Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με αφορμή ένα σκίτσο του Αρκά

και ολί­γη από Τζήμερο

Γρά­φει ο Φρα­γκί­σκος Λαγω­νι­κά­κης //

Είδα πριν από λίγο αυτή τη γελοιο­γρα­φία του Αρκά και απο­φά­σι­σα να γρά­ψω μερι­κές παρα­γρά­φους σε σχέ­ση με την αντί­λη­ψη, περί κρί­σης, που απο­τυ­πώ­νε­ται σε αυτή τη γελοιο­γρα­φία. Δεν θα έκα­να τον κόπο αν και εφό­σον η αντί­λη­ψη αυτή δεν ήταν δια­δε­δο­μέ­νη σε ένα μεγά­λο κομ­μά­τι του ελλη­νι­κού πληθυσμού.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, η θεώ­ρη­ση αυτή θέλει αιτία για την [Ελλη­νι­κή] κρί­ση να είναι ο κατα­να­λω­τι­σμός, ή ο υπερ­κα­τα­να­λω­τι­σμός αν θέλε­τε, των Ελλή­νων. Πέραν του ότι αυτή η οπτι­κή αγνο­εί παντε­λώς τις διε­θνείς εξε­λί­ξεις που πυρο­δό­τη­σαν το ελλη­νι­κό φαι­νό­με­νο (κατάρ­ρευ­ση αμε­ρι­κα­νι­κών τρα­πε­ζών και φού­σκα στε­γα­στι­κών), είναι και λει­τουρ­γι­κά λαν­θα­σμέ­νη. Ο καπι­τα­λι­σμός, αν το καλο­σκε­φτού­με, είναι ένα σύστη­μα που βασί­ζε­ται στον κατα­να­λω­τι­σμό, στην πραγ­μα­το­ποί­η­ση της εμπο­ρι­κής συναλ­λα­γής, στην συνε­χή κυκλο­φο­ρία της αγο­ράς. Η ζήτη­ση πρέ­πει με κάθε τρό­πο να τρο­φο­δο­τεί­ται και οι εται­ρί­ες συχνά, φτιά­χνουν προ­ϊ­ό­ντα με τέτοια υλι­κά, ώστε να έχουν ημε­ρο­μη­νία λήξης προ­κει­μέ­νου να τα αντι­κα­θι­στού­με ή να τα επι­σκευά­ζου­με συχνά. Στα τεχνο­λο­γι­κά είδη, η εξέ­λι­ξη της τεχνο­λο­γί­ας χρη­σι­μο­ποιεί­ται έτσι ώστε να είναι must να αλλά­ζου­με κινη­τό κάθε χρό­νο, και υπο­λο­γι­στή κάθε δύο με τέσ­σε­ρα χρό­νια. Οι εται­ρί­ες παρα­γω­γής λογι­σμι­κού «βαραί­νουν» τα προ­γράμ­μα­τα τους επί­τη­δες (κυρί­ως τα παι­χνί­δια), ή τα κάνουν ασύμ­βα­τα με τα παλιό­τε­ρα μοντέ­λα συσκευών προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σουν την απρό­σκο­πτη κατα­νά­λω­ση κλπ. Τα παρα­πά­νω δεν είναι θεω­ρί­ες συνω­μο­σί­ας, υπάρ­χουν πολ­λές τέτοιες περι­πτώ­σεις που έχουν απο­κα­λυ­φθεί και οι οποί­ες απο­τε­λούν μεθό­δους δημιουρ­γί­ας τεχνη­τής ζήτησης.

Συνε­πώς, ο καπι­τα­λι­σμός χωρίς την κατα­νά­λω­ση δεν μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει ομα­λά. Οι εται­ρί­ες προ­γραμ­μα­τί­ζουν κύκλους κερ­δο­φο­ρί­ας, να επεν­δύ­σουν, να που­λή­σουν, να συσ­σω­ρεύ­σουν ξανά, και μετά να κάνουν μεγα­λύ­τε­ρη επέν­δυ­ση για να κερ­δί­σουν ακό­μη περισ­σό­τε­ρα, κ.ο.κ. Όσο αυτό λει­τουρ­γεί, οι καπι­τα­λι­στές παρα­μέ­νουν ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι αφού οι μπίζ­νες πηγαί­νουν καλά. Το πρό­βλη­μα όμως είναι ότι ο καπι­τα­λι­στι­κός τρό­πος παρα­γω­γής έχει ανα­πό­φευ­κτες αντι­φά­σεις και έτσι οι κύκλοι αυτοί, της κερ­δο­φο­ρί­ας, δια­τα­ράσ­σο­νται ανά τακτά χρο­νι­κά δια­στή­μα­τα. Ας δού­με μια από αυτές τις αντι­φά­σεις, η οποία σχε­τί­ζε­ται με την κατανάλωση.

Οι κύκλοι που περι­γρά­ψα­με παρα­πά­νω, εγγυού­νται μια δια­δι­κα­σία συσ­σώ­ρευ­σης από τα κάτω προς τα πάνω. Το κέρ­δος απο­σπά­ται από την υπε­ρα­ξία της εργα­τι­κής δύνα­μης, και έτσι, παρό­τι αυξά­νε­ται συνε­χώς η παρα­γω­γι­κή δυνα­τό­τη­τα, οι εργα­ζό­με­νες μάζες δεν αυξά­νουν σε ανά­λο­γο βαθ­μό την κατα­να­λω­τι­κή τους ικα­νό­τη­τα. Σε κάθε κύκλο παρα­γω­γής, το παρα­γό­με­νο προ­ϊ­όν ανή­κει στους ιδιο­κτή­τες του πλού­του, στους καπι­τα­λι­στές, οι οποί­οι θέλουν να το που­λή­σουν στην αγο­ρά. Η αμοι­βή των εργα­τών από την άλλη, είναι μικρό­τε­ρη από την αξία της δου­λειάς την οποία βάζουν στο παρα­γό­με­νο αγα­θό, έτσι, μοι­ραία, τα αγα­θά και οι υπη­ρε­σί­ες που παρά­γο­νται, και στην τιμή που πωλού­νται στην αγο­ρά, δεν μπο­ρούν να αγο­ρα­στούν στο σύνο­λο τους από τους παρα­γω­γούς εργά­τες. Ένα προ­ϊ­όν σε συν­θή­κες καπι­τα­λι­σμού, δεν παρά­γε­ται ως αγα­θό που ικα­νο­ποιεί ανθρώ­πι­νες ανά­γκες, αλλά ως εμπό­ρευ­μα, δηλα­δή παρά­γε­ται με σκο­πό να που­λη­θεί και να απο­φέ­ρει κέρ­δος. Με την συνε­χή από­σπα­ση της υπε­ρα­ξί­ας, όμως, στε­γνώ­νει η από τα κάτω αγο­ρά (στα χαμη­λά και μεσαία κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα) και έτσι περιο­ρί­ζο­νται οι κατα­να­λω­τι­κές της δυνα­τό­τη­τες. Έχου­με λοι­πόν μια αντί­φα­ση, οι τεχνι­κές και η τεχνο­λο­γία, καθώς επί­σης και το συσ­σω­ρευ­μέ­νο κέρ­δος, οι οικο­νο­μί­ες κλί­μα­κας, να μπο­ρούν θεω­ρη­τι­κά να παρά­γουν παρα­πά­νω, αλλά αυτή η αύξη­ση της παρα­γω­γής να μην μπο­ρεί να ικα­νο­ποι­ή­σει την επί­κτη­τη εμπο­ρευ­μα­τι­κή της φύση, αφού δεν υπάρ­χει η κατα­να­λω­τι­κή δυνα­τό­τη­τα από τα κάτω.

Προ­σω­ρι­νή λύση σε αυτό το πρό­βλη­μα δίνει ο δανει­σμός (κατα­να­λω­τι­κά δάνεια, στε­γα­στι­κά δάνεια, πιστω­τι­κές κάρ­τες κλπ.). Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο δανει­σμός, παρέ­χει πίστω­ση χρό­νου στην «εύρυθ­μη» ‑με όλες τις αντι­φά­σεις της- λει­τουρ­γία της αγο­ράς, αφού προ­ε­κτεί­νει τη δυνα­τό­τη­τα των από κάτω να κατα­να­λώ­νουν και έτσι να συνε­χί­ζο­νται οι επεν­δυ­τι­κοί κύκλοι. Επι­προ­σθέ­τως γίνε­ται και επεν­δυ­τι­κό παι­χνί­δι με την αγο­ρα­πω­λη­σία των δανεί­ων και των λοι­πών χρη­μα­τι­στι­κών προ­ϊ­ό­ντων που απορ­ρέ­ουν από αυτά, που απο­φέ­ρει περαι­τέ­ρω κερ­δο­φο­ρία στους επεν­δυ­τές (η οποία βέβαια στη­ρί­ζε­ται στον αέρα και απο­τε­λεί μονα­χά ονο­μα­στι­κή αξία χωρίς μια κάποια υλι­κή βάση). Το τελι­κό απο­τέ­λε­σμα είναι ο κύκλος αυτός της κερ­δο­φο­ρί­ας κάποια στιγ­μή να σπά­σει σαν μια φού­σκα, η οποία γίνε­ται ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη εξαι­τί­ας του φαι­νο­μέ­νου της χρη­μα­τι­στη­ρια­κής διό­γκω­σης. Αυτή η αντί­φα­ση, σε συν­δυα­σμό με άλλες εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις του καπι­τα­λι­στι­κού τρό­που παρα­γω­γής, δημιουρ­γεί κρί­σεις. Στα πλαί­σια μιας καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, είναι απα­ραί­τη­τη η κατα­στρο­φή μέρους του κεφα­λαί­ου, που οδη­γεί στην έντα­ση των μονο­πω­λια­κών αντα­γω­νι­σμών και στο ξανα­μοί­ρα­σμα των αγο­ρών – συχνά και στον πόλε­μο που είναι συνέ­χεια της διπλω­μα­τί­ας με άλλα μέσα. Όμως καλό είναι, στα πλαί­σια αυτού του άρθρου, να μην επε­κτα­θού­με περισ­σό­τε­ρο στο πώς δια­χει­ρί­ζε­ται το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα τις ενδο­γε­νείς κρί­σεις του για­τί θα ξεφύ­γου­με σε έκταση.

«Κατα­να­λώ­νου­με περισ­σό­τε­ρα από όσα μπο­ρού­με να παρά­ξου­με», λένε κάποιοι όταν έρθει η ώρα της κρί­σης και το σύστη­μα πρέ­πει να περι­κό­ψει μισθούς και συντά­ξεις, με απο­τέ­λε­σμα να περιο­ρι­στεί η κατα­νά­λω­ση. Το παρα­πά­νω γίνε­ται δοξα­σία των κανα­λιών, για­τί πρέ­πει ο κόσμος να πει­στεί ότι ο ίδιος ευθύ­νε­ται για την κρί­ση και όχι οι ενδο­γε­νείς αντι­φά­σεις του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος, τον ίδιο χορό σέρ­νει και ο Αρκάς με αυτή του τη γελοιο­γρα­φία. Είναι στα πλαί­σια της ίδιας συλ­λο­γι­στι­κής που μας λέει ότι «έπρε­πε αυτά τα μέτρα –της λιτό­τη­τας- να τα είχαν πάρει από δέκα χρό­νια πρω­τύ­τε­ρα». Το στε­νά­χω­ρο είναι πως όλα αυτά δεν τα ακού­με μόνο από τους πολι­τι­κούς ή τα κανά­λια που είναι φερέ­φω­να του καπι­τα­λι­σμού, αλλά και από απλούς ανθρώ­πους που εύχο­νται ο δήμιος τους να είχε έρθει μια ώρα αρχύτερα!

Είναι αλή­θεια όμως ότι κατα­να­λώ­νου­με περισ­σό­τε­ρα από ό,τι μπο­ρού­με να παρά­ξου­με; Όχι μόνο δεν είναι αλη­θές, αλλά ισχύ­ει το ακρι­βώς αντί­θε­το, ότι κατα­να­λώ­νου­με πολύ λιγό­τε­ρα από αυτά που μπο­ρού­με να παρά­ξου­με ή από αυτά που παρά­γου­με. Αυτό συμ­βαί­νει αφε­νός επει­δή κατα­να­λώ­νου­με μόνο αυτά που μπο­ρού­με να αγο­ρά­σου­με από τα δια­θέ­σι­μα στη αγο­ρά, αλλά και επει­δή άμα κάτι δεν γίνε­ται να που­λη­θεί δεν έχει νόη­μα να παρα­χθεί έστω και αν για αυτόν τον λόγο χρειά­ζε­ται να φρε­να­ρι­στεί η παρα­γω­γή ή ακό­μα και να κατα­λή­ξουν τα «πλε­ο­νά­ζο­ντα» προ­ϊ­ό­ντα στις χωμα­τε­ρές (εκα­τομ­μύ­ρια τόνοι προ­ϊ­ό­ντων έχουν αυτήν την μοί­ρα όταν δεν μπο­ρούν να που­λη­θούν στην αγο­ρά, ή προ­κει­μέ­νου να ανέ­βει η τιμή τους στην αγο­ρά). Και όταν λέμε πλε­ο­νά­ζο­ντα προ­ϊ­ό­ντα, δεν εννο­ού­με ότι αυτά τα προ­ϊ­ό­ντα δεν τα έχει ανά­γκη η κοι­νω­νία ως αγα­θά, μπο­ρεί και να τα στε­ρεί­ται, όμως αυτό δεν έχει καμία σημα­σία για τους καπι­τα­λι­στές όταν τα αγα­θά αυτά η κοι­νω­νία δεν αντέ­χει να τα αγο­ρά­σει. Ο συσ­σω­ρευ­μέ­νος σε λίγα χέρια πλού­τος, μοι­ραία και ανα­γκαία δημιουρ­γεί το λεγό­με­νο «κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα», που πέρα από τη φτώ­χεια και την εξα­θλί­ω­ση δημιουρ­γεί ευρύ­τε­ρα αρνη­τι­κά κοι­νω­νι­κά φαινόμενα.

Όμως ακό­μα και πριν την κρί­ση στη χώρα μας, εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες οικο­γέ­νειες δεν κάλυ­πταν καν τις βασι­κές τους ανά­γκες (δια­τρο­φής, ένδυ­σης, υγεί­ας), ενώ ακό­μα και οι λίγο πιο ευκα­τά­στα­τοι αγό­ρα­ζαν ότι αγό­ρα­ζαν με το μισθό από την πώλη­ση της εργα­τι­κής τους δύνα­μης. Όσο για τα δάνεια και τις πιστω­τι­κές κάρ­τες, το ίδιο το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα τα προ­πα­γάν­δι­ζε με νύχια και με δόντια, ακρι­βώς για να καθυ­στε­ρή­σει για όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρο την κρί­ση και να εξα­σφα­λί­σει την απρό­σκο­πτη κερ­δο­φο­ρία των μονο­πω­λί­ων (φυσι­κά με αυτόν τον τρό­πο, η κρί­ση έρχε­ται μεν αργό­τε­ρα αλλά με περισ­σό­τε­ρη ορμή). Πως ακρι­βώς, λοι­πόν, η υπο­τι­θέ­με­νη υπερ­κα­τα­νά­λω­ση της κοι­νω­νί­ας έφε­ρε την κρί­ση, όταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο καπι­τα­λι­σμός για να λει­τουρ­γή­σει χρειά­ζε­ται συνε­χή κίνη­ση της αγοράς;

Ας εξε­τά­σου­με όμως και κάτι τελευ­ταίο. Αυτή τη στιγ­μή το 1% του πλη­θυ­σμού κατέ­χει το 50% του παγκό­σμιου πλού­του, και το υπό­λοι­πο 99% μοι­ρά­ζε­ται το υπό­λοι­πό 50% ενώ το 21% του πλη­θυ­σμού κατέ­χει παγκο­σμί­ως το 95% του πλού­του. Πώς είναι λοι­πόν δυνα­τόν για την οικο­νο­μι­κή κρί­ση να φταί­νε τα κατώ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώματα;

Ποιος ξέρει;

Ίσως και να ξέρει ο κύριος Τζή­με­ρος ο οποί­ος όταν ήταν μικρός διά­βα­σε Μαρξ και κατά δήλω­σή του τον βρή­κε… μεγά­λο μαλάκα.

Ο Μαρξ, τον οποίο είχα τη δια­στρο­φή να μελε­τή­σω είναι η απο­θέ­ω­ση της αντί­φα­σης! Ο Μαρξ είναι ένας τερά­στιος μαλά­κας. Αυτό μόνο.

14908240_10154616719909194_3534300840020821637_n

Λαγω­νι­κά­κης Φρα­γκί­σκος(Poexania)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο