Γράφει η Αγγελική Αλεξοπούλου //
Επιμέλεια: Άννεκε Ιωαννάτου //
Το 19ο αιώνα η κουβανέζικη ποίηση χαρακτηρίζεται από το επαναστατικό της περιεχόμενο. Οι κυριότεροι εκπρόσωποί της Juan Clemente Zenea (1832–1871), José Joaquin Palma (1844–1911) και Gabriel de la Concepción Valdés (1809–1844) ηγούνται των εξεγέρσεων εναντίον των Ισπανών αποικιοκρατών. Οι Zenea και Valdés εκτελέστηκαν από τους Ισπανούς σαν εχθροί του αποικιακού καθεστώτος. Η κουβανέζικη ποίηση του 19ου και κυρίως του 20ου αιώνα, παρά τις ιδιομορφίες των εκπροσώπων της, παρουσιάζει χαρακτηριστικά που συμπυκνώνονται στις παρακάτω παρατηρήσεις.
α) Έντονος εθνικός και κοινωνικός χαρακτήρας. Ο αγώνας ενάντια στους Ισπανούς και σε συνέχεια στους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές αντανακλάται στην ποίηση, της οποίας εκπρόσωποι πολλές φορές εγκαταλείπουν την τέχνη τους για τους εθνικούς αγώνες. Ο αγώνας ενάντια στις δικτατορίες Ματσάδο και Μπατίστα και την κοινωνική αδικία αφήνει τη σφραγίδα του στην τέχνη τους. Μπορούμε να μιλήσουμε έως ένα βαθμό για στρατευμένη ιδεολογικά τέχνη (με κοινωνικό περιεχόμενο).
β) Αναζήτηση και κριτική αφομοίωση όλων των αισθητικών ρευμάτων της Ευρώπης (ρομαντισμός, μοντερνισμός, αβαγκάρντ, συμβολισμός, υπερρεαλισμός). Σταθερή βάση, όμως, της κουβανέζικης ποίησης – ποίησης βαθύτατα λυρικής- είναι ο μπαρόκ χαρακτήρας της. Το μπαρόκ με τη μεγάλη κληρονομιά των Ισπανών ποιητών Γκόγκορα (Luis de Góngora, 1561–1627) και Κεβέδο (Francisco de Quevedo, 1580–1645), ταιριάζει στη λατινοαμερικάνικη ψυχοσύνθεση, που είναι διαμορφωμένη στη βάση του μαγικού και θαυμαστού (η παράδοση και το όνειρο δεμένα με την ισπανική κληρονομιά).
γ) Αξιοποίηση του αυτόχθονου στοιχείου. Η αξιοποίησή του δεν έχει τοπικιστικό πνεύμα. Είτε ανασύρουν την αφρικανική παράδοση του νησιού, είτε αξιοποιούν τις τοπικές παραδόσεις, δε στέκονται μόνο σ’ αυτές. Στοχεύουν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της λατινοαμερικάνικης κουλτούρας, θεωρώντας την Κούβα σαν μέλος της μεγάλης αμερικάνικης οικογένειας.
Ο «θεμελιωτής» της κουβανέζικης ποίησης
Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει, ουσιαστικά, η άνθηση της κουβανέζικης ποίησης, που αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ όλη την αμερικάνικη ήπειρο. Τρεις θεωρούνται οι μεγάλοι πρόδρομοι. Ο Χοσέ Μαρτί, ο Χουλιάν ντε Κασάλ (Julian del Casal) και η Χουάνα Μπορέρο (Juana Borrero).
Ο Χοσέ Μαρτί (1853–1895), μεγάλη φυσιογνωμία δημιουργού και αγωνιστή ολόκληρης της Αμερικής, θεωρείται ο πρωτεργάτης-θεμελιωτής της κουβανέζικης ποίησης. Οι βασικές του ποιητικές συλλογές («Ισμαϊλίγιο»- ελεύθεροι στίχοι και απλοί στίχοι) βάζουν τα θεμέλια της νέας ποίησης. Αφομοιώνει όλα τα αισθητικά ρεύματα, ταυτίζοντας την κουβανικότητα με το παγκόσμιο πνεύμα. Για τον Μαρτί, η φύση είναι ο μεγάλος δάσκαλος του ανθρώπου. Ποίηση δεν υπάρχει, εάν δε βάλουμε τα χέρια μας στα σπλάχνα μας και εάν δεν την αναζητήσουμε στα συνεργεία και τους δρόμους (κάθε μέρα είναι ένα ποίημα). Ο ίδιος απέδειξε τη στενή σχέση της τέχνης με τη ζωή. Το λογοτεχνικό του έργο είναι συνδεδεμένο με την επαναστατική δράση. Έδωσε τη ζωή του (1895), πολεμώντας εναντίον των Ισπανών, αφού προηγουμένως αφοσιώθηκε στην προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα.
Ο Χουλιάν ντε Κασάλ (Julián del Casal, 1863–1893) και η Χουάνα Μπορέρο (Juana Borrero, 1877–1896) διακρίνονται για τον προσωπικό χαρακτήρα της τέχνης τους, που δεν στερείται κοινωνικού περιεχομένου. Ο μελετητής της κουβανέζικης τέχνης, Σίνθιο Βιτιέρ (Cintio Vitier, 1921–2009), αποκαλεί και τους τρεις «μυστικό πάθος της Κούβας». Το 1898 τελειώνει ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος, με νίκη των ΗΠΑ. Οι Αμερικάνοι καταλαμβάνουν την Κούβα (όπως και το Πόρτο Ρίκο) και υψώνουν την αμερικάνικη σημαία στο δημαρχιακό μέγαρο της Αβάνας. Αρχίζουν άγρια εκμετάλλευση του νησιού και επιβάλλουν σκληρές δικτατορίες. Η χώρα διακατέχεται από αίσθημα πικρίας και βεβήλωσης. Η κοινωνική αστάθεια, η έλλειψη διαμορφωμένης εθνικής και κοινωνικής συνείδησης σημαδεύουν την ποίηση της εποχής.
Αρχές του 20ου αιώνα, οι ποιητές Ρεγκίνο Μπότι (Regino Boti, 1923–1999), Χοσέ Μανουέλ Ποβέδα (Jose Manuel Poveda, 1888–1926) και Αγκουστίν Ακόστα (Agustin Acosta, 1886–1979) αναζητούν απεγνωσμένα την κουβανέζικη ταυτότητα. Πιστεύουν πως ο μοντερνισμός (που άνοιξε δρόμους) δεν εκφράζει τη νέα πραγματικότητα και προσπαθούν να ανανεώσουν την τέχνη μέσω νέων μορφών (vanguardia – πρωτοπορεία στην ανανέωση). Η κουβανική ανανέωση δεν είναι αφηρημένη ούτε ελιτίστικη. Παίρνει τα εθνικά χαρακτηριστικά (το μπαρόκ – ο συμβολισμός και η ποίηση του κορυφαίου, βαθιά προοδευτικού Βορειοαμερικάνου ποιητή Γουάλτ Γουίτμαν (Walt Whitman, 1819–1892) κυριαρχούν).
«Διάδοχοι» του Χοσέ Μαρτί
Η δεκαετία 1920–1930 είναι γεμάτη από σημαντικά γεγονότα. Προηγήθηκαν η Μεξικάνικη Επανάσταση (1910) και η Οκτωβριανή (1917), που δημιούργησαν δυνατό συγκινησιακό κλίμα. Στην Κούβα η δικτατορία του Ματσάδο βρίσκεται στην πιο άγρια φάση της. Παρ’ όλα αυτά, ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας, η σημαντικής δράσης Ομάδα Μειονοτήτων, το Λαϊκό Πανεπιστήμιο «Χοσέ Μαρτί» και η «Ρεβίστα ντε Αβάνθε», η οποία θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα πνευματικά και κοινωνικά ζητήματα. Μεγάλες απεργίες συγκλονίζουν το νησί. Η καταστολή είναι άγρια. Αλλά οι ποιητές συμμετέχουν και καθοδηγούν τους αγώνες. Μεγάλα ονόματα είναι οι Βιγιένα (Rubén Martínez Villena, 1899–1939), Μαρινέγιο (Juán Marinello, 1898–1977), Λούνα (Manuel Navarro Luna, 1894–1966), Πεντρόσο (Regino Pedroso, 1896–1983), Ταγιέτ (José Zacarías Tallet, 1893–1989) και Νικολάς Γκιγιέν (Nicolás Guillén, 1902–1989). H ανανέωση μέσω αυτών των ποιητών μπαίνει σε καινούργια φάση. Νέες αναζητήσεις, νέες αγωνίες.
Ο Βιγιένα έχει συνεχή κοινωνική δράση. Προσπάθησε να βομβαρδίσει το προεδρικό μέγαρο και ηγείται της μεγάλης απεργίας, που προαναγγέλλει την πτώση του τυράννου Ματσάδο. Υπογράφει όλα τα κείμενα της Ομάδας Μειονοτήτων και των διανοουμένων εναντίον της δικτατορίας και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Συγκινητικό είναι το ποίημά του «19 του Μάη», με το οποίο όλη η πλάση θρηνεί για το θάνατο του πρωτομάρτυρα Χοσέ Μαρτί.
Ο Μαρινέγιο (κλασικό είναι το έργο του «Liberación») εγκαταλείπει την ποιητική δημιουργία, για να αφοσιωθεί στην πολιτική δράση. Στην περίπτωσή του, αυτό συνεπάγεται διώξεις, κατατρεγμούς και εξορίες.
Ο Λούνα κάνει πλήρη κοινωνική ποίηση και υποστηρίζει: «Όνειρο σημαίνει να προχωράς».
Ο Πεντρόσο, εργάτης και μιγάς, στην αυτοπαρουσίασή του, λέει:
«Ράτσα: Ανθρώπινη
Χρώμα: Μαύρο-κίτρινο (χωρίς άλλο ανακάτεμα)
Επάγγελμα: Εκμεταλλευμένος
Τόποι σπουδών: Συνεργεία, κάμποι, εργοστάσια, αγροκτήματα της ζάχαρης
Ιδεολογία: Γιος της Αμερικής
Σκοπός: Να συντελέσω στη δημιουργία μιας λυρικής-κοινωνικής κουβανέζικης ποίησης».
Ο Ταγιέτ, με το έργο του «Άγονος σπόρος», μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνει αντιποίηση. Είναι ανατρεπτικός, σαρκαστικός, είρων. Κριτικάρει την κοινωνική πραγματικότητα. Πιστεύει ότι ο λαός δεν έχει αφυπνιστεί, ότι όλα πήγαν χαμένα: «Η θυσία του Μαρτί να δημιουργήσει ένα λαό από πρόβατα, χωρίς να βλέπει, που πάντα τον οδηγεί ένας ποιμένας ηλίθιος και διεστραμμένος».
Ο Νικολάς Γκιγιέν, ριζοσπαστικός, προπαγανδιστής, ψάχνει μαζί με τον Εμίλιο Μπαγιάγας (Emilio Ballagas, 1908–1954) τις ρίζες της αφροαμερικάνικης ποίησης. Η ποίηση «negrista» έχει εμφανιστεί σ’ όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου υπήρχαν παλαιότερα Αφρικανοί σκλάβοι. Όμως, ο Γκιγιέν δε μένει στο νεγρισμό του, δεν κάνει φολκλόρ, βλέπει την ποίηση της Κούβας ενσωματωμένη στην παγκόσμια ποίηση.
Μετά το 1828 μέχρι περίπου το 1940, δημιουργείται νέα τάση στην ποίηση. Οι Μπρουλ Φλορίτ, Μπαγιάγας, Χόρχε Γκιγιέν και Μαρία Λοϋνάς (Maria Loynaz, 1902–1997), η τελευταία της ομάδας, είναι οπαδοί της «καθαρής ποίησης». Η «καθαρή ποίηση» είναι απάντηση στις υπερβολές της «vanguardia» και ένας νέος δρόμος στην αναζήτηση της κουβανικότητας. Παρά την ονομασία της, έχει κοινωνικό περιεχόμενο.
Ο Μπρουλ (Mariano Brull, 1891–1956), είναι ανθρωπιστής. Ψάχνει τη λαϊκότητα και την ανανέωση στο «Σόλο ντε Ρόσα». Συνδέει τη μουσική, την ποίηση και τη σιωπή. Ψάχνει το κρυμμένο μυστικό στους καθρέφτες με το λαμπύρισμα της αιώνιας ομορφιάς.
Ο Φλορίτ (Eugenio Florit, 1903–1999), μεγάλος ποιητής της κουβανικότητας και της παγκοσμιότητας, με το κλασικό του έργο «Τροπικό» («Tropico»), το μπαρόκ και η επίδραση του Ισπανού Luis de Góngora (1561–1627), δημιουργούν σφοδρό συγκινησιακό κλίμα.
Ο Μπαγιάγας, στο κλασικό έργο του «Αγαλλίαση και φυγή», εκφράζει κυρίως το αυτόχθονο στοιχείο, όμως η νέγρικη ποίηση δεν είναι ο μοναδικός του στόχος. «Εγώ, οπαδός της καθαρής ποίησης (λέει στο ιδεολογικό του μανιφέστο), βρίσκω και χρησιμοποιώ οποιονδήποτε τρόπο, που θα μπορούσε να με βοηθήσει στην εύρεση της κουβανικότητας».
Ο Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillén, 1893–1984), αθώος και παιδικός, δημιουργεί με την ποίησή του το αίσθημα της ζωικής έκστασης.
Η Μαρία Λοϋνάς, σπουδαία ποιήτρια (δημιουργεί μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα), δεν κατατάσσεται εύκολα σε σχολές και τεχνοτροπίες. Θαυμάζει τον Χοσέ Μαρτί και σε μια ομιλία της στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, το 1950, λέει «μόνο με αίμα και με πνεύμα αξίζει να γεννηθεί η λέξη». Το νησί, ο αέρας, η θάλασσα, το νερό είναι τα σύμβολα της ποίησής της, που διακρίνεται για την εσωτερικότητά της. Η ίδια αντιδρά, όταν τη χαρακτηρίζουν «προσωπική» ποιήτρια. Υποστηρίζει ότι η ποίησή της απευθύνεται σ’ όλο τον κόσμο, γιατί «η ποίηση είναι όπως το ψωμί επάνω στο τραπέζι». Επίσης αντιδρά, όταν μιλούν για γυναικεία ποίηση. Η ποίηση δεν έχει φύλο, κατά τη Λοϋνάς. Η ίδια, πάντως, συνεχίζει τη μεγάλη σειρά των γυναικών ποιητριών από τη Μεξικάνα Χουάνα ντε Ασμπάχε (Juana Inéz de Asbaje ή Juana Inéz de la Cruz, 1648–1695) μέχρι τη Χιλιανή Γκαμπριέλα ντε Μιστράλ (Gabriella Mistral, 1889–1957). Ο Μπαγιάγας της αφιερώνει το ποίημά του «Τριαντάφυλλα του ανέμου» και την ονομάζει «τριαντάφυλλο που νανουρίζεται στο βλαστάρι των ανέμων».
Ο «θεμελιωτής» της πεζογραφίας
Μετά το 1950 εμφανίζονται πολλοί ποιητές. Μέσα σ’ αυτούς ξεχωρίζει η μορφή του Χοσέ Λεσάμα Λίμα (José Lezama Lima, 1910–1976), που έγινε διάσημος, παγκοσμίως, με το μυθιστόρημά του «Παράδεισος». Ο Λίμα είναι πολύ ιδιόμορφος ποιητής. Οι μελετητές της κουβανέζικης ποίησης μιλούν για «πρωτοπόρο», που άνοιξε δρόμους στην έκφραση. Συνέδεσε το μπαρόκ με τον υπερρεαλισμό και μέσω εικόνων (υπερρεαλιστικών) εξέφρασε τις προσωπικές του αγωνίες και την κουβανικότητα. Το έντονο προσωπικό στοιχείο και ο υπέρμετρος υπερρεαλισμός του δεν τον κάνουν προσιτό στον πολύ κόσμο.
Σίγουρα παραλείφτηκαν πολλά ονόματα στη σύντομη αυτή παρουσίαση. Στόχος μας ήταν να παρουσιάσουμε τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, που δίνουν το στίγμα και το χρώμα της κουβανέζικης ποίησης, η οποία, δυστυχώς, όπως και γενικά η λατινοαμερικάνικη ποίηση, εκτός από μια μικρή αναφορά στον Νερούδα (Pablo Neruda, 1904–1973), δεν περιέχονται στα σχολικά εγχειρίδια. Δεν αναφερθήκαμε στην, επίσης, σημαντική πεζογραφία της Κούβας. Θα σταθούμε, όμως, στον μεγαλύτερο πεζογράφο της Κούβας, τον Αλέχο Καρπεντιέρ (Alejo Carpentier, 1904–1980), ο οποίος υπηρέτησε την Επανάσταση, από τότε που ανέτρεψε τον Μπατίστα (1959) μέχρι το θάνατό του. Με την τέχνη του, «θεμελίωσε» τη νέα κουβανέζικη και όλη τη λατινοαμερικάνικη πεζογραφία. Στο κορυφαίο έργο του «Αιώνας των Φώτων», ο Καρπεντιέρ σαρκάζει τους Γάλλους επαναστάτες του 1789, οι οποίοι, ενώ πήγαν στις αποικίες της Λατινικής Αμερικής για να μεταδώσουν τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, σταδιακά μετατράπηκαν σε χειρότερους δυνάστες-τυράννους. Στο έργο αυτό, ο συνδυασμός του μπαρόκ με τη λατινοαμερικάνικη παράδοση δίνουν ένα μαγευτικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, δικός του είναι ο όρος «μαγικός ρεαλισμός», που ο Καρπεντιέρ τον χαρακτηρίζει «πραγματικά θαυμαστό», προλογίζοντας το «Βασίλειο αυτού του Κόσμου» (1949). Ο Καρπεντιέρ μιλάει για το θαυμαστό κόσμο της Αμερικής, που σήμερα, μέσω της Κούβας, δίνει το παράδειγμα σ’ όλο τον κόσμο: Τέχνη για τη ζωή, την επανάσταση, την ελπίδα.
(Αναδημοσίευση από τον ‘Κυριακάτικο Ριζοσπάστη’ της 28 Σεπτεμβρίου 2003)