Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μία αναφορά στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

Φιλο­ξε­νού­με­νος ο Σίμος Ανδρο­νί­δης* //

Δια­βά­ζο­ντας το κλα­σι­κό έργο του Καρλ Μαρξ ‘Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη’, αντι­λαμ­βά­νε­σαι πως ο Καρλ Μαρξ είναι ένας οξυ­δερ­κέ­στα­τος πολι­τι­κός επι­στή­μο­νας-ανα­λυ­τής. Δια­βλέ­πει πίσω από την πολι­τι­κή επι­φά­νεια, πίσω από τα πρό­σω­πα την κίνη­ση των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων, την δια­πά­λη τους, τις ιδε­ο­λο­γι­κές τους ανα­φο­ρές, τις κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες που συγκρο­τού­νται, συμ­μα­χί­ες που δια­τη­ρούν ως βασι­κό επί­δι­κο τον πολι­τι­κό τους υπερ­προσ­διο­ρι­σμό, τις ανα­γκαιό­τη­τες  που προ­κύ­πτουν όχι ως φυσι­κή κατά­λη­ξη των πραγ­μά­των αλλά ως ιστο­ρι­κή-κοι­νω­νι­κή επι­βο­λή συμ­φε­ρό­ντων. Για τον Μαρξ η γαλ­λι­κή ιστο­ρι­κή τοι­χο­γρα­φία της περιό­δου απο­τε­λεί ένα ιδιαί­τε­ρο στοι­χείο της πολ­λα­πλής και πολύ­πλο­κης πάλης των τάξεων.

‘Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη’ ‘λει­τουρ­γεί’ ως το έργο εκεί­νο όπου αντα­να­κλά­ται η δρά­ση του κοι­νω­νι­κού πάνω στο πολι­τι­κό πεδίο (‘σκη­νή’), ως έργο εισπή­δη­σης του κοι­νω­νι­κού στοι­χεί­ου στο πεδίο της δια­με­σο­λα­βη­μέ­νης δια­πά­λης με έναν τρό­που που σχε­τί­ζε­ται με τις συγκυ­ρί­ες, τις περι­στά­σεις της στιγ­μής, με την ίδια την ανά­πτυ­ξη και εξέ­λι­ξη του γαλ­λι­κού κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής. Η πολι­τι­κή σκη­νή δια­με­σο­λα­βεί τις αντι­φά­σεις του κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής, απο­τε­λώ­ντας ένα ‘αντε­στραμ­μέ­νο’ και συγκρου­σια­κό πεδίο όπου δια­σταυ­ρώ­νο­νται ιδε­ο­λο­γί­ες και ταξι­κά συμφέροντα.

Σε αυτή την ιδιαί­τε­ρη στιγ­μή της γαλ­λι­κής ιστο­ρί­ας και κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης, απο­τυ­πώ­νο­νται και απο­κρυ­σταλ­λώ­νο­νται οι ταξι­κές συγκλί­σεις-απο­κλί­σεις, τα αντι­τι­θέ­με­να κοι­νω­νι­κά-ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, το καθε­αυ­τό ειδι­κό στοι­χείο προς ανά­λυ­ση που είναι η εξέ­γερ­ση του Παρι­σι­νού προ­λε­τα­ριά­του τον Ιού­νιο του 1848,[1] οι πολι­τι­κές μορ­φές (κόμ­μα­τα)[2] που συντί­θε­νται, η ταξι­κή συγκρό­τη­ση-συσχέ­τι­ση του κρά­τους.[3]

Το πρα­ξι­κό­πη­μα του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη ερμη­νεύ­ε­ται και προ­σεγ­γί­ζε­ται ως ένα ιδιαί­τε­ρο επει­σό­διο της πολυ­τά­ρα­χης γαλ­λι­κής ιστο­ρί­ας. Στις 2 Δεκέμ­βρη του 1851, ο Λου­δο­βί­κος Βονα­πάρ­της ως ιστο­ρι­κή καρι­κα­τού­ρα και γκρο­τέ­σκα πολι­τι­κή ‘φιγού­ρα’, εισέρ­χε­ται στο πεδίο της ιστο­ρί­ας, κεφα­λαιο­ποιώ­ντας τη δρά­ση και της συμπύ­κνω­ση της δρά­σης «ειδι­κών» κοι­νω­νι­κών τάξε­ων και μερί­δων τάξε­ων. Πραγ­μα­τι­κά, ο ‘αυτο­κρά­τωρ’ δύνα­ται να προ­βάλ­λει ως η ζώσα συνεί­δη­ση του έθνους, ως ο κατε­ξο­χήν συνε­χι­στής της αυτο­κρα­το­ρι­κής-και­σα­ρι­κής παρά­δο­σης (Ναπο­λέ­ων Βονα­πάρ­της), ως ένα «μικρός» Λου­δο­βί­κος που ανα­φω­νεί «το γαλ­λι­κό έθνος είμαι εγώ»!

Ο ιδιαί­τε­ρος και­σα­ρι­σμός της εξου­σί­ας του τον ανά­γει σε «ιερή» μορ­φή που επι­βλέ­πει από «ψηλά» το κοι­νω­νι­κό όλον, ενώ ακρι­βώς εδρά­ζει την πολι­τι­κή του εξου­σία πάνω σε συγκε­κρι­μέ­νες κοι­νω­νι­κές τάξεις. Αυτός ο υπερ­κοι­νω­νι­κός κατά βάση είναι και λει­τουρ­γεί ως ‘χωρι­κά’ κοι­νω­νι­κός. Η κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία ή ο κοι­νω­νι­κός συνα­σπι­σμός που τον ανά­γει σε «ιερό» σύμ­βο­λο έλκει την κατα­γω­γή της από τη «βαθιά» Γαλλία.

Οι μικροϊ­διο­κτή­τες αγρό­τες, αυτό που ο Καρλ Μαρξ απο­κα­λεί «μεσαία τάξη»,[4] ο στρα­τός, τμή­μα του καθο­λι­κού κλή­ρου. Επρό­κει­το για ένα κοι­νω­νι­κό συνα­σπι­σμό εξου­σί­ας, για μία ιδιαί­τε­ρη αντί­λη­ψη της κρα­τι­κής-πολι­τι­κής εξου­σί­ας η οποία ανά­γει το Λου­δο­βί­κο Βονα­πάρ­τη σε «θεμα­το­φύ­λα­κα» της «ιερής» παρά­δο­σης. Αυτός ο ‘κοι­νω­νι­κός και­σα­ρι­σμός’ της εξου­σί­ας εκκι­νεί από την παρά­δο­ση και για να κατα­λή­ξει στην αντίδραση.

Αυτός ο συνα­σπι­σμός εξου­σί­ας την περί­ο­δο της δεύ­τε­ρης γαλ­λι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας, κοι­νω­νι­κά εδρα­ζό­με­νος και κατα­νε­μη­μέ­νος διευ­ρύ­νε­ται πέρα από το καθε­αυ­τό πλέγ­μα δρά­σης της αστι­κής τάξης και μερί­δων της, έτσι ώστε ακρι­βώς προ­κύ­πτει ένα σχή­μα εξου­σί­ας κοι­νω­νι­κά πολυ­συλ­λε­κτι­κό το οποίο δύνα­ται να βιώ­σει τον πολι­τι­κό του υπερ­προσ­διο­ρι­σμό στο πρό­σω­πο και του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη και της πολι­τι­κής του εξου­σί­ας, δύνα­ται να βιώ­σει ακρι­βώς τον ατο­μι­κό και­σα­ρι­σμό που μετα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε συλ­λο­γι­κό λει­τουρ­γώ­ντας υπό το πλαί­σιο μίας ιδιό­τυ­πης διά­χυ­σης της εξου­σί­ας και των εκφάν­σε­ων της. Έτσι, η κρα­τι­κή εξου­σία μετα­τρέ­πε­ται σε παραδοσιοκρατική.

Όμως, κάτω από αυτή την «παρα­δο­σιο­κρα­τι­κή» εξου­σί­ας υπο­κρύ­πτε­ται το πλαί­σιο της ιδε­ο­λο­γι­κής φενά­κης. Όπως γρά­φει ο Νίκος Που­λαν­τζάς: «Αυτή η υπο­στή­ρι­ξη απα­ραί­τη­τη γι’ αυτή την ταξι­κή κυριαρ­χία, βασί­ζε­ται κατά πρώ­το λόγο, σε μια δια­δι­κα­σία ιδε­ο­λο­γι­κής αυτα­πά­της. Ο Μαρξ το απέ­δει­ξε στην περί­πτω­ση των μικροϊ­διο­κτη­τών αγρο­τών, που η υπο­στή­ρι­ξη τους, απα­ραί­τη­τη στο βονα­παρ­τι­κό Κρά­τος, θεμε­λιώ­θη­κε πάνω σ’ ολό­κλη­ρο το ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο που οδη­γού­σε στην «παρά­δο­ση» και στην κατα­γω­γή του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη. Το βονα­παρ­τι­κό Κρά­τος, που στη­ρί­ζε­ται πάνω σ’ αυτούς τους αγρό­τες, δεν παίρ­νει πράγ­μα­τι κανέ­να μέτρο που να ευνο­εί πολι­τι­κά τα ιδιαί­τε­ρα τους συμ­φέ­ρο­ντα. Παίρ­νει απλώς ορι­σμέ­να μέτρα στο επί­πε­δο συμ­βι­βα­σμών  για να συνε­χί­σει να τρέ­φει την ιδε­ο­λο­γι­κή αυτα­πά­τη που είναι η βάση αυτής της πολι­τι­κής υπο­στή­ρι­ξης».[5]

Αυτή η ιδε­ο­λο­γι­κή φενά­κη την οποία διεί­δε και ανέ­λυ­σε ο Μαρξ, ενέ­χει μία διφυή διά­στα­ση: αφε­νός μεν υπερ­προσ­διο­ρί­ζει πολι­τι­κά-ιδε­ο­λο­γι­κά αυτή την ‘τάξη’, αφε­τέ­ρου δε την υπο­προσ­διο­ρί­ζει υλι­κά και κοι­νω­νι­κά, στο βαθ­μό που αυτή ακρι­βώς η ‘τάξη’ δεν έχει την κοι­νω­νι­κή δύνα­μη-δυνα­μι­κή ώστε να ανα­χθεί σε κυρί­αρ­χη ‘τάξη’ του συνα­σπι­σμού εξου­σί­ας. Ο  πολι­τι­κός  τους υπερ­προσ­διο­ρι­σμός είναι αντι­στρό­φως ανά­λο­γος της πραγ­μα­τι­κής όσο και συμ­βο­λι­κής κοι­νω­νι­κής τους ισχύ­ος, είναι φαι­νο­με­νι­κός (πολι­τι­κή φαι­νο­με­νο­λο­γία), πλην όμως απα­ραί­τη­τος για τη δια­τή­ρη­ση της συνο­χής και της εξου­σί­ας του βονα­παρ­τι­κού καθε­στώ­τος δυνά­με­ων. Το ακρι­βές και δυνα­μι­κό στοι­χείο που ενο­ποιεί την κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία δυνά­με­ων είναι η αντί­θε­ση στον κίν­δυ­νο ή στους κιν­δύ­νους που αντι­προ­σω­πεύ­ει το προ­λε­τα­ριά­το, μετά και από την εξέ­γερ­ση του Ιού­νιου του 1848.

Οι κοι­νω­νι­κές-ταξι­κές δια­φο­ρές είναι η δύνα­μη της, η πολι­τι­κή της ενό­τη­τα ανα­κύ­πτει ως προ­βο­λή των ‘εσω­τε­ρι­κών’ ταξι­κών δια­φο­ρών αλλά ως θεμε­λιώ­δης, εκεί­νη την ιστο­ρι­κή συγκυ­ρία, προς τάξη (εργα­τι­κή). Η σχε­τι­κή ή μη σχε­τι­κή ‘αυτο­νο­μία’ του κρά­τους προς τις (κυρί­αρ­χες) τάξεις δια­σφα­λί­ζει την ιδιαί­τε­ρη δυνα­μι­κή τους, και είναι αυτή η ‘αυτο­νο­μία’ που πολ­λές φορές συγκρο­τεί ή συμ­βάλ­λει στη συγκρό­τη­ση (δια) ταξι­κών συνα­σπι­σμών που, δεν προ­βάλ­λουν το «γυμνό» αλλά το «συναι­νε­τι­κό» πρό­σω­πο-προ­σω­πείο της ταξι­κής εξου­σί­ας. Η συγκε­κρι­μέ­νη εκφρα­ζό­με­νη και προ­βαλ­λό­με­νη ‘ουδε­τε­ρο­ποί­η­ση’ δια­περ­νά τις ταξι­κές αντι­θέ­σεις και δια­μά­χες, αρχό­με­νη στο ύψος του πάντα «εφι­κτού» και «επι­θυ­μη­τού».

Η δεύ­τε­ρη γαλ­λι­κή αυτο­κρα­το­ρία του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη και το κρά­τος που ‘συγκρό­τη­σε’ απο­τε­λούν το πολι­τι­κά κατο­πτρι­κό είδω­λο ενός παρα­δο­σια­κού-φυσι­κού  αστι­σμού ο οποί­ος  ανα­φέ­ρε­ται στη «βαθιά Γαλ­λία», ‘εργα­λειο­ποιεί’ τις θρη­σκευ­τι­κές ανα­φο­ρές ως συνε­κτι­κό στοι­χείο αυτού  του κρά­τους, δια­τρέ­χει τις αγρο­τι­κές-καθε­αυ­τό μικρο­α­στι­κές «ρίζες», εγγρά­φει και προ­βάλ­λει τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της ισχυ­ρής αυτο­κρα­το­ρι­κής Γαλ­λί­ας που απο­τε­λεί τον άμε­σο κλη­ρο­νό­μο της ισχυ­ρής αυτο­κρα­το­ρι­κής εξου­σί­ας του Ναπο­λέ­ο­ντα Βονα­πάρ­τη. Ο Καρλ Μαρξ γνώ­ρι­ζε πολύ καλά το πως δύνα­ται να συμπυ­κνω­θεί η κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία, το πως προ­χω­ρά και εξε­λίσ­σε­ται η πάλη των τάξε­ων, το πλαί­σιο εντός του οποί­ου ανα­πτύσ­σο­νται οι αντι­φά­σεις και οι αντι­νο­μί­ες του κεφα­λαιο­κρα­τι­κού τρό­που παρα­γω­γής. Στις Δεκεμ­βρί­ου του 1851, δεν ανε­στά­λη η κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δος, παρά προ­σέ­λα­βε άλλη (συγκε­κρι­μέ­νη) μορ­φή αντίδρασης.

Τα δικαιώ­μα­τα που απο­κτή­θη­καν που απο­κτή­θη­καν μετά από έντο­νους πολι­τι­κούς-ταξι­κούς αγώ­νες τίθε­νται στο περι­θώ­ριο, και, πλέ­ον η μορ­φή του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη ενσαρ­κώ­νει την ιερή και απα­ρα­βί­α­στη εξου­σία, διευ­ρυ­μέ­νη και περί­κλει­στη συνά­μα, ευρύ­τε­ρη και περισ­σό­τε­ρο «ειδι­κή». Σαν το ρολόι του ιστο­ρι­κού προ­τσές να στα­μα­τά, και το καθε­στώς του Βονα­πάρ­τη να προ­σι­διά­ζει πολι­τι­κά στη  παλαιά φεου­δαρ­χι­κή Γαλ­λία την ώρα που οι κοι­νω­νι­κές δυνά­μεις ανα­πτύσ­σο­νται. Και είναι αυτό το καθε­στώς που απο­κρύ­πτει αυτή την κοι­νω­νι­κή ανά­πτυ­ξη και την ιδιαί­τε­ρη και μη ταξι­κό­τη­τα και «αντι­φα­τι­κό­τη­τα» που επιφέρει.

Ο Μαρξ, πάντα επί­και­ρος, προ­σφέ­ρει εργα­λεία επι­στη­μο­νι­κής ανά­λυ­σης του πολύ­πλο­κου κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού (και οικο­νο­μι­κού) γίγνε­σθαι.  Η πολι­τι­κή σκη­νή στο έργο του είναι ακρι­βώς η ‘σκη­νή’ της κοι­νω­νι­κής αφαί­ρε­σης, της επι­κά­λυ­ψης ή της ανοι­χτής έκφρα­σης των ταξι­κών αντι­θέ­σε­ων και αντι­νο­μιών. Στον Μαρξ η ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη και η συνα­κό­λου­θη πάλη των τάξε­ων δεν απο­κτούν στοι­χεία φυσι­κού κανό­να αλλά στοι­χεία μίας ενάρ­γειας «ορα­τής» η οποία μετα­βάλ­λε­ται, άλλο­τε ραγδαία, άλλο­τε πιο στα­θε­ρά και άλλο­τε περισ­σό­τε­ρο αργά. Η ιστο­ρία δεν ανα­κύ­πτει ως στα­σι­μό­τη­τα, αλλά ως πεδίο συμπύ­κνω­σης κοι­νω­νι­κών-ταξι­κών αγώ­νων. Ο άνθρω­πος είναι η τάξη και η τάξη (ή οι τάξεις) είναι ο άνθρωπος.

Όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανα­φέ­ρουν ότι ο κινη­τή­ριος μοχλός της ιστο­ρί­ας είναι η πάλη των τάξε­ων κατα­δει­κνύ­ουν ακρι­βώς το ρόλο που δια­δρα­μα­τί­ζουν οι κοι­νω­νι­κές τάξεις και όχι οι κοι­νό­τη­τες των ανθρώ­πων, τάξεις που προσ­διο­ρί­ζο­νται από τη σχέ­ση τους με και προς τα μέση παρα­γω­γής. Οι έννοιες της ταξι­κής αλλο­τρί­ω­σης αλλά και της ταξι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης προ­κύ­πτουν ακρι­βώς εξαι­τί­ας της κατο­χής των μέσων παρα­γω­γής, οι οποί­ες δεν συγκρο­τούν απλά δεσμούς κυριαρ­χί­ας, αλλά συγκρο­τούν και μία συγκε­κρι­μέ­νη κοσμοαντίληψη.

Η 18η Μπρυ­μαίρ είναι το έργο που κατα­δεί­χνει το ρόλο που δια­δρα­μα­τί­ζουν οι τάξεις ενός κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού, ρόλος που πολ­λές φορές δεν αντα­να­κλά τα άμε­σα και ιδιαί­τε­ρα ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και στοι­χί­σεις. Η συνάρ­θρω­ση των κοι­νω­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων, η πολι­τι­κή τους εκπρο­σώ­πη­ση δια­θλώ­νται και ως φορείς μίας ‘αντε­στραμ­μέ­νης’ ταξι­κό­τη­τας. Ο και­σα­ρι­σμός των κρι­σια­κών και­ρών μας αφο­ρά την ανα­ζή­τη­ση των κατάλ­λη­λων προ­σώ­πων που θα επι­φέ­ρουν τα κατάλ­λη­λα πολι­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, κρί­νο­ντας με βάση των ωφε­λι­μι­σμό της επι­τή­δειας ισορροπίας.

[1] Ο Μαρξ απο­κα­λεί την εξέ­γερ­ση που έλα­βε χώρα τον Ιού­νιου του 1848 στη γαλ­λι­κή πρω­τεύ­ου­σα ως ‘το πιο κολοσ­σιαίο γεγο­νός στην ιστο­ρία των ευρω­παϊ­κών εμφυ­λί­ων πολέ­μων’, βλέ­πε σχε­τι­κά, Μαρξ Καρλ, ‘Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη’, Εκδό­σεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή, 2012, σελ.25. Βλέ­που­με λοι­πόν να εκτυ­λίσ­σε­ται ένα ιδιαί­τε­ρο στη βάση του προ­λε­τα­ρια­κό-εξε­γερ­σια­κό συμ­βάν το οποίο απο­τε­λεί από­το­κο της ποιο­τι­κά έντο­νης δρά­σης της Παρι­σι­νής εργα­τι­κής τάξης, που, εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή διέ­πε­ται από τις όψεις μίας ταξι­κής (αυτό) συνεί­δη­σης που τη συγκρο­τεί ως δρων υπο­κεί­με­νο αλλα­γής. Δεν προ­κύ­πτει κάποια τελε­ο­λο­γία της κοι­νω­νι­κής αφαί­ρε­σης ή της απλής από­σπα­σης μίας μερί­δας της κοι­νω­νί­ας και της κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης αλλά μία ταξι­κή συνει­δη­σια­κό­τη­τα η οποία εδρά­ζε­ται σε αυτό που θα απο­κα­λού­σα­με ως ‘κοι­νω­νι­κή-ιστο­ρι­κή  μηχα­νι­κή εξέ­λι­ξης’. Η εξέ­γερ­ση του 1848 ανα­πτύσ­σε­ται εντός του πλαι­σί­ου της δια­σταυ­ρού­με­νης πάλης των κοι­νω­νι­κών τάξε­ων που δρουν σαν κοι­νω­νι­κές δυνάμεις.

[2] Το κόμ­μα της τάξης της Β’ γαλ­λι­κής Δημο­κρα­τί­ας δεν είναι τόσο το  κόμ­μα των ταξι­κών αντι­θέ­σε­ων, όσο   το κόμ­μα της προ­βο­λής του ρόλου της διοι­κη­τι­κής-στρα­τιω­τι­κής γραφειοκρατίας.

[3] Δια­μέ­σου του πλαι­σί­ου του «λαού» και της ενσάρ­κω­σης της λαϊ­κής κυριαρ­χί­ας, το κρά­τος ως πολι­τι­κή αντα­νά­κλα­ση μίας συγκρι­μέ­νης κοι­νω­νι­κής δυνα­μι­κής ανέρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο, δύνα­ται να μετα­το­πί­σει το πεδίο από την καθε­αυ­τό κυρί­αρ­χη τάξη στο πεδίο του συνα­σπι­σμού εξου­σί­ας, διευ­ρύ­νει τα όρια της δρά­σης-κυριαρ­χί­ας του στα­δια­κά σε όλη τη γεω­γρα­φι­κή επι­κρά­τεια, με τέτοιον τρό­πο που να προ­κύ­πτει ως έθνος-κρά­τος, κρά­τος συνυ­φα­σμέ­νο με την έννοια της εδα­φι­κό­τη­τας (χωρι­κή ανά­πτυ­ξη του ενός συγκε­κρι­μέ­νου τρό­που παρα­γω­γής) και των συνόρων.

[4] «Ο Βονα­πάρ­της, σαν δύνα­μη της εκτε­λε­στι­κής εξου­σί­ας που έγι­νε ανε­ξάρ­τη­τη, νιώ­θει σαν απο­στο­λή του να εξα­σφα­λί­σει το «αστι­κό καθε­στώς». Η δύνα­μη, όμως, αυτού του αστι­κού καθε­στώ­τος είναι η μεσαία τάξη. Γι’αυτό το λόγο ο Βονα­πάρ­της παρου­σιά­ζε­ται σαν εκπρό­σω­πος της μεσαί­ας αυτής τάξης και εκδί­δει δια­τάγ­μα­τα μ’ αυτό το πνεύ­μα». Ο Καρλ Μαρξ σε αυτό το χαρα­κτη­ρι­στι­κό από­σπα­σμα δεν εστιά­ζει στην κοι­νω­νι­κή δυνα­μι­κή, έτσι όπως αυτή ανα­πτύσ­σε­ται στο εσω­τε­ρι­κό της συμ­μα­χί­ας, αλλά στην ύπαρ­ξη μίας τάξης-ραχο­κο­κα­λιάς, τάξη απα­ραί­τη­τη για τη δια­τή­ρη­ση των ταξι­κών ισορ­ρο­πιών, τάξη απα­ραί­τη­τη για τη δια­τή­ρη­ση της στα­θε­ρό­τη­τας του καθε­στώ­τος. Η τάξη-ραχο­κο­κα­λιά αδυ­να­τώ­ντας να παρα­γά­γει ‘σχέ­σεις’ εξου­σί­ας λόγω της ιδιαί­τε­ρης θέσης της στο εσω­τε­ρι­κό ενός κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού σχη­μα­τι­σμού, προσ­δέ­νε­ται με ότι θα απο­κα­λού­σα­με ‘συνέ­χεια’.  Βλέ­πε σχε­τι­κά, Μαρξ Καρλ ‘Η 18η Μπρυμαίρ…ό.π, σελ. 153.

[5] Βλέ­πε σχε­τι­κά, Που­λαν­τζάς Νίκος, ‘Πολι­τι­κή εξου­σία και κοι­νω­νι­κές τάξεις’, τόμος β’, γ΄ έκδο­ση, Μετά­φρα­ση: Χατζη­προ­δρο­μί­δης Λ., Εκδό­σεις Θεμέ­λιο, Αθή­να, 1982, σελ. 91–92.

 

* Ο Σίμος Ανδρο­νί­δης είναι υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας στο τμή­μα Πολι­τι­κών Επι­στη­μών του ΑΠΘ

 

Ένα κεί­με­νο γραμ­μέ­νο για βιβλίο του Μαρξ έχει από τη «φύση» του ενδια­φέ­ρον, ανε­ξαρ­τή­τως αν κάποιος συμ­φω­νεί ή όχι με τις από­ψεις που εκφρά­ζει ή με τον τρό­πο που δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται το θέμα. Με το σκε­πτι­κό αυτό φιλο­ξε­νού­με στη ΣΤΗΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ το κεί­με­νο του Σϊμου Ανδρο­νί­δη.

Η Συντα­κτι­κή Ομάδα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο