Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.»

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

« Ελάσ­σο­νες ποι­η­τές του Μεσο­πο­λέ­μου» τιτλο­φο­ρεί­ται η ενδια­φέ­ρου­σα ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία, η οποία  κυκλο­φό­ρη­σε στα τέλη του 2015 από τις εκδό­σεις Καστα­νιώ­της. Την ανθο­λό­γη­ση έκα­νε ο Σωτή­ρης Τρι­βι­ζάς, ο οποί­ος υπο­γρά­φει και το εισα­γω­γι­κό σημεί­ω­μα με τίτλο « Μια λυπη­τε­ρή μπα­λά­ντα» από τους στί­χους του Κ.Γ.Καρυωτάκη που παρεμ­βάλ­λο­νται ως μότο:

Μα εγώ θα γρά­ψω μια λυπητερή
μπα­λά­ντα στους ποι­η­τές άδο­ξοι που’ ναι.

Όπως σημειώ­νει « …η ανθο­λο­γία αυτή δεν απο­τε­λεί φιλο­λο­γι­κό εργα­λείο. Δεν επι­χει­ρεί να χαρ­το­γρα­φή­σει ένα χώρο ούτε να ανα­συν­θέ­σει μια επο­χή. Όπως και οι άλλες ανθο­λο­γί­ες που έχω κατά και­ρούς συντά­ξει, είναι άκρως υπο­κει­με­νι­κή και επο­μέ­νως παντε­λώς αυθαί­ρε­τη. Για να το πω απλά ανθο­λο­γώ ποι­η­τές που αγα­πώ και ποι­ή­μα­τα που μ’ αρέσουν».

Ποιοι είναι αυτοί οι «ελάσ­σο­νες ποι­η­τές»; Ο χαρα­κτη­ρι­σμός δεν είναι αξιο­λο­γι­κός και ανα­φέ­ρε­ται σε ποι­η­τές οι οποί­οι  έζη­σαν την ίδια επο­χή με τον Κώστα Καρυω­τά­κη, τη Μαρία Πολυ­δού­ρη, τον Ναπο­λέ­ο­ντα Λαπα­θιώ­τη , Κώστα Ουρά­νη κ.α , αλλά δεν έτυ­χαν της ίδιας προ­βο­λής, ανα­γνώ­ρι­σης  και τύχης.

«Πρό­κει­ται για τους ποι­η­τές που άνθι­σαν – και μαρά­θη­καν σύντο­μα – στη σκιά του Καρυω­τά­κη. Η κρι­τι­κή τους θεώ­ρη­σε μιμη­τές του κορυ­φαί­ου εκπρο­σώ­που της σχο­λής και τους αγνό­η­σε, ενώ η εμφά­νι­ση της γενιάς του τριά­ντα και η επι­κρά­τη­ση του μοντερ­νι­σμού συνέ­τει­ναν στο να λησμο­νη­θούν μια ώρα αρχύ­τε­ρα. Οι περισ­σό­τε­ροι άλλω­στε  από αυτούς πέθα­ναν πολύ νέοι, πριν προ­λά­βουν δηλα­δή να συγκρο­τή­σουν μια ολό­κλη­ρη ποι­η­τι­κή προσωπικότητα.»

Ανθο­λο­γού­νται οι ποι­η­τές  Γιάν­νης Αηδο­νό­που­λος, Πέτρος Α.Δήμας, Μίνως Μ. Ζώτος, Γιώρ­γος Καρα­τζάς, Γιώρ­γος Κοτζιού­λας, Γ.Μ. Μυλω­νο­γιάν­νης, Φώτος Πασχα­λι­νός, Ανθού­λα Στα­θο­πού­λου – Βαφο­πού­λου και Γιάν­νης Χονδρογιάννης.

« …στο έργο αυτών των ποι­η­τών, που δεν πήραν θέση στην ιστο­ρία, μπο­ρού­με να ανι­χνεύ­σου­με όλα τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της αυθε­ντι­κής ποί­η­σης: τη μου­σι­κό­τη­τα του στί­χου, την έντα­ση του βιώ­μα­τος, τη γνη­σιό­τη­τα τους συναι­σθή­μα­τος, την πραγ­μα­τι­κή συγκί­νη­ση. Είναι αλή­θεια ότι το έργο τους, με τα συνη­θι­σμέ­να μέτρα και σταθ­μά, δύσκο­λα θα μπο­ρού­σα­με να το χαρα­κτη­ρί­σου­με μεί­ζον ή σημα­ντι­κό. Είναι επί­σης αλή­θεια ότι το κλί­μα της μελαγ­χο­λί­ας που καλ­λιερ­γούν θεω­ρεί­ται σήμε­ρα ξεπε­ρα­σμέ­νο. Αν τύχει όμως ο ανα­γνώ­στης να κου­ρα­στεί από αυτό τον αδιά­κο­πο θρή­νο, ας συλ­λο­γι­στεί ότι στις περισ­σό­τε­ρες περι­πτώ­σεις απο­δεί­χτη­κε μάλ­λον δικαιολογημένος…»

Στο επί­με­τρο ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται άρθρα από λογο­τε­χνι­κά περιο­δι­κά που «σκια­γρα­φούν το πορ­τραί­το των ανθο­λο­γού­με­νων ποι­η­τών». Ο τόμος κλεί­νει με σύντο­μα  βιο­γρα­φι­κά σημειώματα.

Παρου­σιά­ζου­με ένα ποί­η­μα από κάθε ποι­η­τή για να τους γνωρίσουμε.

aidonopoulos

 Γιάν­νης Αηδο­νό­που­λος ( 1916 ‑1944)

 Η ΦΩΝΗ

Δεν είναι΄δω η φωνή που περιμένει
να τρα­γου­δή­σει, μόλις θα φανώ.
Τα κύμα­τα σ’ ένα θαλασσινό
κογ­χύ­λι την κρα­τούν φυλακισμένη.

Στο μικρό χάος του μέσα στον παλ­μό της
δόνη­σε η τρι­κυ­μιά με στεναγμούς,
κι η θάλασ­σα της έμα­θε ρυθμούς,
που άκου­σεν η καρ­διά μου στ’ όνει­ρό της.

Τ’ όρα­μα των κυμά­των και των κρίνων
στη δέσμια ηχώ της έδω­σε φτερά,
και μου φυλά­ει, καθώς με καρτερά,
τη μελω­δία της άρπας των Σειρήνων.

Και μου φυλά­ει τρα­γού­δια που αντηχήσαν,
για να τ’ ακού­σει μονά­χα ο βυθός,
από ναυ­τί­λους, που έθα­ψε ο καιρός,
κι έχουν ξενη­τευ­θεί, μα δεν γυρίσαν…

Μια τρα­γι­κή αρμο­νία της έχει μάθει
το ερω­τι­κό τρα­γού­δι της σιωπής
στην ξαφ­νι­κή χορ­δή μιας αστραπής,
που εχά­θη­κε στων ουρα­νών τα βάθη,

κι ήρθε μέσα στην κόγ­χη της αγέρας
μελω­δι­κός, για να της πει δειλά,
πως η ψυχή της γης χαμογελά
στους μυρω­μέ­νους τόπους της χιμαίρας.

Πλανιέμαι…Όσο θα ζω το πεπρωμένο
σε ίχνη, χαμέ­να πάντα, μ’ οδηγεί.
Μα όταν το βήμα μου άθε­λα θα βγει
στη μεθυ­σμέ­νη ακτή που περιμένω,

κι όταν το καλω­σό­ρι­σμα απ’ το γλάρο
γίνει πάνω στους ώμους μου φτερό,
θα γονα­τί­σω μέσα στον αφρό,
το κογ­χύ­λι στα χέρια μου να πάρω‘

κι  η μονα­ξιά μου, που είναι θάνα­τός μου
κι έχει ίσκιος μου για πάντο­τε οριστεί,
σαν έκθαμ­βο παι­δί θ’ αφουγκραστεί,
μέσ’ από αυτό, τη συμ­φω­νία του κόσμου!

 

Πέτρος Α.Δήμας ( 1917 ‑2005)

ΠΑΙΔΙΚΟ

Η παι­διά­τι­κη ψυχή μου, που αγα­πού­σε τα λουλούδια
Κι ήταν πάντα χαρωπή,
Που με τ’ όνει­ρο πετού­σε, σαν τ’ αμέ­ρι­μνα αγγελούδια,
Και μιλού­σε στη σιωπή‘

Η παι­διά­τι­κη ψυχή μου δεν γνω­ρί­ζω τι έχει πάθει,
Πού έχει πάει, και δεν μιλά.
Μάταια, Θε μου, τη γυρεύω στα θολά, πικρά μου βάθη,
Και στα ρόδα τ’ απαλά.

Κι όμως κάπο­τε μαντεύω πού πηγαί­νουν, τι παθαίνουν
Οι παι­διά­τι­κες ψυχές:
Οι κακοί θα τις πλη­γώ­νουν κι έτσι αμί­λη­τες πεθαίνουν,
Όπως ήρθαν, μοναχές.

Κι αν καμιά φορά γλι­τώ­νουν, καθώς είναι φοβισμένες,
Θα κρυ­φτούν, σε μια γωνιά,
Μες στην άχα­ρη ύπαρ­ξη μας‘ ή παλ­νιού­νται απελπισμένες,
Στη μεγά­λη παγωνιά.

zotos

Μίνως Μ. Ζώτος( 1905 – 1932) 

ΕΝΑ ΕΛΑΦΡΟ ΑΝΑΣΗΚΩΜΑ

Ένα ελα­φρό ανα­σή­κω­μα των ώμων μου και φτάνει
να τινα­χτεί από πάνω μου του πόνου μου ο βραχνάς
κι’ όμως αυτό το ελά­χι­στο που κόπο δε μου κάνει,
ψυχή μου, αυτό είναι το πολύ, που δεν το αποτολμάς…

Γιώρ­γος Καρα­τζάς ( 1911 ‑1948)

ΑΒΙΑΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

Βρέ­χει και η σάρ­κα το γυαλί
θερ­μαί­νει, ως γέρ­νει και φιλεί.
Βρο­χή ψιλή και πικραμένη,
όταν «εκεί­νον» δεν προσμένει.

Καρ­τέ­ρε­μα πίσω απ’ το τζάμι.
— Στά­λα τη στά­λα κυνηγά
στα σύρ­μα­τα τ’ αντικρυνά.
Το δάκρυ ας έτρε­χε ποτάμι!

Ας ήταν, όπως μια φορά,
να πάη ν’ ανοί­ξη με χαρά!
— Βήμα και χτύ­πη­μα γνωστό
και το κλε­φτό φιλί ζεστό.

Κ’ η βρο­χή, βρο­χή δίχως βιάση,
νάταν πιο δυνα­τή να πιάση.

kotzioulas

Γιώρ­γος Κοτζιού­λας ( 1909 – 1956) 

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Αν ο καλός μου ο πατε­ρού­λης μου’χε αφήκει
τίπο­τε χτή­μα­τα καλά, κάνα τσιφλίκι,
δεν θάμουν έτσι. Τ’ αφε­ντό­που­λο του τόπου
γνω­ρί­ζε­ται κι απ’ τα σημά­δια του προσώπου.

Θα μύρι­ζε όλο ευγέ­νεια τ’ όνο­μα Κοτζιούλας,
καρ­φί στο νου κάθε φτω­χιάς κι αρχοντοπούλας.
Μια με την άλλη θα μου κένταε ένα μαντήλι
και θα παι­δεύ­ο­νταν με ποιον να μου το στείλει.

Αχ, ο καη­μός μου θα περ­νού­σε δίχως έννιες.
Μα εγώ, αφχα­ρί­στη­γος ν’ ακούω μονά­χα παίνιες,
(τρό­πος παρά­ξε­νος κανείς να διασκεδάσει),
μέρες και μέρες θα χανό­μου­να στα δάση.

Θα’ ταν καλά μες στο λογ­γιά με τα ζαγάρια,
να πέφτει καμιά ντου­φε­κιά μακριά κι ανάρια.
Θα συλ­λο­γιό­μου­να και τη βασιλοπούλα,
που καρ­τε­ρεί με την κορώ­να και τη βούλα.

Θα’ κοβα μόνος μου στα­φύ­λια από τ’ αμπέλι
κι ούτε οι γερό­ντοι δε θα μ’ έλε­γαν τεμπάλη.
— Τι να του κάνω όμως εγώ του πατερούλη,
που’ θελε να με αξή­νει με το μεροδούλι;

milonogiannis

Γ.Μ.Μυλωνογιάννης(1909 – 1954)

ΟΙ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΙ

Του εκλε­κτού φίλου
ποι­η­τή Μήτσου Παπανικολάου

Νικημένοι…Και όμως δεν δώσα­με μάχη,
μήτε καν στον ορί­ζο­ντα φάνηκ’ εχθρός,
ενώ θάπρε­πε νάμα­στε πάντο­τε μπρος,
σε σκιές και σε φάσμα­τα στρέ­φου­με ράχη…

Η δει­λία χαρά­ζει το κάθε μας βήμα
κι΄όλοι ζού­με με τ’ όνει­ρο κάποιας φυγής,
μας πει­ρά­ζει στα μάτια το φως της αυγής,
τρα­γου­δά­με το χάρο, ποθού­με το μνήμα.

Μεθυσμένοι…Χωρίς ούτε στά­λα να πιούμε,
τη φωτιά μας δε σβύ­νει κανέ­να πιοτό,
θάρ­θει ώρα να βρού­με τη λήθη σ’ αυτό,
τώρα όμως δεν ξέρω και μεις τι ζητούμε…

Στο μεθύ­σι μας πάνω πιστεύ­ουμ’ αλήθεια
ότι γίνα­με κι’ όλας και­νούρ­γιοι Θεοί,
την ζωήν, ως τη ζού­νε οι άλλοι θνητοί
τη χλευά­ζου­με σαν μια χυδαία συνήθεια…

Γελασμένοι…Δεν τόχα­με πριν καταλάβει,
πως μια μέρα θαρ­χό­ταν αυτός ο καιρός,
που κι’ ο ύστα­τος φίλος θα ήταν νεκρός…
Η ζωή δεν προ­σφέ­ρει, ζητά­ει να λάβει.

Διαρ­κώς αυτα­πά­τες και πάντα στο χέρι
λίγα πού­που­λα, θύμη­ση μόνο σκληρή
της χαράς που πετά­ει και φεύ­γει ιλαρή
στον ορί­ζο­ντα πέρα, λευ­κό περιστέρι…

Φώτος Πασχα­λι­νός ( 1913 ‑1943)

ΟΡΘΡΙΝΟ

Αυγή κι ο γήλιος μάτω­σε τους κάμπους, τις βουνοπλαγιές.
Οι δρο­σο­στά­λες έλαμ­ψαν, τρε­μά­με­νες στα φύλλα.
Και τα που­λιά, λαλού­με­να στα δέντρα, στις κληματαριές,
σκορ­πάν στην πλά­ση γύρω­θε γλυ­κιά μι’ ανατριχίλα.

Βαθύ, γαλά­ζιο τ’ ουρα­νού χρώ­μα, κι αγέ­ρι δροσερό,
απ’ τ’ ανοι­χτό παρά­θυ­ρο πώς σας ποθώ σιμά μου!
Κι όπως με παίρ­νει τ’ όνει­ρο, τα στή­θια ανοί­γω και θαρρώ
σε μια τρα­νή προ­σπά­θεια πως θα φτά­στε την καρ­διά μου…

Από μακριά γλυ­κύ­τα­τη του αργά­τη ακού­γε­ται η φωνή.
Κι ένας βοσκός σαλά­γη­σε τα πρό­βα­τα στα δάση.
Ω, Θε μου, ο κόσμος σου τρα­νός κ’ είναι η ψυχή μου ταπεινή,
που, όσο κι αν θέλω, δε βολεί για να τον αγκαλιάσει!

an8oula

Ανθού­λα Στα­θο­πού­λου – Βαφο­πού­λου ( 1908 – 1935)

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΘΙΣΙΚΩΝ
( που ζού­νε στα Σανατόρια)

Της ζωής από­κλη­ροι κι’ απελπισμένοι,
με μια αγω­νία προ­σμέ­νουν θλιβερή
το θάνα­το, στον πόνο τους δοσμένοι.
Το βλέμ­μα τους νοσταλ­γι­κό ιστορεί
πως κάπο­τες υπήρ­ξα­νε καιροί
που γι’ αυτούς η χαρά δεν ήταν ξένη.
Όμως μια μοί­ρα πρό­στα­ξε σκληρή
στους ζωντα­νούς να ζού­νε πεθαμένοι.

Από τον ίδιο πόνο αδελφωμένοι,
δυό – δυό τους βλέ­πεις να τρα­βούν ωχροί,
την ώρα που μια θλί­ψω μάς βαραίνει,
την ώρα που το μού­χρω­μα βαρύ
πέφτει για να τυλί­ξη μια ανθηρή
νιό­τη, που το σκου­λή­κι τη μαραίνει,
αφού μια μοί­ρα πρό­στα­ξε σκληρή
στους ζωντα­νούς να ζού­νε πεθαμένοι.

Πεθαί­νου­νε μιαν άνοι­ξη ανθισμένη
ή φθι­νο­πώ­ρου μέρα βροχερή,
όταν η γη ριγεί κιτρινιασμένη,
όταν τα φύλ­λα πέφτουν απ’ τη δρυ,
και το χαμό­γε­λό τους μαρτυρεί
ότι μαζί κι’ ο πόνος τους πεθαίνη,
αφού μια μοί­ρα πρό­στα­ξε σκληρή
μες στη ζωή να ζού­νε πεθαμένοι.

Μ’ αν η ζωή τους είναι έτσι πικρή,
απ’ τους θεούς αυτοί είναι οι διαλεγμένοι.
Γι’ αυτό κανείς δεν πρέ­πει ν’ απορή
στους ζωντα­νούς πώς ζού­νε πεθαμένοι.

 

Γιάν­νης Χον­δρο­γιάν­νης (1903 ‑1987) (απει­κο­νί­ζε­ται στο εξώ­φυλ­λο της συλλογής)

ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Ο κόσμος έχει σήμε­ρα γιο­μί­σει απ’ τους καπνούς
μιας πυρ­κα­γιάς που ανά­φτη­κε μέσ’ στην εγκό­σμια πλάση.
Οι φλό­γες της εφώ­τι­σαν τους άδειους ουρανούς
και στους γαλά­ζιους θόλους των νέον άστρο έχουν κρεμάσει.

Παλά­τια που έστε­καν βαρειά κι’ άσει­στα πέσαν τώρα
κι’ ο γδού­πος τους ακού­γε­ται βαρύς ν’ αναντραλά.
Δεν έμει­νε όρθιο τίπο­τα μέσ’ στην παλιά τη χώρα
που μια βοή ακα­τά­λη­πτη σαν ποτα­μός κυλά.

Κι ‘έτσι σα να’ ναι σχή­μα­τα της ίδιας της φωτιάς
προ­βάλ­λουν μέσα απ’ τους καπνούς και τα χαλά­σμα­τά της
κάποια και­νούρ­για τέρα­τα παρά­ξε­νης γητειάς
δαί­μο­νες πες κατα­στρο­φής ή άγγε­λοι παραστάτες;

Το έντρο­μο πλή­θος γύρω τους μαζεύ­τη­κε κ’ οι λίγοι
έφυ­γαν και παλεύ­ου­νε με μιαν ενά­ντια ορμή.
Μόνο ο σοφός στο­χά­ζε­ται: στην ίδια λάμ­ψη σμίγει
το ματω­μέ­νο σού­ρου­πο κ’ η ρόδι­νη Αυγή.

Κι’ ο ποι­η­τής πτη­νόν ιερόν και κού­φον πράγ­μα, μόνος
και ξένος, υπο­κεί­με­νον εγώ­πα­θο κι’ αισχρόν,
στέ­κει παρά­με­ρα βου­βός κι’ όλο ψελ­λί­ζει: ο Πόνος…
Γελοί­ον άθυρ­μα, άχρη­στο σκου­πί­δι των καιρών.

Ελάσ­σο­νες ποι­η­τές του Μεσο­πο­λέ­μου, ανθο­λό­γη­ση Σωτή­ρης Τρι­βι­ζάς, Καστα­νιώ­της, Αθή­να 2015

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο