Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Χρήστος Νταβαντζής: Εμφύλιος στα Τζουμέρκα – Μάχη του ΔΣΕ στη Χώσεψη

Στις 16 Μάρ­τη του 1947 κατέ­βη­κε μια ομά­δα του Παλιού­ρα στη Χώσε­ψη. Στο βου­νό συνά­ντη­σαν τον Βαγ­γέ­λη Καρα­μπού­λα  ―ένα παι­δί 22 χρο­νών― με όπλο. Τον αφό­πλι­σαν και του είπαν να μην ξανα­βγεί εκεί πάνω με όπλο. Φτά­νο­ντας στο Φτε­λιά μια άλλη ομά­δα με τον Γιώρ­γο Ντα­βαν­τζή και τον Βελισ­σά­ρη Πουρ­να­ρά πιά­σα­νε τους Βασί­λη Παπα­γε­ωρ­γί­ου, Κώστα Κατσά­νο, Γιώρ­γο Μακα­βέ­λο και Αλέ­ξη Λύκο και τους αφό­πλι­σαν.  Ο Παπα­γε­ωρ­γί­ου μόλις είδε τον Γιώρ­γο Ντα­βαν­τζή του λέει: «Γιώρ­γο, εσύ είσαι εδώ;». «Ναι, εγώ είμαι εδώ, για­τί μας κυνη­γά­τε εσείς. Το καλό που σας θέλω να μην ξανα­πά­ρε­τε όπλα και να κάτσε­τε στα σπί­τια σας», του είπε ο Γιώργος.

Ο Αλέ­ξης Λύκος όμως πρό­λα­βε και μπή­κε μέσα σ’ ένα σπι­τά­κι που ήταν εκεί κι έκλει­σε την πόρ­τα. Του είπαν να παρα­δο­θεί αλλά αυτός δεν παρα­δι­νό­ταν. Οπό­τε ένας απ’ έξω φωνά­ζει: «Φέρ­τε μωρέ τον όλμο να ρίξου­με μια οβί­δα μέσα αφού δεν παρα­δί­νε­ται!». Όταν άκου­σε έτσι ο Λύκος  μαζεύ­τη­κε και πήδη­ξε έξω απ’ το παρά­θυ­ρο και πήρε παρα­μά­ζω­μα και το κάσω­μα μαζί. Άρχι­σε να τρέ­χει στον κατή­φο­ρο, δεν τον πυρο­βό­λη­σαν.  Στα­μά­τη­σε στο σπί­τι του Γιάν­νη Ντα­βαν­τζή, του πατέ­ρα μου, στου Παπά τη Βρύ­ση. Τον ρωτά­ει ο Ντα­βαν­τζής: «Τι έπα­θες κου­μπά­ρε;». Τρο­μαγ­μέ­νος αυτός ―έτρε­με ολό­κλη­ρος από φόβο― του λέει:  «Αντάρ­τες, αντάρ­τες, κου­μπά­ρε» και πήδη­ξε στα χωρά­φια και πήγε και κρύ­φτη­κε μέσα σε κάτι φτέ­ρες. Μετά από δυο μέρες τον συνά­ντη­σε η Βάγ­γιω, η μάνα μου, που είχε πάει με τις γίδες και τη ρώτη­σε «αν είδε τίπο­τα αντάρ­τες» και τον πήρε στο σπί­τι και του έδω­σε να φάει κι αυτός της εξι­στό­ρη­σε τα συμβάντα.

Εκεί­νη τη μέρα μια ομά­δα από το τμή­μα του Παλιού­ρα πήγε στον Άη Γιώρ­γη να βρει στο σπί­τι του τον Γιώρ­γο Πετα­λά. Αυτός μόλις άνοι­ξε την πόρ­τα προ­σπά­θη­σε να αντι­στα­θεί και τον σκό­τω­σαν.  Έξω από την πόρ­τα του σπι­τιού βάλα­νε ένα χαρ­τί που έγρα­φε «Έτσι πλη­ρώ­νουν οι βασα­νι­στές του λαού». Η χωρο­φυ­λα­κή συλ­λαμ­βά­νει τον Αρι­στεί­δη Μπα­λά­φα και τον Ηλία Σκαν­δά­λη. Αυτοί ήταν πρώ­ην ΕΛΑ­Σί­τες αλλά δεν είχαν καμία σχέ­ση με τον Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό. Τους φόρ­τω­σαν την κατη­γο­ρία ότι δήθεν αυτοί οδή­γη­σαν τους αντάρ­τες στο σπί­τι του Πετα­λά και τον σκό­τω­σαν. Τους πήγαν στα Γιάν­νε­να και τους έκλει­σαν στη φυλα­κή. Όταν θα γινό­ταν η δίκη, ο Νάκος Πουρ­να­ράς, πρώ­ην χωρο­φύ­λα­κας ―τρα­μπού­κος κυριο­λε­κτι­κά― πιά­νει την αδελ­φή του Ηλία Σκαν­δά­λη που είχε πάει κι αυτή στα Γιάν­νε­να για τη δίκη και της κάνει πρό­τα­ση να πάνε σε ξενο­δο­χείο να κοι­μη­θούν μαζί κι αυτός θα πάει μάρ­τυ­ρας για τον αδελ­φό της, για να μην κατα­δι­κα­στεί. Η κοπέ­λα αρνή­θη­κε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά. Έγι­νε το στρα­το­δι­κείο και κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το και ο Σκαν­δά­λης και ο Μπαλάφας.(1)

Ένα μήνα μετά, στις 16 Απρί­λη του 1947, κατέ­βη­κε στα χωριά των Τζου­μέρ­κων το αρχη­γείο του Παλιού­ρα και αφο­πλί­ζο­ντας τους ΜΑΥ­δες έφτα­σε στη Χώσε­ψη. Εκεί στο Ξερό­γκια­σμα βρή­καν πάλι με όπλο τον Βαγ­γέ­λη Καρα­μπού­λα και τον ρώτη­σαν: «Για­τί ξανα­ήρ­θες με το όπλο εδώ, αφού σου είπα­με να μην ξανα­βγείς;». Τον έπια­σαν και τον πήγαν στον Φτε­λιά. Εκεί τον ξανα­ρώ­τη­σαν: «Για­τί το κάνεις αυτό;». Αυτός συμπε­ρι­φέρ­θη­κε άσχη­μα απέ­να­ντί τους. Δεν είχε κατα­λά­βει εκεί­νη την ώρα πού βρι­σκό­ταν και τους είπε: «Έχω  το σκο­πό μου  και ήρθα εδώ να πολε­μή­σω τους κομ­μου­νι­στές μέχρι τέλους». Οπό­τε ένας αντάρ­της απ’ τα Αντι­χά­σια που προ ημε­ρών του είχαν σφά­ξει τον αδελ­φό οι ΜΑΥ­δες, χωρίς να έχει όπλο μόνο και μόνο επει­δή ήταν αντάρ­της ο αδελ­φός του,   αγα­να­κτι­σμέ­νος εκτε­λεί  τον Βαγγέλη.(2)

Μάχη του ΔΣΕ στη Χώσεψη

Τον Απρί­λη του 1947 είχαν αρχί­σει οι εκκα­θα­ρι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού. Ο καπε­τάν Παλιού­ρας έλα­βε δια­τα­γή από το Γενι­κό Αρχη­γείο του ΔΣΕ να σπεύ­σει σε βοή­θεια άλλων τμη­μά­των που μάχο­νταν στα Άγρα­φα. Πήρε την από­φα­ση με το επι­τε­λείο του και χώρι­σε σε τρία τμή­μα­τα τη δύνα­μη των ανταρ­τών. Το πρώ­το τμή­μα με επι­κε­φα­λής τους Μανιώ­τη και Λιού­κα και δύνα­μη εξή­ντα ανταρ­τών, μέσω μονής Ροβέ­λι­στας ακο­λού­θη­σε το συμ­φω­νη­μέ­νο δρο­μο­λό­γιο, έδω­σε  μάχες στα υψώ­μα­τα Βοϊ­δα­ρέι­κα και έφτα­σε στον προ­ο­ρι­σμό του χωρίς απώλειες.

Τα άλλα δυο τμή­μα­τα, ένα με επι­κε­φα­λής τον Χάρη Παπα­γιάν­νη και ένα με τον Παλιού­ρα και με δύνα­μη εξή­ντα ανταρ­τών το καθέ­να, ξεκί­νη­σαν για την Ανε­μορ­ρά­χη (Μπού­γα).

Προ­τού φτά­σουν στην Ανε­μορ­ρά­χη έδω­σαν μάχη ενα­ντί­ον του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού στη Χώσε­ψη. Οι δυνά­μεις του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού  είχαν οχυ­ρω­θεί στη Ρου­πα­κιά και τα τμή­μα­τα του ΔΣΕ απλώ­θη­καν στην κορυ­φο­γραμ­μή από Φτε­λιά μέχρι Αλε­πό­τρυ­πα. Ο πατέ­ρας μου Γιάν­νης Ντα­βαν­τζής άκου­σε ότι ήρθαν στο χωριό αντάρ­τες  και βγή­κε στ’ Αμπέ­λια  για να συνα­ντή­σει συχω­ρια­νούς. Εκεί συνά­ντη­σε τον Αντώ­νη Αγγέ­λη ο οποί­ος ήταν στο τμή­μα του Παλιού­ρα. Ο Αντώ­νης ρώτη­σε τον πατέ­ρα μου «που είναι τα παι­διά;», εννο­ώ­ντας εμέ­να και τον αδελ­φό μου Λευ­τέ­ρη. Ο πατέ­ρας μου του απά­ντη­σε: «Που να ξέρω εγώ που είναι τα παι­διά; Τα αφή­σα­τε εδώ πέρα να τα κυνη­γά­νε οι ΜΑΥ­δες…» κι εκεί­νη την ώρα άρχι­σαν οι πυρο­βο­λι­σμοί από τη μεριά της Ρου­πα­κιάς. Ο Αντώ­νης πιά­νει αμέ­σως θέση μέσα στο νεκρο­τα­φείο του Αη Θανά­ση και του λέει: «Φύγε μπάρ­μπα-Γιάν­νη, έχου­με μάχη». Ο πατέ­ρας πήγε προς το σπί­τι μας όπου λίγο πιο πέρα έπε­φταν όλμοι από τη Ρου­πα­κιά που προ­ο­ρί­ζο­νταν για τ’ Αμπέ­λια, στις θέσεις των ανταρτών.

Το ίδιο βρά­δυ τα τμή­μα­τα των ανταρ­τών συγκε­ντρώ­θη­καν στο Φτε­λιά και ξεκί­νη­σαν πορεία προς Ανε­μο­ρά­χη-Κάτω Αθα­μά­νιο-Μελά­τες. Φέγ­γο­ντας η μέρα είχαν φτά­σει στους μαχα­λά­δες Σαμά­ρι και Παλιο­χώ­ρα­φα. Μη μπο­ρώ­ντας να συνε­χί­σουν την πορεία τους παρέ­μει­ναν εκεί καλυμ­μέ­νοι όλη τη μέρα μέχρι να νυχτώ­σει. Παράλ­λη­λα δυνά­μεις των ΤΕΑ (3) με επι­κε­φα­λής τον Νίκο Παπ­πά (Μακρής) χτέ­νι­ζαν την περιο­χή για αντάρ­τες. Ο Μακρής προ­χω­ρώ­ντας μπρο­στά από ένα από­σπα­σμα ΤΕΑ­τζή­δων αντι­κρί­ζει κρυμ­μέ­νο τον Βελισ­σά­ρη Πουρ­να­ρά (Μπέ­ης), ο οποί­ος ανή­κε στο τμή­μα του Χάρη Παπα­γιάν­νη. Αμέ­σως γυρί­ζει προς τα πίσω και δίνει δια­τα­γή στους άντρες του να απο­χω­ρή­σουν λέγο­ντας: «Πάμε να φύγου­με, εδώ δεν υπάρ­χει τίποτα».(4)

 

(1)  Η αλή­θεια είναι ότι  ―από δια­σταυ­ρω­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες και από τη φύση του γεγο­νό­τος― οι δυο δεν είχαν καμία ευθύ­νη. Απλά βρή­κε την ευκαι­ρία το σύστη­μα για τρο­μο­κρα­τία και εκτέ­λε­σε τους ανθρώ­πους αυτούς χωρίς να στέ­κει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καμιά κατη­γο­ρία ενα­ντί­ον τους.

(2) Το γεγο­νός αυτό το πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα μετά από χρό­νια ενώ βρι­σκό­μουν στο Σμό­κο­βο, από έναν συνα­γω­νι­στή που τύχαι­νε να βρί­σκε­ται στην Τασκέν­δη μαζί με τον αντάρ­τη από τα Αντι­χά­σια και του είχε μετα­φέ­ρει ο ίδιος  επα­κρι­βώς τι είχε συμ­βεί στο Φτελιά.

(3) Τάγ­μα­τα Εθνο­φυ­λα­κής Αμύ­νης (ΤΕΑ): Παρα­στρα­τιω­τι­κό σώμα που συγκρο­τή­θη­κε κατά τη διάρ­κεια του εμφύ­λιου πολέ­μου. Ανα­πτύ­χθη­καν κυρί­ως στα χωριά και στις κωμο­πό­λεις. Είχαν στε­λε­χω­θεί από ακρο­δε­ξιούς, βασι­λι­κούς, «κομ­μου­νι­στο­φά­γους» του εμφυ­λί­ου και άλλα εγκλη­μα­τι­κά στοι­χεία. Τα ΤΕΑ ήταν η συνέ­χεια των Μονά­δων Ασφα­λεί­ας (ή Αυτα­σφα­λεί­ας) Υπαί­θρου (ΜΑΥ) και των Μικτών Απο­σπα­σμά­των Διώ­ξε­ως (ΜΑΔ), που είχαν στε­λε­χω­θεί από μέλη δωσι­λο­γι­κών και ακρο­δε­ξιών οργα­νώ­σε­ων, με δρά­ση ήδη από την επο­χή της Κατοχής.

(4) Τις πλη­ρο­φο­ρί­ες αυτές μου τις έδω­σε ο πατέ­ρας μου ο οποί­ος είχε φιλι­κές σχέ­σεις με τον Μακρή.

Από­σπα­σμα από το βιβλίο του Χρή­στου Ι. Ντα­βαν­τζή Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη… Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής, Αθή­να 2016.

Το περιο­δι­κό ΑΤΕΧΝΩΣ (atexnos.gr)
σας προ­σκα­λεί στην παρου­σί­α­ση του βιβλίου

Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη… Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής,
του Χρή­στου Ι. Νταβαντζή

Στην εκδή­λω­ση θα μιλήσουν:

Χρή­στος Τσιν­τζι­λώ­νης, Πρό­ε­δρος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης – Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας (ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ)

Κώστας Μαρα­γκου­δά­κης, Πρό­ε­δρος του Ιδρύ­μα­τος Περί­θαλ­ψης Ηλι­κιω­μέ­νων «Το Σπί­τι του Αγωνιστή»

Νίκος Πουρ­να­ράς, συνεκ­δό­της του περιο­δι­κού ΑΤΕΧΝΩΣ, επι­με­λη­τής του βιβλίου

Θα δια­βα­στούν απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο. Χαι­ρε­τι­σμό θα απευ­θύ­νει ο συγγραφέας.

Κυρια­κή 9 Οκτώ­βρη 2016, στις 18:00

Κινη­μα­το­γρά­φος Αλκυονίς
NEW STAR art cinema
Ιου­λια­νού 42–46, πλα­τεία Βικτωρίας
Τηλ: 210 8220 008

Είσο­δος ελεύθερη

Περισ­σό­τε­ρα για την εκδή­λω­ση ΕΔΩ.
Για το βιβλίο και τον συγ­γρα­φέα ΕΔΩ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο