Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρ. Νταβαντζής, Μια ζωή σκληρή, καθαρή, τίμια και γι’ αυτό δύσκολη, μα τόσο όμορφη

Η ομι­λία του Νίκου Πουρ­να­ρά, εκ μέρους του περιο­δι­κού ΑΤΕΧΝΩΣ και επι­με­λη­τή του βιβλί­ου, στην παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή «Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη… Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής». Την εκδή­λω­ση οργά­νω­σε το περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ (ανα­λυ­τι­κό ρεπορ­τάζ μπο­ρεί­τε να δεί­τε εδώ), την Κυρια­κή 9 Οκτώ­βρη 2016 στον κινη­μα­το­γρά­φο “Αλκυο­νίς”.

Στις 9 Οκτώ­βρη του 1944, ο ΕΛΑΣ έχει ήδη απε­λευ­θε­ρώ­σει τα 3/4 της Αττι­κής από τους Γερ­μα­νούς κατα­χτη­τές και καθα­ρί­ζει την Αθή­να από τη φασι­στι­κή βρω­μιά, για να κατε­βά­σει τρεις μέρες αργό­τε­ρα από την Ακρό­πο­λη τη γερ­μα­νι­κή σημαία και στη θέση της να υψώ­σει την ελλη­νι­κή. Σαν σήμε­ρα, στις 9 Οκτώ­βρη του 1967, ένας ασή­μα­ντος ένστο­λος του καθο­δη­γού­με­νου από την Αμε­ρι­κα­νι­κή Κεντρι­κή Υπη­ρε­σία Πλη­ρο­φο­ριών (CIA) Βολι­βια­νού στρα­τού, δολο­φο­νεί άναν­δρα τον μεγά­λο Αργε­ντί­νο κομ­μου­νι­στή επα­να­στά­τη και δια­νοη­τή Ερνέ­στο Τσε Γκε­βά­ρα. Mε τις ιδέ­ες του Τσε ζωντα­νές και τους αγώ­νες και τις θυσί­ες των αγω­νι­στών της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ να φωτί­ζουν τους σύγ­χρο­νους αγώ­νες για μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, με το λαό κου­μα­ντα­δό­ρο στον τόπο του, συνα­ντη­θή­κα­με σήμε­ρα εδώ με αφορ­μή το βιβλίο του αγω­νι­στή της Εθνι­κής Αντί­στα­σης Χρή­στου Νταβαντζή.

Για εμάς, στο ΑΤΕΧΝΩΣ, ο αγώ­νας της γενιάς της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, η οργά­νω­ση και δρά­ση του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, ενά­ντια στον ξένο κατα­χτη­τή και τους ντό­πιους συνερ­γά­τες του, αλλά και η τρί­χρο­νη ηρω­ι­κή επο­ποι­ία του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, που πολέ­μη­σε με άνι­σους όρους τους κατα­χτη­τές που δια­δέ­χτη­καν τους χιτλε­ρι­κούς φορώ­ντας τη μάσκα του «συμ­μά­χου», απο­τε­λούν πηγή έμπνευ­σης, δια­παι­δα­γώ­γη­σης και αγω­νι­στι­κής ανά­τα­σης. Σήμε­ρα, που όλοι βομ­βαρ­δι­ζό­μα­στε (και ιδιαί­τε­ρα οι νεώ­τε­ρες γενιές) από το κυρί­αρ­χο σύστη­μα με μηνύ­μα­τα όπως «κοί­τα την πάρ­τη σου κι άσε τους άλλους», «όσο και ν’ αγω­νί­ζε­σαι δεν βγαί­νει τίπο­τα», «δεν είναι και­ρός για ηρω­ι­σμούς», και άλλα τέτοια, ο στό­χος μας δεν μπο­ρεί να είναι άλλος από το  να φτά­σουν τα μηνύ­μα­τα της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ, ατό­φια και αναλ­λοί­ω­τα από την κατα­συ­κο­φά­ντη­ση και τη δια­στρέ­βλω­ση, σε όσο το δυνα­τό περισ­σό­τε­ρες συνει­δή­σεις. Σ’ αυτό επι­διώ­κου­με να συμ­βά­λου­με και με την απο­ψι­νή μας εκδήλωση.

Με την πεποί­θη­ση ότι η πιο έμπρα­κτη τιμή στους ηρω­ι­κούς αγώ­νες του χτες δεν είναι οι φιέ­στες και τα κού­φια λόγια, αλλά η συνέ­χι­ση και έντα­ση της πάλης και του αγώ­να, σήμε­ρα, μέχρι τη δικαί­ω­ση των ορα­μά­των για τα οποία έδω­σαν τη ζωή τους οι ήρω­ες, σας καλω­σο­ρί­ζου­με. Δεν θα σας κου­ρά­σω με πολ­λά λόγια (στη συνέ­χεια θα πού­με λίγα ακό­μα για το βιβλίο). Άλλω­στε, όταν έχεις την τύχη να βρί­σκε­σαι ανά­με­σα σε εκπρο­σώ­πους αυτής της γενιάς, (της «δρα­κο­γε­νιάς», όπως την απο­κα­λεί ένα από τα πιο άξια παι­διά της, ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης), τότε το καλύ­τε­ρο που έχεις να κάνεις είναι… να κλεί­νεις το στό­μα και ν’ ανοί­γεις τ’ αφτιά σου.

Ευχα­ρι­στού­με τον Χρή­στο Τσιν­τζι­λώ­νη, πρό­ε­δρο της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης – Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας και τον Κώστα Μαρα­γκου­δά­κη, πρό­ε­δρο του Ιδρύ­μα­τος Περί­θαλ­ψης Ηλι­κιω­μέ­νων «Το Σπί­τι του Αγω­νι­στή», που μας τιμούν με την παρου­σία τους  στο πάνελ των ομι­λη­τών.  Ευχα­ρι­στού­με τον  Βελισ­σά­ριο Κοσ­συ­βά­κη για τη φιλο­ξε­νία στην Αλκυο­νί­δα του, τον όμορ­φο και ιστο­ρι­κό αυτό χώρο, για δεκα­ε­τί­ες κοι­τί­δα πολι­τι­σμού και αφύ­πνι­σης συνει­δή­σε­ων. Ευχα­ρι­στού­με όλους εσάς που βρί­σκε­στε εδώ.

Μετά από την παρα­πά­νω εισα­γω­γή ακού­στη­καν οι ομι­λί­ες του Χρή­στου Τσιν­τζι­λώ­νη, προ­έ­δρου της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης – Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας (δια­βά­στε τη εδώ) και του Κώστα Μαρα­γκου­δά­κη, προ­έ­δρου του Ιδρύ­μα­τος Περί­θαλ­ψης Ηλι­κιω­μέ­νων «Το Σπί­τι του Αγω­νι­στή» (δια­βά­στε τη εδώ), και στη συνέ­χεια ακο­λού­θη­σε  το κύριο μέρος της ομι­λί­ας του Ν. Πουρναρά:

Γρά­φει κάπου ο Μπέρ­τολτ Μπρεχτ: «Οι αδύ­να­τοι δεν αγωνίζονται./ Οι δυνα­τό­τε­ροι αγω­νί­ζο­νται ίσως μια ώρα παραπάνω./ Αυτοί που δυνα­τό­τε­ροι ακό­μα είναι, αγω­νί­ζο­νται χρό­νια πολλά./ Αλλά οι δυνα­τό­τε­ροι απ’ όλους αγω­νί­ζο­νται όλη τους τη ζωή.»

Μικρός το δέμας, γίγας στην ψυχή. Με αυτές τις λέξεις θα περιέ­γρα­φα τον ενε­νη­ντά­χρο­νο έφη­βο Χρή­στο Ντα­βαν­τζή. Αν και μάς συν­δέ­ει ο τόπος κατα­γω­γής (κατα­γό­μα­στε και οι δυο από τη Χώσε­ψη – Κυψέ­λη Άρτας) και γνω­ρι­ζό­μα­στε πολύ πριν μου εμπι­στευ­τεί… «όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη» του…   το βιβλίο αυτό συνέ­βαλ­λε στο να ανα­πτυ­χθεί μετα­ξύ μας μια σχέ­ση βαθιά και δυνα­τή που κατέ­δει­ξε ότι αυτά που μας συν­δέ­ουν είναι πολ­λά περισ­σό­τε­ρα. Γι’ αυτό, ακό­μα και αν το ήθε­λα, δεν μπο­ρεί να απο­φευ­χθεί ο προ­σω­πι­κός τόνος σ’ αυτή την αναφορά.

Τι είναι αυτό που κάνει το «Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη…» να διεκ­δι­κεί και να κερ­δί­ζει τον χώρο του ανά­με­σα στα τόσα σημα­ντι­κά βιβλία και ανα­μνή­σεις αγω­νι­στών, που εξι­στο­ρούν το ανυ­πέρ­βλη­το μεγα­λείο της εαμι­κής αντί­στα­σης και την αθά­να­τη επο­ποι­ία του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας, περι­γρά­φουν απο­στο­λές και επι­χει­ρή­σεις, μάχες μικρές και μεγά­λες, θριάμ­βους και ήττες, στιγ­μές ανεί­πω­του πόνου και άφτα­στου ηρωισμού;

Ο συγ­γρα­φέ­ας εξι­στο­ρεί τα γεγο­νό­τα όπως ακρι­βώς τα έζη­σε και τα είδε, χωρίς εκ των υστέ­ρων φτια­σι­δώ­μα­τα ή παρα­μορ­φώ­σεις. Αυτό έχει σαν απο­τέ­λε­σμα να μετα­φέ­ρε­ται στον ανα­γνώ­στη ατό­φιο το κλί­μα (με τα καλά και τα προς απο­φυ­γή στοι­χεία) μιας περιό­δου που καθό­ρι­σε την πορεία του τόπου και σημά­δε­ψε ανε­ξί­τη­λα τους ανθρώ­πους, και να είναι ο ανα­γνώ­στης, τελι­κά, αυτός που θα αξιο­λο­γή­σει και θα κρί­νει γεγο­νό­τα, πρό­σω­πα και καταστάσεις.

Ο Χρή­στος Ντα­βαν­τζής απο­φά­σι­σε να μοι­ρα­στεί μαζί μας αυτά που έζη­σε, ορμώ­με­νος από την εσω­τε­ρι­κή του φλό­γα και τις μνή­μες που πάλ­λο­νται ζωντα­νές κι ας πέρα­σαν εννιά γεμά­τες δεκα­ε­τί­ες. Απο­φά­σι­σε να μοι­ρα­στεί μαζί μας μια ζωή σκλη­ρή, καθα­ρή και τίμια, γι’ αυτό δύσκο­λη· μα τόσο γεμά­τη και όμορ­φη. Σαν τη ζωή που ξεκί­νη­σε  για χιλιά­δες παλι­κά­ρια του λαού μας, αγό­ρια και κορί­τσια,  όταν δάμα­σαν την ορμή της νιό­της και των ονεί­ρων τους στον δρό­μο του αγώ­να για λευ­τε­ριά και για ένα καλύ­τε­ρο αύριο, σαν βρέ­θη­καν μπρο­στά στο σταυ­ρο­δρό­μι: περή­φα­νη αντί­στα­ση, με κάθε κόστος, ή ατι­μω­τι­κή υποταγή;

Στη Χώσε­ψη, χωριό της ορο­σει­ράς των Τζου­μέρ­κων, κατοι­κού­σαν εργά­τες της γης και μαστό­ροι της πέτρας, άνθρω­ποι κατά κανό­να φτω­χοί και αγράμ­μα­τοι. Ο πατέ­ρας του Χρή­στου, αγρό­της στο επάγ­γελ­μα, είχε από δυο γάμους 11 παι­διά. «Η οικο­γέ­νειά μας, γρά­φει ο Χρή­στος,  ήταν πάμ­φτω­χη, ο πατέ­ρας μας όμως μάς συμ­βού­λευε, όσο και αν πει­νά­με,  να μην κλέ­ψου­με ποτέ ούτε ένα κορό­μη­λο! Και αυτό το τηρή­σα­με σε όλη μας τη ζωή.» Ξυπό­λη­τος πήγε στο δημο­τι­κό σχο­λείο, μην έχο­ντας τη δυνα­τό­τη­τα ν’ αγο­ρά­σει ούτε το κοντύ­λι για να γρά­φει στην πλά­κα τα γραμ­μα­τά­κια που του δίδα­σκε ο δάσκα­λος, και κατά­φε­ρε να βγά­λει τις τάξεις με τ’ όνει­ρο να γίνει για­τρός. Αιτία στά­θη­κε ένα τρα­γι­κό περι­στα­τι­κό που θα σημα­δέ­ψει την παι­δι­κή ψυχή του και θα κάνει την άγου­ρη ακό­μα συνεί­δη­σή του να νιώ­σει τα πρώ­τα σκιρ­τή­μα­τα αμφι­σβή­τη­σης, σ’ αυτά που δάσκα­λος, παπάς και χωρο­φύ­λα­κας όρι­ζαν, στα χωριά τότε, ως νομο­τέ­λειες στη ζωή.

«Όταν ήμουν 8–9 χρο­νών πέθα­νε το αδελ­φά­κι μου ο Βασί­λης. Είχε αρρω­στή­σει από πνευ­μο­νία και δεν είχα­με λεφτά να πάμε στο για­τρό. Το χωριό μας δεν είχε για­τρό. Ο πιο κοντι­νός ήταν ο Ανα­γνώ­στου, στο Βουρ­γα­ρέ­λι, αλλά για να τον φέρου­με στο σπί­τι έπρε­πε να που­λή­σου­με μια αγε­λά­δα που είχε τότε 150 δραχ­μές, το πολύ 200 η καλύ­τε­ρη. Εμείς μια αγε­λά­δα είχα­με και αν την πού­λα­γε ο πατέ­ρας πώς θα ζού­σαν οι υπό­λοι­ποι; Από την αγε­λά­δα παίρ­να­με το γάλα, μ’ αυτή κάνα­με χωρά­φι και σπέρ­να­με λίγο στά­ρι ή καλα­μπό­κι και πάλι δεν μάς έφτα­νε για να φάμε.

Ήταν Τετάρ­τη. Η μάνα μου πήρε το γάλα από την αγε­λά­δα και το έφτια­ξε «κορ­φή»  για να το βαρέ­σει την άλλη μέρα, να το κάνει ξυνό­γα­λο και να βγά­λει και λίγο βού­τυ­ρο. Στο ξυνό­γα­λο έρι­χνε και νερό κι αυγά­ται­νε και τρί­βα­με μέσα μπο­μπό­τα για να φάμε. Άλλο φαΐ δεν είχα­με στο σπί­τι, μόνο το γάλα, αλλά η μάνα δεν μάς άφη­νε να φάμε γάλα την Τετάρ­τη για­τί έλε­γε ότι κάνου­με αμαρ­τία. Το από­γευ­μα ο πατέ­ρας γύρι­σε κου­ρα­σμέ­νος απ’ τα χωρά­φια και νηστι­κός. Έφα­γε λίγη μπο­μπό­τα σκέ­τη. Έκα­τσε κάμπο­ση ώρα και λέει «α, εγώ θα φάω, δεν μπο­ρώ να κρα­τή­σω άλλο» και παίρ­νει ένα πιά­το και βάζει από μέσα απ’ την καρ­δά­ρα  γάλα που ήταν πηχτό κι έφα­γε. Την άλλη μέρα ο αδελ­φός μου πέθα­νε, στην αγκα­λιά μου. Ήταν τεσ­σε­ρά­μι­σι χρο­νών. Η μάνα μου φώνα­ζε στον πατέ­ρα ότι έκα­νε αμαρ­τία που έφα­γε γάλα την Τετάρ­τη και γι’ αυτό πέθα­νε το παιδί.

Εμέ­να τότε δεν χώρα­γε στο μυα­λό μου ότι αυτή ήταν η αιτία που πέθα­νε ο αδελ­φός μου και είχα για και­ρό βάρος στην ψυχή μου απ’ αυτό το ερώ­τη­μα, που με πάλευε μέσα μου. Ήταν άρα­γε, αλή­θεια, αμαρ­τία, που ένας κου­ρα­σμέ­νος από τη δου­λειά και πει­να­σμέ­νος άνθρω­πος έφα­γε γάλα την Τετάρ­τη, για να μας πάρει ο Θεός το παιδί;…»

Δύσκο­λα χρό­νια και οι συν­θή­κες στο χωριό ακό­μα πιο δύσκο­λες. Οι σπου­δές στο γυμνά­σιο συνε­πά­γο­νταν έξο­δα και θυσί­ες, αβά­στα­χτες για την πολυ­με­λή φτω­χή οικο­γέ­νεια, που με δυσκο­λία έβγα­ζε το ψωμί. Ο πατέ­ρας του περί­με­νε πώς και πώς να τελειώ­σει ο Χρή­στος το σχο­λείο για να τον βοη­θή­σει στις ανά­γκες του νοι­κο­κυ­ριού. Ούτε η επι­μο­νή του δασκά­λου, να συνε­χί­σει ο Χρή­στος στο Γυμνά­σιο, στά­θη­κε ικα­νή να τον μεταπείσει.

Ένα γεγο­νός που καθό­ρι­σε τη ζωή του Χρή­στου από τα παι­δι­κά του κιό­λας χρό­νια ήταν η γνω­ρι­μία του με τον Χωσε­ψί­τη δάσκα­λο Κώστα Πουρ­να­ρά, τον μετέ­πει­τα λογο­τέ­χνη-συγ­γρα­φέα Κώστα Μπό­ση. Ο Κώστας Πουρ­να­ράς ήταν στέ­λε­χος του ΚΚΕ από το 1930, κυνη­γη­μέ­νος από τη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά που θα τον πάψει από το λει­τούρ­γη­μά του και θα τον φυλα­κί­σει και εξο­ρί­σει για τα φρο­νή­μα­τά του και τη δρά­ση του· με συμ­με­το­χή, στη συνέ­χεια, στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση και τον ΔΣΕ και σημα­ντι­κή προ­σφο­ρά στα Γράμ­μα­τα. Η συνά­ντη­σή τους έγι­νε το 1936 στο τσα­γκά­ρι­κο του μεγα­λύ­τε­ρου αδελ­φού του Χρή­στου, του Γιώρ­γου Ντα­βαν­τζή, όπου ο Κώστας Πουρ­να­ράς κρυ­βό­ταν από τους ασφα­λί­τες του Μανια­δά­κη. Οι διά­λο­γοι μετα­ξύ του μικρού παι­διού και του κομ­μου­νι­στή δάσκα­λου, που κατα­γρά­φο­νται στο βιβλίο,  ανα­δει­κνύ­ουν τα στοι­χεία εκεί­να που καθό­ρι­σαν, όπως σημειώ­νει ο Χρή­στος, τη ζωή  του, και έβα­λαν τις βάσεις για τη βαθιά φιλι­κή και συντρο­φι­κή σχέ­ση που θα ακο­λου­θή­σει και θα βαστά­ξει μέχρι ο Κώστας Πουρ­να­ράς να κλεί­σει για πάντα τα μάτια του. Ανα­φο­ρές στον Κώστα Πουρ­να­ρά (Μπό­ση) υπάρ­χουν και άλλες στο βιβλίο, που δίνουν στοι­χεία για τη δρά­ση και την προ­σω­πι­κό­τη­τά του, κατά την περί­ο­δο της ένο­πλης Αντί­στα­σης στο νομό Άρτας, αλλά και στα χρό­νια της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς που ακο­λού­θη­σαν τον εμφύ­λιο. Ο Χρή­στος θα επι­σκε­φτεί δυο φορές τον Κώστα Πουρ­να­ρά στη Ρου­μα­νία, όπου έζη­σε πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας ως το τέλος της ζωής του.

Για να γυρί­σου­με όμως πίσω στο χωριό… Η καρ­διά του μικρού παι­διού  έχει ανοί­ξει ήδη τα φτε­ρά της για να ταξι­δέ­ψει. Όταν τελειώ­νει το σχο­λείο, η Χώσε­ψη δεν μπο­ρεί πια να τον κρα­τή­σει. Μετά από ώρες ποδα­ρό­δρο­μο θα φτά­σει στην Άρτα όπου θα βρει δου­λειά σ’ ένα γαλα­τά­δι­κο, μ’ αντάλ­λαγ­μα ένα πιά­το φαΐ και μια γωνιά για να κοι­μά­ται. Όμως πάνω που γίνε­ται «μάστο­ρας στο για­ούρ­τι» ξεσπά­ει ο ελλη­νοϊ­τα­λι­κός πόλε­μος και επι­στρέ­φει στο χωριό του.

Οι Γερ­μα­νοί εισβάλ­λουν στην Ελλά­δα. Οι φαντά­ροι επι­στρέ­φουν με σκυμ­μέ­νο κεφά­λι από το αλβα­νι­κό μέτω­πο, κάποιοι  δια­βαί­νο­ντας από τη Χώσε­ψη, για να φτά­σουν στα χωριά τους. Ένας απ’ αυτούς θα βρει στέ­γη και φαγη­τό στο φιλό­ξε­νο φτω­χι­κό της οικο­γέ­νειας και σε ένδει­ξη ευγνω­μο­σύ­νης θα δωρί­σει στον μικρό Χρή­στο το πιστό­λι του. Στο μετα­ξύ, στη Χώσε­ψη γίνο­νται οι πρώ­τες επα­φές για οργά­νω­ση της Αντί­στα­σης. Με πρω­το­βου­λία των κομ­μου­νι­στών στο χωριό συγκρο­τού­νται οργα­νώ­σεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ και οι πρώ­τες μικρές ομά­δες ενό­πλων. Ο μεγά­λος αδελ­φός του Χρή­στου, Γιώρ­γος Ντα­βαν­τζής,  δρα­πε­τεύ­ει από την εξο­ρία (όπου βρι­σκό­ταν εκτο­πι­σμέ­νος από το μετα­ξι­κό καθε­στώς), επι­στρέ­φει στη Χώσε­ψη και γίνε­ται επι­κε­φα­λής της οργά­νω­σης του ΕΑΜ στο χωριό. Ο Χρή­στος παρά το νεα­ρό της ηλι­κί­ας του (είναι μόλις 15 χρο­νών), με την υπευ­θυ­νό­τη­τα και την ωρι­μό­τη­τα που τον δια­κρί­νει θα κερ­δί­σει την εμπι­στο­σύ­νη της οργά­νω­σης και θ’ ανα­λά­βει καθή­κο­ντα συνδέσμου.

«Όταν οργα­νώ­θη­κε ο ΕΛΑΣ ο Άρης Βελου­χιώ­της περ­νού­σε στα χωριά και έβγα­ζε λόγο για το σκο­πό του αντάρ­τι­κου. Το ίδιο έκα­νε και ο Ζέρ­βας. Θυμά­μαι, Μάη μήνα με Ιού­νη του 1942, ότι ήρθαν  στο χωριό μας Ζέρ­βας και Βελου­χιώ­της. Ο καθέ­νας από ένα τμή­μα. Ο Άρης είχε τους μαυ­ρο­σκού­φη­δες. Συνα­ντη­θή­κα­νε έξω απ’ το σχο­λείο ―πλα­τεία ήταν― μαζεύ­τη­κε κόσμος απ’ το χωριό, βγά­λα­νε λόγο και οι δυο ότι «εμείς βγή­κα­με να πολε­μή­σου­με τον κατα­κτη­τή και όποιος θέλει να συμ­με­τά­σχει σ’ αυτόν τον αγώ­να μπο­ρεί να κατα­τα­γεί» είτε στον ΕΔΕΣ είτε στον ΕΛΑΣ. Χει­ρο­κρο­τή­θη­καν απ’ τον κόσμο, αγκα­λιά­στη­καν και φιλή­θη­καν (…) Τότε στο χωριό άρχι­σε ανα­βρα­σμός για το που θα πάει ο καθέ­νας, αν πρέ­πει να πάνε ή όχι. (…) Δια­δό­θη­κε ότι όποιος πάει με το Ζέρ­βα θα έχει μια λίρα το μήνα. Πήγαν μερι­κοί, λίγοι όμως. Οι περισ­σό­τε­ροι απ’ το χωριό τάσ­σο­νταν με τον Άρη Βελου­χιώ­τη. Στη συνέ­χεια  δημιουρ­γή­θη­κε στο χωριό μας εφε­δρι­κό τμή­μα του ΕΛΑΣ, όπου συμ­με­τεί­χα κι εγώ.»

Από το σημείο αυτό ξεκι­νά η εξι­στό­ρη­ση μιας σει­ράς γεγο­νό­των που γέμι­σαν πολ­λές ένδο­ξες σελί­δες στο κεφά­λαιο της Ιστο­ρί­ας «Εθνι­κή Αντί­στα­ση», αλλά και κάποιων γεγο­νό­των που γρά­φτη­καν στις πιο μαύ­ρες σελί­δες του βιβλί­ου του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού. Ξετυ­λί­γε­ται ο σκο­τει­νός ρόλος του ΕΔΕΣ στην Αντί­στα­ση και η ανοι­χτά εχθρι­κή δρά­ση του ενα­ντί­ον του ΕΛΑΣ, με την καθο­δή­γη­ση και την απε­ριό­ρι­στη συν­δρο­μή των Άγγλων. Ξεχω­ρί­ζει η περι­γρα­φή της άναν­δρης  δολο­φο­νί­ας του Ελα­σί­τη αντάρ­τη Δήμου Φλού­δα κατά τη διάρ­κεια της πρώ­της ένο­πλης σύγκρου­σης μετα­ξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ στη Χώσε­ψη, το πέρα­σμα των Γερ­μα­νών από το χωριό, η οργά­νω­ση της ζωής των κατοί­κων του χωριού από το ΕΑΜ (αλλη­λεγ­γύη ενά­ντια στην πεί­να, απο­νο­μή δικαιο­σύ­νης από το λαό κλπ), το κάψι­μο σπι­τιών Χωσε­ψι­τών από τους Γερ­μα­νούς αλλά και τον ΕΔΕΣ, το πέρα­σμα του Άρη Βελου­χιώ­τη από την Χώσε­ψη, όπου για ένα  διά­στη­μα είχε έδρα το αρχη­γείο του, η γνω­ρι­μία με τον Ελα­σί­τη αντάρ­τη ποι­η­τή Γιώρ­γο Κοτζιού­λα, η απε­λευ­θέ­ρω­ση, το τρα­γι­κό «τέλος» του Άρη Βελου­χιώ­τη, η συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας και το όργιο της λευ­κής τρο­μο­κρα­τί­ας ενα­ντί­ων των αγω­νι­στών της εαμι­κής αντί­στα­σης και των κομ­μου­νι­στών, που ακο­λού­θη­σε μετά την παρά­δο­ση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, η οργά­νω­ση των πρώ­των ένο­πλων ομά­δων λαϊ­κής αυτο­ά­μυ­νας, η σύστα­ση του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων του ΔΣΕ, η από­πει­ρα δολο­φο­νί­ας κατά του Χρή­στου από ΜΑΥ­δες και το ανθρω­πο­κυ­νη­γη­τό που ακο­λού­θη­σε αφού γλί­τω­σε από του χάρου τα δόντια, και η δια­φυ­γή του στην «ανω­νυ­μία» της Αθήνας.

Ο Χρή­στος είναι ήδη οργα­νω­μέ­νος στην ΕΠΟΝ, όταν εντάσ­σε­ται στο ΚΚΕ. Αξί­ζει ν’ ακού­σου­με τι γρά­φει ο ίδιος: «Μια μέρα ο Στέ­φα­νος Μπαρ­τζώ­κας με κάλε­σε μαζί με τον Μάν­θο Αγγέ­λη και μας έδω­σε το βιβλίο του Γκόρ­κι «Η μάνα», να το δια­βά­σου­με και να του το επι­στρέ­ψου­με. Δια­βά­ζο­ντας το βιβλίο αυτό ενθου­σια­στή­κα­με πάρα πολύ. Τότε κατά­λα­βα καλά τι θα πει κατα­πί­ε­ση και από πού προ­έρ­χε­ται η φτώ­χεια μέσα στην οποία ζού­σα, αλλά και με ποιον τρό­πο αυτή η άσχη­μη κατά­στα­ση μπο­ρού­σε ν’ ανα­τρα­πεί. Μόλις επι­στρέ­ψα­με το βιβλίο ο Στέ­φα­νος μάς πρό­τει­νε να γίνου­με μέλη του ΚΚΕ. Εμείς δεχτή­κα­με. Μας καλού­σε συχνά και πηγαί­να­με μέσα στην εκκλη­σία, στον Άγιο Νικό­λαο στην πλα­τεία του χωριού, όπου στο γυναι­κω­νί­τη μάς έκα­νε μαθή­μα­τα για τη θεω­ρία του κομ­μου­νι­σμού και τις υπο­χρε­ώ­σεις των κομ­μα­τι­κών μελών. Πέντε έξι μήνες περί­που μετά από αυτή τη δια­δι­κα­σία μάς κάλε­σε μια μέρα στην κομ­μα­τι­κή οργά­νω­ση του χωριού (Οκτώ­βρης του 1943 ήταν) κι έκα­νε εισή­γη­ση για να γίνου­με μέλη του Κόμματος.»

Δια­βά­ζο­ντας το βιβλίο του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή ο ανα­γνώ­στης θα γνω­ρί­σει  πτυ­χές της ιστο­ρί­ας της Χώσε­ψης, της περιο­χής Τζου­μέρ­κων και ευρύ­τε­ρα του νομού Άρτας, από πρώ­το χέρι. Μαθαί­νου­με για το λιθα­ρά­κι που έβα­λε η Χώσε­ψη  στο χτί­σι­μο του μεγά­λου αγώ­να του λαού μας για λευ­τε­ριά και προ­κο­πή· για τη δρά­ση απλών ανθρώ­πων που ποτέ δεν σκέ­φτη­καν να γίνουν ήρω­ες, αν και έζη­σαν, όσο πρό­λα­βαν να ζήσουν, ηρω­ι­κά. Εκτός από την με γλα­φυ­ρό τρό­πο εξι­στό­ρη­ση των γεγο­νό­των, κάτι ακό­μα που κάνει το βιβλίο να είναι σημα­ντι­κό  είναι η παρά­θε­ση  μεγά­λου όγκου στοι­χεί­ων (στο σώμα του κει­μέ­νου αλλά και στο πλού­σιο 70σελιδο παράρ­τη­μα φωτο­γρα­φιών), για τις τοπο­θε­σί­ες που δια­δρα­μα­τί­στη­καν και τα πρό­σω­πα που πρω­τα­γω­νί­στη­σαν σε αυτά. Στοι­χεία που ο συγ­γρα­φέ­ας συγκέ­ντρω­σε μετά από πολύ­χρο­νη και συστη­μα­τι­κή έρευ­να και  δια­σταύ­ρω­ση, πολ­λά από τα οποία παρου­σιά­ζο­νται για πρώ­τη φορά.

Η γνω­ρι­μία και συνερ­γα­σία του Χρή­στου με τον Πρω­το­κα­πε­τά­νιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελου­χιώ­τη, θα απο­τε­λέ­σει κομ­βι­κό σημείο για την μετέ­πει­τα δια­δρο­μή του. Γρά­φει ο ίδιος: «Είχα την τιμή να βρε­θώ κοντά στον Άρη Βελου­χιώ­τη όταν βρι­σκό­ταν στη Χώσε­ψη, κυρί­ως για 17 μέρες πριν και μέχρι τη μάχη της Καλε­ντί­νης και να είμαι αγγε­λιο­φό­ρος του. Τον θαύ­μα­ζα για την απλό­τη­τά του προς όλους εμάς, για τον τρό­πο που είχε να πεί­θει και για την αυστη­ρή πει­θαρ­χία που ήξε­ρε να επι­βά­λει. Όταν γύρι­ζα από την απο­στο­λή που μου είχε ανα­θέ­σει, μου έλε­γε: «Πότε γύρι­σες κιό­λας βρε Βενια­μίν (έτσι με απο­κα­λού­σε επει­δή ήμουν μικρο­σκο­πι­κός), χελι­δό­νι είσαι;». Με ρώτα­γε επί­σης: «Φοβά­σαι ρε;». Εγώ του απα­ντού­σα «Όχι» και τότε αυτός μου έλε­γε «Μπρά­βο, έτσι σε θέλω! Όταν δεν φοβά­ται κανείς όλα τα καταφέρνει».

Θα στα­θού­με στην περί­ο­δο μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας. Τότε δηλα­δή που οι Άγγλοι οργα­νώ­νουν, εξο­πλί­ζουν με τα τιμη­μέ­να όπλα που εξα­να­γκά­στη­καν να παρα­δώ­σουν οι μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νοι Ελα­σί­τες, και καθο­δη­γούν συμ­μο­ρί­ες παρα­κρα­τι­κών και συνερ­γά­τες των χιτλε­ρι­κών κατα­χτη­τών και τους αμο­λά­νε (κυριο­λε­κτι­κά) στα χωριά και τις πόλεις της επι­κρά­τειας. Σε συνερ­γα­σία με τα επί­ση­μα όργα­να της «τάξης», εξα­πο­λύ­ουν ένα χωρίς προη­γού­με­νο όργιο τρο­μο­κρα­τί­ας και εγκλη­μά­των. Ο εμφύ­λιος πόλε­μος αρχί­ζει. Οι αγω­νι­στές της Αντί­στα­σης στη Χώσε­ψη (κομ­μου­νι­στές και άλλοι δημο­κρα­τι­κοί πολί­τες που συμ­με­τεί­χαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) δέχο­νται ανε­λέ­η­το κυνη­γη­τό. Οι περισ­σό­τε­ροι έχουν ήδη πια­στεί όταν εμφα­νί­ζε­ται στην περιο­χή το τμή­μα του καπε­τάν-Παλιού­ρα. Μια μικρή ομά­δα απο­τε­λού­με­νη από τον Χρή­στο Ντα­βαν­τζή, τον αδελ­φό του Λευ­τέ­ρη και μερι­κούς ακό­μα, κρύ­βο­νται από ράχη σε ράχη και από δάσος σε δάσος. Οι περισ­σό­τε­ρες πόρ­τες των χωρια­νών, «βαριές» από τον φόβο, μένουν κλει­στές. Ο Χρή­στος πέφτει τελι­κά στα χέρια των διω­κτών του και όλα δεί­χνουν ότι θα έχει το ίδιο «τέλος» με πολ­λούς αγωνιστές.

Έρχο­νται τρεις ΜΑΥ­δες με πολι­τι­κά, άγνω­στοι σε μένα. Με βγά­ζουν έξω απ’ το σπι­τά­κι και μου δίνουν μια σκα­πά­νη που ήταν δίπλα στο τζά­κι. Ξεκί­νη­σε ένας μπρο­στά, δίπλα εγώ και άλλοι δυο πίσω και ανη­φο­ρί­σα­με μέσα σε κάτι χωρά­φια. Βγαί­νο­ντας, στην άκρη από ένα χωρά­φι, ήταν μια χαρά­δρα μεγά­λη που την ονο­μά­ζουν «στου Γρι­βού». Χαμη­λά κάτω ακου­γό­ταν το νερό που κατέ­βα­ζε η Γκού­ρα. Στα­μα­τή­σα­με.  Μου λέει ένας:

―Σκά­ψε ρε εδώ πέρα. Εδώ θα φτιά­ξεις το λάκ­κο σου! 

Εγώ βέβαια δεν εκτέ­λε­σα την εντο­λή τους. Μου ρίχνουν δυο γρο­θιές και πέφτω κάτω. Πήγα να σηκω­θώ και ξαναφωνάζουν: 

―Για­τί δε σκά­βεις ρε;! Σκά­ψε γ… την Πανα­γία σου!… το Χρι­στό σου!…

―Τι να σκά­ψω εδώ; Είναι όλο πέτρες! τους λέω.

―Σήκω πάνω ρε, όρθιος! μου φωνάζουν. 

Σηκώ­θη­κα.

―Βγά­λε τα ρού­χα σου. Μεί­νε μόνο με το βρακί. 

Έβγα­λα τα ρούχα. 

―Θα μας πεις ό,τι σε ρωτά­με. Πού είναι ο Βελισ­σά­ρης Πουρ­να­ράς; Πού είναι ο Αντώ­νης Αγγέ­λης; Πού είναι ο Αρι­στεί­δης Σκαν­δά­λης; Πού είναι ο Κώστας Παπ­πάς; Πού είναι η απο­θή­κη με τα όπλα; Εάν δεν μαρ­τυ­ρή­σεις θα σε ρίξου­με στο γκρε­μό και δεν θα σε βρει κανέ­νας. Μόνο τα κορά­κια, για να σε φάνε!…

―Αυτούς που με ρωτά­τε έχω μήνες να τους δω. Όσο για τα όπλα  και την απο­θή­κη δεν ξέρω τίποτα. 

Αυτοί βρί­ζα­νε, με σπρώ­χνα­νε, άλλος με τρά­βα­γε προς τα πίσω, άλλος προς τα μπροστά. 

―Κάντε ό,τι νομί­ζε­τε, εγώ δεν ξέρω τίπο­τα απ’ αυτά που με ρωτά­τε, τους είπα.

Ξαφ­νι­κά πέφτουν δυο πυρο­βο­λι­σμοί μετα­ξύ Λαύ­ρα και Πατρο­κο­σμά. Αυτοί ξαφ­νιά­στη­καν και στα­μά­τη­σαν. Φτά­νει ένας λαχα­νια­σμέ­νος απ’ το φυλά­κιο που ήταν λίγο πιο κάτω: «Τι κάνε­τε ρε εδώ, έχου­με μάχη! Πιά­στε θέση στο Ξερό­γκι­σμα (λίγο πιο πάνω από εκεί που ήμα­σταν). Εκεί­νη τη στιγ­μή πέφτει κι άλλος πυρο­βο­λι­σμός. Μ’ αφή­νουν εμέ­να και απο­μα­κρύ­νο­νται μιλώ­ντας έντο­να μετα­ξύ τους. Εγώ βρή­κα την ευκαι­ρία και φόρε­σα γρή­γο­ρα τα ρού­χα μου.

Όπως ήμουν όρθιος και κοί­τα­ζα προς τα πού να φύγω, ένας από τους τρεις γύρι­σε προς το μέρος μου και με είδε. Τρέ­χο­ντας έρχε­ται κοντά μου φωνά­ζο­ντας: «Την Πανα­γία σου, νόμι­ζες θα γλι­τώ­σεις, ε;» και μου δίνει μια σπρω­ξιά και πέφτω μπρού­μυ­τα προς τον γκρε­μό. Εκεί ακρι­βώς που έπε­σα ήταν μια πουρ­νά­ρα χαμη­λή, η μισή στο κενό, προς τον γκρε­μό, και  η άλλη μισή προς το χωρά­φι. Πέφτο­ντας πάνω στην πουρ­νά­ρα πιά­στη­κα γερά από ένα κλω­νά­ρι της ενώ συγ­χρό­νως έπε­φταν κι άλλοι πυρο­βο­λι­σμοί. Αυτοί είχαν φύγει. Όπως ήμουν μπρού­μυ­τα πάνω στο δέντρο ένιω­σα κάτι ζεστό να καί­ει στο μάγου­λό μου και άρχι­σα να αισθά­νο­μαι πόνο στο αρι­στε­ρό μου μάτι. Προ­σπά­θη­σα με χέρια και πόδια να στη­ρι­χτώ  καλά και να τρα­βη­χτώ λίγο-λίγο πίσω στο χωρά­φι. Αν έπε­φτα από εκεί, στ’ αλή­θεια θα μ’ έβρι­σκαν μόνο τα κοράκια…

Με το βιβλίο του ο Χρή­στος Ντα­βαν­τζής συμ­βάλ­λει στο να αντι­κρου­στούν οι προ­σπά­θειες δια­στρέ­βλω­σης της ιστο­ρί­ας και η επι­χεί­ρη­ση εξο­μοί­ω­σης του φασι­σμού με τον σοσια­λι­σμό-κομ­μου­νι­σμό, που επι­βάλ­λε­ται σήμε­ρα από την Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση ως κεντρι­κή κατεύ­θυν­ση μολύ­νο­ντας τις συνει­δή­σεις με το δηλη­τή­ριο του αντι­κομ­μου­νι­σμού και ιδιαί­τε­ρα των νεώ­τε­ρων γενιών. Εκεί άλλω­στε στο­χεύ­ουν ο καθη­με­ρι­νός βομ­βαρ­δι­σμός από τα ΜΜΕ με βου­νά από άχρη­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες, και η συστη­μι­κή προ­πα­γάν­δα με αιχ­μή του δόρα­τός της την  θεω­ρία «των δύο άκρων». Ακρι­βώς  αυτό υπη­ρε­τεί το λεγό­με­νο «νέο κύμα» ιστο­ρι­κών και αρθρο­γρά­φων που, με γρα­φί­δα τον αντι­κομ­μου­νι­σμό και τη συκο­φά­ντη­ση του σοσια­λι­σμού, δεν αρκού­νται στις προ­σπά­θειες απα­ξί­ω­σης και στην κατα­συ­κο­φά­ντη­ση της εαμι­κής αντί­στα­σης και της επο­ποι­ί­ας του ΔΣΕ αλλά, με ψέμα­τα και αντιε­πι­στη­μο­νι­κές προ­σεγ­γί­σεις, βάλ­θη­καν να ξανα­γρά­ψουν την ιστο­ρία στα μέτρα που βολεύ­ει το σύστη­μα· το  σύστη­μα της εκμε­τάλ­λευ­σης, στο οποίο ζού­με και πορευό­μα­στε, που εξα­σφα­λί­ζει πλού­τη και χλι­δή στους λίγους και φτώ­χεια, ανερ­γία, ανα­σφά­λεια και ζωή χωρίς δικαιώ­μα­τα στους πολ­λούς· το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα που γεν­νά και τρέ­φει τον φασι­σμό και αντλεί  οξυ­γό­νο από τους πολέμους.

Κυνη­γη­μέ­νος ο Χρή­στος θα δια­φύ­γει περι­πε­τειω­δώς στην Αθή­να και θα βρει κατα­φύ­γιο στη ζεστή αγκα­λιά της θεί­ας Ευθυ­μί­ας, αυτής της περή­φα­νης και καλό­καρ­δης γυναί­κας που, αν και ήταν τυφλή, το σπί­τι της ήταν πάντα ανοι­χτό στους διω­κό­με­νους αγω­νι­στές. Άγνω­στος στην πρω­τεύ­ου­σα, αφού συν­δε­θεί με το Κόμ­μα αρχί­ζει να προ­ε­τοι­μά­ζε­ται για την έξο­δο στο βου­νό. Στο μετα­ξύ, μέσω της θεί­ας θ’ αρχί­σει να μαθαί­νει την οδο­ντο­τε­χνι­κή δίπλα σ’ έναν οδοντίατρο.

Πίσω στα Τζου­μέρ­κα, τον Απρί­λη του 1947, τμή­μα­τα του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων του ΔΣΕ με επι­κε­φα­λής τον καπε­τάν Παλιού­ρα (Θόδω­ρος Ζαλο­κώ­στας ήταν το κανο­νι­κό του όνο­μα) συγκρού­ο­νται με τον κυβερ­νη­τι­κό στρα­τό στη Χώσε­ψη. Στη συνέ­χεια, οι δυνά­μεις του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων  κυκλώ­νο­νται στους Μελά­τες, από πολυά­ριθ­μες ομά­δες ΜΑΥ­δων και του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού. Οι μαχη­τές του ΔΣΕ πολε­μούν γεν­ναία για δυο ολό­κλη­ρες μέρες, μέχρι που ξεμέ­νουν από πυρο­μα­χι­κά.  Νηστι­κοί και άυπνοι, πολ­λοί έπε­σαν στη μάχη. Όσοι επέ­ζη­σαν, τραυ­μα­τι­σμέ­νοι, πιά­στη­καν αιχ­μά­λω­τοι και οδη­γή­θη­καν στο μονα­στή­ρι των Μελα­τών, όπου   βρι­σκό­ταν η έδρα των παρα­κρα­τι­κών και του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού. Μόλις έπε­σε το σκο­τά­δι ξεκί­νη­σαν τα βασα­νι­στή­ρια των αιχ­μα­λώ­των ανταρ­τών, που εξε­λί­χτη­καν κυριο­λε­κτι­κά σε σφα­γή. Οι «εθνι­κό­φρο­νες» δήμιοι με μαχαί­ρια και τις λόγ­χες των όπλων άρχι­σαν να τρυ­πά­νε τα σώμα­τα των αιχ­μα­λώ­των ανταρ­τών, έκο­ψαν τα κεφά­λια από τους περισ­σό­τε­ρους, τα έβα­λαν σε τσου­βά­λια και τα μετέ­φε­ραν στην Άρτα. Σε κεντρι­κά  σημεία της πόλης παλού­κω­σαν σε κοι­νή θέα τα κεφά­λια των Παλιού­ρα, Μίν­τζα, Φωτο­νιά­τα, του Γιώρ­γου Ντα­βαν­τζή, αδελ­φού του συγ­γρα­φέα, και άλλων ανταρ­τών, για να τα βλέ­πει ο κόσμος και να τρομοκρατείται.

Στο βιβλίο συνα­ντά­με και μαύ­ρες στιγ­μές· γεγο­νό­τα και συμπε­ρι­φο­ρές εχθρι­κές προς τον ανθρώ­πι­νο πολι­τι­σμό, τις  οποί­ες ο συγ­γρα­φέ­ας παρου­σιά­ζει, όχι για να προ­κα­λέ­σει ή να ανα­σκα­λέ­ψει πάθη, μα  για να προ­βλη­μα­τι­στεί ο ανα­γνώ­στης και να βγά­λει τα σωστά συμπε­ρά­σμα­τα. Για να κατα­νο­ή­σει πόσο ―κάτω από προ­ϋ­πο­θέ­σεις― μπο­ρεί να μικρύ­νει η από­στα­ση που χωρί­ζει τον άνθρω­πο από το πιο  άγριο θηρίο και πώς αυτό οι εκμε­ταλ­λευ­τές του λαού μπο­ρούν να το χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν προς όφε­λος των οικο­νο­μι­κών και πολι­τι­κών τους συμ­φε­ρό­ντων. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κή η ανα­φο­ρά στη στυ­γε­ρή δολο­φο­νία του εαμί­τη καφε­τζή Σερα­κλή, στο χωριό Πιστια­νά, κοντά στη Χώσε­ψη, από ομά­δα «εθνι­κο­φρό­νων» παρα­κρα­τι­κών, που ξεψύ­χη­σε με καρ­φω­μέ­να πέτα­λα αλό­γου στις πατού­σες του.

«Στο βιβλίο μου ανα­φέ­ρο­νται πραγ­μα­τι­κά περι­στα­τι­κά και ονό­μα­τα», σημειώ­νει ήδη στην εισα­γω­γή ο Χρή­στος Ντα­βαν­τζής, και για να «προ­λά­βει» όσους πιθα­νά ενο­χλη­θούν από την εξι­στό­ρη­ση γεγο­νό­των σαν τα παρα­πά­νω,  ξεκα­θα­ρί­ζει: «Αυτό δεν σημαί­νει ότι έχω πρό­θε­ση να προ­σβάλ­λω κάποιους, κανέ­ναν απο­λύ­τως. Από τα γεγο­νό­τα που περι­γρά­φω φαί­νε­ται πώς κάποιοι επι­τή­δειοι παρά­γο­ντες κατά­φερ­ναν να πεί­σουν τα άβου­λα εκτε­λε­στι­κά τους όργα­να στο χωριό, δίνο­ντάς τους από ένα όπλο,  ότι αυτοί είναι η εξου­σία, ενώ στην ουσία  δεν είχαν  κανέ­να όφε­λος να φορ­τω­θούν το στίγ­μα της βαρ­βα­ρό­τη­τας και του εγκλή­μα­τος απέ­να­ντι στους συναν­θρώ­πους τους, δημιουρ­γώ­ντας εχθρό­τη­τα μετα­ξύ τους (εμφύ­λιο), προς όφε­λος των επι­τή­δειων παραγόντων.»

Η έξο­δος στο βου­νό, που με ανυ­πο­μο­νη­σία περί­με­νε ο Χρή­στος, δεν θα έρθει· σε αντί­θε­ση με το χαρ­τί της επι­στρά­τευ­σης. Γρά­φει ο ίδιος: «Απ’ το Κέντρο Εκπαί­δευ­σης Υγειο­νο­μι­κού πήρα μετά­θε­ση για το 202 Στρα­τιω­τι­κό Νοσο­κο­μείο Καστο­ριάς. Εκεί, μετά από δυο μέρες με καλεί ένας λοχα­γός για­τρός, μικρο­βιο­λό­γος και μου λέει: «Ντα­βαν­τζή, θα είσαι μαζί μου στο μικρο­βιο­λο­γι­κό και θα κοι­μά­σαι δίπλα στο δωμα­τιά­κι του μικρο­βιο­λό­γου. Δε θα έχεις καμιά σχέ­ση με τους άλλους νοσο­κό­μους». Όπλο δεν μου είχαν δώσει ούτε στο ΚΕΥ, ούτε στο νοσο­κο­μείο. Δεν φύλα­ξα ποτέ σκο­πιά ενώ οι άλλοι συνά­δελ­φοί μου νοσο­κό­μοι είχαν όλοι όπλα. Ο λόγος ήταν ότι ήμουν χαρα­κτη­ρι­σμέ­νος ως «επι­κίν­δυ­νος», σύμ­φω­να με τα «στοι­χεία» του φακέ­λου που με ακο­λου­θού­σε όπου και να πήγαι­να…» Με την εξυ­πνά­δα του, τη φιλο­μά­θεια, τις ικα­νό­τη­τες, την εργα­τι­κό­τη­τα και την ντο­μπρο­σύ­νη του θα κερ­δί­σει την εκτί­μη­ση συνα­δέλ­φων και ανω­τέ­ρων του στο στρα­τό. Τη στα­θε­ρό­τη­τα και το πάθος με το οποίο υπε­ρα­σπί­ζε­ται τις ιδέ­ες του θα του τα ανα­γνω­ρί­σουν ακό­μα και ανώ­τε­ροι αξιω­μα­τι­κοί που, όπως βλέ­που­με στις σελί­δες του βιβλί­ου, δεν κρα­τού­σαν όλοι την ίδια σκλη­ρή αντι­κομ­μου­νι­στι­κή στάση.

Μια ακό­μα ξεχω­ρι­στή στιγ­μή  του βιβλί­ου είναι η ανα­φο­ρά στον «πόλε­μο της Κορέ­ας». Η Ελλά­δα ήταν μια από τις  21 χώρες που υπό την καθο­δή­γη­ση των «συμ­μά­χων» Αμε­ρι­κα­νών συμ­με­τεί­χαν στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση στην Κορέα, που ξεκί­νη­σε το 1950 και έλη­ξε το 1953.  Στο διά­στη­μα που διαρ­κεί η ελλη­νι­κή παρου­σία στην Κορέα, στάλ­θη­καν εκεί εκα­το­ντά­δες αξιω­μα­τι­κοί και υπα­ξιω­μα­τι­κοί και χιλιά­δες οπλί­τες του ελλη­νι­κού στρα­τού. Την απο­στο­λή αυτή την πλή­ρω­σε ο ελλη­νι­κός λαός με σχε­δόν 200 νεκρούς και εκα­το­ντά­δες τραυ­μα­τί­ες. Ο διά­λο­γος που ακο­λου­θεί μετα­φέ­ρει στον ανα­γνώ­στη ατό­φιο το κλί­μα της επο­χής, που επι­δρού­σε κατα­λυ­τι­κά  στις μικρο­κοι­νω­νί­ες των στρατοπέδων:

Το 1951 που γινό­ταν ο πόλε­μος στην Κορέα ακού­γα­με ότι πάνε εθε­λο­ντές από την Ελλά­δα για να πολε­μή­σουν εκεί. Μια μέρα με καλεί στο γρα­φείο του ο Δελιβάνης.

― Χρή­στο, σε έχω συμπα­θή­σει πολύ. Είσαι καλό παι­δί, καλός στρα­τιώ­της και καλός στη δου­λειά σου. Ξέρεις πολ­λά πράγ­μα­τα και θα στε­να­χω­ρη­θώ πολύ που θα σε χάσω.

―Για­τί θα με χάσε­τε κύριε διοικητά;

Βγά­ζει ένα χαρ­τί μέσα από έναν φάκελο.

―Το βλέ­πεις αυτό;

― Μάλι­στα, το βλέπω.

― Είναι δια­τα­γή από το Γ9 του Γενι­κού Επι­τε­λεί­ου Στρα­τού και λέει να επι­λέ­ξω δυο επί­λε­κτους νοσο­κό­μους για να πάνε στην Κορέα. Όπως κατα­λα­βαί­νεις ο πρώ­τος είσαι εσύ.

― Τι να κάνω εγώ στην Κορέα κύριε διοι­κη­τά; Δεν ξέρω καν πού είναι η Κορέα, αλλά και στο κάτω-κάτω εγώ στρα­τεύ­τη­κα για την Ελλά­δα, όχι για την Κορέα.

Τον είδα που άρχι­σε να νευριάζει.

― Ναι, αλλά είμα­στε σύμ­μα­χοι με τους Αμε­ρι­κα­νούς και πρέ­πει να τους βοηθήσουμε.

― Κύριε Διοι­κη­τά εγώ δεν πάω στην Κορέα.

― Για ξανα­πές το αυτό.

― Δεν πάω στην Κορέα.

Σηκώ­νε­ται πάνω οργισμένος. 

― Θα σε στεί­λω στο στρατοδικείο!

― Να με στεί­λε­τε. Τι θα μου κάνε­τε στο στρα­το­δι­κείο; Θα με δικά­σε­τε πέντε χρό­νια, δέκα χρό­νια, παρα­πά­νω δεν μπο­ρεί­τε να με δικά­σε­τε. Αν πάω στην Κορέα θα με φέρουν πίσω στο κασά­κι,  όπως φέρ­νουν και τους άλλους στον Πειραιά.

― Πού το ξέρεις εσύ αυτό;

― Κάτι ξέρω κι εγώ κύριε διοι­κη­τά. Οι Κορε­ά­τες δεν είναι δίπλα στην Ελλά­δα, δεν προ­σβάλ­λουν την Ελλά­δα. Εγώ είμαι στρα­τιώ­της για να περι­φρου­ρή­σω την Ελλά­δα κι έδω­σα τον όρκο να πολε­μή­σω μέχρι τελευ­ταί­ας ρανί­δας του αίμα­τός μου αν έρθουν Τούρ­κοι, Βούλ­γα­ροι, Αλβα­νοί, Σέρ­βοι. Στην Κορέα δεν πάω για τα συμ­φέ­ρο­ντα των Αμερικανών.

Έγι­νε έξαλλος.

― Πήγαι­νε έξω και ετοι­μά­σου για το στρατοδικείο!

Το από­γευ­μα βγαί­νει στην πόρ­τα του γρα­φεί­ου του και με είδε που ήμουν πιο πέρα με άλλους συνα­δέλ­φους. Με φωνά­ζει και πάω στο γραφείο.

― Τι έγι­νε Ντα­βαν­τζή, μήπως το μετάνιωσες;

―  Όχι κύριε διοικητά.

― Καλά Ντα­βαν­τζή, θα τα πούμε!…

Χαι­ρε­τάω κανο­νι­κά και φεύ­γω. Οι άλλοι νοσο­κό­μοι που είδαν το σκη­νι­κό ρωτού­σαν τι συνέ­βη με τον διοι­κη­τή. Τους είπα τι έγι­νε και όλοι ανη­σύ­χη­σαν κι έλε­γαν: «Τι δου­λειά έχου­με εμείς στην Κορέα;».

Ο διοι­κη­τής, με ανά­λο­γο τρό­πο, θα «πεί­σει» τελι­κά δυο άλλους φαντά­ρους  να πάνε «εθε­λο­ντές» στην Κορέα. Λίγους μήνες αργό­τε­ρα θα φτά­σει στη μονά­δα ένα γράμ­μα που θα λέει ότι ο ένας απ’ τους δυο σκο­τώ­θη­κε. Μετά από αυτό το τρα­γι­κό γεγο­νός ο διοι­κη­τής της μονά­δας θα δει τον Χρή­στο με άλλη ματιά. Με πρό­θε­ση να τον βοη­θή­σει θα του προ­τεί­νει να του αλλά­ξει το όνο­μα, για να επι­στρέ­ψει στην κοι­νω­νία «καθα­ρός πολί­της», απο­χα­ρα­κτη­ρι­σμέ­νος δηλα­δή από «επι­κίν­δυ­νος κομ­μου­νι­στής». Θα κάνει μάλι­στα ο ίδιος ενέρ­γειες στις αρμό­διες υπη­ρε­σί­ες και θα ετοι­μά­σει για τον Χρή­στο έναν φάκε­λο «καθα­ρι­σμέ­νο» από «σκιές». Ο Χρή­στος, φυσι­κά, αρνεί­ται: Εσύ μόνο μια υπο­γρα­φή θα βάλεις, του λέει,  και [τα χαρ­τιά] θα πάνε στο Γενι­κό Επι­τε­λείο και θα πάρεις απο­λυ­τή­ριο με το όνο­μα Δαβάκης.

― Κύριε Διοι­κη­τά, δεν μπο­ρώ ν’ αλλά­ξω τ’ όνο­μά μου, του ξανα­λέω.  Εγώ είμαι μέλος του ΚΚΕ και στο ΔΣΕ έχα­σα δυο αδέλ­φια. Δεν απαρ­νού­μαι το αίμα των αδελ­φών μου.

Στο οδο­ντια­τρείο, στη συνέ­χεια, στη συν­δι­κα­λι­στι­κή δρά­ση, στην πολι­τι­κή δου­λειά στις οργα­νώ­σεις της ΕΔΑ (οι κομ­μα­τι­κές οργα­νώ­σεις του ΚΚΕ είχαν δια­λυ­θεί για ένα διά­στη­μα), και αργό­τε­ρα στο ΚΚΕ, στα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας των συνταγ­μα­ταρ­χών και στην μετα­πο­λί­τευ­ση, και στην συνε­χή ακού­ρα­στη δρά­ση του μέχρι τις μέρες μας, η πορεία του Χρή­στου είναι στα­θε­ρά  συνυ­φα­σμέ­νη  με τον  καμ­βά των πολι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων· οι εξε­λί­ξεις όμως δεν είναι πάντα μόνο πολιτικές:

«…ένα βρά­δυ στις δώδε­κα τη νύχτα χτυ­πά­ει η πόρ­τα του σπι­τιού μου. Ανοί­γω ένα τζα­μά­κι που είχε και βλέ­πω έναν ασφα­λί­τη με πολι­τι­κά  να μου βγά­ζει ταυ­τό­τη­τα. Ήταν ο διοι­κη­τής του παραρ­τή­μα­τος Ασφα­λεί­ας Κυψέ­λης. «Άνοι­ξε την πόρ­τα να κάνου­με έρευ­να» μου λέει. Ανοί­γω την πόρ­τα. Μέσα κοι­μό­ταν τ’ αδέλ­φια μου, ο Νίκος  και η Βάγια. Φωνά­ζει αυτός δυο αστυ­φύ­λα­κες που ήταν απ’ έξω ―με τα πολι­τι­κά και αυτοί― και τους λέει: «Ψάξ­τε, να μη μεί­νει τίπο­τα αγύ­ρι­στο». Και τους τονί­ζει: «Μην κάνε­τε θόρυ­βο όμως, για­τί μέσα κοι­μού­νται μικρά παιδιά».

Δεν άφη­σαν τίπο­τα όρθιο. Άνοι­ξαν όλα τα συρ­τά­ρια, όλα τα ντου­λά­πια και ντου­λα­πά­κια. Ο διοι­κη­τής της Ασφά­λειας έπε­φτε μπρού­μυ­τα στο πάτω­μα και κοι­τού­σε κάτω απ’ τις ντου­λά­πες και τα κρε­βά­τια να δει αν υπάρ­χει τίπο­τα εκεί. Πάνω σ’ ένα τρα­πε­ζά­κι είχα κάνα–δυο βιβλία του Στά­λιν και του Λένιν, δυο φωτο­γρα­φί­ες από τη Μαρα­θώ­νια πορεία ειρή­νης μαζί με την αδελ­φή μου και τον Κώστα Παπ­πά και τρία–τέσσερα φάκε­λα με γράμ­μα­τα απ’ την αλλη­λο­γρα­φία που είχα με το ραδιο­φω­νι­κό σταθ­μό της Βου­δα­πέ­στης. Ο σταθ­μός μετέ­δι­δε δυο φορές τη βδο­μά­δα ελλη­νι­κά τρα­γού­δια και μηνύ­μα­τα και εκφω­νη­τής ήταν ο Μόλ­να, ο οποί­ος ήταν Έλλη­νας. Η αλλη­λο­γρα­φία ήταν για το ποια τρα­γού­δια θέλα­με να μας βάλει και ερω­τή­σεις για το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα της Ουγ­γα­ρί­ας. Είχε γίνει μάλι­στα και ένας δια­γω­νι­σμός δι’ αλλη­λο­γρα­φί­ας, στον οποίο κέρ­δι­σα και μου έστει­λαν δυο δίσκους. Μόλις τα είδε όλα αυτά ο ασφα­λί­της λέει: «Αυτά κατάσχονται».

Πάνω στη ντου­λά­πα είχα μια στοί­βα Αυγές. Καλεί ο διοι­κη­τής έναν αστυ­φύ­λα­κα  και του λέει: «Γιώρ­γο, ανέ­βα στην καρέ­κλα και ψάξε να δεις τι έχει πάνω στην ντου­λά­πα.  Βλέ­πω κάτι εφη­με­ρί­δες εκεί». Ο Γιώρ­γος ήταν ο αστυ­φύ­λα­κας που με «χτύ­πα­γε» στην πλά­τη και μου έλε­γε να κλεί­σω την εφη­με­ρί­δα μέσα στο λεω­φο­ρείο. Μόλις βλέ­πει τη στοί­βα με τις Αυγές, μου λέει:

― Καλά ρε Χρή­στο, δεν πήρες είδη­ση τίπο­τα; Εδώ έγι­νε επα­νά­στα­ση κι εσύ κρα­τάς όλες τις Αυγές εδώ;

― Δεν έγι­νε επα­νά­στα­ση κύριε Γιώρ­γο. Έγι­νε πρα­ξι­κό­πη­μα, για­τί αν γινό­ταν επα­νά­στα­ση από το λαό θα ήμουν κι εγώ μέσα, του λέω.

― Αφού άκου­σες έστω ότι έγι­νε πρα­ξι­κό­πη­μα, για­τί τότε τις μαζεύ­εις εδώ όλες τις εφημερίδες;

― Η Αυγή ήταν νόμι­μη και την αγό­ρα­ζα, γι’ αυτό την κρατούσα.

― Μου φαί­νε­ται ότι έχεις το μυα­λό της μάνας μου, που μαζεύ­ει ό,τι παλιό βρί­σκει και δεν πετά­ει τίπο­τα! μου λέει. 

Τι να του έλε­γα μετά απ’ αυτό;…

Ο Τσε έλε­γε ότι «δεν μπο­ρεί να είναι καλός κομ­μου­νι­στής εκεί­νος που σκέ­φτε­ται για την επα­νά­στα­ση μόνο την στιγ­μή της απο­φα­σι­στι­κής θυσί­ας, την στιγ­μή της μάχης, της ηρω­ι­κής περι­πέ­τειας, ενώ στη δου­λειά του είναι μέτριος ή χει­ρό­τε­ρο από μέτριος…». Ο Χρή­στος απ’ όταν πρω­το­στά­θη­κε πίσω από τον πάγκο του οδο­ντια­τρεί­ου, μέχρι τη μέρα που συντα­ξιο­δο­τή­θη­κε, το τήρη­σε αυτό κατά γράμ­μα. Φεύ­γο­ντας από τη Χώσε­ψη μ’ ένα «χαρ­τί» δημο­τι­κού σχο­λεί­ου, θα κατα­ξιω­θεί σ’ ένα επάγ­γελ­μα με απαι­τή­σεις και θα κερ­δί­σει με το σπα­θί του την ανα­γνώ­ρι­ση και τον σεβα­σμό των συνα­δέλ­φων του, των για­τρών  και των ασθε­νών του, ακό­μα και των ιδε­ο­λο­γι­κά αντίθετων.

Το βιβλίο του είναι χρή­σι­μο για όλους, και πολύ­τι­μο ειδι­κά για τις νεώ­τε­ρες γενιές. Από τις σελί­δες του, με την στά­ση που κρά­τη­σε και συνε­χί­ζει να κρα­τά στη ζωή, ο συγ­γρα­φέ­ας δίνει πρώ­τος το παρά­δειγ­μα και μας καλεί να μην συμ­βι­βα­ζό­μα­στε με όσα το σύστη­μα προ­σπα­θεί να επι­βάλ­λει σήμε­ρα ως «ρεα­λι­σμό» και «κανο­νι­κό­τη­τα». Μας παρα­κι­νεί να μη βολευό­μα­στε, να μην απο­δε­χό­μα­στε την εκμε­τάλ­λευ­ση και τη βαρ­βα­ρό­τη­τα που ζού­με ως «φυσι­κά φαι­νό­με­να», να ξεση­κω­νό­μα­στε ενά­ντια στο φασισμό.

Ο Χρή­στος Ντα­βαν­τζής δεν έγρα­ψε αυτό το βιβλίο από τη ζεστα­σιά της πολυ­θρό­νας του, ανα­πο­λώ­ντας τις ηρω­ι­κές στιγ­μές του παρελ­θό­ντος, γκρι­νιά­ζο­ντας ή ψέγο­ντας τις νεώ­τε­ρες γενιές για τις επι­λο­γές τους. Μέχρι και σήμε­ρα βρί­σκε­ται στην πρώ­τη γραμ­μή στους κοι­νω­νι­κούς λαϊ­κούς αγώ­νες. Ασυμ­βί­βα­στος μαχη­τής στην πρώ­τη γραμ­μή της πάλης, με τους αντι­στα­σια­κούς, για τα δικαιώ­μα­τα των συντα­ξιού­χων, πάντα παρών στις κινη­το­ποι­ή­σεις των εργα­ζο­μέ­νων και στις εκδη­λώ­σεις της νεο­λαί­ας. Δίπλα στους από­δη­μους συμπα­τριώ­τες και τους συχω­ρια­νούς του, δεν αρνή­θη­κε ποτέ να μπει μπρο­στά στα προ­βλή­μα­τα και να βοη­θή­σει  με την πολύ­τι­μη πεί­ρα του. Τσα­κω­μέ­νος με την αδρά­νεια και το βόλε­μα, ο αει­κί­νη­τος αυτός αντάρ­της δεν στα­μα­τά να μας παρα­κι­νεί να μην απο­γοη­τευό­μα­στε μπρος στις δυσκο­λί­ες και τις ανα­πο­διές της ζωής, να μην πελα­γώ­νου­με στις φουρ­τού­νες του αγώνα.

Μα δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει αλλιώς. Ο Χρή­στος ανή­κει στη «δρα­κο­γε­νιά» που κρά­τη­σε ως ωραιό­τε­ρο τίτλο στη ζωή τη συμ­με­το­χή στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση· που ατσα­λώ­θη­κε στο καμί­νι της ταξι­κής πάλης και των λαϊ­κών αγώ­νων και έμα­θε να μην συμ­βι­βά­ζε­ται, να μην παρα­δί­νε­ται στον εχθρό, όσο ανί­κη­τος κι αν φαντά­ζει, να κοι­τά κατά­μα­τα τον ήλιο και να προ­χω­ρά­ει μπροστά.

Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πολ­λά ακό­μα για το βιβλίο του Χρή­στου Ντα­βαν­τζή, καθώς και να εστιά­σου­με και σε άλλα απο­σπά­σμα­τά του. Όμως,  όσα και να ειπω­θούν από τρί­τους για ένα βιβλίο, ο ανα­γνώ­στης είναι αυτός που θα ταξι­δέ­ψει μέσα από τις σελί­δες του. Θέλου­με να πιστεύ­ου­με ότι  όλα όσα ακού­στη­καν εδώ από­ψε θα γίνουν το «εισι­τή­ριο» για τον καθέ­να σας ξεχω­ρι­στά, σε ένα «ταξί­δι» που αξίζει.

Θα κρα­τή­σω για πάντα στη μνή­μη τις πολύ­τι­μες στιγ­μές δίπλα στον Χρή­στο και την  Έφη, στις αμέ­τρη­τες ώρες συζή­τη­σης και συνερ­γα­σί­ας, για να γίνει αυτό το βιβλίο, και στην καρ­διά μου τη φιλία και την αγά­πη τους. Η θέση του «Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη…» βρί­σκε­ται ανά­με­σα στα γραμ­μέ­να και άγρα­φτα βιβλία χιλιά­δων λαϊ­κών αγω­νι­στών· δίπλα στη μνή­μη αυτών που πρό­σφε­ραν τη ζωή τους για να μπο­ρούν σήμε­ρα να γρά­φο­νται τέτοια βιβλία· στα χέρια όσων συνε­χί­ζουν στα βήμα­τά τους ―όπως θα ήθε­λε και ο Τσε από μας― «μέχρι τη νίκη, για πάντα».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο