Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η “Μεγάλη Παρασκευή” του Καρούσου Τζαβαλά

Μια εκδή­λω­ση για τον Καρού­σο Τζαβαλά

Επι­μέ­λεια: Ελέ­νη Κακνα­βά­του //

tzavalas4Στην αυλή του Μου­σεί­ου Μακρο­νή­σου  τίμη­σε την Κυρια­κή 24/4/2016 με μια σεμνή εκδή­λω­ση  η Πανελ­λή­νια Ένω­ση Κρα­του­μέ­νων Αγω­νι­στών Μακρο­νή­σου (ΠΕΚΑΜ)  τον Καρού­σο Τζα­βα­λά, τον ηθο­ποιό του ελλη­νι­κού θεά­τρου, αγω­νι­στή της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και  Μακρο­νη­σιώ­τη κρα­τού­με­νο. Στην εκδή­λω­ση  παρου­σιά­στη­κε το ποί­η­μά  του ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.

Στο σύντο­μο βιο­γρα­φι­κό  του αγω­νι­στή καλ­λι­τέ­χνη που παρου­σί­α­σε η Γ. Μαχαί­ρα, από το ΔΣ της ΠΕΚΑΜ, τονί­στη­κε η  αγω­νι­στι­κό­τη­τα, το θάρ­ρος και ο ηρω­ι­σμός   που επέ­δει­ξε μπρο­στά στους βασα­νι­στές του  παρά τα σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα της υγεί­ας του. Ο Καρού­σος Τζα­βα­λάς εξο­ρί­στη­κε πρώ­τα στην Ικα­ρία, μετά στη Μακρό­νη­σο και στον Αη Στρά­τη. Η δικτα­το­ρία των  συνταγ­μα­ταρ­χών,  αργό­τε­ρα,  τον ανά­γκα­σε να κατα­φύ­γει στο Παρί­σι, μετά την απε­λευ­θέ­ρω­σή του,  όπου πέθα­νε το 1969. Η Γ. Γ.  της ΠΕΚΑΜ είπε επί­σης χαρα­κτη­ρι­στι­κά ότι ο σκη­νο­θέ­της Ν. Παπα­τά­κης, απο­χαι­ρε­τώ­ντας τον Καρού­σο, είπε: Ο Καρού­σος πέθα­νε από μια αρρώ­στια που ενά­ντιά της θα έπρε­πε να επι­στρα­τευ­τούν οι δυνά­μεις όλου του κόσμου. Αυτή η αρρώ­στια λέγε­ται «φασι­σμός»!

Στην Ικα­ρία, πριν μετα­φερ­θούν κι οι δυο στη Μακρό­νη­σο,  γνώ­ρι­σε τον Καρού­σο Τζα­βα­λά ο Πρό­ε­δρος της  ΠΕΚΑΜ Γρη­γό­ρης Ριζό­που­λος, που τον χαρα­κτή­ρι­σε ‑στην ομι­λία του- έναν πολύ σοβα­ρό συνα­γω­νι­στή  με ήθος  και είπε ότι είχε την τύχη ‑κι όχι ατυ­χία–  να  γνω­ρί­σει τον ηθο­ποιό  μέσα σε πολύ δύσκο­λες συνθήκες.

Στη φωτογραφία διακρίνονται: Ο ηθοποιός Γ. Γιολδάσης, ο λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης, ο ηθοποιός Τζαβαλάς Καρούσος, ο λογοτέχνης Νίκος Παπαπερικλής, ο Γιάννης Ιμβριώτης και ο ηθοποιός Κώστας Ματσακάς. (Από τη Μακρόνησο 1950)

Στη φωτο­γρα­φία δια­κρί­νο­νται: Ο ηθο­ποιός Γ. Γιολ­δά­σης, ο λογο­τέ­χνης Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, ο ιστο­ρι­κός Δημή­τρης Φωτιά­δης, ο ηθο­ποιός Μάνος Κατρά­κης, ο ηθο­ποιός Τζα­βα­λάς Καρού­σος, ο λογο­τέ­χνης Νίκος Παπα­πε­ρι­κλής, ο Γιάν­νης Ιμβριώ­της και ο ηθο­ποιός Κώστας Ματσα­κάς. (Από τη Μακρό­νη­σο 1950)

Στη συνέ­χεια διά­βα­σε  το ποί­η­μα ο  ηθο­ποιός Β. Κολο­βός  που είπε ότι  το δημο­σί­ευ­σε για πρώ­τη φορά ένας θεί­ος του που το διέ­σω­σε, αφού έκρυ­ψε τα χαρ­τά­κια στα οποία το είχε γρά­ψει  ο Καρού­σος Τζα­βα­λάς.  Το ποί­η­μα γρά­φτη­κε  για τον υπο­πλοί­αρ­χο  Δημή­τρη Τατά­κη,  που άφη­σε την πνοή του στη Μακρό­νη­σο μετά από φρι­κτά βασανιστήρια.

Στο ποί­η­μα  παραλ­λη­λί­ζο­νται   η σταύ­ρω­ση και τα πάθη του Ιησού με τα μαρ­τύ­ρια των δεσμω­τών της Μακρο­νή­σου. Ο ποι­η­τής  δια­πι­στώ­νει  ότι τα πάθη των μακρο­νη­σιω­τών ήταν πιο φοβε­ρά κι από αυτά του Ιησού.

Ω  Ναζω­ραίε μου, Αδελφέ!
Και να’ ξερες καλέ μου
πόσο καλοί ήταν οι δικοί σου οι Εκατόνταρχοι. 

Η εκδή­λω­ση έκλει­σε με καλ­λι­τε­χνι­κό πρό­γραμ­μα με τρα­γού­δια του Μ. Θεοδωράκη.

tzavalas3

Παρα­θέ­του­με στη συνέ­χεια  κάποια απο­σπά­σμα­τα από το πολύ­στι­χο ποίημα.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Κατά εξά­δας μας παρέλαβαν
της Μακρο­νή­σου οι εκατόνταρχοι.
Κατά εξά­δας γίνου­νται όλα εδώ.
Κατά εξά­δας κι οι στιγ­μές του χρό­νου αγκομαχάνε…
Μας επλαι­σί­ω­σαν οι ατσα­λά­κω­τοι βασα­νι­στές μας
πάνοπλοι
κι εδώ
σ’ αυτό το πλά­τω­μα μας έφεραν
να μελε­τή­σου­με τα πάθη σου Χρι­στέ μου.
Άπνοη εσπέ­ρα του Απριλιού
Γιο­μά­τη απ’ ανα­μνή­σεις αρωμάτων…..

*******************

Το τρι­σα­νέ­μι καταλάγιασε
και σιγα­νά στην ηρε­μία μας
μπο­ρού­με τα δικά μας να μιλήσουμε
ενώ οι τυφλοί βασανιστές
κι οι μαύ­ροι αρχιε­ρείς σου
κορ­δώ­θη­καν εκεί
να περιπαίξουν
το μεγά­λο, τον ανεί­πω­το πόνο πασών των γενεών
και της βρα­διάς τη θλίψη…
Απλά θα σου ιστορήσουμε
σ’ αυτή την ησυχία
μαρ­τύ­ρια που δεν έτυ­χε ποτέ σου  να γνωρίσεις…
Το Γολ­γο­θά σου, όπως θυμά­σαι, ανέβηκες
για μια φορά μονάχα
και βρέ­θη­καν κοντά σου άνθρωποι
που θέλη­σαν να σηκώσουνε
το φοβε­ρό Σταυ­ρό σου.
Κοί­τα­ξε, ολό­γυ­ρα σου αυτές τις φαλα­κρές κορφές!
Η κάθε μια ανηφόρα
κι ένας Γολγοθάς
και το καθέ­να πλάτωμα
κι ένας Κρα­νί­ου τόπος.

 ******************

Σε σταύ­ρω­σαν για μια φορά
Μονά­χα,  ω Αφελ­φέ μου.
Κι όταν εδί­ψα­σες αργά το δειλινό
να δρο­σι­στείς σου δώσαν λίγο ξύδι…
Αλά­τι μονα­χό δε σε ταΐσανε
και δε σου δεί­ξα­νε ύστε­ρα το πέλαγο
τη δίψα σου να σβήσεις…
Κι όταν ελί­γω­σες κοντά στο ηλιοβασίλεμα
λίγη σπλα­χνιάν οι άσπλα­χνοι τη βρήκαν
να λοχίσουνε
την τρυ­φε­ρή καρ­διά σου….

*******************

Κι όταν εζύ­γω­σε η υπέρ­τα­τη στιγμή
μπό­ρε­σες το «Τετέ­λε­σται» να σιγοψυθιρίσεις
Είχες φωνή και φρό­νη­σιν ακόμα…
Δε σου’ κοψεν ο τρό­μος τη λαλιά
Και δεν εκτύ­πη­σεν η τρέ­λα μας η αλλόκοτη
που ξέρει να πονά­ει και να γνωρίζει…
Δε σου ‘τυχαν οι πόρ­νοι κι οι δειλοί
Την αρε­τή και την αντρειά να σου διδά­ξουν!
   

*********************

Ω  Αδελ­φέ
Οι Αρχιε­ρείς δε λεί­που­νε ποτέ
απ’  τα μαρ­τύ­ρια των Ανθρώπων!

*********************

Έτσι ήταν πάντα, ω Αδελ­φέ, οι Αρχιερείς
Δεν ξέχα­σες που Αρχιε­ρείς δικά­σα­νε και σένα…
Αρχιε­ρείς δικά­ζουν πάντο­τε, συνάδελφε,
την ευτυ­χία ν’ ασφα­λί­ζουν των Καισάρων!

*********************

Μα ήρθα­νε τώρα άλλοι καιροί!
Το τέλος των Και­σά­ρων έφτα­σε αδυσώπητο
Κι  είναι γι’ αυτό
σκλη­ρό­τε­ροι οι Πιλά­τοι σήμερα
Κι οι Αρχιερείς
πολύ σκλη­ρό­τε­ροι οι δικοί σου.
Σκλη­ρό­τε­ροι όμως γίνα­με κι εμείς
Και την Ανά­στα­ση που ετάξαμε
θα φέρου­με στ’ αδέλ­φια μας τα κακομοιριασμένοι!
Και πιο σκλη­ροί από Σένανε
γι ‘ Αρχιε­ρείς και Καίσαρες
Θα κάνου­με Παρά­δει­σο τη γη μας που πατούμε……

Εμπρός,  λοι­πόν! Κι  όπως ο ποι­η­τής, που παρό­λα τα βάσα­να και τα πάθη  που αφη­γεί­ται στο ποί­η­μα του,  κλεί­νει με αισιο­δο­ξία κι όρα­μα, έτσι κι εμείς.

Ας φέρου­με την πολυ­πό­θη­τη Ανά­στα­ση που έχου­με τάξει στ’ αδέλ­φια μας!! Ας κάνου­με Παρά­δει­σο τη γη μας!!

Εμπρός! Καλή Ανά­στα­ση στο Λαό μας!!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο