Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Γράμμος…

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Πατώματα - Σαραντάπορος - Λυκόραχη

Πατώ­μα­τα — Σαρα­ντά­πο­ρος — Λυκόραχη

Ο Γράμ­μος είναι ένα συγκρό­τη­μα στον μεγά­λο σχη­μα­τι­σμό του Βοΐ­ου. Από την κεντρι­κή του κορυ­φή, την ουρα­νο­μή­κη Τσου­κα­ρέ­τσκα, εκτεί­νε­ται προς τα δυτι­κά η κεντρι­κή ραχο­κο­κα­λιά που πάει κάτω προς τη Λυκό­ρα­χη και το ποτά­μι της Ζού­ζου­λης. Κάπου στη μέση ένας αυχέ­νας χωρί­ζει την κορυ­φο­γραμ­μή στα δύο, στην Απά­νω και Κάτω Αρέ­να‘ εκεί είναι το υπο­χρε­ω­τι­κό πέρα­σμα (όταν κανείς πηγαί­νει από τις χαμη­λό­τε­ρες δια­βά­σεις, αλλά πάντα μες στη γεω­γρα­φία του βου­νού) από τον ανα­το­λι­κό στο δυτι­κό Γράμμο.

Όπως όλα τα ξάγνα­ντα, είναι κι αυτό εδώ γυμνό από βλά­στη­ση. Το χει­μώ­να, κάτω από τα χιό­νια, δίνει την εντύ­πω­ση μιας φαρ­διάς δημο­σιάς που καβα­λά­ει τη μια πλα­γιά για να πέσει με ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη κλί­ση στην άλλη. Άπει­ρες φορές έχω κου­βα­λή­σει τα πόδια μου σ’ αυτές τις δύο πλα­γιές, που όσο προ­σι­τές φαί­νο­νται από μακριά, τόσο αμεί­λι­κτες είναι, καθώς αργούν φοβε­ρά να τελειώ­σουν, προ­χω­ρείς και προ­χω­ρείς με την ιδέα πως το τέλος είναι ένα βήμα πιο πέρα, μα κάποιος για να σου βγά­λει την ψυχή το μετα­θέ­τει διαρ­κώς πιο πάνω με απο­τέ­λε­σμα να σου βγει πράγ­μα­τι η ψυχή όσο να το φτάσεις.

Αυτοί οι μου­λω­χτοί ανή­φο­ροι είναι πολύ χει­ρό­τε­ροι από τους άλλους, ακό­μα και τους πιο κοφτούς. Εγώ τον όρθιο ανή­φο­ρο, που συντό­μευε και τον δρό­μο, τον προ­τι­μού­σα για τον εξής κυρί­ως λόγο: το αρι­στε­ρό μου πόδι, ύστε­ρα από ένα τραύ­μα στο γόνα­το, έμει­νε κάπως πιο ευαί­σθη­το στις οδοι­πο­ρί­ες, ιδιαί­τε­ρα κάτω στο πέλ­μα, που το’ βλε­πες να γυρί­ζει όλο προς τα μέσα και να διπλώ­νε­ται σαν να σου έβγαι­νε ξαφ­νι­κά το παπού­τσι, πράγ­μα βέβαια που πολύ με δυσκό­λευε στο βάδι­σμα. Συχνό­τε­ρα όμως συνέ­βαι­νε αυτό, όταν πήγαι­να σ’ ένα δρό­μο έστω ομα­λό, παρά όταν σκαρ­φά­λω­να προ­σε­χτι­κά έναν ανή­φο­ρο, έχο­ντας για στή­ριγ­μα και μια μαγκού­ρα, μεταλ­λι­κό κοντά­ρι ομπρέ­λας, ό,τι ακρι­βώς μου χρεια­ζό­ταν με τη στε­ρε­ό­τη­τά του, την ελα­φρά­δα του και κυρί­ως τη σφή­να του κάτω, που μπο­ρού­σες να τη μπή­ξεις ακό­μα και στην πέτρα και να βασι­στείς αλπι­νι­στι­κά, με βεβαιό­τη­τα. Τη μαγκού­ρα αυτή – ήταν και κου­δου­νι­στή, καθώς το στε­φα­νά­κι, όπου βιδώ­νο­νταν τα μπα­λί­νια, δεν μπό­ρε­σα τελι­κά να το βγά­λω και με κάθε χτύ­πη­μα κάτω τινα­ζό­ταν από τη θέση του και κου­δού­νι­ζε, ιδί­ως όταν χτυ­πού­σε σε πέτρα – αυτή τη μαγκού­ρα μού την είχε κάνει δώρο ο Βλα­ντάς όταν ακό­μα ήταν ομπρέ­λα, μόνος μου μ’ ένα σου­για­δά­κι τη μετα­ποί­η­σα σε μαγκούρα.

Αλλά το ανέ­βα­σμα και το κατέ­βα­σμα σ’ εκεί­νες τις πλα­γιές είναι ακό­μα πιο δύσκο­λο όταν τα χιό­νια λιώ­σουν, οπό­τε τα δυο πλευ­ρά μετα­βάλ­λο­νται σε χει­μάρ­ρους, που σέρ­νουν κάτω τα νερά, ανοί­γο­ντας στο χώμα, λασπω­μέ­νο από τις πατη­μα­σιές ανθρώ­πων και ζώων, αυλά­κια και κάνουν ακό­μα πιο δύσκο­λο το περ­πά­τη­μα και σου επι­τεί­νουν το αγκο­μα­χη­τό… Αν σήμε­ρα ο δια­βά­της, σκαρ­φα­λώ­νο­ντας εκεί πάνω, αισθαν­θεί κάπου να κρέ­με­ται κανέ­να αγκο­μα­χη­τό, κανέ­να χαμό­γε­λο, σίγου­ρα είναι δικά μου – πάντα, περ­νώ­ντας από κει, θυμό­μουν τον πολυ­μή­χα­νο Κολο­κο­τρώ­νη: «Στον ανή­φο­ρο να γελάς, σκέ­ψου στην άλλη μεριά τον κατήφορο».

Αλλά τότε μ’ εμάς συνέ­βαι­ναν και μερι­κά άλλα πράγ­μα­τα που οι παλιοί άνθρω­ποι δεν μπο­ρού­σαν να τα φαντα­στούν – ο Τούρ­κος δεν ερχό­ταν μόνο από πίσω με το για­τα­γά­νι, ορμού­σε κι από ψηλά, από πάνω σου. Που­θε­νά αλλού δεν αισθα­νό­σουν τόσο ανυ­πε­ρά­σπι­στος, όσο σε κάτι τέτοιες δια­βά­σεις, όταν μάλι­στα ήταν κι ολό­λευ­κες μες στο χιό­νι. Η δια­δρο­μή, από εκεί που τα δέντρα τελειώ­νουν, είναι αρκε­τά μεγά­λη και συνε­χώς αυγα­ταί­νει, όσο κι ο ρυθ­μός σου γίνε­ται όλο και πιο αργός. Αν, βγαί­νο­ντας από τα δέντρα, αμέ­σως μόλις η κουκ­κί­δα σου άρχι­ζε να προ­βάλ­λει στο χιό­νι, αν εκεί­νη τη στιγ­μή σ’ έπια­νε με τη διό­πτρα του ο άλλος από το καρα­ού­λι απέ­να­ντι κι έδι­νε το σήμα στη βάση – η σαΐ­τα που θα σου τέντω­ναν από κει πέρα και το αρπα­κτι­κό που θ’ απο­γειω­νό­ταν με χαραγ­μέ­νο απά­νω τ’ όνο­μά σου, θα σε προ­λά­βαι­ναν κάπου στα μισά του δρό­μου ή, ακό­μα χει­ρό­τε­ρα, κατά­γνα­ντα στην κορυφή.

Δεν είχες κατά πού να κάνεις, που να κατευ­θύ­νεις τις φού­ντες των τσα­ρου­χιών σου – και καλά αν φορού­σα­με κι εμείς τότε φου­στα­νέλ­λα να μη μας ξεχω­ρί­ζουν πάνω στο χιό­νι. Κάπο­τε ούτε χακί δεν είχα­με, ο καθέ­νας έρι­χνε πάνω του ό,τι εύρι­σκε, συνή­θως αυτά τα ίδια που φορού­σε ανε­βαί­νο­ντας στο βου­νό. Δεν ήταν καθό­λου ευχά­ρι­στο ν’ ακού­σεις σφύ­ριγ­μα οβί­δας ή αερο­πλά­νο να βου­ΐ­ζει σαν είχες ήδη ξανοι­χτεί στο επι­κίν­δυ­νο πέρα­σμα, επι­κίν­δυ­νο και τη νύχτα, για­τί το γωνιό­με­τρο εκεί πέρα ήταν στα­θε­ρά στη­μέ­νο ώστε και τη νύχτα η οβί­δα να γρά­φει την ίδια τρο­χιά, όπως και στο φως της ημέ­ρας. Επι­ση­μα­σμέ­να τα έλε­γαν οι αντάρ­τες αυτά τα πυρά και βρί­σκουν τρό­πους να τα παρα­κάμ­πτουν και, ακό­μα, να τα προκαλούν.

- Βάρα στο γάμο του Καρα­γκιό­ζη! κορόι­δευαν τους άλλους μες στη νύχτα.

Πρέ­πει σ’ αυτά να προ­σθέ­σω πως το 1949 οι ποσό­τη­τες σε βλή­μα­τα πυρο­βο­λι­κού και βόμ­βες αερο­πλά­νων, που είχε στη διά­θε­σή του ο κυβερ­νη­τι­κός στρα­τός, δεν εγνώ­ρι­ζαν πια περιορισμούς.

Καμπίτσιο - Κάτω Αρένα

Καμπί­τσιο — Κάτω Αρένα

Ο στρα­τός εκεί­νη την επο­χή τα πυρο­μα­χι­κά δεν τα μέτρα­γε. Πέφταν οι βόμ­βες σαν βρο­χή. Δεν μπο­ρώ να φαντα­στώ άλλη επο­χή, άλλο πόλε­μο, όπου η ελλη­νι­κή σπι­θα­μή γης να κεραυ­νο­βο­λή­θη­κε από τόσο σίδε­ρο, όσο εκεί­νη τη χρο­νιά τα δικά μας βου­νά – την άνοι­ξη και το καλο­καί­ρι του 1949.

Το λιω­μέ­νο μέταλ­λο έπε­φτε από πάνω κύμα­τα κύμα­τα μια ατε­λεί­ω­τη λάβα…

Εκεί­νη την ημέ­ρα ερχό­μουν από την ηπει­ρώ­τι­κη πλευ­ρά. Ανέ­βη­κα την πλα­γιά, αφή­νο­ντας πίσω την ποτα­μιά του Σαρα­ντά­πο­ρου με το ψηλό ογκω­δέ­στα­το, σκε­πα­σμέ­νο από τα χιό­νια ορο­πέ­διο του Σμό­λι­κα αρι­στε­ρά και δεξιά την άλλη κορυ­φο­γραμ­μή του Γράμ­μου κατά μήκος των συνό­ρων με την Αλβα­νία, μια αλυ­σί­δα κορυ­φές που η μια κόβει την ορμή της άλλης, πέφτο­ντας συνε­χώς ως κάτω στην πεδιά­δα της Κόνι­τσας. Εκεί, πέρα από την Κόνι­τσα, ο ορί­ζο­ντας ξανοί­γει κι όλο το τοπίο παίρ­νει μια εκπλη­κτι­κή ημε­ρά­δα, όταν κοι­τά­ζεις από ψηλά. Οι μεγά­λοι όγκοι, που η βαθιά ρεμα­τιά υπο­γραμ­μί­ζει από κάτω συναρ­πα­στι­κά τις ανορ­θω­μέ­νες τους μάζες με τα χωριά σκόρ­πια εδώ κι εκεί στις πλα­γιές κι άλλα σαν αϊτο­φω­λιές ψηλά στους όχθους του ποτα­μού, παίρ­νουν, όταν εσύ είσαι ακό­μα πιο ψηλά, έναν χαρα­κτή­ρα παραί­σθη­σης, σαν, όλα που βλέ­πεις, να είναι και κάπως ονει­ρε­μέ­να, φαντα­στι­κά, γραμ­μέ­να με τον νου. Σου δημιουρ­γεί­ται εκεί­νο το αίσθη­μα, εκεί­νη η ηδο­νι­κή φρε­να­πά­τη, που σε κάνει καμιά φορά από κει ψηλά που είσαι, από ένα ύψος θεό­ρα­το, να δώσεις μια και με όλη σου την ύπαρ­ξη να βου­τή­ξεις κάτω, να τη χαρείς και μ’ αυτό τον τρό­πο, μ’ όλο σου το κορ­μί και την ψυχή, αυτή την ονειροφαντασία…

Είχα αφή­σει πια την κορυ­φή και κατη­φό­ρι­ζα στην άλλη μεριά, όταν εκεί πιο κάτω είδα τα σκο­τω­μέ­να μουλάρια.

Γρά­φτη­κε  η εικό­να αυτή μέσα μου για να μην ξεγρα­φτεί ποτέ πια.

- Θα τα δεις, θα τα δεις, μόνο πέρ­να γρή­γο­ρα, με είχαν προει­δο­ποι­ή­σει οι δύο σύν­δε­σμοι που πέρα­σαν δίπλα μου, ταχείς σαν άλο­γα, πριν καμιά ώρα.

Η μέρα ήταν καθα­ρή, ουρα­νός και χιό­νια δυο αντι­κρι­στοί καθρέ­φτες. Ακό­μα και ο σκί­ου­ρος από τον ένα καθρέ­φτη θα προ­βαλ­λό­ταν στον άλλο (μα πρέ­πει να σημειώ­σω πως ούτε  σκί­ου­ρο ούτε άλλο άγριο ζωντα­νό είδα στο Γράμ­μο και στη Μουρ­γκά­να εκεί­να τα χρό­νια. Όλες οι άγριες ψυχές, μικρές και μεγά­λες, είχαν λακί­ξει στην ήσυ­χη Αλβα­νία, αγρί­μι μία μόνο φορά είδα στο Γράμ­μο κι αυτό το αφή­νω γι’ άλλη φορά.)

Τα μου­λά­ρια και τα τρία ήταν νεκρά, χωρίς ακό­μα να έχουν παγώ­σει. Τους είχαν πάρει το φορ­τίο και τα σαμά­ρια και κεί­το­νταν τώρα αλό­γυ­μνα στο χιό­νι νεκροί συλημένοι.

Όλη η βιαιό­τη­τα των όσων συνέ­βη­σαν εδώ πριν λίγη ώρα (εγώ ξεκί­νη­σα από την άλλη πλευ­ρά του γυμνού, σχε­δόν αμέ­σως μόλις πέρα­σε κι έφυ­γε το σμή­νος των αερο­πλά­νων) είχε απο­τυ­πω­θεί στο χιόνι.

Και τα τρία ζώα χτυ­πή­θη­καν έξω από το πατη­μέ­νο μονο­πά­τι, εκεί ίσως τα τρά­βη­ξαν οι ημιο­νη­γοί, όπως τα φέρ­ναν, ή τρα­βή­χτη­καν μόνα τους, και τα τρία μαζί, σ’ εκεί­νη την κατεύ­θυν­ση όπου τα έσπρω­χνε από πίσω το βου­η­τό των αερο­πλά­νων και το κρο­τά­λι­σμα των πολυ­βό­λων τους. Όπως έπε­σαν, σχη­μά­τι­ζαν ένα τρί­γω­νο σχε­δόν, των δυο τα κεφά­λια βρέ­θη­καν πολύ κοντά, μύτη με μύτη, και τα μεγά­λα ανοι­χτά μάτια τους ακό­μα αλληλοκοιτάζονταν.

Αλλά το πιο σπα­ρα­χτι­κό ήταν ο παν­ζουρ­λι­σμός του αίμα­τος πάνω στο χιόνι.

Όλες οι κόκ­κι­νες γραμ­μές του κόσμου, όλα τα κεντή­δια και οι δαντέ­λες, όλα τα σχή­μα­τα που μπο­ρεί να χαρά­ξει σ’ ένα χαρ­τί το πιο τρε­λό χέρι, όλα τα κόκ­κι­να πάνω στο λευ­κό, τα άστρα, τα παραλ­λη­λό­γραμ­μα, οι πυρα­μί­δες, οι κύκλοι, οι ευθεί­ες κι όλα τα παι­χνί­δια των σιντρι­βα­νιών ήταν εκεί γραμ­μέ­να σ’ αυτό τον απί­στευ­το πίνα­κα, που σαν να είχε κρα­τή­σει κι αυτήν ακό­μα τη ζεστή άχνα της ζωής, που μόλις είχε σηκω­θεί από τα δύστυ­χα πλάσματα.

Υγρά, όπως ήταν ακό­μα – απά­γω­τα -, απλώ­θη­καν μέσα μου σαν τα φρέ­σκα χρώ­μα­τα μιας νωπογραφίας.

Ρίζω­σαν, ενσω­μα­τώ­θη­καν στο δικό μου χώμα και μένει η εικό­να με τα κόκ­κι­να συντρι­βά­νια στο χιό­νι σαν ένας κεντρι­κός κώδι­κας της μνήμης.

Οι ισχυ­ρές εντυ­πώ­σεις, αυτές που μας πλημ­μύ­ρι­σαν κάπο­τε με μια σπου­δαία συγκί­νη­ση, κάπου μας αφή­νουν ένα δικό τους νεύ­ρο και πάνε και το βρί­σκουν έπει­τα ερε­θι­σμοί που περ­νά­νε, χωρίς και να το ελέγ­χου­με, μεσ’ από τα μάτια μας, μέσ’ από τ’ αυτιά και το δέρ­μα μας – από τη συνεί­δη­σή μας. Και πάλι μας συγκλο­νί­ζουν, έστω κι αν ο ίδιος ο ερε­θι­σμός είναι ασή­μα­ντος. Μας συγκλο­νί­ζουν για­τί βρί­σκουν και κεντρί­ζουν εκεί­νο το άλλο μας νεύ­ρο. Υπάρ­χει το νεύ­ρο μέσα μας σαν ένας ισχυ­ρός μαγνή­της που τρα­βά πάνω του ό,τι τον δονεί, κάπο­τε από πολύ μακριά και με αφορ­μές ανε­ξέ­λεγ­κτες και πολ­λές φορές άσχετες.

Το  άσπρο και το κόκ­κι­νο, το αίμα και το χιό­νι, ό,τι μπο­ρεί να τα ξυπνή­σει στο νου, στην καρ­διά αυτά τα δύο, άνοι­ξε εκεί­νη την ημέ­ρα δρό­μο μέσα μου και μένει ανοι­χτός, όσο εκεί εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει η εικό­να των τριών σκο­τω­μέ­νων ζώων κι εκεί­νο το τρε­λό πανη­γύ­ρι του αίμα­τος γύρω τους σαν μια μακά­βρια σύν­θε­ση από ακάν­θι­να στεφάνια.

Στε­κό­μουν εκεί από πάνω δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα. Στε­κό­μουν και κοί­τα­ζα, σαν μέσα μου μια μηχα­νή να κρά­τα­γε ανοι­χτό το διά­φραγ­μα και δεν μπο­ρού­σε να κλείσει.

Σε κάποια στιγ­μή άκου­σα μια φωνή. Από πάνω κατέ­βαι­νε ένας αντάρ­της, στά­θη­κε κι αυτός λίγο κοι­τά­ζο­ντας τα ζώα κι εγύ­ρι­σε να φύγει. Δεν θα είχε απο­μα­κρυν­θεί παρά ελά­χι­στα μέτρα, όταν ακού­σα­με τη βοή των αερο­πλά­νων, αρκε­τά μακρι­νή ακόμα.

Αρχί­σα­με να τρέχουμε.

Καμπίτσιο

Καμπί­τσιο

Εκεί πιο κάτω, μες στα δέντρα, στην τοπο­θε­σία Καμπί­τσιος, ήταν πάντα ένα δικό μας φυλά­κιο. Κάπο­τε στάθ­μευε κανέ­νας λόχος ή μια μεγα­λύ­τε­ρη μονά­δα. Το μέρος είχε νερό. Ήταν κι ένα είδος σταυ­ρο­δρό­μι, αρι­στε­ρά πήγαι­νε για την Αετο­μη­λί­τσα, πάντα θα έβρι­σκες εκεί επι­με­λη­τές και ημιο­νη­γούς. Φτά­νο­ντας στο σημείο αυτό, ήσουν από τ’ αερο­πλά­να ασφα­λι­σμέ­νος, ο δρό­μος συνέ­χι­ζε κάτω από δέντρα – από το καλυμ­μέ­νο, έλε­γαν οι αντάρτες.

Ήταν εκεί και κάτι καλύ­βια, όπου, κατά τις περι­στά­σεις, μπο­ρού­σες να δια­νυ­κτε­ρεύ­σεις. Μπο­ρού­σες επί­σης να καθή­σεις να γρά­ψεις το κομ­μά­τι σου και με κανέ­ναν σύν­δε­σμο να το στεί­λεις στην εφη­με­ρί­δα, αν ήταν να πήγαι­νες κάπου αλλού. Τέτοιου είδους παν­δο­χεία και ταχυ­δρο­μι­κοί κόμ­βοι ήταν σκόρ­πια σε διά­φο­ρα σημεία του Γράμ­μου κι όλο κάποιος βρι­σκό­ταν εκεί υπεύ­θυ­νος, ο φρού­ραρ­χος, όπως τους λέγα­με, κανέ­νας άρρω­στος ή γέρος αντάρ­της. Και καθό­λου σπά­νια, κάποιο από τα τιμω­ρη­μέ­να στε­λέ­χη, που είπα­με πιο πάνω.

Εκεί­νη την ημέ­ρα πράγ­μα­τι εκεί – φρού­ραρ­χος – ήταν ένας καπε­τά­νιος, μόλις πριν ένα μήνα διοι­κη­τής μεγά­λης μονά­δας, παλιό στέ­λε­χος του κόμ­μα­τος. Ο Ζαχα­ριά­δης, για λόγους που εμείς αγνο­ού­σα­με, τον έπια­σε από το αυτί και τον ξαπό­στει­λε σ’ αυτά τα καλύβια.

Καθώς πλη­σιά­ζα­με τρέ­χο­ντας, αντι­λη­φθή­κα­με κάτι να μας φωνά­ζουν από κει κάτω. Στο μετα­ξύ και τ’ αερο­πλά­να είχαν φτά­σει εκεί που ήθε­λαν, μπο­ρεί και να είχαν αρχί­σει ήδη να κρο­τα­λί­ζουν. Σε περι­πτώ­σεις σαν αυτές, τις λεπτο­μέ­ρειες δεν τις ξεχω­ρί­ζεις, σημα­σία έχει το ουσιώ­δες, να μην την πάθεις σαν τα μου­λά­ρια – φωνές, αερο­πλά­να και πολυ­βο­λι­σμοί μάς βρή­καν την ίδια στιγ­μή σε κάποια από­στα­ση ακό­μα από την αγία σκέ­πη των ελά­των και ό,τι κατά­λα­βα εγώ του­λά­χι­στον ήταν πως οι άλλοι από κει κάτω μάς φώνα­ζαν και μας κατη­γο­ρού­σαν ότι δίνα­με στ’ αερο­πλά­να στό­χο, πηγαί­νο­ντάς τα κατ’ επά­νω τους και ήταν, με το δίκιο τους οργι­σμέ­νοι ενα­ντί­ον μας. Κυρί­ως ένας απ’ αυτούς, που είχε βγά­λει κι εκρά­δαι­νε το περί­στρο­φό του.

Του αντάρ­τη – που έφτα­σε πρώ­τος – του τρά­βη­ξε ένα χαστού­κι, και το περί­στρο­φο εξα­κο­λου­θού­σε να το κρα­δαί­νει. Ήταν έξω φρενών.

Εδώ και δύο περί­που μήνες μ’ αυτόν τον άνθρω­πο, περα­στι­κόν από το αμπρί μας, τότε που ήταν ακό­μα στρα­τη­λά­της, τρα­νός κατά την ορο­λο­γία τότε μετα­ξύ των ανταρ­τών, είχα­με αλυ­σι­δω­τά απαγ­γεί­λει Παλα­μά, ακό­μα και Καβά­φη, και το ότι η συμπε­ρι­φο­ρά του εκεί­νη την ημέ­ρα στα καλύ­βια δεν ήταν η ενδε­δειγ­μέ­νη το συνει­δη­το­ποί­η­σε αμέ­σως μόλις μ’ εγνώ­ρι­σε – και υπάρ­χουν ακό­μα μερι­κές λεπτο­μέ­ρειες, όταν απο­πά­νω μας είχε ανά­ψει ο καται­γι­σμός κι εμείς όλοι είχα­με μπει στο χορό και χορεύ­α­με όλους χωρίς διά­κρι­ση τους χορούς πίσω από τους κορ­μούς των δέντρων. Υπάρ­χουν κι απ’ αυτή τη φάση μερι­κές λεπτο­μέ­ρειες που σ’ έκα­ναν απο­λύ­τως βέβαιον ότι σ’ αυτόν τον άνθρω­πο, συμπα­θέ­στα­το, όχι μονά­δα ανταρ­τών, αλλά ούτε τα τρία σκο­τω­μέ­να μου­λά­ρια εκεί στην πλα­γιά έπρε­πε να του εμπι­στευ­θείς σ’ έναν τέτοιο πόλεμο.

Πέρα­σαν χρό­νια. Η τύχη το έφε­ρε να είμαι από τους τελευ­ταί­ους που τον είδαν, νεκρό πια, να τον δια­βά­ζει ο Ρου­μά­νος παπάς σ’ ένα νοσο­κο­μείο, αφού όλ’ αυτά τα χρό­νια είχε μεί­νει τελεί­ως παρα­με­ρι­σμέ­νος, λησμο­νη­μέ­νος και εκεί στο ξένο νοσο­κο­μείο όπου κι εγώ νοση­λευό­μουν, τελεί­ως άγνω­στος – ο Ζαχα­ριά­δης ήταν ακό­μα στο τιμό­νι κι εκρά­τα­γε ανοι­χτό το βιβλίο με τους λογαριασμούς…

Σκλη­ρός ηγέτης…Αλλά ακό­μα πιο σκλη­ρή η επο­χή – και για κεί­νον τον ίδιον.

Σκλη­ρή επο­χή, σκλη­ρές καρ­διές, λέει κι ο Πού­σκιν και πρέ­πει να το λάβου­με κι αυτό υπό σημείωση.

Καμπίτσιο - Επάνω Αρένα

Καμπί­τσιο — Επά­νω Αρένα

Ποτέ δεν μπό­ρε­σα να δεχτώ μέσα μου, για όλους εκεί­νους τους ανθρώ­πους, ούτε και τότε πάνω στο βου­νό, τις ευθύ­νες που τους απο­δό­θη­καν, τις τιμω­ρί­ες και τα μαρ­τύ­ρια που τους έγι­ναν. Κι αν τώρα χρη­σι­μο­ποί­η­σα κάπου εκφρά­σεις, που μπο­ρούν να φανούν επι­κρι­τι­κές, καθό­λου δεν σημαί­νει πως απευ­θύ­νο­νται στους ανθρώ­πους. Αν όχι όλοι τους, πάντως οι πιο πολ­λοί, μα και όλοι τους θα έλε­γα, ήταν άνθρω­ποι αξιό­λο­γοι, μερι­κοί πολύ άξιοι, πολύ προι­κι­σμέ­νοι. Πολύ πιο άξιοι, σαν Έλλη­νες και σαν άνθρω­ποι της δικής μας επο­χής, από άλλους που πέρα­σαν μέσα από εκεί­νες τις καται­γί­δες, χωρίς που­θε­νά να βρα­χεί το πόδι τους, χωρίς το ελά­χι­στο να ζημιώ­σει η ζωή τους, η καριέ­ρα τους, όμως γι’ αυτούς εδώ η ζωή ήταν μια αδιά­κο­πη αλυ­σί­δα δοκι­μα­σί­ες, ατε­λεί­ω­τη πορεία μες στις συμπλη­γά­δες, απ’ όπου όλοι δεν μπό­ρε­σαν τελι­κά να περάσουν.

Γρά­φω με συμπά­θεια κι ένα δικό μου πόνο γι’ αυτούς τους ανθρώ­πους, για­τί αυτό είναι το αίσθη­μά μου. Αυτό ήταν από μιας αρχής.

Πολ­λοί ποτέ πια δεν μπό­ρε­σαν να ξανα­βρούν τον εαυ­τό τους, τις δυνά­μεις τους και την αξία τους. Έμει­ναν σκλά­βοι μιας στιγ­μής, που ήταν και η κατα­κό­ρυ­φη της ζωής τους – εκεί­νης απ’ όπου τους γκρέ­μι­σαν τότε.

Η ψυχή έγι­νε στυ­φή κι η θέλη­ση μού­δια­σε. Κάτι έμει­νε μέσα τους και τους έλε­γε πως είχαν δίκιο, πως το δίκιο το είχε ο άλλος, πως όλοι είχαν το δίκιο κι όλοι το άδι­κο – με όλα αυτά η επι­στρο­φή ήταν ουσια­στι­κά αδύ­να­τη κι όταν ακό­μα ο Ζαχα­ριά­δης δεν υπήρ­χε. «Ούτε για καθο­δη­γη­τές κάνου­με τώρα εμείς ούτε για καθο­δη­γού­με­νοι», έλε­γε κι ο πανέ­ξυ­πνος Θανά­σης Χατζής.

Κάπου έμει­νε ένα κενό σαν τη φυσα­λί­δα στο γυα­λί, απ’ όπου δεν τη βγά­ζεις παρά μ’ ένα σπάσιμο…

 

Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμ­μή της ζωής. Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα, Αθή­να 2000

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο