Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ’ ένα «αχ» του Καζαντζίδη

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Τον Καζαν­τζί­δη ή θα τον αγα­πή­σεις βαθιά ή θα του κλεί­σεις την πόρ­τα. Άλλη σχέ­ση μαζί του δεν πιά­νεις. Αθό­ρυ­βα δεν περ­νά­ει. Εκα­τομ­μύ­ρια τον λάτρε­ψαν, κάποιοι τον μισούν και μετά θάνα­το. Αν βγά­λεις στην πάντα τους δήθεν και τους ψευ­το­κουλ­του­ριά­ρη­δες, που παρα­πα­τά­νε στη σκιά του, άλλος ποτέ δεν τον χτύ­πη­σε κάτω απ’ τη μέση.

Ο Καζαν­τζί­δης είναι «μύθος»  γι’ αυτούς που δεν τον ξέρουν, δεν τον έζη­σαν, που δεν τους άγγι­ξε και δεν τον ένιω­σαν. Για τους εργά­τες με τα μου­τζου­ρω­μέ­να χέρια, για τα κορί­τσια του λεω­φο­ρεί­ου με τους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια και τα τρυ­πη­μέ­να δάχτυ­λα, για τις οικο­γέ­νειες που γέμι­ζαν τις συνοι­κια­κές ταβέρ­νες τα σαβ­βα­τό­βρα­δα με τους καη­μούς και τις ελπί­δες τους, και τις Κυρια­κές, στις αυλές, μάζευαν από τα σκοι­νιά τα λασπω­μέ­να που­κά­μι­σα κι άπλω­ναν τα όνει­ρά τους, για τους ερω­τευ­μέ­νους που έκλει­ναν τον νταλ­κά σ’ ένα άδειο πακέ­το από τσι­γά­ρα, για τους πιτσι­ρι­κά­δες που χάι­δευαν εκστα­τι­κά το κρύ­σταλ­λο του ηλε­κτρό­φω­νου και με τα μάτια τους έσπρω­χναν τη βελό­να του πικάπ μέχρι να βυθι­στεί στ’ αυλά­κια του δίσκου, ο Καζαν­τζί­δης ήταν ο Στέ­λιος, ήταν ο πατέ­ρας, ο αδερ­φός, ο αγα­πη­μέ­νος, ο καλός γεί­το­νας, ο φίλος ο γκαρδιακός.

Απέ­ρα­ντη σαν τον ορί­ζο­ντα, βαθιά σαν τον ωκε­α­νό, η φωνή του Στέ­λιου, κι ο λυγ­μός της παι­δί του πόνου ― όποιος δεν πόνε­σε δεν ξέρει. Τα τρα­γού­δια του δεν χωρά­νε σε μόδες, δεν ανή­κουν σ’ επο­χές. Αν μεγά­λω­σες με τα τρα­γού­δια του Καζαν­τζί­δη, την κιθά­ρα του Γκά­λα­χερ και το «απά­νω στα ψηλά βου­νά», τότε έμα­θες να  περ­πα­τάς και να μη χάνεις το θάρ­ρος σου, να ονει­ρεύ­ε­σαι και να παλεύ­εις, να ερω­τεύ­ε­σαι και να δίνεις, ν’ αντέ­χεις, να πει­σμώ­νεις και να ελπίζεις.

Η φωνή του Καζαν­τζί­δη μιλά­ει στην  καρ­διά του λαού, όπως ο ήλιος στον ξεπα­για­σμέ­νο, το νερό στον διψα­σμέ­νο, η πατρί­δα στον ξενι­τε­μέ­νο· όπως κυλά­ει το αίμα στο κορ­μί. Ο Καζαν­τζί­δης θα ζει όσο υπάρ­χουν άδι­κο κι αδι­κη­μέ­νοι, μπέ­σα και άντρες με φιλό­τι­μο, καλά παι­διά και ερω­τευ­μέ­νοι, ξενι­τιά και ξερι­ζω­μέ­νοι· όσο η μάνα θα κάνει κου­ρά­γιο κι η αγά­πη θα περι­μέ­νει· κάθε που ένα αχ θα βγαί­νει σαν κόμπος στο λαι­μό ή θα τρυ­πά­ει σαν καρ­φί την καρ­διά· όσο τ’ «αγριο­λού­λου­δο» θ’ αντέ­χει στο χαλά­ζι κι οι γει­το­νιές του κόσμου θα μεθά­νε  με τ’ άρω­μα του «σαβ­βα­τό­βρα­δου»· όσο θα πονά­ει ο πόνος και η εκμε­τάλ­λευ­ση θ’ αλλά­ζει πρό­σω­πα, σαν τις τέσ­σε­ρις επο­χές του χρόνου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο