Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρτυρίες για τη σφαγή των μαχητών του Αρχηγείου Τζουμέρκων του ΔΣΕ στους Μελάτες Άρτας

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Τον Απρί­λη του 1947 στους Μελά­τες Άρτας συντε­λέ­στη­κε ένα απο­τρό­παιο έγκλη­μα. Ένα γεγο­νός φρι­χτό, από αυτά που κατα­γρά­φο­νται στις πιο μαύ­ρες σελί­δες του βιβλί­ου του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού. Δεκά­δες μαχη­τές του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας (ΔΣΕ), που πιά­στη­καν αιχ­μά­λω­τοι από τον κυβερ­νη­τι­κό στρα­τό και τις παρα­κρα­τι­κές συμ­μο­ρί­ες «εθνι­κο­φρό­νων» της περιο­χής, παρά τον Διε­θνή Νόμο περί σεβα­σμού των αιχ­μα­λώ­των, κυριο­λε­κτι­κά σφαγιάστηκαν.

Μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας και την παρά­δο­ση των τιμη­μέ­νων όπλων του ΕΛΑΣ στα χέρια της αντί­δρα­σης, με την καθο­δή­γη­ση και υπο­στή­ρι­ξη των Άγγλων, συμ­μο­ρί­ες παρα­κρα­τι­κών και συνερ­γα­τών των χιτλε­ρι­κών κατα­χτη­τών εξο­πλί­ζο­νται και εξορ­μούν στις πόλεις και στα χωριά της Ελλά­δας όπου, σε συνερ­γα­σία με τις αρχές του επί­ση­μου κρά­τους,   εξα­πο­λύ­ουν  ένα χωρίς προη­γού­με­νο όργιο τρο­μο­κρα­τί­ας και εγκλη­μά­των ενα­ντί­ον των κομ­μου­νι­στών και των αγω­νι­στών που συμ­με­τεί­χαν στην Εαμι­κή Εθνι­κή Αντί­στα­ση, που οδη­γεί στον εμφύ­λιο πόλεμο.

Για να αντι­με­τω­πι­στεί η τέτοια κατά­στα­ση στην πόλη της Άρτας και τα χωριά του νομού, αρχί­ζουν να οργα­νώ­νο­νται οι πρώ­τες ομά­δες ένο­πλων αγω­νι­στών. Στα 1946 που συγκρο­τεί­ται το Γενι­κό Αρχη­γείο Ανταρ­τών οι ομά­δες αυτές απο­κτούν ενιαία κατεύ­θυν­ση και κέντρο καθο­δή­γη­σης. Τότε συγκρο­τεί­ται το Αρχη­γείο Τζου­μέρ­κων που, στη συνέ­χεια, με την ίδρυ­ση του ΔΣΕ, στις 28 Οκτώ­βρη της ίδιας χρο­νιάς, θα μετο­νο­μα­στεί σε Αρχη­γείο Τζου­μέρ­κων του ΔΣΕ, με διοι­κη­τή τον θρυ­λι­κό καπε­τάν-Παλιού­ρα (Θεό­δω­ρος Ζαλοκώστας).[1]

Τον Απρί­λη του 1947 ο καπε­τάν-Παλιού­ρας παίρ­νει δια­τα­γή από το Γενι­κό Αρχη­γείο του ΔΣΕ να σπεύ­σει σε βοή­θεια άλλων τμη­μά­των που μάχο­νται στα Άγρα­φα. Η δύνα­μη του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων χωρί­ζε­ται σε τρία τμή­μα­τα των εξή­ντα ανταρ­τών περί­που. Το πρώ­το τμή­μα με επι­κε­φα­λής τους Μανιώ­τη και Λιού­κα δίνο­ντας στη δια­δρο­μή μάχες φτά­νει στον προ­ο­ρι­σμό του χωρίς απώ­λειες. Τα άλλα δυο τμή­μα­τα με επι­κε­φα­λής τον καπε­τάν-Παλιού­ρα, το ένα, και τον Χάρη Παπα­γιάν­νη το άλλο, αφού πρώ­τα δώσουν μάχη στο χωριό Χώσε­ψη (Κυψέ­λη Άρτας), κυκλώ­νο­νται στους Μελά­τες από πολυά­ριθ­μες δυνά­μεις του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού και συμ­μο­ριών ΜΑΥ­δων και άλλων εγκλη­μα­τι­κών στοι­χεί­ων. Οι μαχη­τές του ΔΣΕ, νηστι­κοί και άυπνοι, πολε­μούν γεν­ναία για δυο ολό­κλη­ρα μερό­νυ­χτα, μέχρι που ξεμέ­νουν από πυρο­μα­χι­κά. Πολ­λοί έχουν πέσει στη μάχη. Όσοι επέ­ζη­σαν, τραυ­μα­τι­σμέ­νοι, πιά­στη­καν αιχ­μά­λω­τοι και οδη­γή­θη­καν στο μονα­στή­ρι των Μελα­τών, όπου   βρι­σκό­ταν η έδρα του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού και των παρα­κρα­τι­κών συμ­μο­ριών. Μόλις έπε­σε το σκο­τά­δι ξεκί­νη­σαν τα βασα­νι­στή­ρια, που εξε­λί­χτη­καν κυριο­λε­κτι­κά σε σφα­γή. Οι «εθνι­κό­φρο­νες» δήμιοι με μαχαί­ρια και τις λόγ­χες των όπλων άρχι­σαν να τρυ­πά­νε τα σώμα­τα των αιχ­μα­λώ­των μαχη­τών του ΔΣΕ, κόβο­ντας τα  κεφά­λια από τους περισ­σό­τε­ρους.  Στη συνέ­χεια, άνοι­ξαν ομα­δι­κό τάφο όπου έρι­ξαν τα άψυ­χα σώμα­τα και τα σκέ­πα­σαν.[2] Τα κομ­μέ­να κεφά­λια (μετα­ξύ αυτών και του καπε­τάν-Παλιού­ρα) μετα­φέρ­θη­καν στην Άρτα και  παλου­κώ­θη­καν σε κεντρι­κά  σημεία της πόλης για να τα βλέ­πει ο κόσμος και να τρομοκρατείται.

Ο οπλαρ­χη­γός και βου­λευ­τής του Ζέρ­βα Αλ. Παπα­δό­που­λος γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ο ταγ­μα­τάρ­χης Κομπο­τιά­της εξε­τέ­λε­σε στο σχο­λείο 3 (…). Ο Παλιού­ρας επι­χει­ρή­σας να δια­φύ­γει προς Λιβί­τσι­κο εβλή­θη, κρύ­φθη­κε σε νερο­φα­γιά σκε­πα­σμέ­νη από θάμνο. Μετ’ ολί­γα λεπτά μου έφε­ραν το κεφά­λι του Παλιού­ρα (…) Ο υπό Μανιώ­τη και [Βελισ­σά­ριο] Πουρ­να­ρά 1ος λόχος εκι­νεί­το προς Δημα­ριό-Κλει­δί-Σκου­λη­κα­ριά. Σε δυο συμπλο­κές σκο­τώ­θη­καν 6, οι άλλοι διέ­φυ­γαν εις Θεσ­σα­λία όπου εξο­ντώ­θη­καν ένα μήνα αργό­τε­ρα από το 24 τάγ­μα χωρ/κής. Στις 23/4 οι 3ος και 4ος λόχοι με το από­σπα­σμα του Βασ. Κίτσου ήλθαν σε επα­φή με το λόχο Χάρη Παπα­γιάν­νη και εξό­ντω­σαν 10 μαζί και το διοι­κη­τή Παπα­γιάν­νη. Σε 8 μέρες μέσα εξο­ντώ­θη­καν ή συνε­λή­φθη­σαν πάνω από 100 και συνέ­χεια και άλλοι ώστε μόνο 10 σώθη­καν από τους 155 που είχαν εισέλ­θει στα Τζου­μέρ­κα. Τους [Γιώρ­γο] Ντα­βαν­τζήν από Χώσε­ψη και Παπα­γιάν­νη από Μελισ­σουρ­γούς εξε­τέ­λε­σαν άνευ δια­δι­κα­σί­ας. Έδω­σα δια­τα­γή το από­γευ­μα της 22/4/47 να απο­κο­πούν 10 κεφά­λια».[3]

Απα­ντή­σεις στο δικαιο­λο­γη­μέ­νο «για­τί» δίνο­νται στις μαρ­τυ­ρί­ες που κατα­γρά­φη­καν και απέ­τρε­ψαν στη σκό­νη της λήθης να «σκε­πά­σει» για πάντα το απο­τρό­παιο αυτό έγκλη­μα. Τη χωρίς προη­γού­με­νο σφα­γή δίνουν οι αφη­γή­σεις ανθρώ­πων στους οποί­ους έμει­ναν έντο­να χαραγ­μέ­νες οι εικό­νες της φρί­κης. Άλλοι μάρ­τυ­ρες δεν υπάρ­χουν αφού από τους αιχ­μά­λω­τους μαχη­τές του ΔΣΕ δεν επέ­ζη­σε κανέ­νας, σφά­χτη­καν όλοι.

Ο νεα­ρός τότε Κώστας Τάτσης, μαχη­τής του ΔΣΕ στη συνέ­χεια και πρό­ε­δρος σήμε­ρα του παραρ­τή­μα­τος της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ Νέας Ιωνί­ας θυμά­ται[4]:

«Στο Μονα­στή­ρι των Μελα­τών όπου ήταν η έδρα του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού βρί­σκο­νταν και οι συμ­μο­ρί­ες του Αλ. Παπα­δό­που­λου, Κ. Βόι­δα­ρου και άλλων. Εδώ μετα­φέρ­θη­καν οι τραυ­μα­τί­ες και οι αιχ­μά­λω­τα αντάρ­τες. Μόλις νύχτω­σε δόθη­κε εντο­λή να γίνουν βασα­νι­στή­ρια και σφα­γή. Οι αδί­στα­κτοι εγκλη­μα­τί­ες πολέ­μου άρχι­σαν με τα μαχαί­ρια και τις λόγ­χες των όπλων τους να κατα­τρυ­πά­νε τα σώμα­τα των αιχ­μα­λώ­των και τελι­κά έκο­ψαν τα κεφά­λια από τους περισ­σό­τε­ρους αντάρ­τες. Στη συνέ­χεια άνοι­ξαν ομα­δι­κό τάφο στη σμί­ξη του χει­μάρ­ρου που βρι­σκό­ταν ΒΑ στην είσο­δο του συνοι­κι­σμού με τον Μελα­τιώ­τι­κο ποτα­μό και εκεί τους έρι­ξαν όλους και τους σκέ­πα­σαν. Αρκε­τά από τα κομ­μέ­να κεφά­λια τα έρι­ξαν μέσα σε τσου­βά­λια και τα μετέ­φε­ραν με αυτο­κί­νη­τα στην Άρτα.

(…) Περί­που στις 23/4/1947 και ώρα 11π.μ. (εγώ ήμουν τότε 16 χρό­νων) βρέ­θη­κα στην Άρτα με 2 γαϊ­δού­ρια φορ­τω­μέ­να καυ­σό­ξυ­λα, πήγα να τα που­λή­σω στην πόλη. Προ­χω­ρώ­ντας μέσα στο κέντρο της πόλης, και αφού έβγαι­να από την πλευ­ρά του Κάστρου στην πλα­τεία Μονο­πω­λί­ου, είδα να έρχο­νται προς την πλα­τεία στρα­τιω­τι­κά αυτο­κί­νη­τα τύπου “Στου­ντα­μπέ­κερ”. Πάνω σ’ αυτά στέ­κο­νταν αξιω­μα­τι­κοί και στρα­τιώ­τες και κρά­τα­γαν στα χέρια τους τα κεφά­λια των ανταρ­τών κάνο­ντας μάλι­στα και επί­δει­ξη στο κοι­νό, βρί­ζο­ντας και αισχρο­λο­γώ­ντας με την πιο χυδαία ορο­λο­γία του υπο­κό­σμου. Τα κεφά­λια που ήταν στα 2 πρώ­τα αυτο­κί­νη­τα που πρό­κα­να να αντι­κρί­σω ήταν κεφά­λια παλι­κα­ριών, πρω­τα­γω­νι­στών του Αλβα­νι­κού Έπους και της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, που σε μένα ήταν γνω­στά από την ΕΑΜι­κή Αντί­στα­ση στο νομό Άρτας. Όλοι είχαν μακριά μαλ­λιά και γένια, τα κεφά­λια κρα­τιό­νταν από τα μαλ­λιά, η εικό­να ήταν φρι­κια­στι­κή και απο­τρό­παια και γύρι­ζε τη μνή­μη κάθε λογι­κού ανθρώ­που στον Μεσαίωνα.

Ο κόσμος που βρέ­θη­κε στην πλα­τεία και στους δρό­μους κοντά σ’ αυτή, αφού αντί­κρι­σε την εικό­να φρί­κης, από­στρε­ψε το βλέμ­μα του από το φρι­κτό θέα­μα και τρά­πη­κε σε φυγή πέρα από τους κεντρι­κούς δρό­μους και τις πλα­τεί­ες της πόλης. Από ό,τι μου διη­γή­θη­καν και άλλοι γνω­στοί μου χωρια­νοί και συγ­χω­ρια­νοί, που βρέ­θη­καν εκεί­νη την ημέ­ρα στην Άρτα, η στρα­τιω­τι­κή αυτή επί­δει­ξη κατέ­λη­ξε στην άλλη άκρη της πόλης στην πλα­τεία Κιλ­κίς και από εκεί στη διοί­κη­ση της Χωρο­φυ­λα­κής της πόλης. Σε όλη την παρα­πά­νω δια­δρο­μή όπως προ­α­νέ­φε­ρα, ο απλός κόσμος γύρι­ζε τις πλά­τες στην εικό­να και τρε­πό­ταν σε μαζι­κή φυγή.

Ο λαός της Άρτας, πολύ καλά γνώ­ρι­ζε τον Θεό­δω­ρο Ζαλο­κώ­στα (καπε­τάν Παλιού­ρας) ως αξιω­μα­τι­κό στο Αλβα­νι­κό Μέτω­πο το 1940–1941, σεμνό­τα­το κομ­μου­νι­στή, στέ­λε­χος και καθο­δη­γη­τή της ΕΑΜι­κής Αντί­στα­σης, άξιο καπε­τά­νιο του 3/40 και 24ου Συντάγ­μα­τος του θρυ­λι­κού ΕΛΑΣ. Επί­σης, γνω­στός ήταν στο νομό της Άρτας, ως καπε­τά­νιος τάγ­μα­τος του 3/40 Συντάγ­μα­τος, ο Κώστας Μίν­τζας. Η Άρτα γνώ­ρι­ζε πολύ καλά τον Γιάν­νη Φωτο­νιά­τα, παλιό στέ­λε­χος του ΚΚΕ, που ήταν μπρο­στά­ρης και οργα­νω­τής στους αγώ­νες του λαού της Άρτας την περί­ο­δο της κατο­χής, ένας από τους οργα­νω­τές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο νομό.

Από τον κλοιό κατά­φε­ραν να ξεφύ­γουν βγαί­νο­ντας πέρα από τα σύνο­ρα του νομού Άρτας, κάποια τμή­μα­τα και μικρές ομά­δες, που η τύχη τους δεν είναι καθό­λου γνω­στή. Δεν έχει ερευ­νη­θεί, ποια ήταν η παρα­πέ­ρα τύχη τους, τι έγι­ναν τα τμή­μα­τα αυτά, ποιοι είναι οι νεκροί, οι τραυ­μα­τί­ες, και ποιοι τελι­κά δια­σώ­θη­καν. Ίσως μερι­κοί να βρί­σκο­νται ακό­μα ζωντα­νοί. Είναι ανά­γκη σήμε­ρα που ακό­μα υπάρ­χουν επι­ζώ­ντες σύντρο­φοι και συνα­γω­νι­στές, που έζη­σαν τα παρα­πά­νω γεγο­νό­τα, να συμ­βά­λουν στο να κατα­γρα­φούν αυτά που έγι­ναν σε εκεί­νη την ταραγ­μέ­νη επο­χή, παρου­σιά­ζο­ντας το αγω­νι­στι­κό ύφος και ήθος των συνα­γω­νι­στών που έπε­σαν ηρω­ι­κά στις μάχες του εμφυ­λί­ου πολέ­μου για την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία της πατρί­δας και για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον του λαού».

Ήταν παι­δί ο Αρτι­νός λογο­τέ­χνης Νίκος Ρίγ­γας όταν βρέ­θη­κε μπρο­στά στα κομ­μέ­να κεφά­λια των ανταρ­τών στην Πλα­τεία Κιλ­κίς. Κρα­τά­ει άσβη­στη στη μνή­μη την εικό­να της φρί­κης[5]:

«Δεκά­χρο­νος (1947) κι αδέ­σπο­τος γαβριάς, τρία χρό­νια μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση και μέσα στην δίνη των νικη­μέ­νων γύρι­ζα ένα πρω­ι­νό στους δρό­μους της πόλης μου. Οι νικη­τές περι­φέ­ρο­νταν φορώ­ντας τα σίδε­ρα και το χακί της εξου­σί­ας, που γέν­να­γαν τον ξιπα­σμό και την αυθαι­ρε­σία του νικητή!

Κάποια ώρα βρέ­θη­κα στη μεγά­λη πλα­τεία, που σε μια μεριά της είδα κόσμο πολύ μαζε­μέ­νο με πολ­λές φωνές και φασα­ρία. Φαντά­στη­κα πως θάταν πάλι κάποιος Κου­τα­λια­νός ‑έτσι λέγα­με τότες όλους τους γυρο­λό­γους- που θάκα­νε ένα σωρό κόλ­πα και στο τέλος θα ’βγα­ζε το καπέ­λο του και θα μάζευε πεντα­ρο­δε­κά­ρες. Πήγα κοντά αλλά οι μεγά­λοι και το στρι­μω­ξί­δι τους μου έκλει­ναν τη θέα και δεν μπο­ρού­σα να δω τι γίνο­νταν μπρο­στά. Μικρό­σω­μος και σβέλ­τος όπως ήμου­να χώθη­κα εύκο­λα μέσα στους μεγά­λους και πέρα­σα ανά­με­σα και κάτω απ τα σκέ­λια με απο­τέ­λε­σμα να βρε­θώ μπρο­στά μπρο­στά στον κώλο της γης και τα σκα­τά του!

Το παι­δι­κό μου μυα­λό αλά­φια­σε, η τρυ­φε­ρή μου καρ­διά σφί­χτη­κε κι η αμά­θη­τη ψυχή μου σπά­ρα­ξε μπρο­στά σε αυτά που έβλε­πα. Για μια στιγ­μή νόμι­σα πως θεα­τρί­νοι η άλλοι κολ­πα­τζή­δες έκα­ναν νού­με­ρα στους δρό­μους για να τρα­βή­ξουν θεα­τές στην παρά­στα­ση κάποιου θεά­τρου. Από πολύ μικρός ήξε­ρα από τέτοια, για­τί ο μεγά­λος μου αδερ­φός δού­λευε χρό­νια στον μονα­δι­κό κινη­μα­το­γρά­φο της πόλης κ έτσι έβλε­πα κάθε μέρα τζά­μπα θέαμα.

Όμως δεν ήταν δυστυ­χώς το ψεύ­τι­κο θέα­τρο του σανι­διού, ήταν το αλη­θι­νό θέα­τρο της ζωής!…

Καμιά δεκα­ριά κομ­μέ­να αντρι­κά κεφά­λια με μακριά λιγδια­σμέ­να μαλ­λιά και γένια ήταν σκορ­πι­σμέ­να κατά­χα­μα με μυα­λά πετα­μέ­να στο χώμα και τρυ­πη­μέ­να μάτια που χύνο­νταν στα μάγου­λα! Τα μαλ­λιά και τα γένια ήτα­νε γυρι­σμέ­να στους σφαγ­μέ­νους λαι­μούς και σκε­πα­σμέ­να με τα ξερα­μέ­να αίμα­τα. Από μερι­κά κεφά­λια οι γλώσ­σες ήταν βγαλ­μέ­νες έξω απ το στό­μα, λες και οι άνθρω­ποι τού­τοι είχαν από πριν ξερά­σει από αηδία για τα όσα τους έκα­ναν προ­τού τους σφάξουν!…

Το θέα­μα, όπως το σκέ­φτο­μαι σήμε­ρα, μπο­ρού­σε να συγκρι­θεί μόνο με τους «Δαί­μο­νες» του Γκό­για ή τις περι­γρα­φές του Δάντη!

Πεντέ­ξι άντρες ξεχει­λι­σμέ­νοι από φυσε­κλί­κια, μίσος και εξου­σία κλώ­τσα­γαν με μανία τα κεφά­λια και ύστε­ρα τ’ άρπα­ζαν απ’ τα μαλ­λιά, τα σήκω­ναν ψηλά και μετά τα χτύ­πα­γαν με δύνα­μη κατα­γής και αυτά έσκα­γαν κάτω σαν χτα­πό­δια και οι πλη­γές άνοι­γαν περισ­σό­τε­ρο και τα μαλ­λιά και τα χυμέ­να μάτια απλώ­νο­νταν πιο πολύ στα πρό­σω­πα και στο χώμα.

Τις περισ­σό­τε­ρες φορές τα μανια­σμέ­να χτυ­πή­μα­τα πέτα­γαν πιτσι­λιές από ανα­κα­τω­μέ­να ανθρώ­πι­να υλι­κά, που κόλ­λα­γαν στα πρό­σω­πα εκεί­νων που κοί­τα­ζαν σβο­λω­μέ­νοι από φόβο, φρί­κη και λύπη­ση. Δεν έλει­παν όμως και οι λίγοι εκεί­νοι που χαί­ρο­νταν δεί­χνο­ντας αγριό­τη­τα και εκδί­κη­ση με ζητωκραυγές!»

Η Πηνε­λό­πη Σαρ­λή, μαθή­τρια τότε του Δημο­τι­κού Σχο­λεί­ου, εκτός από τη συγκλο­νι­στι­κή της μαρ­τυ­ρία[6], μας μετα­φέ­ρει  και την αντί­δρα­ση των μικρών συμ­μα­θη­τών της, μπρο­στά στο απο­τρό­παιο θέα­μα που «πρό­σφε­ραν» οι «νικη­τές», που μόνο ως πρά­ξη αντί­στα­σης ενά­ντια στη βαρ­βα­ρό­τη­τα μπο­ρεί να καταγραφεί:

«Ξεκι­νή­σα­με όπως κάθε πρωί να πάμε στο σχο­λείο. Υπήρ­χε μια κίνη­ση στους δρό­μους που άλλες μέρες δεν βλέ­πα­με. Μία ανα­στά­τω­ση από ανθρώ­πους και οχή­μα­τα. Ποδή­λα­τα και κάρα μας προ­σπερ­νού­σαν. Τα βλέ­πα­με να κου­βα­λά­νε σακιά γεμάτα.

Παρα­ξε­νευ­τή­κα­με. Τι να είχαν μέσα αυτά τα σακιά που με τόση φρο­ντί­δα μετέ­φε­ραν; Για­τί βιά­ζο­νταν για­τί κτυ­πού­σαν κου­δού­νια και κλά­ξον για να τους δώσου­με προ­τε­ραιό­τη­τα; Ή μήπως με αυτό τον τρό­πο μας καλού­σαν να τους ακο­λου­θή­σου­με, για να μας δεί­ξουν κάτι; Ήταν και η ατμό­σφαι­ρα πάνω από τη πόλη βαριά. Κι όλη η κίνη­ση των τρο­χο­φό­ρων και των ανθρώ­πων κατέ­λη­γε στην πλα­τεία Κιλκίς.

Ναι, εδώ όλοι εκεί­νοι οι περί­ερ­γοι έμπο­ροι είχαν εκθέ­σει την πρα­μά­τεια τους. Το μυστι­κό που είχα­νε κρυμ­μέ­νο μέσα στις λινάτσες.

Εδώ τα είδα­με. Τα είχα­νε βάλει σε δύο κύκλους σαν να χορεύ­α­νε διπλο­κά­γκε­λο. Στη μέση της πλα­τεί­ας. Κι έτσι κατα­λά­βα­με πως όλοι αυτοί που τόση ώρα περ­νού­σαν από μπρο­στά μας, ήταν κυνη­γοί κεφαλών.

Κόσμος πολύς είχε μαζευ­τεί. Οι υπάλ­λη­λοι που πήγαι­ναν στα γρα­φεία τους, αυτοί που είχαν κατα­στή­μα­τα εκεί τρι­γύ­ρω, όλοι οι μαθη­τές του σχο­λεί­ου ακό­μα και των μικρών τάξε­ων. Κάποιοι τα κοί­τα­ζαν με φρί­κη και κάποιοι με περι­φρό­νη­ση. Άλλοι δεν μπο­ρού­σαν να κατα­λά­βουν, να εξη­γή­σουν, να συνει­δη­το­ποι­ή­σουν. Μερι­κοί δεν δίστα­σαν να τα πλη­σιά­σουν και να τα κλω­τσή­σουν. Να τα στρα­πα­τσά­ρουν περισ­σό­τε­ρο. Να τους σπά­σουν δόντια, ή να δουν το μυα­λό τους να χύνε­ται από το ήδη ανοιγ­μέ­νο τους κρα­νίο. Αλή­θεια τι κρό­το κάνει ένα κεφά­λι που κατρα­κυ­λά στο πλα­κό­στρω­το και τι σχή­μα παίρ­νουν τα χείλια;

Οι πιο ψύχραι­μοι βάλ­θη­καν να κάνουν ανα­γνώ­ρι­ση. «Να ο τάδε» φώνα­ζαν. Ενώ κάποιοι άλλοι που τα ανα­γνώ­ρι­ζαν επί­σης δεν τολ­μού­σαν να πουν τίπο­τα, μήτε να κλά­ψουν. Δεν ξέρω ίσως να είδαν κάποιον πολύ γνω­στό τους, συγ­γε­νή τους. Τον είχαν απο­χω­ρι­στεί, τον είχαν χαι­ρε­τή­σει προ πολ­λού, τον νόμι­ζαν στο βου­νό και τώρα τον έβλε­παν, ασώ­μα­το κεφα­λή στο πλα­κό­στρω­το της πλατείας.

Μου­διά­σα­νε τα άκρα μας, στέ­γνω­σε το στό­μα μας, σοκα­ρι­στι­κό το θέα­μα κι ακό­μα χει­ρό­τε­ρα όλα αυτά που γίνο­νταν γύρω από αυτό. Η αλα­ζο­νεία αυτών που τα είχαν φέρει να τα επι­δεί­ξουν σαν λεία τους. Ο χλευα­σμός και η βαρ­βα­ρό­τη­τα από τη μεριά των άλλων κι ο σιω­πη­λή θλί­ψη των περισ­σό­τε­ρων. Λίγο πιο μακριά ακού­γο­νταν ο θρή­νος όσων δεν μπό­ρε­σαν να αντέ­ξουν και ξέσπαγαν.

«Τα παι­διά να πάνε στο σχο­λείο» ακού­στη­κε κάποια στιγ­μή «κτύ­πη­σε το καμπα­νά­κι». Ο χρό­νος δεν μπο­ρεί να παγώ­σει ούτε σε τέτοιες περι­πτώ­σεις. Η ζωή συνε­χί­ζει την πορεία της. Κατευ­θυν­θή­κα­με προς το γυμνά­σιο. Εκεί μας περί­με­νε το πρω­ι­νό μας ρόφη­μα. Ήταν γάλα που τόσο πολύ το θέλα­με. Άλλες φορές κάνα­με σα λιμα­σμέ­να, όμως εκεί­νη τη μέρα κανείς δεν μπο­ρού­σε να πιει το γάλα του. Στην αρχή θέλη­σε να το προ­σφέ­ρει σε κάποιον άλλο, μα ήταν γενι­κή η ανο­ρε­ξία. Άδεια­ζε λοι­πόν το κυπελ­λά­κι ο καθέ­νας στο χώμα, χωρίς τύψεις που πήγαι­νε στρά­φι αυτή η θρε­πτι­κή τρο­φή, αυτή η πολυ­τέ­λεια στα δύσκο­λα χρό­νια του πολέμου.

Τα κεφά­λια στη συνέ­χεια τα πήγαν και τα κρέ­μα­σαν στο φρά­κτη της χωρο­φυ­λα­κής. Έμει­ναν εκεί σε κοι­νή θέα και ξάφ­νια­σμα των περα­στι­κών μέχρι που τα μάζε­ψαν μύγες.»

Τρα­γι­κή είναι και η περι­γρα­φή της αγω­νί­στριας της Εθνι­κής Αντί­στα­σης Κατε­ρί­νας Λελοβίτη-Μπατσούλη[7] σε μια από τις εκδη­λώ­σεις μνή­μης και τιμής που γίνο­νται κάθε χρό­νο στους Μελά­τες, μπρο­στά στο μνη­μείο της θυσί­ας των μαχη­τών του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων του ΔΣΕ:

«Όρθιοι, σύντρο­φοι, στε­κό­μα­στε σ’ αυτόν εδώ τον ιερό τόπο που πατά­με, που είναι βαμ­μέ­νος με το αίμα από δεκά­δες παλι­κά­ρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΔΣΕ. Μαζί τους και ο αδελ­φός μου Πανα­γιώ­της Λελο­βί­της, εκεί επά­νω στο ύψω­μα, σύντρο­φοι, έδω­σε μόνος τέλος στη ζωή του, νια να μην πέσει στα χέρια του εχθρού και να μην περά­σει τα βάσα­να του Χρι­στού. Και οι άναν­δροι φασί­στες του πήραν το κεφά­λι και το κρέ­μα­σαν στην Πρέ­βε­ζα, μαζί με τα κεφά­λια άλλων παλι­κα­ριών κομ­μου­νι­στών, για­τί αυτά τα παι­διά ήταν Έλλη­νες, ήταν λεβέ­ντες και πολέ­μη­σαν για την πατρί­δα, υπε­ρα­σπί­ζο­ντας τα ιδα­νι­κά τους. Αιω­νία η μνή­μη τους. Αδέρ­φια μας δεν θα σος ξεχά­σου­με ποτέ. Σας δίνω την υπό­σχε­ση ότι εγώ, η αδερ­φή σας Κατε­ρί­να, εάν χρεια­στεί, θα πεθά­νω αγω­νι­ζό­με­νη στο δρό­μο. Για­τί το βρά­δυ που θα έφευ­γαν τα αδέλ­φια μου στο βου­νό, Πανα­γιώ­της και Χρή­στος, παρά το ότι ήμουν μικρή θυμά­μαι τι έλε­γαν: “Ο αγώ­νας θα είναι μακρύς και σκλη­ρός, θα σας τυραν­νή­σουν, θα σας δεί­ρουν, θα σας εξο­ρί­σου­νε, αλλά εσείς ποτέ να μην αρνη­θεί­τε τα πιστεύω σας και την ιδε­ο­λο­γία σας”. Ποτέ, αδέλ­φια μου, να είστε βέβαια εκεί που είσα­στε. Ζήτω το ΚΚΕ. Γεια σας».

***

zalokostas-paliouras[1] Θεό­δω­ρος Ζαλο­κώ­στας (1912–1947 Υπο­στρά­τη­γος Τιμη­μέ­νος Νεκρός). Γεν­νή­θη­κε στο χωριό Θεο­δώ­ρια­να Άρτας. Ως αξιω­μα­τι­κός της Σχο­λής Ευελ­πί­δων πολέ­μη­σε το 1940 στην Αλβα­νία (διοι­κη­τής λόχου). Στους πρώ­τους μήνες της Κατο­χής με πρω­τερ­γά­τη τον Ζαλο­κώ­στα συγκρο­τεί­ται στην Άρτα η ομά­δα μόνι­μων αξιω­μα­τι­κών ΕΛΑΣ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ που στη συνέ­χεια προ­σχώ­ρη­σαν στο ΕΑΜ. Μετεί­χε στη συγκρό­τη­ση του αντάρ­τι­κου τμή­μα­τος του ΕΛΑΣ στα Τζου­μέρ­κα (από τις 4/2/1943 έως τις 29/3/1943 ήταν καπε­τά­νιος του Αρχη­γεί­ου Τζου­μέρ­κων του ΕΛΑΣ), και στο πρώ­το χτύ­πη­μα κατά των κατα­κτη­τών στη Σεκλί­στα, στις 23 Δεκέμ­βρη 1942. Συνέ­χι­σε τον ένο­πλο αγώ­να με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, στην αρχή στη Διοί­κη­ση του 24ου Συντάγ­μα­τος του ΕΛΑΣ (Αρχη­γείο Ζαλόγ­γου) και έπει­τα στη 10η Ταξιαρ­χία της 8ης Μεραρ­χί­ας του ΕΛΑΣ (περί­ο­δος Συμ­φω­νί­ας της Βάρ­κι­ζας). Μετά από την συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας κατέ­φυ­γε διω­κό­με­νος με άλλους συνα­γω­νι­στές του στο Μπούλ­κες (Γιου­γκο­σλα­βία). Τον Απρί­λη του 1947 επέ­στρε­ψε και δημιούρ­γη­σε το ένο­πλο τμή­μα των Τζου­μέρ­κων με 160 περί­που αντάρ­τες. Στη μάχη των Μελα­τών, αφού εξα­ντλή­θη­καν τα πολε­μο­φό­διά του, περι­κυ­κλω­μέ­νος από παντού, αυτο­κτό­νη­σε με χει­ρο­βομ­βί­δα. Με από­φα­ση της Προ­σω­ρι­νής Δημο­κρα­τι­κής Κυβέρ­νη­σης ονο­μά­στη­κε Υπο­στρά­τη­γος Τιμη­μέ­νος Νεκρός.

[2] Προ­σκλη­τή­ριο νεκρών του ΔΣΕ στην περιο­χή δεί­τε εδώ. [3] Αλ. Παπα­δό­που­λου «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, Μεγα­λεία και θρή­νοι, δόξες και αθλιό­τη­τες ενός αγώ­νος» (Ιωάν­νι­να 1976). Το από­σπα­σμα παρα­θέ­τει  ο Νίκος Γ. Ζιά­γκος στο βιβλίο «Νέες σελί­δες από τον εμφύ­λιο  πόλε­μο 1945–1949» (Εκδ. Σοκό­λη, 1986) και από εκεί ο Χρή­στος Ι. Ντα­βαν­τζής στο βιβλίο του «Όσα επέ­ζη­σαν στη μνή­μη… Οδοι­πο­ρι­κό μιας ζωής» (Αθή­να 2016). [4], Από το βιβλίο του Κώστα Τάτση «Οδοι­πο­ρι­κό ενός αντάρ­τη στο ΔΣΕ». Δημο­σιεύ­τη­κε στο τεύ­χος 163 του περιο­δι­κού «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ. [5] Νίκος Ρίγ­γας, «Παν­σέ­λη­νες αγρύ­πνιες», εκδό­σεις Παπα­ζή­ση, 2008. Η μαρ­τυ­ρία παρα­τί­θε­ται στην μπρο­σού­ρα «Το Αρχη­γείο Τζου­μέρ­κων του ΔΣΕ», έκδο­ση της Τομε­α­κής Επι­τρο­πής Άρτας του ΚΚΕ, Άρτα 2016 [6] «Το Αρχη­γείο Τζου­μέρ­κων του ΔΣΕ», έκδο­ση της Τομε­α­κής Επι­τρο­πής Άρτας του ΚΚΕ, Άρτα 2016 [7] Περιο­δι­κό «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ» της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ, αρ. τ. 163.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο