Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Harry R. Wilkens: «Η Γη της Επαγγελίας και άλλα δύο ποιήματα»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Στην χώρα που όλα, υπο­τί­θε­ται, είναι δυνα­τά και που υπάρ­χουν ευκαι­ρί­ες για όλους, στην χώρα που απο­τε­λεί την επι­το­μή του αμε­ρι­κά­νι­κου ονεί­ρου που γαλού­χη­σε γενιές και γενιές, ακό­μα και normanjolson_artστον τόπο μας γεν­νή­θη­κε, μέσω της ποί­η­σης και της λογο­τε­χνί­ας και φυσι­κά μέσα και από τα κινή­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας των προη­γού­με­νων δεκα­ε­τιών – ήδη από την δεκα­ε­τία του ’50, η αμφι­σβή­τη­ση αυτής της ψεύ­τι­κης και επι­κίν­δυ­νης εικό­νας. Μάλι­στα, μέσω της λογο­τε­χνί­ας, αμφι­σβη­τή­θη­καν ακό­μα και τα κινή­μα­τα αμφι­σβή­τη­σης, από την μπητ γενιά μέχρι και τους λεγό­με­νους χίπις, από προ­ο­δευ­τι­κή αλλά και από συντη­ρη­τι­κή, τις περισ­σό­τε­ρες φορές, θέση. Στην αμε­ρι­κά­νι­κη λογο­τε­χνία, με κύριο εκπρό­σω­πό της τον Τσαρλς Μπου­κόφ­σκι, η λογο­τε­χνι­κή αμφι­σβή­τη­ση, με ελά­χι­στη ή και καθό­λου υλι­κή συμ­με­το­χή, έγι­νε σάτι­ρα, σκλη­ρή ειρω­νεία και πρό­κλη­ση και ανέ­δει­ξε διά­φο­ρους δημιουρ­γούς, που δεν σηκώ­νουν μύγα στο σπα­θί τους, προ­κει­μέ­νου να κατα­φέ­ρουν να απο­δο­μή­σουν την κίβδη­λη εικό­να της αμε­ρι­κά­νι­κης, καπι­τα­λι­στι­κής ευη­με­ρί­ας φτά­νο­ντας καμιά φορά να υιο­θε­τούν κι έναν ιδιό­τρο­πο, θα λέγα­με, λόγο – και εστιά­ζο­ντας την κρι­τι­κή τους στις συνή­θειες και τις αντι­λή­ψεις της ανώ­τε­ρης τάξης καθώς και των εξα­θλιω­μέ­νων της αμε­ρι­κά­νι­κης κοι­νω­νί­ας και φυσι­κά, των αντι­λή­ψε­ων που διέ­πουν τη ζωή της μεσαί­ας τάξης της χώρας. Το σεξ και ο έρω­τας, η φιλαν­θρω­πία των ισχυ­ρών, τα κατα­να­λω­τι­κά ήθη και έθι­μα, ο τρό­πος ζωής και η δια­τρο­φή, τίπο­τα δεν μένει ασχολίαστο.

Ο Harry R. Wilkens (1945, Κάι­σερ­σλά­ου­τερν, Γερ­μα­νία), που ποι­ή­μα­τά του παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα, απο­τε­λεί μια τέτοια περί­πτω­ση ποι­η­τή. Σαρ­κα­στι­κός, είρω­νας, σχε­δόν προ­σβλη­τι­κός για olson08όσους τοπο­θε­τούν τον εαυ­τό τους στη θέση κάποιου υπε­ρα­σπι­στή ενός, κατα­σκευα­σμέ­νου, ορθού λόγου – δηλα­δή μιας εξου­σια­στι­κής αντί­λη­ψης, ισο­πε­δώ­νει με τα ποι­ή­μα­τα του και τον κοι­νω­νι­κό καθω­σπρε­πι­σμό και την αυτα­πά­τη μιας ψεύ­τι­κης απε­λευ­θέ­ρω­σης, όπως ο ίδιος φυσι­κά την αντι­λαμ­βά­νε­ται, που καλ­λιέρ­γη­σαν κάποιοι εκπρό­σω­πο των κινη­μά­των αμφι­σβή­τη­σης με σκο­πό το εύκο­λο κέρ­δος, και την φιλαν­θρω­πία των ισχυ­ρών που εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται τις αδυ­να­μί­ες των πολ­λών και εξα­θλιω­μέ­νων και απο­δο­μώ­ντας την ίδια την Γη της Επαγ­γε­λί­ας, την Αμε­ρι­κή και τον τρό­πο ζωής που έχει επι­βάλ­λει. Τα ποι­ή­μα­τα που ακο­λου­θούν είναι μόνο ενδει­κτι­κά και μάλι­στα το πιο… λάιτ σε σχέ­ση με αυτά που περι­λαμ­βά­νο­νται στο βιβλίο του «Άβυσσος»(2001) που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις πάντο­τε, σε μετά­φρα­ση του Κώστα Χρό­νη, σε επι­μέ­λεια της Νατά­σας Δαγρέ και με σχέ­δια, στο ίδιο το πνεύ­μα του συγ­γρα­φέα, πό τον Norman J. Olson.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Νέα Υόρ­κη

Βια­στι­κοί άνθρωποι
που τρέ­χουν χωρίς
να τους νοιάζει
τίποτ’ άλλο
εκτός από
το επό­με­νο κατούρημα.
Πλα­τεί­ες άδειες
από παιδιά
και γεμά­τες με ανθρώπους
που βγά­ζουν βόλτα
το σκύ­λο τους
και ζού­νε από
το επί­δο­μα ανεργίας.
Αλλο­δα­ποί διατηρούν
αυτήν την απραξία
ενώ όλα παρακολουθούνται
από μεγαλοκαρχαρίες
και αρπακτικά
και κροκόδειλους
που κινού­νται αργά και αθόρυβα
πάνω στους δρόμους
με τις μακριές λιμου­ζί­νες τους
και κοιτάζουν
μέσα από τα φιμέ τζάμια.

 

Η Γη της Επαγγελίας

Λεπτο­κα­μω­μέ­νοι μελα­ψοί άνθρωποι,
στρι­μωγ­μέ­νοι σαν σαρδέλες
σε αερο­πλά­να και σε πλοία
– όπως το φυστι­κο­βού­τυ­ρο πασαλειμμένο
πάνω σ’ ένα σάντουιτς
ή όπως τα σκου­λή­κια πάνω σ΄ ένα πτώμα –
με προ­ο­ρι­σμό τη χώρα του Θεού,
την πατρί­δα της Ελευ­θε­ρί­ας και της Δημοκρατίας,
το χωνευ­τή­ρι των χοντρών
μαύ­ρων και λευ­κών σκουπιδοφάγων,
των ναρ­κο­μα­νών και
των μανια­κών δολοφόνων,
την χώρα των ανθρώπων
με τα κάτα­σπρα δόντια,
τις υγιείς σκέψεις
και το καλό σεξ.

 

Σχέ­δια για το μέλλον

Αγά­πη μου
πες μου
πως
θα
είναι
όταν θα πάρου­με τελικά
το επί­δο­μα ενοικίου.
Πες μου
πως
πα
είναι !!!
Κάθε
τέλος του μήνα
θα το γιορτάζουμε
σαν να ήτα­νε Χριστούγεννα;
Θα κάνουμε
Έρωτα
δύο φορές την εβδομάδα;
ή ακό­μα και τρεις ;;;
Θα κάνουμε
Διακοπές
στην παραλία,
θα αγο­ρά­σου­με ένα καινούργιο
πλυντήριο
και τελικά
θα κάνου­με παιδί,
θα φτιά­ξου­με το αυτο­κί­νη­το μας
ή θα πηγαίνουμε
πού και πού
στο
σινεμά
για
να βλέπουμε
πώς
θα
ήταν
εάν τα
είχαμε
στ’ αλή­θεια καταφέρει …

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο