Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαξίμ Γκόρκι: «Αν μπορούσες να νιώσεις όλη αυτή την ατιμία, αυτή τη βρωμερή σαπίλα…»

GORKI

«Την «ηθι­κή των αφε­ντι­κών» την αντι­πά­θη­σα όσο και την «ηθι­κή των δού­λων». Μια τρί­τη ηθι­κή έβλε­πα να δια­μορ­φώ­νε­ται μέσα μου: Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».

Ο μεγά­λος επα­να­στά­της συγ­γρα­φέ­ας Μαξίμ Γκόρ­κι (Αλε­ξέι Μαξί­μο­βιτς Πεσκόφ) γεν­νή­θη­κε στις 28 Μάρ­τη του 1868.  Θεω­ρεί­ται ο θεμε­λιω­τής της σοβιε­τι­κής λογο­τε­χνί­ας και το μυθι­στό­ρη­μά του Η Μάνα αυτό που τον καθιέ­ρω­σε και τον κατέ­τα­ξε ανά­με­σα στους μεγά­λους κλασ­σι­κούς της παγκό­σμιας λογοτεχνίας.

Στη Μάνα που γρά­φτη­κε το 1906, απει­κο­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στη λογο­τε­χνία ο αγώ­νας του επα­να­στα­τη­μέ­νου προ­λε­τα­ριά­του να σπά­σει τα δεσμά της σκλα­βιάς του και κάτω από την καθο­δή­γη­ση του κόμ­μα­τος της εργα­τι­κής τάξης να προ­χω­ρή­σει στην οικο­δό­μη­ση της νέας σοσια­λι­στι­κής κοινωνίας.

― Να ποια είναι η ζωή, μαμά! Βλέ­πεις πώς ερε­θί­ζουν τους ανθρώ­πους, τον έναν ενά­ντια στον άλλο­νε! Είτε το θες, είτε δεν το θες, είσαι υπο­χρε­ω­μέ­νος να χτυ­πή­σεις. Και ποιον; Κάποιον που δεν έχει καθό­λου δικαιώ­μα­τα, όπως κι εσύ, κάποιον ακό­μα πιο δυστυ­χι­σμέ­νο κι από σένα επει­δή είναι ηλί­θιος. Οι αστυ­νο­μι­κοί, οι χωρο­φύ­λα­κες, οι χαφιέ­δες, όλοι τους είναι εχθροί μας, κι όμως είναι κι εκεί­νοι άνθρω­ποι σαν κι εμάς. Κι αυτούς τους ίδιους τους εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται. Και δε τους λογα­ριά­ζουν γι’ ανθρώ­πους. Κι έτσι έχου­νε χωρί­σει τους ανθρώ­πους μετα­ξύ τους. Τους τύφλω­σαν με τη βλα­κεία και το φόβο, τους δέσα­νε χει­ρο­πό­δα­ρα, τους κατα­πιέ­ζουν και τους εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται, τους ποδο­πα­τούν και τους χτυ­πούν, τον έναν με τα χέρια του άλλου. Τους κατα­ντή­σα­νε, τους ανθρώ­πους όπλα, κοτρώ­νες και ραβδιά, κι αυτό το λεν πολι­τι­σμό. Είναι η Κυβέρ­νη­ση, το Κράτος…

Πήγε κοντά στη μητέ­ρα του. Κι είπε:

― Αυτό είναι έγκλη­μα, μάνα! Μια άγρια δολο­φο­νία, εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων, ένας φόνος των ψυχών! Κατα­λα­βαί­νεις; Τις ψυχές σκο­τώ­νουν! Βλέ­πεις τη δια­φο­ρά ανά­με­σα σ’ εμάς και στους εχθρούς μας; Όταν κάποιος από μας χτυ­πή­σει έναν άνθρω­πο, ντρέ­πε­ται, αηδιά­ζει, υπο­φέ­ρει… Οι άλλοι, αντί­θε­τα, δολο­φο­νούν τον κόσμο κατά χιλιά­δες ήσυ­χα-ήσυ­χα δίχως λύπη­ση, δίχως ν’ ανα­τρι­χιά­ζουν. Σκο­τώ­νουν με χαρά! Μάλι­στα! Με χαρά… Κι έτσι κατα­πιέ­ζουν όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο για να εξα­σφα­λί­σουν τα ξύλα στα σπί­τια τους, τα έπι­πλα, το ασή­μι, το χρυ­σά­φι και τα περιτ­τά κου­ρε­λό­χαρ­τα, κι όλα κεί­να τα ψωρο­πρά­μα­τα που τους δίνουν εξου­σία πάνω στα διπλα­νούς τους. Σκέ­ψου, δεν είναι για την ίδια τους την προ­στα­σία που σκο­τώ­νουν το λαό και παρα­μορ­φώ­νουν τις ψυχές, δεν είναι για τον εαυ­τό τους που το κάνουν αυτό, μα για να υπε­ρα­σπί­σουν την ιδιό­τη­τα τους.

Ο Πάβελ άρπα­ξε το χέρι της μητέ­ρας του και το ’σφι­ξε γέρ­νο­ντας κατά το μέρος της:
― Αν μπο­ρού­σες να νιώ­σεις όλη αυτή την ατι­μία, αυτή τη βρω­με­ρή σαπί­λα… Τότε θα κατα­λά­βαι­νες πως έχου­με δίκιο… Θα έβλε­πες πόσο η ιδε­ο­λο­γία μας είναι μεγά­λη κι ωραία!

Η μητέ­ρα σηκώ­θη­κε, κατα­συ­γκι­νη­μέ­νη. Ήθε­λε να μπο­ρού­σε να ενώ­σει την καρ­διά της με την καρ­διά του γιου της μέσα στην ίδια φλόγα.
― Άκου­σε, Πάβελ… Άκου­σε! μουρ­μού­ρι­σε λαχα­νια­σμέ­νη. Κατα­λα­βαί­νω, το νιώ­θω… Ακούς!

Το μυθι­στό­ρη­μα του Γκόρ­κι Η Μάνα δια­βά­στη­κε από εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πων σε όλο τον κόσμο και στην Ελλά­δα κυκλο­φό­ρη­σε σε πολ­λές μετα­φρά­σεις και πολ­λές εκδό­σεις. Το από­σπα­σμα που παρα­θέ­του­με είναι σε μετά­φρα­ση Μέλ­πως Αξιώ­τη, και κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις ΘΕΜΕΛΙΟ το 1966. Το έργο του Γκόρ­κι είναι και θα παρα­μέ­νει επί­και­ρο όσο θα κυριαρ­χεί η εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Ο Μαξίμ Γκόρ­κι έφυ­γε από τη ζωή στις 18 Ιού­νη του 1936.

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο