Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστας Βάρναλης, Η επέτειος του «ΟΧΙ»

«Ο καλός πολί­της έχει χρέ­ος να δου­λεύ­ει, να πει­νά, να δέρ­νε­ται, να πλε­ρώ­νει και να μην κατα­λα­βαί­νει… Όλα τα κρα­τι­κά όργα­να: σχο­λειό, τύπος, ραδιό­φω­νο κλπ. ένα σκο­πό έχουν: να σε… βοη­θά­νε να μην καταλαβαίνεις…»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Λόγια επί­και­ρα, δια­χρο­νι­κά, που θα βρουν τη θέση τους στις προ­θή­κες του Μου­σεί­ου της Ανθρώ­πι­νης Εκμε­τάλ­λευ­σης όταν ο πολί­της πάψει να είναι «καλός» και «κατα­λά­βει»… Σήμε­ρα, που για μια ακό­μα φορά δια­ψεύ­δο­νται οι προσ­δο­κί­ες εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων για καλύ­τε­ρες μέρες, επι­βε­βαιώ­νε­ται (για μια ακό­μα φορά) ότι όσο ο λαός δεν βγαί­νει στο προ­σκή­νιο, ο ρόλος του, «κομ­μέ­νος και ραμ­μέ­νος» απ’ όλες τις κυβερ­νή­σεις του συστή­μα­τος της εκμε­τάλ­λευ­σης, θα είναι «να δου­λεύ­ει, να πει­νά, να δέρ­νε­ται, να πλε­ρώ­νει και να μην καταλαβαίνει…».

Το χρο­νο­γρά­φη­μα του Κώστα Βάρ­να­λη δημο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Η Αυγή (Αρχεία Σύγ­χρο­νης Κοι­νω­νι­κής Ιστο­ρί­ας), στις 29 Οκτώ­βρη του 1953, στη στή­λη «Λόγια που καίνε».

ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΚΑΙΝΕ

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ «ΟΧΙ»

Το χρο­νο­γρά­φη­μα του κ. Κ. Βάρναλη

― Τι στέ­κεσ’ έτσι σαν κούτσουρο;

― Μακά­ρι να ’μου­να κού­τσου­ρο. Δε θα μου ερχό­τα­νε τώρα η απελ­πι­σία να πέσω με το κεφά­λι μπρος πάνου σ’ ένα δέντρο ή στύ­λο να το σπάσω!

― Και για­τί, περικαλώ;

― Για­τί τούτ’ η μπου­μπου­νι­σμέ­νη κόκα μου δεν κατα­λα­βαί­νει τίποτα.

― Ανά­γκη να κατα­λα­βαί­νει; Κατα­λα­βαί­νουν οι «άλλοι».

― Κι όμως αυτοί σου οι «άλλοι» μήνες τώρα μου εξη­γού­νε μερι­κά πρά­μα­τα που δεν τα ’ξερα. Κι έχα­σα τον μπούσουλα…

― Καλώς πράτ­τεις. Δεν πρέ­πει να κατα­λα­βαί­νεις (δηλα­δή να παρα­δέ­χε­σαι) αυτά που σου λένε. Ο καλός πολί­της έχει χρέ­ος να δου­λεύ­ει, να πει­νά, να δέρ­νε­ται, να πλε­ρώ­νει και να μην κατα­λα­βαί­νει… Όλα τα κρα­τι­κά όργα­να: σχο­λειό, τύπος, ραδιό­φω­νο κλπ. ένα σκο­πό έχουν: να σε… βοη­θά­νε να μην καταλαβαίνεις…

― Τώρα δεν… κατα­λα­βαί­νω και σένα!… Κοντεύ­ει χρό­νος τώρα που μου εξη­γούν οι «Σωτή­ρες» μου πώς την ξεφορ­τω­θή­κα­με επί τέλους αυτήν την ενό­χλη­ση της εθνι­κής αυτο­τε­λεί­ας. Ωραία! Το πήρα από­φα­ση κι απο­κοι­μή­θη­κα. Ξαφ­νι­κά με ξυπνή­σα­νε σάλ­πιγ­γες, αλό­γα­τα, κανο­νιές. Τρί­βω τα μάτια μου και ρωτάω: «― Τι συμ­βαί­νει»; Κι ο γεί­το­νάς μου ο Ριρής του Κολω­να­κιού μου απά­ντη­σε στη γλώσ­σα των «αιθου­σών»: «― Τελού­μεν την επέ­τειον της εθνι­κής ημών… αυτο­τε­λεί­ας, ο ρ ε σ ί β ι ε «! ― Μήπως εννο­εί­τε, κ ύ ρ ι ε , το μνη­μό­συ­νον της αυτο­τε­λεί­ας»; Κι από τότες είναι μια ώρα που από­μει­να κούτσουρο…

― Να σε… κου­νή­σω εγώ! Δεν υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά εθνι­κή αυτο­τέ­λεια. Μόνο που έχει καταρ­γη­θεί πολύ πριν σε… ειδο­ποι­ή­σου­νε. Αλλά πολύ πριν καταρ­γη­θεί η εθνι­κή αυτο­τέ­λεια, είχε καταρ­γη­θεί η έννοια «Έθνος»!

― Με φώτισες!

― «Έθνος» είναι μόνο ο λαός. Κάθε λαός. Αλλά μετά τον πόλε­μο, όλ’ οι λαοί του δυτι­κού πολι­τι­σμού ξανα­γί­να­νε… μπου­λού­κια, όπως ήσαν στο Μεσαί­ω­να! Ωστό­σο στα 1940, (τι παλιά επο­χή!) ο Ελλη­νι­κός Λαός (που ήταν ακό­μα «έθνος») είπε το «Όχι» στον ξένο εισβο­λέα. Δεν το ’παν οι «άλλοι» που πάντα λένε το «Ναι»! Κι ο Λαός και το ’πε και το ’κανε. Δε φώνα­ξε «όχι» από το παρά­θυ­ρο του σπι­τιού του κ’ ύστε­ρα να κλει­στεί μέσα ή να φύγει. Το ’πε στο μέτω­πο, στη φωτιά. Κ’ έμειν’ εκεί. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση των… συνερ­γα­τών του εχθρού, το «Όχι» του Λαού το πήραν αυτοί. Αυτοί που λέγα­νε  το «ναι» στον Κατα­χτη­τή έξι χρό­νια αρά­δα! Και μια και το πήρα­νε, είναι ανα­γκα­σμέ­νοι να το γιορ­τά­ζου­νε: να γιορ­τά­ζου­νε τον αγώ­να υπέρ της εθνι­κής αυτο­τε­λεί­ας οι υπεύ­θυ­νοι της εθνι­κής υπο­τε­λεί­ας. Αλλά παράλ­λη­λα κάνου­νε και την εξής πλα­στο­γρα­φία της ιστο­ρί­ας: «Ο Λαός, ο οποί­ος μας επε­τέ­θη στα 1940 είναι άξιος σεβα­σμού και της φιλί­ας μας»… Πολύ σωστά. Όλ’ οι λαοί και σέβο­νται ο ένας τον άλλο κι αγα­πιού­νται, χωρίς να τους το «διδά­ξει» κανείς. Αλλά στα 1940 δεν μας επε­τέ­θη κανέ­νας «λαός». Μας επε­τέ­θη­σαν διχτά­το­ρες. Ρίχνου­νε, λοι­πόν, το φταί­ξι­μο στους λαούς για να βγά­λουν αθώο τον εαυ­τό τους. Κόρα­κας κορά­κου μάτι δε βγάζει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο