Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μία φούντωση, μια φλόγα

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Αν ο ήλιος έκαι­γε έτσι από Ιού­νη μήνα, φαντά­σου τι έχει να γίνει από εδώ και πέρα. Αλί­μο­νο στους καψε­ρούς που δεν έχουν λεφτά για κλι­μα­τι­σμό και συνω­στί­ζο­νται σε δημό­σιους, κλι­μα­τι­ζό­με­νους χώρους (ΚΑΠΗ, σού­περ μάρ­κετ, τρά­πε­ζες). Αλί­μο­νο σε όσους λού­ζο­νται τις συνέ­πειες της κλι­μα­τι­κής αλλα­γής ‑ήταν στρα­βό το κλί­μα το ‘φαγε και ο καπι­τα­λι­σμός, με την οικο­λο­γι­κή κατα­στρο­φή. Και στους άλλους που θα βάλουν το αρκου­δί­σιον, για να μην καούν ζωντα­νοί σε αυτές τις άθλιες τσι­με­ντου­πό­λεις, που μας χορεύ­ουν κάθε μέρα στο ταψί και μας βγά­ζουν το λάδι (ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά). Αλλά θα καεί η γού­να που δεν έχουν, μόλις τους έρθει ο λογα­ρια­σμός της ΔΕΗ.
Καλο­καί­ρι, καλο­καί­ρι, σου ‘ρχο­μαι ακρά­τη­τος

Αλί­μο­νο σε όλους εμάς μαζί, που βλέ­που­με παθη­τι­κά, σαν θεα­τές, τους λιγο­στούς πνεύ­μο­νες πρά­σι­νου γύρω μας να λιγο­στεύ­ουν κι άλλο από τις φωτιές. Ενώ εμείς βρά­ζου­με στο ζου­μί μας και στο ίδιο καζά­νι, της επί­γειας κόλα­σης, σαν τους τρεις παί­δες εν καμί­νω, με την ελπί­δα πως θα ξανα­γεν­νη­θού­με απ’ τις στά­χτες μας. Και πως θα πέσει μια φωτιά να κάψει ό,τι μας καί­ει, ό,τι μας τρώ­ει την ψυχή, έτσι για αλλα­γή, αντί να καί­ει δάση και να τα κάνει οικόπεδα

Αλί­μο­νο στης γης τους κολα­σμέ­νους και το κορι­τσά­κι με τα σπίρ­τα, που τα ανά­βει για να ζεστα­θεί, αλλά μια μέρα θα κάψει τον άδι­κο κόσμο της εκμε­τάλ­λευ­σης, για να χτί­σει έναν και­νού­ριο, ύστε­ρα από τη δημιουρ­γι­κή κατα­στρο­φή της φωτιάς. Εκτός κι αν ανά­ψει κάνα μαγκά­λι στο σπί­τι, χωρίς να ρωτή­σει τον Τζή­με­ρο, και τη βρει ο θάνα­τος, πριν από τη δια­πό­μπευ­ση του μισάν­θρω­που διαφημιστή.

Αλί­μο­νο στους καμέ­νους και τους ψεκα­σμέ­νους αυτού του κόσμου, που προ­σπα­θούν να τον εξη­γή­σουν σαν 5χρονα παι­διά με παρα­μύ­θια. Καψί­μα­τα υπάρ­χουν πολ­λά, ο Καμ­μέ­νος σκο­τώ­νει, αυτή είναι η δια­φο­ρά. Στους εμπρη­στι­κούς λόγους, που είναι σκέ­τα πυρο­τε­χνή­μα­τα, στιγ­μιαία και ψεύ­τι­κα, χωρίς ουσία και φλόγα.

Αλί­μο­νο στους καψού­ρη­δες, που καί­γο­νται από πόθο ανεκ­πλή­ρω­το (ενώ αφή­νουν την πάλη των τάξε­ων ιστο­ρι­κά αδι­καί­ω­τη) και πέφτουν στη φωτιά, χωρίς να φοβη­θούν τα εγκαύ­μα­τα. Στα νεα­ρά κορί­τσια, που ονει­ρεύ­ο­νται καριέ­ρα και παίρ­νουν καυ­τές πόζες  με τα καυ­τά κορ­μιά τους μπρο­στά στο φακό και το δέλε­αρ των χρη­μά­των, που αφή­νουν όμως το μυα­λό (όχι μόνο το δικό τους) κρύο κι ακατοίκητο.

Αλί­μο­νο σε όσους βλέ­πουν το σπί­τι του γεί­το­να να καί­γε­ται και αδια­φο­ρούν, μέχρι να έρθει η δική τους σει­ρά και να αρχί­σουν να καί­γο­νται τα μπα­τζά­κια τους. Κι αυτοί είναι οι μόνοι που αξί­ζουν αυτό το ‘αλί­μο­νο’, που αντί να ριχτούν στη μάχη της φωτιάς, μένουν απα­θείς, δια­σκε­δά­ζουν με τη μελω­δία της παρακ­μής, ενό­σω η Ρώμη καί­γε­ται. Και όταν φτά­σουν τελι­κά οι φλό­γες δίπλα τους, θυμού­νται πάνω στην πυρά αυτά που τους λέγα­με: σύντρο­φε, σύντρο­φε, πόσο δίκιο είχες…
Και να πεις όμως πως αυτοί ήταν τίπο­τα Κροί­σοι, που δεν τους άγγι­ξε η κρίση…

Αλλά υπάρ­χει ένα φως που πάντα καί­ει και μας δεί­χνει το δρό­μο. Τα δυνα­τά πάθη που σιγο­καί­νε και θα τινά­ξουν το καπά­κι, την κρί­σι­μη ώρα. Κι αυτοί που δε φοβού­νται, για­τί ξέρουν πως αξί­ζει να υπάρ­χεις και να αγω­νί­ζε­σαι για ένα όνει­ρο, ένα ιδα­νι­κό, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.

Εξάλ­λου, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ, πώς θα γενού­νε τα σκο­τά­δια φως…;

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο