Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ξεριζωμός

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Οι τελευ­ταί­ες μέρες  του Αυγού­στου του 1922 σημα­δεύ­τη­καν ανε­ξί­τη­λα και τρα­γι­κά με την μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή. Όσοι από τον μικρα­σια­τι­κό ελλη­νι­σμό δεν αιχ­μα­λω­τί­στη­καν και δεν σφα­γιά­στη­καν οδη­γή­θη­καν στην προ­σφυ­γιά και ξερι­ζώ­θη­καν μια για πάντα από τις πατρο­γο­νι­κές τους εστί­ες. Πολ­λοί συγ­γρα­φείς και ποι­η­τές έχουν δια­σώ­σει μέσα από τα κεί­με­να και τους στί­χους τους τις μέρες και τα έργα των μικρα­σια­τών, αλλά και τον πόνο και την οδύ­νη της κατα­στρο­φής και του ξεριζωμού.

Ιφιγένεια Χρυσοχόου

Ιφι­γέ­νεια Χρυσοχόου

Ξεχω­ρι­στή συγ­γρα­φέ­ας της πρώ­της γενιάς λογο­τε­χνών που έγρα­ψαν για τη Μικρά Ασία είναι η Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου. Γεν­νη­μέ­νη το 1909 στη Μαι­νε­μέ­νη της Μικράς Ασί­ας οδη­γή­θη­κε με την οικο­γέ­νειά της στην προ­σφυ­γιά και εγκα­τα­στά­θη­κε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Από τα πιο σημα­ντι­κά της έργα είναι η μικρα­σια­τι­κή τετρα­λο­γία: «Πυρ­πο­λη­μέ­νη Γη» (1973), «Μαρ­τυ­ρι­κή Πορεία, το χρο­νι­κό της ομη­ρί­ας 1922 — 1924» (1974), «Ξερι­ζω­μέ­νη Γενιά, το χρο­νι­κό της προ­σφυ­γιάς στη Θεσ­σα­λο­νί­κη» (1977) και «Εδώ Σμύρ­νη ….Εδώ Σμύρ­νη» (1985). Τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο του Ιδρύ­μα­τος Κ. και Ελ. Ουρά­νη της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, τον Επαι­νο της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών, το Αρώ­νειο Έπα­θλο της Ένω­σης Σμυρ­ναί­ων, το Βρα­βείο της Εστί­ας Νέας Σμύρ­νης και το Βρα­βείο Ειρή­νης και Φιλί­ας “Ιπε­κτσί”.

Έφυ­γε από τη ζωή στις 3 Σεπτεμ­βρί­ου του 2008.

prosfigia4

* * *

…Με το τελευ­ταίο σπρώ­ξι­μο, βρέ­θη­καν πια στο καρά­βι, ξεσκι­σμέ­νοι, κατα­μα­τω­μέ­νοι, ξεμαλ­λια­σμέ­νοι. Ούτ’ ένα μπο­γα­λά­κι μαζί τους…Κι οι πιο πολ­λοί άντρες να λείπουν…

Και σαν ξεκί­νη­σε το καρά­βι, και σιγου­ρεύ­τη­κε η ψυχή, και ξελα­γά­ρι­σε το μυα­λό, τότε, απ’ τ’ ανθρώ­πι­να ρημά­δια, που ξερι­ζώ­νο­νταν απ’ τον τόπο τους, ένα ουρ­λια­χτό άρχι­σε να βγαί­νει και να σκί­ζει τον αγέ­ρα. Ένα ουρ­λια­χτό που’ γινε θρή­νος και μοι­ρο­λόι για τους άντρες, που έμει­ναν στα χώμα­τα τους, και που ίσως ποτέ δε θα ξανά­βλε­παν πια.[1]

hrisohoou1Κάπο­τε στα­μά­τη­σε ο θρή­νος και το μοι­ρο­λόι. Μονά­χα λυγ­μοί κι ανα­φι­λη­τά ταρά­ζουν τ’ ανθρώ­πι­να ρημά­δια. Αυλα­κιές στα μάγου­λα η καυ­τή αρμύ­ρα απ’ τα μάτια. Τρε­μου­λιά­ζουν τα σφα­λιγ­μέ­να στό­μα­τα. Πηχτή χολή το σάλιο. Αγκά­θια, οι πρη­σμέ­νες αμυ­γδα­λές, ξεγδέρ­νουν το λαρύγ­γι. Αγκο­μα­χά το καρά­βι απ’ το φορ­τω­μέ­νο πόνο.

Όταν έκα­νε να μερώ­σει ο δαρ­μός της ψυχής, άρχι­σαν οι ανά­γκες του κορ­μιού. Ο ένας θέλει να πάει προς νερού του. Ο άλλος διψά­ει. Το παι­δί ζητά­ει να φάει. Ο γέρος πονά­ει. Πού όμως να κου­νη­θείς; Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Φίσκα αμπά­ρι, μηχα­νές, κάτω, γύρω, παντού.

Μερι­κοί, κουρ­νια­σμέ­νοι στις άκρες, ξεσκε­πά­σα­νε τα κεφά­λια. Βγά­λα­νε τα γυναι­κεία ρού­χα. Είναι άγου­ρα παλι­κα­ρά­κια κι ώρι­μοι άντρες. Κατα­φέ­ρα­νε να ξεγλι­στρή­σουν ανά­με­σα απ’ τους Τούρ­κους. Οι τυχε­ρές δε σκέ­φτου­νται τη συμ­φο­ρά. Ποιος λογα­ριά­ζει αν χάθη­κε το βιός; Ποιος αν ξερι­ζώ­θη­καν; Ξέρουν, γρή­γο­ρα θα γυρί­σουν πίσω. Φτά­νει που έχουν τους άντρες κοντά τους. Όμως ακό­μα φοβούνται.

- Σε στε­νο­χω­ρούν τα ρού­χα, Θοδω­ρή, και βιά­στη­κες να τα βγάλεις;

- Με στε­νο­χω­ρούν, γυναί­κα. Θέλω να πάω να κατου­ρή­σω. Δε θα τα κατα­φέ­ρω με τη φού­στα και το γυναι­κείο βρακί.

Πέτα­ξε κι ο Πέτρος το τσε­μπέ­ρι. Πάει να βγά­λει τα ψεύ­τι­κα στήθια.

- Μη, παι­δί μου, μη, αγό­ρι μου. Κάνε λίγη υπο­μο­νή. Να ξεμα­κρύ­νει το καρά­βι, τρέ­μει η μάνα του.

- Ακό­μα υπο­μο­νή; Τρεις μέρες είμαι μασκα­ρε­μέ­νος. Πανά­θε­μά σας, παλιο­τουρ­κα­λά­δες, πώς μας καταντήσατε…

Ο Κιρ­κόρ, ο Αρμέ­νης, τυλιγ­μέ­νος στα σαλ­βά­ρια, δεν κοτά­ει να κουνηθεί.

- Έλα, πατέ­ρα. Βγά­λε τα μαγου­λί­κια. Ν’ ανα­σά­νεις λίγο. Έλα, πέρα­σε πια ο κίν­δυ­νος, παρα­κα­λά­ει η κόρη του η Τακουή.

- Άσε, να πατή­σου­με πρώ­τα σ’ ελλη­νι­κό χώμα.

Ατσά­λι τρε­μου­λια­στό η θάλασ­σα, τινά­ζει νερέ­νιες σπί­θες. Ένα δελ­φί­νι κάνει βουτιές.

- Ένα μεγά­λο ψάρι. Ένα μεγά­λο ψάρι, φωνά­ζουν κάτι παι­διά κολ­λη­μέ­να στην κου­πα­στή που ξέχα­σαν κιό­λας τη συμφορά.

-Είναι δελ­φί­νι, λέει ο Αντρί­κος απ’ το Κορ­δε­λιό, που ο θεί­ος του είχε ψαράδικο.

- Πού το ξέρεις;

- Έχω ταξι­δέ­ψει με το θείο μου. Νάτον, εκεί.

- Κι άλλο δελφίνι.

- Πούν’ το;

- Πάει, τώρα χάθηκε.

Χτυ­πιέ­ται το κύμα στα μάγου­λα του καρα­βιού. Αφρο­λο­γά το νερό και ραντί­ζει αρμύρα.

Η Χατζη­νά­σιου με τα οχτώ παι­διά της κοί­τε­ται σε μιαν άκρη. Ο άντρας της δεν κατά­φε­ρε να μπει στο καρά­βι. Την τελευ­ταία στιγ­μή έμει­νε όξω. Πρό­φτα­σε ν’ αρπά­ξει ο Κλή­τος απ’ τα χέρια του το Λευ­τε­ρά­κη. Σα χαμέ­νος από­μει­νε εκεί­νος να κοι­τά­ζει με το φακιό­λι και τα γυναι­κεία ρού­χα. Φώνα­ζε, τσί­ρι­ζε η γυναί­κα του απ’ την κορ­φή της ανε­μό­σκα­λας. Τρα­βού­σε τους ναύ­τες απ’ τα μανί­κια. Έδει­χνε με τα χέρια προς το μέρος του. Τίπο­τα. Κάποια στιγ­μή τον έχα­σε απ’ τα μάτια της. Ρου­φή­χτη­κε απ’ τ’ αλα­φια­σμέ­νο μπουλούκι.

Ξαφ­νι­κά σφύ­ρι­ξε η μπου­ρού. Έβα­λε μπρος η μηχα­νή. Ξεκί­νη­σε το καρά­βι. Ουρ­λιά­ζει, δέρ­νε­ται το γυναι­κο­μά­ζω­μα. Μετά ήρθε ο θρή­νος και το μοιρολόι.

Πόσες ώρες είναι που ξεκί­νη­σαν; Η Νάσαι­να ακό­μα κλαί­ει. Μετρά­ει και ξανα­με­τρά­ει τα παι­διά της.Δόξα Σοι ο Θεός, σωστά είναι.

Κοντά της μια μικρή γυναί­κα βαστά­ει ένα λεχού­δι. Ώρα παι­δεύ­ε­ται να το βυζάξει.

- Από χτες έχει να φάει, παρα­πο­νιέ­ται η νέα μητέρα.

- Μη στέ­ρε­ψε το γάλα σου;

- Να, κάτι στά­ζει, ζου­πά­ει με τα δυο δάχτυ­λα το βυζί.

- Δοκί­μα­σε πάλι. Τι θαρ­ρείς; Έχα­σε κι αυτό τη βολή του.

hrisohoou2Το χέρι οδη­γεί τη ρόγα στο σφα­λι­σμέ­νο στό­μα. Εκεί­νο δε λέει να τ’ ανοί­ξει. Η ρόγα σερ­για­νά στα ξασπρι­σμέ­να χει­λά­κια. Τα πασπα­τεύ­ει. Ψάχνει να βρει δρό­μο να χωθεί. τρε­μο­σά­λε­ψε το στο­μα­τά­κι. Πρό­φτα­σε η μάνα να το μπου­κώ­σει με τη ρόγα της. Μια ρου­φη­ξιά. Δυο ρου­φη­ξιές. Ξαφ­νι­κά στα­μά­τη­σε το μωρό να βυζαί­νει. Ανη­συ­χία την αντά­ρια­σε. Γυρο­φέρ­νει τη ρόγα  με τα δάχτυ­λα μέσα στο στό­μα. Την κου­νά πέρα δώθε. Είναι πρω­τά­ρα. Δεν έχει χρό­νο παντρε­μέ­νη. Τώρα μπή­κε στα δεκα­ο­χτώ. Θυμά­ται, πριν ένα μήνα, όταν της είχε βάλει για πρώ­τη φορά  η μαμή το μωρό στο πλάι της, σαν παλα­βό έψα­χνε το ορθά­νοι­χτο στο­μα­τά­κι του να βρει τη ρόγα. Κι όταν τη βρή­κε, την άρπα­ξε λιμα­σμέ­να. Τη σφή­νω­σαν τα χει­λά­κια και την πιπί­λι­ζαν σφι­χτά σφι­χτά, λες και χρό­νια το δασκά­λευαν πώς να βυζαί­νει. Τώρα η ρόγα της έμει­νε φυλα­κι­σμέ­νη στο στο­μα­τά­κι του. Θεέ μου, σα να μη σαλεύ­ει το μωρό! Ένα σύγκρυο γλί­στρη­σε στα σωθι­κά της. Πασπα­τεύ­ει το κορ­μά­κι του. Ξυλια­σμέ­νο, μπούζι.

- Το παι­δί μου, το παι­δί μου! Χρι­στια­νοί, πέθα­νε το παι­δί μου, φωνά­ζει και περι­μέ­νει να της πουν ότι είναι ψέματα.

Η Νάσαι­να κοι­τά­ει να την παρηγορήσει.

- Είναι αβά­φτι­στο, ασα­ρά­ντι­στο, δέρ­νε­ται η μικρή μάνα. Ψυχή μου, τζιέ­ρι μου, ούτε παπά να σε δια­βά­σω, ούτε γης να σε θάψω. Τι θα πω στον πατέ­ρα σου, όταν σμίξουμε;

- Στα­μά­τα πια. Τ’ αγά­πη­σε ο Θεός, το γλί­τω­σε. Ποιος ξέρει τι μας μέλ­λε­ται εμάς…κλαψουρίζουν οι γυναί­κες τριγύρω.

Το πήρε μια γριά. Του σταύ­ρω­σε τα χερά­κια. Το τύλι­ξε σ’ ένα μπο­χτσά. Ετοι­μά­στη­κε να το πετά­ξει στη θάλασσα.

- Όχι, όχι, τ’ αρπά­ει η μάνα. Δεν αφή­νω το παι­δί μου αδιά­βα­στο κι άταφο.

Το σφίγ­γει στην αγκα­λιά της. Γέρ­νει το κεφά­λι της απά­νω του και μένει ασάλευτη.

Το μεση­μέ­ρι μοί­ρα­σαν παστές σαρ­δέ­λες, κασκα­βά­λι και γαλέ­τες. Στα μωρά δώσα­νε μπι­σκό­τα και γάλα του κου­τιού. Ύστε­ρα απ’ το φαΐ, όλοι το ρίξα­νε στο νερό.

Η Ιφιά­νασ­σα ζεστά­θη­κε πολύ. Δυο φου­στα­νά­κια φορά­ει. Το έν’ απά­νω στ’ άλλο. Το μπλου το μαρ­νέρ με τ’ άσπρα σει­ρή­τια. Από μέσα την και­νούρ­για της σαντα­κρού­τα. « Φορέ­στε όσο πιο πολ­λά ρού­χα μπο­ρεί­τε», έλε­γε η μαμά, την ώρα που ετοι­μά­ζο­νταν να φύγουν απ’ το Ντα­ρα­γά­τσι. «Ποιος ξέρει τι μας περι­μέ­νει στον ξένο τόπο». Τρία βρα­κά­κια και τρία που­κα­μι­σά­κια φόρε­σε η Ιφιά­νασ­σα. « Σαν του­λού­μι έγι­νες», την κοροϊ­δεύ­α­νε τ’ αδέρ­φια της.

prosfigia3

Σηκώ­θη­κε απά­νω. Έβγα­λε το μαρ­νέρ. Έμει­νε με τη σαντα­κρού­τα. Κοι­τά­ζει τα πόδια της. Μονά­χα ένα παπού­τσι φορά­ει. Το άλλο έμει­νε χτες στο δρό­μο, στο «Και». Ο κόσμος σκου­ντού­σε και σκου­ντιό­ταν. Όλοι πάσκι­ζαν να φτά­σουν στην απο­βά­θρα. Εφτά ελλη­νι­κά βαπό­ρια στη θάλασ­σα περί­με­ναν να φορ­τώ­σουν. Έσπρω­χνε ο κόσμος με την ελπί­δα να μπαρ­κά­ρει. Στην αγω­νία, μη μεί­νει κανείς όξω, έσπα­σε η ζώνη. Έπη­ξε ο δρό­μος. Ένα αυτο­κί­νη­το με Τούρ­κους αξιω­μα­τού­χους τρέ­χει. Τίπο­τα δε λογα­ριά­ζει. Όποιον κόψει. Θα την πατού­σε την Ιφιά­νασ­σα, αν την τελευ­ταία στιγ­μή δεν την άρπαε ο πατέ­ρας. Η ρόδα τής άγγι­ξε το πόδι. Παρά­συ­ρε το παπού­τσι. Ύστε­ρα από ώρες, φτά­σα­νε στην απο­βά­θρα. Τα έξι βαπό­ρια φορ­τώ­σα­νε και φύγα­νε. Έμει­νε το τελευ­ταίο. Ποιος όμως θα πρω­το­μπεί; Χιμή­ξα­νε όλοι μαζί. Μια ανθρώ­πι­νη μάζα που’ ναι αγω­νία, ταρα­χή, τρό­μος κι από­φα­ση, τσα­λα­πα­τιέ­ται και ζουπιέται.

Φόρ­τω­σε και το τελευ­ταίο καρά­βι. Οι πιο πολ­λοί μεί­να­νε όξω. « Δεν αντέ­χω άλλο», λέει μπαϊλ­ντι­σμέ­νη η μαμά. « Ας γυρί­σου­με πίσω». « Όχι, όχι, μαμά, παρα­κα­λού­σε η Ιφιά­νασ­σα, ας μεί­νου­με. Τώρα θα μπού­με απ’ τους πρώ­τους». « Ας μεί­νου­με», είπε ο πατέ­ρας. « Εδώ είναι πιο σίγου­ρα. Περά­σα­με τόσες και τόσες ζώνες. Ξεφύ­γα­με τόσες φορές απ’ τον κίνδυνο…Δεν ξέρεις, μπο­ρεί να’ χου­με τύχη να κατα­φέ­ρου­με να φύγου­με με το επό­με­νο βαπόρι».

Ολό­κλη­ρη τη νύχτα περι­μέ­να­με στην απο­βά­θρα. Τα ξημε­ρώ­μα­τα πλεύ­ρι­σε ένα ρού­σι­κο καρά­βι. Με το τελευ­ταίο σπρώ­ξι­μο, βρέ­θη­καν μέσα. Δεν πρό­φτα­σε να μπει ο πατέ­ρας. Εκεί έμει­νε. Αν τον πάρουν οι Τούρ­κοι; Αν τον σκο­τώ­σουν; βούρ­κω­σε η Ιφιά­νασ­σα. Θέλει να κλά­ψει δυνα­τά. Έκλει­σε τα μάτια και σκε­φτό­ταν τον πατέρα.

Πόση ώρα πέρα­σε; Μπο­ρεί και να την πήρε ο ύπνος.

Όταν άνοι­ξε τα μάτια, κόντευε να βασι­λέ­ψει ο ήλιος. Ατλά­ζι λου­λα­κί η θάλασ­σα, πήρε να κοκ­κι­νί­ζει. Λίγα άσπρα συν­νε­φά­κια γίνα­νε φλό­γες. Άνα­ψε ολό­κλη­ρος ο ουρα­νός. Πανη­γύ­ρι της φωτιάς ο ορίζοντας.

Πάντα ξελο­για­ζό­τα­νε με το ηλιο­βα­σί­λε­μα η Ιφιά­νασ­σα. Όμως ηλιο­βα­σί­λε­μα στη θάλασ­σα, πρώ­τη φορά της βλέ­πει. Ζαλί­στη­κε απ’ την ομορ­φιά. Ξέχα­σε τη θέση τους.

Κάπο­τε άρχι­σε να μου­νταί­νει ο ουρα­νός. Έγι­νε μαβής. Ύστε­ρα μολυ­βής. Μολυ­βιά κι η θάλασ­σα. Όλα σκού­ραι­ναν, σκού­ραι­ναν, ώσπου τα κου­κού­λω­σε το σκοτάδι.

Ξάφ­νου πήρε να φυσά. Κου­νή­θη­κε το καράβι.

- Φτά­σα­με στο Τσα­νταρ­λί. Σε λίγο θα’ μαστε στη Μυτι­λή­νη, ακό­υ­στη­κε μια φωνή.

Η Ιφιά­νασ­σα θυμή­θη­κε τον Αντώ­νη το Φωκια­νό, που χάθη­κε με το καΐ­κι του στο Τσανταρλί.

Σαν πας στο Τσανταρλί,

βάστα λιβά­νι και κερί,

λέγα­νε οι γυναί­κες κάθε φορά που φεύ­γα­νε δικοί τους. άσχη­μο πέρα­σμα. Αλί­μο­νο αν βρε­θούν πλε­ού­με­να με κακο­και­ριά εκεί.

Ο αγέ­ρας δυνα­μώ­νει. Ένα από­το­μο τρά­νταγ­μα τίνα­ξε τον κόσμο. Πατά­ει τις φωνές η γυναί­κα με το πεθα­μέ­νο μωρό στην αγκαλιά.

- Σπλά­χνο μου, καρ­διά μου.

Σαν να’ ταν σύν­θη­μα άρχι­σαν κι άλλες.

- Παι­δί μου.

- Πατέ­ρα.

- Γιό­κα μου, γιό­κα μου, θα σε ξανα­δώ άραγε;

- Κορι­τσά­κι μου, πού να ‘σαι; Καλύ­τε­ρα να πεθά­νεις παρά να τουρκέψεις.

Μπή­γουν τα κλά­μα­τα τα μωρά. Πατά­νε τις φωνές τα παι­διά. Ξαναρ­χί­ζουν οι γυναί­κες το μοι­ρο­λόι. Ο άνε­μος δυναμώνει…Αγρίεψε η θάλασ­σα. Ταρα­κου­νιέ­ται το καρά­βι. Τσι­ριές, κλά­μα­τα, βογκη­τά χτυ­πά­νε τη νύχτα. έσμι­ξε ο θρή­νος των ανθρώ­πων με το μού­γκρι­σμα των κυμά­των, το πάλαι­μα των στοι­χειών. Σπά­ρα­ζε το σκοτάδι.

Το πρωί, ησυ­χία. Ασπρο­γά­λα­νη γαλή­νη στην πλά­ση. Σε λίγο βάφτη­καν τα νερά τρια­ντα­φυλ­λιά. Κι όταν ο ήλιος ανέ­βη­κε, τρε­μού­λια­ζαν φως και ασήμι.

Μοί­ρα­σαν γαλέ­τες και κεφα­λο­τύ­ρι για πρωινό.

- Ρίξε το παι­δί στη θάλασ­σα. Δεν κατα­λα­βαί­νεις; Όπου να’ ναι θ’ αρχί­σει να μυρί­ζει, λένε στη γυναί­κα με το πεθα­μέ­νο μωρό.

- Όχι, όχι, δέρ­νε­ται εκείνη.

- Μα αφού πέθα­νε πια.

Σαν είδε ότι δε γίνε­ται αλλιώς, άρχι­σε να παρακαλεί.

- Ας το δια­βά­σει του­λά­χι­στον ένας παπάς.

- καλέ, τι τον θέλε­τε τον παπά; Αυτό είναι αγγε­λού­δι. Δεν έχει αμαρ­τί­ες, λέει μια μεσό­κο­πη με άσπρα μαλλιά.

hrisohoou4Αρπά­ει το παι­δί απ’ την αγκα­λιά της μάνας, δένει τον μπο­χτσά που ήτα­νε τυλιγ­μέ­νο, το σταυ­ρώ­νει με το χέρι και το ρίχνει στη θάλασ­σα. Ένα «μπλουμ» ακού­στη­κε. Το «μπλουμ» μπου­νιά χτύ­πη­σε τα σπλά­χνα της Ιφιά­νασ­σας. « Πανα­γί­τσα μου, πάει το μωρό…Τώρα; Αν το φάνε τα ψάρια; Μπο­ρεί να το τρώ­νε κιό­λας…». Νιώ­θει τα δόντια τους στο κορ­μί της. Πάγω­σε. Όχι, όχι… « Αυτό είναι αγγε­λού­δι» είπε η γυναί­κα με τ’ άσπρα μαλ­λιά. Πώς είναι αγγε­λού­δι, αφού είναι αβά­φτι­στο; Δεν της είχε πει η Βαγ­γε­λί­τσα, τότε στο αμπέ­λι τους, ότι τα αβά­φτι­στα παι­διά δε γίνο­νται αγγελούδια;

Ξαφ­νι­κά ένας γλά­ρος πέτα­ξε. Ζυγιά­ζει τα φτε­ρά του στο μέρος που’ πεσε το παι­δί. Βου­τά­ει στα νερά. Σε λίγο σηκώ­νε­ται. Οι κάτα­σπρες φτε­ρού­γες μοιά­ζουν με φτε­ρού­γες αγγέ­λου. Λες, αυτός ο γλά­ρος να’ ναι αγγε­λού­δι; Και βέβαια είναι. Είναι η ψυχή του μωρού που πέθα­νε. Χάρη­κε η Ιφιά­νασ­σα στη σκέ­ψη ότι το παι­δί έγι­νε αγγε­λού­δι. Ο γλά­ρος έκα­νε λίγους κύκλους ακό­μα και πέτα­ξε ψηλά.

Κάμπο­σες γυναί­κες σηκώ­θη­καν και ψάχνουν. Πολ­λές βρή­καν συντο­πί­τες και γνω­στούς. Άλλες σμί­ξα­νε με τους δικούς τους, που είχαν χάσει στην ανε­μο­μπου­μπού­λα του φευ­γιού. Οι πιο πολ­λές δε σάλε­ψαν απ’ τη θέση τους.

Η Μερ­σί­να ούτε κου­νή­θη­κε. Πέτρα ριζω­μέ­νη, κοι­τά­ει με γυα­λω­μέ­να τα μάτια. Κανέ­νας σπα­σμός στο μού­τρο. Η Μερ­σί­να δεν έκλα­ψε, δεν τσί­ρι­ξε. Δε δάρ­θη­κε, σαν τις άλλες, όταν βρέ­θη­κε πετα­μέ­νη στο καράβι.

- Μερ­σί­να, Μερ­σί­να, τη γνώ­ρι­σε η συμπα­τριώ­τισ­σά της η Μαρία.

Η Μερ­σί­να δε γυρί­ζει το κεφάλι.

- Μερ­σί­να, για­τί δε μου μιλάς;

Η Μερ­σί­να, ασά­λευ­τη, δε βλέ­πει, δεν ακούει.

- Μερ­σί­να, κατα­λα­βαί­νω, θα πήρα­νε τον άντρα σου…Όλοι μας τα ίδια πάθα­με. Ο Θεός θα βοη­θή­σει. Κάνε υπο­μο­νή. Έλα. Δε βλέ­πω τα παι­διά σου; Μερ­σί­να, βουβάθηκες;

Η Μερ­σί­να είναι απ’ τη Μαγνη­σία. Με το τελευ­ταίο τρέ­νο έφτα­σε με τον άντρα της και τα τρία παι­διά της στη Σμύρ­νη. Πριν απ’ τη φωτιά τούς οι Τούρ­κοι στην Πού­ντα. Δια­τά­ζουν τον άντρα της να τους ακο­λου­θή­σει. Εκεί­νος έκα­νε ν’ αντι­στα­θεί. Με την πρώ­τη σφαί­ρα έπε­σε. Ετοι­μά­ζο­νται να σκο­τώ­σουν τα παι­διά, άλλοι ν’ ατι­μά­σουν την ίδια. Πρό­φτα­σε αυτή να τ’ αρπά­ξει και να ριχτεί μαζί τους στη θάλασ­σα. Ένας Τούρ­κος την τρά­βη­ξε όξω. Αφού τη βιά­σα­νε, την παρά­τη­σαν εκεί. Ούτε ξέρει πώς βρέ­θη­κε στο καράβι.

Ούτε κι η κόνα Ανέ­τα ξέρει. Άχνα δεν έβγα­λε από προ­χτές. Η κόνα Ανέ­τα είναι ογδό­ντα πέντε χρο­νώ. Στη­μέ­νη και λερω­μέ­νη πατσα­βού­ρα τα μού­τρα. Τα μαύ­ρα τσι­μπλια­σμέ­να μάτια, τα σκο­τεί­νια­σε πιο πολύ η συμ­φο­ρά. Τέσ­σε­ρις γενιές έχα­σε η κόνα Ανέ­τα. Ό,τι έχτι­ζε η ζωή ογδό­ντα πέντε χρό­νια, το χάλα­σε ο πόλε­μος σε λίγην ώρα. Η κόνα Ανέ­τα είναι απ’ το Γκε­ρέν­κιοϊ της Μαι­νε­μέ­νης. Κόντευε ν’ αδειά­σει το χωριό τους, κι αυτοί το κου­βέ­ντια­ζαν  ακό­μα. Να φύγουν, να μη φύγουν. Ο άντρας της, ο Σταυ­ρής, δεν ήθε­λε να το κου­νή­σει. « Κοντεύω τα ενε­νή­ντα. Ούτε για δρό­μο είμαι, ούτε για και­νούρ­για ζωή». Παι­διά, εγγό­νια, δισέγ­γο­να, όλοι μαζε­μέ­νοι στο σπί­τι. Ο μεγά­λος γιος, κοντά εξή­ντα πέντε, επι­μέ­νει να φύγου­νε. Οι άλλοι γιοι και τα εγγό­νια έτοι­μοι για δρό­μο. Ο Σταυ­ρής δεν ακού­ει κανέ­να. Τους πρό­φτα­σαν οι Τούρ­κοι στο σπί­τι. Χώθη­κε η κόνα Ανέ­τα με τη δισεγ­γό­να της, τη Μαρί­τσα, που άρχι­σε να κλαί­ει, να την τρα­βά­ει απ’ το φου­στά­νι. Χωρίς να το κατα­λά­βει, βρέ­θη­κε στην κάμα­ρα. Οι Τούρ­κοι είχαν φύγει. Η κόνα Ανέ­τα κοι­τά­ει και δεν κοι­τά­ει. Βλέ­πει και δε βλέ­πει. Άντρας, παι­διά, εγγό­νια, δισέγ­γο­να, όλοι τους σκο­τω­μέ­νοι στο πάτω­μα. Γκιό­λι το αίμα. Χάνει τον εαυ­τό της. Πέφτει χάμω. Κλαί­ει, τσι­ρί­ζει η Μαρί­τσα. Μπαί­νει ο παρα­γιός τους ο Κωστής, που κατέ­βαι­νε απ’ τ’ αμπέ­λι. Ούτε κατά­λα­βε πώς βρέ­θη­κε με την εγγό­να της στον αρα­μπά, ούτε πώς έφτα­σε στη Σμύρ­νη. Ούτε πώς βρέ­θη­κε στο καρά­βι. Όμως πού’ ναι η Μαρί­τσα; Τι έγι­νε ο παραγιός;

Ξαφ­νι­κά νιώ­θει κάποιος να τη σκου­ντά­ει. Σαστι­σμέ­νη γυρί­ζει να δει.

Ένα κορι­τσά­κι την κοι­τά­ει στα μάτια, λες και ζητά­ει βοήθεια.

- Μαρίτσα…ξεστόμισε βρα­χνά η λαχτάρα.

Όχι δεν είναι η Μαρί­τσα. Αυτό είναι ένα κορι­τσά­κι λιγνό και ξαν­θό. Είναι και πιο μικρό. Ούτε εφτά χρο­νώ. Η Μαρί­τσα περ­πα­τού­σε στα εννιά.

Ξανα­κλεί­σα­νε τα στα­φι­δια­σμέ­να χεί­λια. Βουρ­κώ­σα­νε πάλι τα τσι­μπλια­σμέ­να μάτια. Ένας κόμπος πνί­γει την κόνα Ανέ­τα. Ένα δισεγ­γο­νά­κι τής από­μει­νε. Το’ χασε κι αυτό. Τι λόγο έχει πια να ζήσει; Ο Θεός, που είναι δίκαιος, για­τί δεν την παίρνει;

Μες στο παρά­πο­νό της, νιώ­θει ένα κεφα­λά­κι ν’ ακου­μπά στα γόνα­τά της. Άνοι­ξε τα μάτια. Είναι το κορι­τσά­κι. Χάι­δε­ψε με το ξυλια­σμέ­νο χέρι της το μου­τρά­κι του. Το παι­δί σφί­χτη­κε κοντά της. Η ζέστα του κορ­μιού του πέρα­σε στο κορ­μί της. Χύθη­κε στην καρδιά.

- Πώς σε λένε;

- Κατι­νί­τσα.

- Πού’ ναι η μαμά σου;

- Τη σκό­τω­σαν οι Τούρκοι.

- Ο πατέ­ρας σου;

- Δεν ξέρω. Τον πήρα­νε οι Τούρκοι.

- Θα πει­νάς, λέει η κόνα Ανέ­τα και το σέρ­νει στην αγκα­λιά της. Έλα, πάρε τη γαλέ­τα και το κασκα­βά­λι μου. Έλα, φάε.

Το κορι­τσά­κι τρώ­ει. Η κόνα Ανέ­τα το χαϊ­δεύ­ει. Το πήρε ο ύπνος. Εκεί­νη ξέχα­σε το δικό της πόνο.

- Κοντά μου θα μεί­νεις, του λέει. Θα δεις, δε θα σου λεί­ψει τίπο­τα. Έχω κάμπο­σες παγκα­νό­τες . Κι όταν τελειώ­σουν, θα βρού­με κολάι να ζήσου­με, ώσπου να γυρί­σου­με στο Γκερένκιοϊ.

Στη μέση, κοντά στη μπου­ρού, κάτι σοβα­ρό γίνε­ται. Κάμπο­σες γυναί­κες στρι­φο­γυ­ρί­ζουν. Μες στα ψιθυ­ρί­σμα­τά τους, στο βου­η­τό της μηχα­νής, τα βογκη­τά, ξεχω­ρί­ζουν τσι­ριές και ξεφω­νη­τά. Στην τελευ­ταία τσι­ριά, μπερ­δεύ­τη­κε κλά­μα μωρού.

- Άντε, να σου ζήσει. Κορί­τσι είναι, ακού­στη­κε η φωνή της γυναί­κας που’ κανε τη μαμή.

- Στο πέλα­γος γεν­νή­θη­κε. Πελα­γία να το βγά­λεις, συμ­βου­λεύ­ει μια γριά.

hrisohoou3Δυο κορί­τσια κοντά στη σκά­λα. Σε κανέ­ναν και σε τίπο­τα δε δίνουν σημα­σία. Καθι­σμέ­να κοντά κοντά, κου­βε­ντιά­ζουν ατέ­λειω­τα. Το ένα κορί­τσι ξαν­θό με γαλα­ζο­πρά­σι­να μάτια. Ίδια νεράι­δα. Το άλλο δε λέει να βγά­λει το φακιό­λι. Διπλο­τυ­λιγ­μέ­νο το κεφά­λι. Δεν ξεχω­ρί­ζουν παρά δυο μάτια πίσ­σα. Σπί­θες και φλό­γες τινά­ζει το βλέμ­μα. Τα χέρια τρα­χιά και κοκκαλιάρικα…Άχαρο και το φου­στά­νι, πέφτει σαν ξένο στο κορ­μί. Ούτε μέση, ούτε μεριά, ούτε βυζιά φάνη­καν, όταν πριν λίγο σηκώ­θη­κε να πάει προς νερού του.

Το φακιό­λι σκύ­βει. Σφίγ­γει το χέρι της ξαν­θιάς νεράιδας.

- Δε θα ξεχά­σω που μ ‘ έσωσες.

Η ξαν­θιά νεράι­δα δε μιλά. Μια γλύ­κα τη ζάλισε.

- Από χρό­νια σ’ αγαπώ.

- Κι εγώ. Τι θαρ­ρείς; Πώς μπό­ρε­σα να βρω κου­ρά­γιο, μες στις ώρες της σφα­γής, να τρέ­ξω στο χτή­μα σου και να σου φέρω τα ρού­χα και το φακιό­λι της θειάς μου;

- Άννα, λέει το τυλιγ­μέ­νο κεφάλι.

- Ανδρέα, απα­ντά­ει η ξαν­θιά νεράιδα.

- Δεν έχω κανέ­να στον κόσμο.

- Ούτ’ εγώ.

- Άννα, μόλις πατή­σου­με στη γη, θα στε­φα­νω­θού­με. Είμαι είκο­σι χρο­νώ κι εσύ δεκα­ο­χτώ. Θα δου­λέ­ψω οπου­δή­πο­τε, ακό­μα και χαμά­λης, ώσπου να γυρί­σου­με στον τόπο μας.

Τρεις μέρες στο καρά­βι, κι ακό­μα να φτά­σουν κάπου.

- Τι θα γίνει; ρωτά ο Αντρί­κος το θειο του. Δε θα πιά­σου­με καμιά φορά λιμά­νι; Έτσι, στα κου­του­ρού θα τραβάμε;

- Κανέ­να καρά­βι δεν τρα­βά­ει στα κου­του­ρού, εκτός κι αν χαλά­σει ο μπούσουλας.

- Για­τί δε βγή­κα­με στη Μυτιλήνη;

- Δεν άφη­σαν. Είχε πολύν κόσμο.

- Τώρα τρα­βά­με για την Αθή­να; ρώτη­σε με λαχτά­ρα το αγό­ρι, που’ θελε να γνω­ρί­σει την πρωτεύουσα.

- Όχι, κατά το βοριά.

- Τι αργο­κί­νη­το καράβι…Πες, θείε, δεν είναι;

- Ναι.

- Και για­τί δεν πάει πιο γρήγορα;

- Είναι φορ­τη­γό, είναι παλιό, είναι παραφορτωμένο.

Την άλλη μέρα, παρα­μο­νή του Σταυ­ρού, μπή­καν στο Θερ­μαϊ­κό κόλπο.

- Να, η Θεσσαλονίκη.

Τινά­χτη­κε ο κόσμος.

- Η Θεσ­σα­λο­νί­κη! Άρχι­σαν να ετοιμάζονται.

- Σα να στα­μα­τά­ει το καρά­βι, φώνα­ξε κάποιος.

- Για­τί στα­μά­τη­σε; Τι συμ­βαί­νει; τρό­μα­ξαν όλοι.

- Είκο­σι τέσ­σε­ρις ώρες καραντίνα.

Το νέο δια­δό­θη­κε αμέ­σως. Άρχι­σαν οι γυναί­κες πάλι το μοι­ρο­λόι. Πατή­σα­νε τα μωρά τα κλά­μα­τα. Τα παι­διά τις φωνές. Σωστό πανδαιμόνιο.

Πρωί, πρωί, ανή­με­ρα του Σταυ­ρού, μπή­κε το βαπό­ρι στο λιμά­νι. Πριν καλο­πλευ­ρί­σει, τινά­χτη­κε το ρημαγ­μέ­νο ανθρω­πο­μά­νι. Άρπα­ξε μωρά και μπό­γους, και χίμη­ξε στη σκοινόσκαλα.

Στο λιμά­νι κόσμος, κόσμος, κόσμος… Όλοι σημα­δε­μέ­νοι απ’ τη συμ­φο­ρά. Γριές, νιες, μεσό­κο­πες κλαί­νε, φωνά­ζουν, τσι­ρί­ζουν. Όσες ξέκρι­ναν κάποια συμπα­τριώ­τισ­σα, κάποια γνω­στή, κάποια συγ­γε­νή στους και­νούρ­γιους, πάνε κοντά και ρωτάνε.

- Μάρ­θα, Μάρ­θα, είδες το γιο μου τον Κυριά­κο; Μέσα από την αγκα­λιά μου τον πήρα­νε οι Τούρκοι.

- Θεία Αγλα­ΐ­τσα, ήρθες; Πού’ ναι η μαμά μου; Στην Πού­ντα τη χάσα­με. Δυο μέρες είμα­στε με τ’ αδερ­φά­κι μου στη Θεσσαλονίκη.

- Κόνα Λέγκω, μπας κι είδες τον Ανα­στά­ση μας;

- Κυρά Παρα­σκευή, μην είναι μαζί σας ο πατέ­ρας μου;

Τα βαπό­ρια κου­βα­λά­νε, κου­βα­λά­νε…[2]

 

[1] Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου, Πυρ­πο­λη­μέ­νη Γη, εκδό­σεις Φιλιπ­πό­τη, Αθή­να 1981, β’ έκδοση
[2] Ιφι­γέ­νεια Χρυ­σο­χό­ου, Ξερι­ζω­μέ­νη γενιά, το χρο­νι­κό της προ­σφυ­γιάς στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, εκδό­σεις Αλέ­ξαν­δρος, Αθή­να 1999, ε΄έκδοση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο