Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Μισώ τους αδιάφορους…”

Βλέμ­μα­τα απλα­νή. Ακό­μη και περι­παι­κτι­κά, του τύπου «τι νομί­ζε­τε πως κάνε­τε και σεις που βγή­κα­τε στο δρό­μο;». Η πορεία να περ­νά τους κεντρι­κούς δρό­μους της πόλης, τα συν­θή­μα­τα για το «νόμο-λαι­μη­τό­μο» να δονούν τον αέρα και γύρω, βου­βές σκιές, με ψώνια η τον καφέ στο χέρι να παρα­τη­ρούν. Άλλοι στους δρό­μους, με σημαί­ες και πανό, να ανη­συ­χούν για το μέλ­λον τους, για το μέλ­λον των παι­διών τους, και άλλοι στη «μακα­ριό­τη­τα» της αδια­τά­ρα­χτης κανο­νι­κό­τη­τας τους. Η αλλη­λεγ­γύη και η αντί­στα­ση απέ­να­ντι στη μικρο­α­στι­κή μοι­ρο­λα­τρία. Δύο κόσμοι δια­φο­ρε­τι­κοί στην ίδια χώρα, την ίδια πόλη, στον ίδιο δρόμο.

Την ίδια ακρι­βώς στιγ­μή, στη Βου­λή, με δια­δι­κα­σί­ες fast-track, σαν τον κλέ­φτη, η συγκυ­βέρ­νη­ση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να κατα­στρέ­φει ότι απέ­μει­νε από την κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση. Ποντά­ρο­ντας στην αδια­φο­ρία της πλειο­ψη­φί­ας, στην απο­γο­ή­τευ­ση και την παραί­τη­ση από κάθε διεκ­δί­κη­ση, η Δεύ­τε­ρη Φορά Αρι­στε­ρά βάζει ταφό­πλα­κα στον κοι­νω­νι­κό χαρα­κτή­ρα της ασφά­λι­σης, μετα­τρέ­πο­ντας ακό­μη και τα ψίχου­λα των συντά­ξε­ων σε προ­νοια­κό επί­δο­μα. Μέσα σε 116 άρθρα, η «αρι­στε­ρή κυβέρ­νη­ση» του κ.Τσίπρα επι­χει­ρεί να ολο­κλη­ρώ­σει ένα έγκλη­μα που ακό­μη και η πλέ­ον σκλη­ρο­πυ­ρη­νι­κή δεξιά, νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρη, κυβέρ­νη­ση ενδε­χο­μέ­νως να φοβό­ταν να δια­πρά­ξει. Τόσο αδί­στα­κτα, τόσο προκλητικά.

Η «αρι­στε­ρή κυβέρ­νη­ση» του ΣΥΡΙΖΑ, ωστό­σο, έχει συνερ­γούς στο έγκλη­μα. Όχι μόνο τη μεγα­λο­ερ­γο­δο­σία και τους εφο­πλι­στές – για την κερ­δο­φο­ρία των οποί­ων μπαί­νουν στη λαι­μη­τό­μο ασφα­λι­στι­κά-συντα­ξιο­δο­τι­κά δικαιώ­μα­τα- που με κάθε μέσο επι­χει­ρούν να τρο­μο­κρα­τή­σουν τους απερ­γούς. Αλλά και την αδια­φο­ρία μιας μεγά­λης μερί­δας κόσμου που, όπως θα ‘γρα­φε ο Μπρεχτ, μένουν σπί­τι σαν αρχί­ζει ο αγώ­νας κι’ αφή­νουν άλλους ν’ αγω­νι­στούν για την υπό­θε­ση τους. Σε αυτήν την αυτι­στι­κή μικρο­α­στι­κή αδια­φο­ρία, τη λογι­κή του «δε βαριέ­σαι, αφού τα μέτρα θα περά­σουν», βασί­ζε­ται η εξου­σία του κάθε Τσί­πρα και των Κατρούγκαλων.

Αυτήν την αδια­φο­ρία των πολ­λών- που σύντο­μα θα γευ­τούν τις επι­πτώ­σεις της απρα­ξί­ας τους- απο­τύ­πω­σε πριν σχε­δόν έναν αιώ­να σε ένα κεί­με­νο του ένας σπου­δαί­ος ιτα­λός κομ­μου­νι­στής, ο Αντό­νιο Γκράμ­σι. «Η αδια­φο­ρία είναι αβου­λία, είναι παρα­σι­τι­σμός, είναι δει­λία, δεν είναι ζωή» έγρα­φε περι­γρά­φο­ντας, σχε­δόν προ­φη­τι­κά, τη μικρο­α­στι­κή «χει­με­ρία νάρ­κη» των ημε­ρών μας.

«Μισώ τους αδιά­φο­ρους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαί­νει να εντάσ­σε­σαι κάπου. Όποιος ζει πραγ­μα­τι­κά δεν μπο­ρεί να μην είναι πολί­της και ενταγ­μέ­νος. Η αδια­φο­ρία είναι αβου­λία, είναι παρα­σι­τι­σμός, είναι δει­λία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.

Η αδια­φο­ρία είναι το νεκρό βάρος της ιστο­ρί­ας. Η αδια­φο­ρία δρα δυνα­τά πάνω στην ιστο­ρία. Δρα παθη­τι­κά, αλλά δρα. Είναι η μοι­ρο­λα­τρία. Είναι αυτό που δεν μπο­ρείς να υπο­λο­γί­σεις. Είναι αυτό που δια­τα­ράσ­σει τα προ­γράμ­μα­τα, που ανα­τρέ­πει τα σχέ­δια που έχουν κατα­σκευα­στεί με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο. Είναι η κτη­νώ­δης ύλη που πνί­γει την ευφυΐα.

Αυτό που συμ­βαί­νει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμ­βαί­νει για­τί η μάζα των ανθρώ­πων απαρ­νεί­ται τη βού­λη­σή της, αφή­νει να εκδί­δο­νται νόμοι που μόνο η εξέ­γερ­ση θα μπο­ρέ­σει να καταρ­γή­σει, αφή­νει να ανέ­βουν στην εξου­σία άνθρω­ποι που μόνο μια ανταρ­σία θα μπο­ρέ­σει να ανατρέψει.

Μέσα στη σκό­πι­μη απου­σία και στην αδια­φο­ρία λίγα χέρια, που δεν επι­τη­ρού­νται από κανέ­ναν έλεγ­χο, υφαί­νουν τον ιστό της συλ­λο­γι­κής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, για­τί δεν ανη­συ­χεί. Φαί­νε­ται λοι­πόν σαν η μοί­ρα να συμπα­ρα­σύ­ρει τους πάντες και τα πάντα, φαί­νε­ται σαν η ιστο­ρία να μην είναι τίπο­τε άλλο από ένα τερά­στιο φυσι­κό φαι­νό­με­νο, μια έκρη­ξη ηφαι­στεί­ου, ένας σει­σμός όπου όλοι είναι θύμα­τα, αυτοί που τον θέλη­σαν κι αυτοί που δεν τον θέλη­σαν, αυτοί που γνώ­ρι­ζαν κι αυτοί που δεν γνώ­ρι­ζαν, αυτοί που ήταν δρα­στή­ριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.

Κάποιοι κλα­ψου­ρί­ζουν αξιο­θρή­νη­τα, άλλοι βλα­στη­μά­νε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι ανα­ρω­τιού­νται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέ­ος μου, αν είχα προ­σπα­θή­σει να επι­βάλ­λω τη βού­λη­σή μου, θα συνέ­βαι­νε αυτό που συνέβη;

Μισώ τους αδιά­φο­ρους και γι’ αυτό: για­τί με ενο­χλεί το κλα­ψού­ρι­σμά τους, κλα­ψού­ρι­σμα αιω­νί­ων αθώ­ων. Ζητώ να μου δώσει λογα­ρια­σμό ο καθέ­νας απ’ αυτούς με ποιον τρό­πο έφε­ρε σε πέρας το καθή­κον που του έθε­σε και του θέτει καθη­με­ρι­νά η ζωή, γι’ αυτό που έκα­νε και ειδι­κά γι’ αυτό που δεν έκα­νε. Και νιώ­θω ότι μπο­ρώ να είμαι αδυ­σώ­πη­τος, ότι δεν μπο­ρώ να χαλα­λί­σω τον οίκτο μου, ότι δεν μπο­ρώ να μοι­ρα­στώ μαζί τους τα δάκρυά μου.

Είμαι ενταγ­μέ­νος, ζω, νιώ­θω ότι στις συνει­δή­σεις του χώρου μου ήδη πάλ­λε­ται η δρα­στη­ριό­τη­τα της μελ­λο­ντι­κής πόλης, που ο χώρος μου χτί­ζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοι­νω­νι­κή αλυ­σί­δα δεν βαραί­νει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμ­βάν δεν οφεί­λε­ται στην τύχη, στη μοί­ρα, μα είναι ευφυ­ές έργο των πολι­τών. Δεν υπάρ­χει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέ­κε­ται να κοι­τά­ζει από το παρά­θυ­ρο ενώ οι λίγοι θυσιά­ζο­νται, κόβουν τις φλέ­βες τους. Ζω, είμαι ενταγ­μέ­νος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμ­με­τέ­χουν, μισώ τους αδιάφορους.

Αντό­νιο Γκράμσι.

11 Φεβρουα­ρί­ου 1917»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο