Μονάχα ένα παράθυρο ουρανό.
Και μια άκρη φουντωμένο κυπαρίσσι…
Και μια γιρλάντα πούχει τριγυρίσει,
το κάδρο με τον άγριο γερανό.
Μονάχα αυτά, κι η αρρώστεια μου κοντά.
Κι η μοναξιά με τη βουβή της μάσκα.
Κι ο κόσμος όξω να γιορτάζει Πάσκα
και να γλεντά.
Απ’ έξω ένα τραγούδι χορευτό,
περνώντας, παίζει ένα φτηνό οργανέτο·
και να μην έχω ούτε ένα απλό μπουκέτο –
να του κλαφτώ.
Η πόρτα μου χωρίς ν’ ανησυχεί,
μάταια κι απελπισμένα περιμένει.
Και στα κλειστά μου δόντια γαντζωμένη –
αυτή η ψυχή.
Αυτή η ψυχή που απ’ όλο το βασίλειο,
κι απ’ την γαλάζια σφαίρα που γυρνά,
απ’ τα φευγάτα, κι απ’ τα τωρινά,
το χώμα έχει λατρέψει, και τον ήλιο.
Δεν πρόφτασα ζωή ούτε και να βλάψω.
Ζωή, που σε καλούσα «Δυστυχία».
Κ ά π ο ι ο ς με κράζει απ’ τη δεντροστοιχία…
Μα δε θα κλάψω!
Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, εκδ. Δωρικός, 1977