Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Loving Vincent: Βιογραφική ταινία για τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ζωγραφισμένη στο χέρι

Μία νέα ται­νία για την ταρα­χώ­δη ζωή του Ολλαν­δού ζωγρά­φου, Βίν­σεντ Βαν Γκογκ με τίτλο «Loving Vincent» προ­βάλ­λε­ται στις κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθου­σες. Η ται­νία δίνει ζωή στους πίνα­κες του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ για να διη­γη­θούν την ξεχω­ρι­στή του ιστορία.

Είναι η πρώ­τη ται­νία animation που έχει ζωγρα­φι­στεί στο χέρι και η συμ­βο­λή της Ελλά­δας στην υλο­ποί­η­σή της ήταν καθοριστική.

Κάθε ένα από τα 65.000 καρέ της ται­νί­ας είναι και μια ελαιο­γρα­φία ζωγρα­φι­σμέ­νη με το χέρι από περισ­σό­τε­ρους από 120 επαγ­γελ­μα­τί­ες ζωγρά­φους, που ταξί­δε­ψαν απ’ όλο τον κόσμο για να έρθουν στα στού­ντιο της Ελλά­δας και της Πολω­νί­ας και να πάρουν μέρος στην παραγωγή.

Από την Ελλά­δα στην παρα­γω­γή συμ­με­τεί­χαν 20 ζωγρά­φοι, πολ­λοί από τους οποί­ους επι­λέ­χθη­καν από την ελλη­νι­κή εται­ρεία παρα­γω­γής Studio Bauhaus.

Στο πρώ­το στά­διο έγι­ναν τα γυρί­σμα­τα ζωντα­νής δρά­σης και στη συνέ­χεια τα 65.000 καρέ της ται­νί­ας ζωγρα­φί­στη­καν από τους καλλιτέχνες.

Η ται­νία, σκη­νο­θε­σί­ας των Ντο­ρό­τα Κομπιέ­λα και Χιου Γου­έλ­τσμαν εξε­ρευ­νά τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ.

Από το Μου­σείο Βαν Γκογκ δόθη­καν συμ­βου­λές σχε­τι­κά με το περιε­χό­με­νο, και ο διευ­θυ­ντής του, Axel Ruger, ενέ­κρι­νε επί­ση­μα την ιδέα και το κινη­μα­το­γρα­φι­κό σενάριο.

Η επί­ση­μη πρε­μιέ­ρα της ται­νί­ας, συμπα­ρα­γω­γή Πολω­νί­ας-Ηνω­μέ­νου Βασι­λεί­ου με τη συμ­με­το­χή του Κατάρ έγι­νε στη Γαλ­λία, στο Διε­θνές Φεστι­βάλ Ται­νιών Κινου­μέ­νων Σχε­δί­ων στο Ανε­σί στις 13 Ιου­νί­ου του 2017.

Η ται­νία προ­βάλ­λε­ται σε κινη­μα­το­γρα­φι­κές αίθου­σες της Ευρώ­πης, τον Οκτώ­βριο, Νοέμ­βριο και Δεκέμβριο.

Η ταινία

Η ται­νία δίνει ζωή στους πίνα­κες του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ για να διη­γη­θούν την ξεχω­ρι­στή του ιστο­ρία. Κάθε ένα από τα 65.000 καρέ της ται­νί­ας είναι και μια ελαιο­γρα­φία ζωγρα­φι­σμέ­νη με το χέρι από 125 επαγ­γελ­μα­τί­ες ζωγρά­φους, που ταξί­δε­ψαν από όλο τον κόσμο για να έρθουν στα στού­ντιο της Πολω­νί­ας και της Ελλά­δας και να πάρουν μέρος στην παρα­γω­γή. Το ίδιο ξεχω­ρι­στή, όπως και οι πίνα­κές του, ήταν η παθια­σμέ­νη και κακό­τυ­χη ζωή του, και ο μυστη­ριώ­δης του θάνατος.

Για κανέ­ναν καλ­λι­τέ­χνη δεν έχουν δημιουρ­γη­θεί τόσοι θρύ­λοι, όσο για τον Βαν Γκογκ. Τον έχουν απο­κα­λέ­σει μάρ­τυ­ρα, λάγνο σάτυ­ρο, τρε­λό, ιδιο­φυία και ρέμπε­λο. Ο αλη­θι­νός Βίν­σεντ απο­κα­λύ­πτε­ται αμέ­σως από τις επι­στο­λές του, και γίνε­ται ακα­θό­ρι­στος μέσα από τους μύθους και το χρό­νο. Ο Βίν­σεντ έγρα­ψε στην τελευ­ταία του επι­στο­λή: «Μόνο μέσα από τους πίνα­κές μας μπο­ρού­με να μιλά­με». Τον πιστεύ­ου­με και θα αφή­σου­με τους πίνα­κες να πουν την αλη­θι­νή ιστο­ρία του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ.

Στην αρχή έγι­ναν τα γυρί­σμα­τα ζωντα­νής δρά­σης με ηθο­ποιούς και μετά η ται­νία ζωγρα­φί­στη­κε με το χέρι καρέ-καρέ. Το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα είναι ένας διά­λο­γος μετα­ξύ των ηθο­ποιών που ερμη­νεύ­ουν τα διά­ση­μα πορ­τρέ­τα του Βίν­σεντ και των καλ­λι­τε­χνών κινού­με­νης ζωγρα­φι­κής που έβα­λαν τους χαρα­κτή­ρες μέσα στο χρώ­μα. Στην ται­νία πρω­τα­γω­νι­στούν διά­ση­μα πρό­σω­πα για να ται­ριά­ζουν με τους διά­ση­μους πίνα­κες που αναπαριστούν:

- Ντά­γκλας Μπουθ (Το πεπρω­μέ­νο της Τζού­πι­τερ, Νώε) ως Αρμάν Ρουλέν
— Έλι­νορ Τόμ­λιν­σον (Πόλ­νταρκ, Τζακ, ο κυνη­γός γιγά­ντων) ως Αντε­λίν Ραβού
— Τζε­ρόμ Φλιν (Game of Thrones) ως για­τρός Γκα­σέ (το πορ­τρέ­το του είχε το ρεκόρ του πιο ακρι­βού πίνα­κα για δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια, το μεγα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα όλων των εποχών)
— Σίρ­σα Ρόναν (υπο­ψή­φια για Όσκαρ για το Μπρού­κλιν και την Εξι­λέ­ω­ση) ως η κόρη, Μαρ­γκε­ρίτ Γκασέ
— Κρις Ο’Ντάουντ (Οι Φιλε­νά­δες, The IT Crowd) ως ταχυ­δρό­μος Ζοζέφ Ρουλέν
— Τζον Σέσιονς (Δια­φθο­ρά, Συμ­μο­ρί­ες της Νέας Υόρ­κης) ως ο προ­μη­θευ­τής χρω­μά­των του Βίν­σεντ, μπάρμπα-Τανγκί
— Άινταν Τέρ­νερ (Χόμπιτ, Πόλ­νταρκ) ως ο βαρ­κά­ρης από τον πίνα­κα του Βίν­σεντ «Οι όχθες του Ουάζ στο Οβέρ»
— Έλεν Μακρό­ρι (Χάρι Πότερ) ως Λουίζ Σεβα­λιέ, οικο­νό­μος του για­τρού Γκασέ
— και πρώ­τη εμφά­νι­ση σε ται­νία του θεα­τρι­κού ηθο­ποιού Ρόμπερτ Γκού­λα­ζικ, ως Βίν­σεντ Βαν Γκογκ

Περίληψη

Ο Αρμάν Ρου­λέν, γιος ταχυ­δρό­μου, ανα­ζη­τά τον Τεό, αδερ­φό του διά­ση­μου ζωγρά­φου Βίν­σεντ Βαν Γκογκ. Έχει στα χέρια του την τελευ­ταία επι­στο­λή που έγρα­ψε ο Βίν­σεντ, πριν αυτο­κτο­νή­σει. Όταν ανα­κα­λύ­πτει ότι ο Τεό έχει πεθά­νει, προ­σπα­θεί να μάθει όσα περισ­σό­τε­ρα μπο­ρεί για την εκπλη­κτι­κή, παθια­σμέ­νη ζωή του Βίν­σεντ και να ανα­κα­λύ­ψει την αλή­θεια για τον μυστη­ριώ­δη θάνα­τό του.

Σύνοψη

Γαλ­λία, καλο­καί­ρι του 1891. Ο ταχυ­δρό­μος Ζοζέφ Ρου­λέν (Κρις Ο’Ντάουντ) πατέ­ρας του Αρμάν Ρου­λέν (Ντά­γκλας Μπουθ), ενός ανεύ­θυ­νου και ανερ­μά­τι­στου νεα­ρού, του δίνει ένα γράμ­μα για να το παρα­δώ­σει στο Παρί­σι. Πρέ­πει να το παρα­δώ­σει στον αδελ­φό του φίλου του πατέ­ρα του, Βίν­σεντ Βαν Γκογκ, που μόλις είχαν μάθει ότι αυτο­κτό­νη­σε. Ο Αρμάν είναι πολύ δυσα­ρε­στη­μέ­νος με την απο­στο­λή. Τον ενο­χλεί η σχέ­ση του πατέ­ρα του με τον Βίν­σεντ, έναν αλλο­δα­πό ζωγρά­φο που είχε κόψει το αφτί του και τον είχαν κλεί­σει στο τοπι­κό άσυλο.

Στο Παρί­σι δεν μπο­ρεί να βρει τον Τεό, αδελ­φό του Βίν­σεντ. Η έρευ­νά του τον οδη­γεί σ’ έναν προ­μη­θευ­τή χρω­μά­των τον μπάρ­μπα-Ταν­γκί (Τζον Σέσ­σιονς), ο οποί­ος του λέει ότι ο Τεό πέθα­νε λίγο μετά τον Βίν­σεντ, προ­φα­νώς καταρ­ρα­κω­μέ­νος από το θάνα­το του μεγά­λου του αδελφού.

Ο Ταν­γκί διη­γεί­ται πόσο βοή­θη­σε ο Τεό τον Βίν­σεντ στην εκπλη­κτι­κή μετα­μόρ­φω­σή του. Από ένας άχρη­στος στα 28 του, απο­τυ­χη­μέ­νος ήδη σε τρεις καριέ­ρες που ζού­σε σ’ έναν αχυ­ρώ­να στο Μπο­ρι­νάζ του Βελ­γί­ου, την περιο­χή των ορυ­χεί­ων, μ’ έναν πάκο βιβλία και μη γνω­ρί­ζο­ντας τι θα κάνει παρα­πέ­ρα, δέκα χρό­νια αργό­τε­ρα, την επο­χή του θανά­του του, είχε γίνει το νέο καλ­λι­τε­χνι­κό αστέ­ρι του Παρι­σιού. Ακού­γο­ντας ο Αρμάν αυτή την ιστο­ρία αρχί­ζει να πιστεύ­ει ότι ίσως είχε κρί­νει λάθος το φίλο του πατέ­ρα του και θέλει ειλι­κρι­νά να μάθει για­τί μετά από τόσο αγώ­να, ο Βίν­σεντ διά­λε­ξε να αυτο­κτο­νή­σει τη στιγ­μή που ήταν στο κατώ­φλι της επι­τυ­χί­ας. Ο μπάρ­μπα-Ταν­γκί δεν είχε απαντήσεις.

Κι έτσι ο Αρμάν ταξι­δεύ­ει ως τον τελευ­ταίο προ­ο­ρι­σμό του Βίν­σεντ, στο ήσυ­χο χωριό Οβέρ-σιρ-Ουάζ, μια ώρα έξω απ’ το Παρί­σι, για να συνα­ντή­σει το για­τρό Πολ Γκα­σέ (Τζε­ρόμ Φλιν), για­τρό του Βίν­σεντ τις τελευ­ταί­ες βδο­μά­δες της ζωής του, για να βρει μια απά­ντη­ση. Ο για­τρός λεί­πει για δυο μέρες, ο Αρμάν απο­φα­σί­ζει να τον περι­μέ­νει, και σ’ αυτό το διά­στη­μα οι χωρι­κοί του λένε δια­φο­ρε­τι­κές θεω­ρί­ες για τους λόγους της αυτο­κτο­νί­ας του Βίν­σεντ και για το ποιος ευθύνεται.

Στο Οβέρ-σιρ-Ουάζ, ο Αρμάν μένει στο παν­δο­χείο των Ραβού, εκεί όπου έμει­νε και ο Βίν­σεντ τις τελευ­ταί­ες δέκα μέρες της ζωής του και όπου στις 29 Ιου­λί­ου 1890 πέθα­νε από μια σφαί­ρα στην κοι­λιά. Ο Αρμάν γνω­ρί­ζε­ται με την Αντε­λίν Ραβού (Έλι­νορ Τόμ­λιν­σον), κόρη του παν­δο­χέα. Ενώ περι­μέ­νει την επι­στρο­φή του για­τρού Γκα­σέ, ο Αρμάν μιλά­ει επί­σης με την οικο­νό­μο του για­τρού, Λουίζ Σεβα­λιέ (Έλεν Μακρό­ρι), την κόρη του Μαρ­γκε­ρίτ Γκα­σέ (Σίρ­σα Ρόναν), και στις όχθες του ποτα­μού, εκεί όπου περ­νού­σε τον και­ρό του ο Βίν­σεντ, γνω­ρί­ζε­ται με τον Βαρ­κά­ρη (Άινταν Τέρνερ).

Ο Αρμάν έχει την αίσθη­ση ότι του κρύ­βουν την αλή­θεια και αισθά­νε­ται σαν ένα πιό­νι ανά­με­σα στις αλλη­λε­πι­κα­λυ­πτό­με­νες έχθρες των ντό­πιων. Ωστό­σο είναι απο­φα­σι­σμέ­νος να ανα­κα­λύ­ψει την αλή­θεια, για χάρη του πατέ­ρα του, για τη μνή­μη του Βίν­σεντ και για τον εαυ­τό του. Ένας καβγάς με την ντό­πια αστυ­νο­μία, μια ανα­πά­ντε­χη συνά­ντη­ση μ’ έναν άλλο για­τρό, και επι­τέ­λους η συνά­ντη­ση με τον άπια­στο για­τρό Γκα­σέ, οδη­γούν σε απρό­σμε­νες και σπα­ρα­ξι­κάρ­διες απο­κα­λύ­ψεις. Κάνουν όμως και τον Αρμάν να κατα­νο­ή­σει και να εκτι­μή­σει την παθια­σμέ­νη και εκπλη­κτι­κή ζωή του Βίν­σεντ Βαν Γκογκ.

***

Η τεχνική της ελαιογραφίας σε κινούμενο σχέδιο

Οι χαρα­κτή­ρες της ται­νί­ας ερμη­νεύ­ο­νται από ηθο­ποιούς. Οι ηθο­ποιοί είτε δού­λε­ψαν σε πλα­τό που κατα­σκευά­στη­καν ειδι­κά για να μοιά­ζουν με πίνα­κες του Βαν Γκογκ, είτε σε green screen. Οι πίνα­κες του Βαν Γκογκ και τα κινού­με­να σχέ­δια επε­ξερ­γα­σμέ­να σε υπο­λο­γι­στή προ­σαρ­μό­στη­καν σε αυτά τα πλά­να. Τα γυρί­σμα­τα έγι­ναν στο Λον­δί­νο στα στού­ντιο Three Mills και στο στού­ντιο CeTA στο Βρό­τσλαβ. Στο έμπει­ρο κινη­μα­το­γρα­φι­κό συνερ­γείο συμ­με­τεί­χαν οι οπε­ρα­τέρ Λού­κατς Ζαλ (υπο­ψή­φιος για Όσκαρ για την ται­νία Ίντα) και ο Τρί­σταν Όλι­βερ (Ο απί­θα­νος κύριος Φοξ, Οι κότες το ’σκα­σαν). Τα πλά­να από τα γυρί­σμα­τα ήταν ο οδη­γός για τους δημιουρ­γούς κινού­με­νου σχε­δια­σμού των πινάκων.

Η τεχνο­τρο­πία μιας ται­νί­ας δια­φέ­ρει από αυτήν ενός πίνα­κα. Ο πίνα­κας αφο­ρά μια συγκε­κρι­μέ­νη στιγ­μή στο χρό­νο, παγω­μέ­νη. Η ται­νία είναι ρευ­στή, μοιά­ζει να κινεί­ται στο χωρο­χρό­νο. Πριν λοι­πόν, και κατά τη διάρ­κεια των γυρι­σμά­των, η ομά­δα Σχε­δια­σμού-Ζωγρα­φι­κής επί ένα χρό­νο ανα­σύν­θε­ταν τη ζωγρα­φι­κή του Βίν­σεντ σε ένα μέσο όπως το φιλμ. Παρου­σιά­ζο­νται 94 πίνα­κες που είναι πολύ κοντά στα πρω­τό­τυ­πα και άλλοι 31 που είτε εμφα­νί­ζο­νται κατά μεγά­λο μέρος ή εν μέρει.

Οι πίνα­κες του Βίν­σεντ έχουν δια­φο­ρε­τι­κά σχή­μα­τα και μεγέ­θη και οι σχε­δια­στές-ζωγρά­φοι έπρε­πε να απο­φα­σί­σουν ποιος είναι ο καλύ­τε­ρος τρό­πος παρου­σί­α­σής τους μέσα στο κάδρο της κινη­μα­το­γρα­φι­κής οθό­νης. Μ’ άλλα λόγια, έπρε­πε να ξεφύ­γουν από τα κάδρα των πινά­κων και συγ­χρό­νως να δια­τη­ρή­σουν την αίσθη­ση και την έμπνευ­ση των πρω­τό­τυ­πων έργων. Έπρε­πε επί­σης να απο­φα­σί­σουν πώς θα αντι­με­τω­πί­σουν τις «εισβο­λές», όπου ένας χαρα­κτή­ρας ζωγρα­φι­σμέ­νος με ένα συγκε­κρι­μέ­νο στιλ μπαί­νει σ’ έναν άλλο πίνα­κα του Βίν­σεντ ζωγρα­φι­σμέ­νο με δια­φο­ρε­τι­κό στιλ. Για σενα­ρια­κούς επί­σης λόγους έπρε­πε να αλλά­ξουν πίνα­κες που απει­κο­νί­ζουν ημέ­ρα, σε νυχτε­ρι­νούς, όπως και πίνα­κες που απει­κο­νί­ζουν το φθι­νό­πω­ρο ή το χει­μώ­να και έπρε­πε να μετα­βλη­θούν σε καλο­καί­ρι σε σκη­νές του ταξιδιού.

Οι σχε­δια­στές-ζωγρά­φοι χαρα­κτή­ρων ειδι­κεύ­τη­καν στο να ορα­μα­τι­στούν τους ηθο­ποιούς μέσα στα διά­ση­μα πορ­τρέ­τα ώστε να δια­τη­ρή­σουν τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τους, και συγ­χρό­νως να φαί­νε­ται ότι μοιά­ζουν και έχουν τον αέρα του χαρα­κτή­ρα στον πίνα­κα. Έγι­ναν 377 πίνα­κες στη διάρ­κεια του Σχεδιασμού-Ζωγραφικής.

Μετά οι δημιουρ­γοί κινου­μέ­νων σχε­δί­ων των πινά­κων χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τα σχε­τι­κά πλά­να και τα ζωγρά­φι­σαν από πάνω σύμ­φω­να με το στιλ (πινε­λιές, χρώ­μα, impasto) που είχε ορι­στεί από το Σχε­δια­σμό Ζωγρα­φι­κής και ζωγρά­φι­σαν το πρώ­το καρέ που τρά­βη­ξαν σε καμ­βά δια­στά­σε­ων 67 επί 49 εκα­το­στά. Ύστε­ρα το μετέ­τρε­ψαν σε κινού­με­νο σχέ­διο ζωγρα­φί­ζο­ντας ξανά, ται­ριά­ζο­ντας τις πινε­λιές, το χρώ­μα και το impasto του προη­γού­με­νου καρέ, σε όλα τα σημεία του καρέ που κινού­νται. Κάθε καρέ κατα­γρά­φε­ται με μια ψηφια­κή φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή Canon D20 με ανά­λυ­ση 6k.

Οι δημιουρ­γοί δού­λε­ψαν για 2 χρό­νια σε όλη την εξέ­λι­ξη του έργου, σε σταθ­μούς εργα­σί­ας κινού­με­νης ζωγρα­φι­κής (Painting Animation Work Stations-PAWS) που σχε­διά­στη­καν από την BreakThru Films. Οι PAWS έδω­σαν τη δυνα­τό­τη­τα στον ζωγρά­φο να επι­κε­ντρώ­νε­ται όσο το δυνα­τό περισ­σό­τε­ρο στη ζωγρα­φι­κή και στην κίνη­ση χωρίς να ασχο­λεί­ται με το φωτι­σμό και την τεχνο­λο­γία. Επι­πλέ­ον υπήρ­ξε συνο­χή στις φωτο­γρα­φί­ες που τρα­βή­χτη­καν στους 97 PAWS σε 3 στού­ντιο και σε 2 χώρες. Οι 12 από αυτές τις φωτο­γρα­φί­ες υψη­λής ανά­λυ­σης απαρ­τί­ζουν κάθε δευ­τε­ρό­λε­πτο της ται­νί­ας. Μετά από τη φωτο­γρά­φι­ση των καρέ χρειά­στη­κε απλώς κάποια διόρ­θω­ση φωτι­σμού, για­τί οι λαμ­πτή­ρες αλλά­ζουν θερ­μο­κρα­σία όταν γίνε­ται το κινού­με­νο σχέ­διο και κάποια χρω­μα­τι­κή διόρ­θω­ση μετα­ξύ των πλά­νων, και τέλος. Οι θεα­τές πρό­κει­ται να δουν 65.000 φωτο­γρα­φί­ες υψη­λής ευκρί­νειας πραγ­μα­τι­κών ελαιογραφιών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο