Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα, 13 Οκτώβρη — Η μάχη της Ηλεκτρικής

Τον Οκτώ­βριο του 44′ οι Χιτλε­ρι­κοί κατε­βά­ζουν τη σημαία με τον αγκυ­λω­τό σταυ­ρό από την Ακρό­πο­λη, εγκα­τα­λεί­πουν την πρω­τεύ­ου­σα και συμ­πτύσ­σο­νται στα­δια­κά προς το Βορ­ρά, για να αντι­με­τω­πί­σουν τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό που προ­ε­λαύ­νει. Την ύστα­τη ώρα επι­διώ­κουν να δώσουν μια “ιππο­τι­κή παρά­στα­ση” στο ρόλο του έντι­μου πολε­μι­στή ‑αντί του βάρ­βα­ρου κατα­κτη­τή. Αλλά την ίδια στιγ­μή εφαρ­μό­ζουν τακτι­κή καμέ­νης γης, κατα­στρέ­φο­ντας βασι­κές υπο­δο­μές και σκο­τώ­νο­ντας αδια­κρί­τως αγω­νι­στές κι άμα­χο πλη­θυ­σμό. Οι Άγγλοι μένουν ουσια­στι­κά θεα­τές και αφή­νουν ανε­νό­χλη­τους τους ναζί, οπό­τε ο ΕΛΑΣ ανα­λαμ­βά­νει διπλό καθή­κον: να παρε­μπο­δί­σει τους Γερ­μα­νούς, μέχρι να ολο­κλη­ρω­θεί η απε­λευ­θέ­ρω­ση, προ­στα­τεύ­ο­ντας παράλ­λη­λα τις δημό­σιες υπο­δο­μές κι εγκα­τα­στά­σεις, που είναι ζωτι­κής σημα­σί­ας για τον ελλη­νι­κό λαό.

Σε αυτό το πλαί­σιο διε­ξά­γε­ται, σαν σήμε­ρα, η μάχη της Ηλε­κτρι­κής στο Κερα­τσί­νι. Η Αθή­να έχει απε­λευ­θε­ρω­θεί από την προη­γού­με­νη μέρα, αλλά οι ναζί κρα­τούν το λιμά­νι του Πει­ραιά, για να δια­σφα­λί­σουν την απο­χώ­ρη­σή τους και επι­χει­ρούν να κατα­στρέ­ψουν το εργο­στά­σιο της Ηλε­κτρι­κής, που δίνει ρεύ­μα στο λεκα­νο­πέ­διο, κατα­πα­τώ­ντας την αρχι­κή συμ­φω­νία. Οι μαχη­τές του ΕΛΑΣ δίνουν σκλη­ρή πολύ­ω­ρη, μάχη για να ματαιώ­σουν την ανα­τί­να­ξη του εργο­στα­σί­ου, με το λαό να πολε­μά σύσ­σω­μος στο πλευ­ρό τους. Μετα­ξύ άλλων, στη μάχη λαμ­βά­νει μέρος, ως μέλος του ΕΑΜ και υπάλ­λη­λος της εται­ρί­ας, ο πατέ­ρας του Θανά­ση Βέγ­γου, Βασί­λης. Ο ΕΛΑΣ με ηρω­ι­κή αυτο­θυ­σία των πολε­μι­στών του και παρά τις απώ­λειες, κατα­φέρ­νει σκλη­ρό χτύ­πη­μα στους χιτλε­ρι­κούς και σώζει το εργοστάσιο.

hlektriki-3

Ακο­λου­θεί ένα από­σπα­σμα από την αφή­γη­ση του Νίκαν­δρου Κεπέ­ση, Καπε­τά­νιου του 60υ Ανε­ξάρ­τη­του Συντάγ­μα­τος του ΕΛΑΣ Πει­ραιά, από το βιβλίο του για το Δεκέμ­βρη του 44, όπως το βρή­κα­με εδώ.

Οι Γερ­μα­νοί γύρι­σαν από το Πέρα­μα. Κι αφού ανα­τί­να­ξαν τις εγκα­τα­στά­σεις της ΣΕΛΛ εκεί, πήραν δρό­μο για το Ηλε­κτρι­κό Εργο­στά­σιο. Οι δυνά­μεις μας, όπως είχα­με δια­τά­ξει, δεν εκδη­λώ­θη­καν. Άφη­σαν το γερ­μα­νι­κό φορ­τη­γό μ’ ένα ρυμουλ­κού­με­νο να προ­χω­ρή­σει μέσα στη λαβί­δα της διά­τα­ξής μας. Οι Γερ­μα­νοί φάνη­κε πως δεν είχαν αντι­λη­φθεί τίπο­τε και προ­χω­ρού­σαν ανυ­πο­ψί­α­στοι γι’ αυτό που τους περίμενε.

Ξεπέ­ζε­ψαν και προ­χώ­ρη­σαν προς τον μαντρό­τοι­χο και την είσο­δο του εργο­στα­σί­ου. Και τότε δέχτη­καν τα πυρά μας πρώ­τα μέσα από το Εργο­στά­σιο κι αμέ­σως από παντού. Αιφ­νι­διά­στη­καν. Έχα­σαν την ψυχραι­μία τους καθώς βλέ­πα­νε να πέφτουν γύρω τους οι συμπο­λε­μι­στές τους. Ένας, δυό, τρεις… Και ο κλοιός γύρω τους όλο και στέ­νευε και δυνά­μω­νε το ντου­φε­κί­δι των ελα­σι­τών και οι ριπές των αυτο­μά­των τους. Ετσι κυκλω­μέ­νοι και βαλ­λό­με­νοι οι χιτλε­ρι­κοί άρχι­σαν να λιπο­ψυ­χούν. Ένας απ’ αυτούς, τώρα, θέλει να παρα­δο­θεί καθώς ακού­ει τον τηλε­βόα στα γερ­μα­νι­κά να τον καλεί, για να σωθεί. Σηκώ­νει το άσπρο μαντί­λι του. Μα μόλις πού πρό­λα­βε να ξανε­μί­σει στον αέρα. Ένας βαθ­μο­φό­ρος του τον πυρο­βο­λεί και τον σκοτώνει.

Τού­το το επει­σό­διο είναι μια νέα παρόρ­μη­ση για τούς έλα­σί­τες. Δυνα­μώ­νουν οι ριπές τους κι απα­νω­τές οι χει­ρο­βομ­βί­δες πέφτουν πάνω στα γερ­μα­νι­κά οχή­μα­τα. Ένα απ’ αυτά κομ­μα­τιά­ζε­ται. Κι άλλοι ακό­μη χιτλε­ρι­κοί πέφτουν νεκροί. Χάνει όμως και ο ΕΛΑΣ άλλον ένα άξιο μαχη­τή του, τον αξέ­χα­στο συνα­γω­νι­στή σ. Γκιόρ­δα.

Λίγα λεπτά πιο ύστε­ρα ένας δεκα­τε­τρά­χρο­νος επο­νί­της (ένα αετό­που­λο) μ’ ένα περί­στρο­φο στο χέρι θα συρ­θεί με προ­φύ­λα­ξη προς το μέρος του δολο­φό­νου βαθ­μο­φό­ρου. Θα σημα­δέ­ψει και θα ρίξει με επι­τυ­χία. Ο βαθ­μο­φό­ρος αυτός ήταν ο ένα­τος χιτλε­ρι­κός νεκρός.

Εκεί­νη την ώρα ό τηλε­βό­ας μας πού τον κρα­τά γερά ένας γερ­μα­νο­μα­θής ελα­σί­της θα πλη­σιά­σει πιο πολύ και θα δυνα­μώ­σει τη φωνή του, που χτυ­πά ίσια στις τρε­μά­με­νες καρ­διές των χιτλερικών:

«Παρα­δο­θεί­τε, όσο ακό­μη είναι καιρός!».
«Παρα­δο­θεί­τε για να σώσε­τε τη ζωή σας!!».
«Παρα­δο­θεί­τε! σας εγγυό­μα­στε να σεβα­στού­με τα δικαιώ­μα­τά σας, σαν αιχ­μα­λώ­των πολέμου!!».

Και τώρα δεν είναι μόνο ένα το άσπρο μαντί­λι. Είναι πολ­λά. Και δεν ξανε­μί­ζουν δει­λά στον αέρα, μα στα­θε­ρά… Σα θύελ­λα ορμά­νε οι ελα­σί­τες και ξοπί­σω άμα­χος λαός. Αφο­πλί­ζουν τούς παρα­δο­μέ­νους γερ­μα­νούς. Και μέσα στον πυρε­τό της συγκί­νη­σης αγκα­λιά­ζο­νται και φιλιού­νται μπρο­στά στα κατά­πλη­χτα μάτια των χιτλερικών.

Γιο­μά­τοι από οδύ­νη άλλοι μαζεύ­ουν τούς νεκρούς κι άλλοι με περίσ­σια στορ­γή φρο­ντί­ζουν τούς τραυ­μα­τι­σμέ­νους. Η μεγά­λη μάζα των μαχη­τών με τρα­γού­δια του αγώ­να, πού δονούν τον αέρα, σαν ιαχές θριάμ­βου πορεύ­ο­νται με τούς αιχ­μα­λώ­τους στην έδρα του I Τάγματος.

Έτσι σώθη­κε το Ηλε­κτρι­κό Εργο­στά­σιο της ΠΑΟΥΕΡ – τώρα της ΔΕΗ.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο