρω­το­πο­ρεία στην ανα­νέ­ω­ση). Η κου­βα­νι­κή ανα­νέ­ω­ση δεν είναι αφη­ρη­μέ­νη ούτε ελι­τί­στι­κη. Παίρ­νει τα εθνι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά (το μπα­ρόκ – ο συμ­βο­λι­σμός και η ποί­η­ση του κορυ­φαί­ου, βαθιά προ­ο­δευ­τι­κού Βορειο­α­με­ρι­κά­νου ποι­η­τή Γουάλτ Γουί­τμαν (Walt Whitman, 1819–1892) κυριαρχούν).

«Διάδοχοι» του Χοσέ Μαρτί

Η δεκα­ε­τία 1920–1930 είναι γεμά­τη από σημα­ντι­κά γεγο­νό­τα. Προη­γή­θη­καν η Μεξι­κά­νι­κη Επα­νά­στα­ση (1910) και η Οκτω­βρια­νή (1917), που δημιούρ­γη­σαν δυνα­τό συγκι­νη­σια­κό κλί­μα. Στην Κού­βα η δικτα­το­ρία του Ματσά­δο βρί­σκε­ται στην πιο άγρια φάση της. Παρ’ όλα αυτά, ιδρύ­ε­ται το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Κού­βας, η σημα­ντι­κής δρά­σης Ομά­δα Μειο­νο­τή­των, το Λαϊ­κό Πανε­πι­στή­μιο «Χοσέ Μαρ­τί» και η «Ρεβί­στα ντε Αβάν­θε», η οποία θα παί­ξει πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στα πνευ­μα­τι­κά και κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα. Μεγά­λες απερ­γί­ες συγκλο­νί­ζουν το νησί. Η κατα­στο­λή είναι άγρια. Αλλά οι ποι­η­τές συμ­με­τέ­χουν και καθο­δη­γούν τους αγώ­νες. Μεγά­λα ονό­μα­τα είναι οι Βιγιέ­να (Rubén Martínez Villena, 1899–1939), Μαρι­νέ­γιο (Juán Marinello, 1898–1977), Λού­να (Manuel Navarro Luna, 1894–1966),  Πεντρό­σο (Regino Pedroso, 1896–1983), Ταγιέτ (José Zacarías Tallet, 1893–1989) και  Νικο­λάς Γκι­γιέν (Nicolás Guillén, 1902–1989). H ανα­νέ­ω­ση μέσω αυτών των ποι­η­τών μπαί­νει σε και­νούρ­για φάση. Νέες ανα­ζη­τή­σεις, νέες αγωνίες.

Ο Βιγιέ­να έχει συνε­χή κοι­νω­νι­κή δρά­ση. Προ­σπά­θη­σε να βομ­βαρ­δί­σει το προ­ε­δρι­κό μέγα­ρο και ηγεί­ται της μεγά­λης απερ­γί­ας, που προ­α­ναγ­γέλ­λει την πτώ­ση του τυράν­νου Ματσά­δο. Υπο­γρά­φει όλα τα κεί­με­να της Ομά­δας Μειο­νο­τή­των και των δια­νο­ου­μέ­νων ενα­ντί­ον της δικτα­το­ρί­ας και του αμε­ρι­κά­νι­κου ιμπε­ρια­λι­σμού. Συγκι­νη­τι­κό είναι το ποί­η­μά του «19 του Μάη», με το οποίο όλη η πλά­ση θρη­νεί για το θάνα­το του πρω­το­μάρ­τυ­ρα Χοσέ Μαρτί.

Ο Μαρι­νέ­γιο (κλα­σι­κό είναι το έργο του «Liberación») εγκα­τα­λεί­πει την ποι­η­τι­κή δημιουρ­γία, για να αφο­σιω­θεί στην πολι­τι­κή δρά­ση. Στην περί­πτω­σή του, αυτό συνε­πά­γε­ται διώ­ξεις, κατα­τρεγ­μούς και εξορίες.

Ο Λού­να κάνει πλή­ρη κοι­νω­νι­κή ποί­η­ση και υπο­στη­ρί­ζει: «Όνει­ρο σημαί­νει να προχωράς».

Ο Πεντρό­σο, εργά­της και μιγάς, στην αυτο­πα­ρου­σί­α­σή του, λέει:

«Ράτσα: Ανθρώ­πι­νη

Χρώ­μα: Μαύ­ρο-κίτρι­νο (χωρίς άλλο ανακάτεμα)

Επάγ­γελ­μα: Εκμεταλλευμένος

Τόποι σπου­δών: Συνερ­γεία, κάμποι, εργο­στά­σια, αγρο­κτή­μα­τα της ζάχαρης

Ιδε­ο­λο­γία: Γιος της Αμερικής

Σκο­πός: Να συντε­λέ­σω στη δημιουρ­γία μιας λυρι­κής-κοι­νω­νι­κής κου­βα­νέ­ζι­κης ποίησης».

Ο Ταγιέτ, με το έργο του «Άγο­νος σπό­ρος», μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί ότι κάνει αντι­ποί­η­ση. Είναι ανα­τρε­πτι­κός, σαρ­κα­στι­κός, είρων. Κρι­τι­κά­ρει την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πιστεύ­ει ότι ο λαός δεν έχει αφυ­πνι­στεί, ότι όλα πήγαν χαμέ­να: «Η θυσία του Μαρ­τί να δημιουρ­γή­σει ένα λαό από πρό­βα­τα, χωρίς να βλέ­πει, που πάντα τον οδη­γεί ένας ποι­μέ­νας ηλί­θιος και διεστραμμένος».

Ο Νικο­λάς Γκι­γιέν, ριζο­σπα­στι­κός, προ­πα­γαν­δι­στής, ψάχνει μαζί με τον Εμί­λιο Μπα­γιά­γας (Emilio Ballagas, 1908–1954) τις ρίζες της αφρο­α­με­ρι­κά­νι­κης ποί­η­σης. Η ποί­η­ση «negrista» έχει εμφα­νι­στεί σ’ όλες τις χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, όπου υπήρ­χαν παλαιό­τε­ρα Αφρι­κα­νοί σκλά­βοι. Όμως, ο Γκι­γιέν δε μένει στο νεγρι­σμό του, δεν κάνει φολ­κλόρ, βλέ­πει την ποί­η­ση της Κού­βας ενσω­μα­τω­μέ­νη στην παγκό­σμια ποίηση.

Μετά το 1828 μέχρι περί­που το 1940, δημιουρ­γεί­ται νέα τάση στην ποί­η­ση. Οι Μπρουλ Φλο­ρίτ, Μπα­γιά­γας, Χόρ­χε Γκι­γιέν και Μαρία Λοϋ­νάς (Maria Loynaz, 1902–1997), η τελευ­ταία της ομά­δας, είναι οπα­δοί της «καθα­ρής ποί­η­σης». Η «καθα­ρή ποί­η­ση» είναι απά­ντη­ση στις υπερ­βο­λές της «vanguardia»  και ένας νέος δρό­μος στην ανα­ζή­τη­ση της κου­βα­νι­κό­τη­τας. Παρά την ονο­μα­σία της, έχει κοι­νω­νι­κό περιεχόμενο.

Ο Μπρουλ  (Mariano Brull, 1891–1956), είναι ανθρω­πι­στής. Ψάχνει τη λαϊ­κό­τη­τα και την ανα­νέ­ω­ση στο «Σόλο ντε Ρόσα». Συν­δέ­ει τη μου­σι­κή, την ποί­η­ση και τη σιω­πή. Ψάχνει το κρυμ­μέ­νο μυστι­κό στους καθρέ­φτες με το λαμπύ­ρι­σμα της αιώ­νιας ομορφιάς.

Ο Φλο­ρίτ (Eugenio Florit, 1903–1999), μεγά­λος ποι­η­τής της κου­βα­νι­κό­τη­τας και της παγκο­σμιό­τη­τας, με το κλα­σι­κό του έργο «Τρο­πι­κό» («Tropico»), το μπα­ρόκ και η επί­δρα­ση του Ισπα­νού  Luis de ngora (1561–1627), δημιουρ­γούν σφο­δρό συγκι­νη­σια­κό κλίμα.

Ο Μπα­γιά­γας, στο κλα­σι­κό έργο του «Αγαλ­λί­α­ση και φυγή», εκφρά­ζει κυρί­ως το αυτό­χθο­νο στοι­χείο, όμως η νέγρι­κη ποί­η­ση δεν είναι ο μονα­δι­κός του στό­χος. «Εγώ, οπα­δός της καθα­ρής ποί­η­σης (λέει στο ιδε­ο­λο­γι­κό του μανι­φέ­στο), βρί­σκω και χρη­σι­μο­ποιώ οποιον­δή­πο­τε τρό­πο, που θα μπο­ρού­σε να με βοη­θή­σει στην εύρε­ση της κουβανικότητας».

Ο Χόρ­χε Γκι­γιέν (Jorge Guillén, 1893–1984), αθώ­ος και παι­δι­κός, δημιουρ­γεί με την ποί­η­σή του το αίσθη­μα της ζωι­κής έκστασης.

Η Μαρία Λοϋ­νάς, σπου­δαία ποι­ή­τρια (δημιουρ­γεί μέχρι τα τέλη του 20ου  αιώ­να), δεν κατα­τάσ­σε­ται εύκο­λα σε σχο­λές και τεχνο­τρο­πί­ες. Θαυ­μά­ζει τον Χοσέ Μαρ­τί και σε μια ομι­λία της στο Πανε­πι­στή­μιο της Αβά­νας, το 1950, λέει «μόνο με αίμα και με πνεύ­μα αξί­ζει να  γεν­νη­θεί η λέξη». Το νησί, ο αέρας, η θάλασ­σα, το νερό είναι τα σύμ­βο­λα της ποί­η­σής της, που δια­κρί­νε­ται για την εσω­τε­ρι­κό­τη­τά της. Η ίδια αντι­δρά, όταν τη χαρα­κτη­ρί­ζουν «προ­σω­πι­κή» ποι­ή­τρια. Υπο­στη­ρί­ζει ότι η ποί­η­σή της απευ­θύ­νε­ται σ’ όλο τον κόσμο, για­τί «η ποί­η­ση είναι όπως το ψωμί επά­νω στο τρα­πέ­ζι». Επί­σης αντι­δρά, όταν μιλούν για γυναι­κεία ποί­η­ση. Η ποί­η­ση δεν έχει φύλο, κατά τη Λοϋ­νάς. Η ίδια, πάντως, συνε­χί­ζει τη μεγά­λη σει­ρά των γυναι­κών ποι­η­τριών από τη Μεξι­κά­να Χουά­να ντε Ασμπά­χε (Juana Inéz de Asbaje ή Juana Inéz de la Cruz, 1648–1695) μέχρι τη Χιλια­νή Γκα­μπριέ­λα ντε Μιστράλ (Gabriella Mistral, 1889–1957). Ο Μπα­γιά­γας της αφιε­ρώ­νει το ποί­η­μά του «Τρια­ντά­φυλ­λα του ανέ­μου» και την ονο­μά­ζει «τρια­ντά­φυλ­λο που νανου­ρί­ζε­ται στο βλα­στά­ρι των ανέμων».

Ο «θεμελιωτής» της πεζογραφίας

Μετά το 1950 εμφα­νί­ζο­νται πολ­λοί ποι­η­τές. Μέσα σ’ αυτούς ξεχω­ρί­ζει η μορ­φή του Χοσέ Λεσά­μα Λίμα (José Lezama Lima, 1910–1976), που έγι­νε διά­ση­μος, παγκο­σμί­ως, με το μυθι­στό­ρη­μά του «Παρά­δει­σος». Ο Λίμα είναι πολύ ιδιό­μορ­φος ποι­η­τής. Οι μελε­τη­τές της κου­βα­νέ­ζι­κης ποί­η­σης μιλούν για «πρω­το­πό­ρο», που άνοι­ξε δρό­μους στην έκφρα­ση. Συνέ­δε­σε το μπα­ρόκ με τον υπερ­ρε­α­λι­σμό και μέσω εικό­νων (υπερ­ρε­α­λι­στι­κών) εξέ­φρα­σε τις προ­σω­πι­κές του αγω­νί­ες και την κου­βα­νι­κό­τη­τα. Το έντο­νο προ­σω­πι­κό στοι­χείο και ο υπέρ­με­τρος υπερ­ρε­α­λι­σμός του δεν τον κάνουν προ­σι­τό στον πολύ κόσμο.

Σίγου­ρα παρα­λεί­φτη­καν πολ­λά ονό­μα­τα στη σύντο­μη αυτή παρου­σί­α­ση. Στό­χος μας ήταν να παρου­σιά­σου­με τα πιο αντι­προ­σω­πευ­τι­κά παρα­δείγ­μα­τα, που δίνουν το στίγ­μα και το χρώ­μα της κου­βα­νέ­ζι­κης ποί­η­σης, η οποία, δυστυ­χώς, όπως και γενι­κά η λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κη ποί­η­ση, εκτός από μια μικρή ανα­φο­ρά στον Νερού­δα (Pablo Neruda, 1904–1973), δεν περιέ­χο­νται στα σχο­λι­κά εγχει­ρί­δια. Δεν ανα­φερ­θή­κα­με στην, επί­σης, σημα­ντι­κή πεζο­γρα­φία της Κού­βας. Θα στα­θού­με, όμως, στον μεγα­λύ­τε­ρο πεζο­γρά­φο της Κού­βας, τον Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέρ (Alejo Carpentier, 1904–1980), ο οποί­ος υπη­ρέ­τη­σε την Επα­νά­στα­ση, από τότε που ανέ­τρε­ψε τον Μπα­τί­στα (1959) μέχρι το θάνα­τό του. Με την τέχνη του, «θεμε­λί­ω­σε» τη νέα κου­βα­νέ­ζι­κη και όλη τη λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κη πεζο­γρα­φία. Στο κορυ­φαίο έργο του «Αιώ­νας των Φώτων», ο Καρ­πε­ντιέρ σαρ­κά­ζει τους Γάλ­λους επα­να­στά­τες του 1789, οι οποί­οι, ενώ πήγαν στις αποι­κί­ες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής για να μετα­δώ­σουν τις ιδέ­ες της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, στα­δια­κά μετα­τρά­πη­καν σε χει­ρό­τε­ρους δυνά­στες-τυράν­νους. Στο έργο αυτό, ο συν­δυα­σμός του μπα­ρόκ με τη λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κη παρά­δο­ση δίνουν ένα μαγευ­τι­κό απο­τέ­λε­σμα. Εξάλ­λου, δικός του είναι ο όρος «μαγι­κός ρεα­λι­σμός», που ο Καρ­πε­ντιέρ τον χαρα­κτη­ρί­ζει «πραγ­μα­τι­κά θαυ­μα­στό», προ­λο­γί­ζο­ντας το «Βασί­λειο αυτού του Κόσμου» (1949). Ο Καρ­πε­ντιέρ μιλά­ει για το θαυ­μα­στό κόσμο της Αμε­ρι­κής, που σήμε­ρα, μέσω της Κού­βας, δίνει το παρά­δειγ­μα σ’ όλο τον κόσμο: Τέχνη για τη ζωή, την επα­νά­στα­ση, την ελπίδα.

(Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από τον ‘Κυρια­κά­τι­κο Ριζο­σπά­στη’ της 28 Σεπτεμ­βρί­ου 2003)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο