Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μουργκάνα, του Δημήτρη Χατζή (1/4)

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Η νου­βέ­λα «Μουρ­γκά­να» του Δημή­τρη Χατζή δημο­σιεύ­τη­κε για πρώ­τη φορά το 1948 στην εφη­με­ρί­δα «Φωνή του Μπούλ­κες», στη συνέ­χεια μετα­φρά­στη­κε στα γαλ­λι­κά από τη Μέλ­πω Αξιώ­τη και το 1979 ο συγ­γρα­φέ­ας την συμπε­ριέ­λα­βε στη «Θητεία». Συλ­λο­γή με αγω­νι­στι­κά κεί­με­να της περιό­δου 1940 – 1950. 

Η γρα­φή του Δημή­τρη Χατζή  ρεα­λι­στι­κή  τεί­νει περισ­σό­τε­ρο προς την ιστο­ρι­κή αφή­γη­ση και ανα­πα­ρά­στα­ση, κατορ­θώ­νο­ντας συγ­χρό­νως να απο­δώ­σει με  τις δυνα­τές και ζωντα­νές περι­γρα­φές τις μάχες  αλλά και το ψυχι­κό μεγα­λείο των αγω­νι­στών της Μουργκάνας.

Δημο­σιεύ­ου­με τη νου­βέ­λα σε συνέ­χειες. Σήμε­ρα το πρώ­το μέρος.

mourgana2

Θέση μαχη­τών ΔΣΕ στη Μουργκάνα

«Βρι­σκό­μα­στε κοντά στη Μουρ­γκά­να. Πρό­κει­ται, να κάνου­με ενέρ­γεια με μεγά­λες δυνά­μεις κι αυτή τη φορά φοβά­μαι πολύ.»
Είχε πάρει το γράμ­μα της λίγες μέρες πιο πριν και δεν πρό­φτα­σε να της στεί­λει την από­κρι­ση του. Της έγρα­φε πώς την αγα­πού­σε πολύ, πώς άμα γύρι­ζε θα την παντρευό­τα­νε και της ξανά­γρα­φε πώς φοβό­τα­νε πάρα πολύ στη Μουρ­γκά­να. Ήταν ένας στρα­τιώ­της από το τάγ­μα 583 της 75ης Ταξιαρχίας.

Τώρα κεί­τε­ται άθα­φτος κάτω από έναν όρθιο βρά­χο στο Τσε­ρο­βέ­τσι με το πρό­σω­πο το μισό φαγω­μέ­νο, το ΄να πόδι σπα­σμέ­νο και το χέρι φευ­γά­το δυο μέτρα μακρύ­τε­ρα. Τ’ άλλο του χέρι, καθώς είναι πεσμέ­νος, μοιά­ζει σα ν’ ακου­μπά­ει στην τζέ­πη πού είχε τα γράμ­μα­τα. Μέσα στη φουρ­τού­να εκεί­νων των ημε­ρών, τα δυο γράμ­μα­τα, πού τα πήραν οι δικοί μας, βρα­χή­κα­νε και τα ονό­μα­τα χάθη­καν – το δικό του και το δικό της.
Το κορί­τσι που τον αγα­πού­σε και πού θα γινό­ταν γυναί­κα του, αν τύχει ποτές και δια­βά­σει τού­τη τη διή­γη­ση, δε θα μας μισή­σει εμάς για το θάνα­το του. Εμείς τους είπα­με, τους ξανά­πα­με, τους φωνά­ξα­με με τον τηλε­βόα, κάθε βρά­δυ τους λέγα­με – αδέρ­φια μην έρχεστε…
Οι Εγγλέ­ζοι και οι Αμε­ρι­κά­νοι τους έσπρω­χναν από πίσω και οι αξιω­μα­τι­κοί τους κρα­τού­σα­νε το πιστό­λι στα χέρια για να τους ρίχνου­νε πάνω μας. Δέκα μέρες ακό­μα πριν αρχί­σουν τη μάχη, πέρα­σαν απ’ όλα τα τμή­μα­τα τους, για να ετοι­μά­σουν το μακε­λειό. Είτα­νε ένας Αμε­ρι­κά­νος αξιω­μα­τι­κός, ένας Εγγλέ­ζος και δύο του Σοφού­λη που πήγα­νε σε κάθε Μονά­δα τους. Με τους στρα­τιώ­τες δεν κατα­δε­χτή­κα­νε φυσι­κά να μιλή­σουν. Ρωτού­σαν τους αξιω­μα­τι­κούς για τις θέσεις που κρα­τού­σα­με μεις. Και κεί­νοι τους έλε­γαν ψέμα­τα πως κάθε μέρα τους χτυ­πού­σα­με με όπλα βαριά που πήρα­με από τούς Ρώσους. Ύστε­ρα οι αξιω­μα­τι­κοί τους άρχι­σαν και βγά­ζα­νε λόγους κ’ έλε­γαν άλλα ψέμα­τα στους φαντά­ρους. Πως αν τέλειω­ναν γρή­γο­ρα και καλά και ξεμπέρ­δευαν με τη Μουρ­γκά­να, θα ΄παιρ­ναν όλοι τους άδεια. Πως είμα­σταν Αρβα­νί­τες και Σλά­βοι. Και τους έλε­γαν και την αλή­θεια πως όποιος έκα­νε πίσω ήταν δια­τα­γή της Μεραρ­χί­ας να τον σκοτώνουν.

Το εξώφυλλο της νουβέλας του Δημήτρη Χατζή που μεταφράστηκε στα γαλλικά από τη Μέλπω Αξιώτη (ΑΣΚΙ)

Το εξώ­φυλ­λο της νου­βέ­λας του Δημή­τρη Χατζή που μετα­φρά­στη­κε στα γαλ­λι­κά από τη Μέλ­πω Αξιώ­τη (ΑΣΚΙ)

Ένας λοχα­γός από το 611 τάγ­μα της 76ης Ταξιαρ­χί­ας, εξυ­πνό­τε­ρος από τους άλλους, τους έλε­γε πως αν ξεπά­στρευαν τους αντάρ­τες και γινό­ταν ειρή­νη στην Ελλά­δα, τότε θα κάνα­νε κι αυτοί σοσια­λι­σμό και θα κανο­νί­ζα­νε τον Λανα­ρά και τον Παπα­στρά­το. Τ’ όνο­μα του Κου­λού­ρης από την Κέρ­κυ­ρα κι όταν ήρθαν κατό­πιν τα σκού­ρα δε φάνη­κε και πολύ παλληκάρι.
Γι’ αυτή την περιο­δεία των Αμε­ρι­κά­νων και των Εγγλέ­ζων, και για όλα τα ψέμα­τα που ‘λεγαν όλοι τους, βεβαιώ­νουν οι στρα­τιώ­τες πού πιά­στη­καν αιχ­μά­λω­τοι. Γρά­φω εδώ το όνο­μα του Γιάν­νη Σύρου μονά­χα, από το Βόλο, ολμι­στή στο 2ο λόχο του 611. Μέσα στη διή­γη­ση θ’ ανα­φέ­ρω κι άλλα ονό­μα­τα και μαρ­τυ­ρί­ες στρα­τιω­τών, εκεί που χρειάζεται.

Εμείς δεν είπα­με ψέμα­τα. Μήτε το Αρχη­γείο στους διοι­κη­τές των τμη­μά­των μας,  μήτε οι αξιω­μα­τι­κοί στους μαχη­τές,  μήτε οι μαχη­τές μας στον εαυ­τό τους. Τις ίδιες μέρες που οι Άγγλοι κ’ οι Αμε­ρι­κά­νοι κάνα­νε την περιο­δεία τους, στο Αρχη­γείο Ηπεί­ρου μαζεύ­τη­καν όλες οι Διοι­κή­σεις των τμη­μά­των μας. Πρώ­τα-πρώ­τα θα΄πρεπε να΄μαστε σίγου­ροι πως θα΄ρχόνταν να μας χτυ­πή­σουν. Η «εαρι­νή εκστρα­τεία» κανο­νι­κά θα΄πρεπε να΄ρχιζε από μας. Θα ΄μασταν λίγοι μπρο­στά σε μια ολό­κλη­ρη στρα­τιά. Και θα΄χαμε ν’ αντι­κρί­σου­με με τα φτω­χι­κά μας όπλα , μια πολε­μι­κή μηχα­νή του και­ρού μας.
Όλοι το νιώ­θα­νε κι από πρώ­τα, άλλος πλιό­τε­ρο κι άλλος λιγό­τε­ρο, πως κάτι και­νούρ­γιο θα γινό­τα­νε – θα ΄πρε­πε να γινό­τα­νε — τού­τη την άνοι­ξη. Εκεί που βρε­θή­καν όλοι μαζί στο Αρχη­γείο, το καθά­ρι­σαν μέσα στο νου τους μια και καλή.
Σε κανέ­να άλλο μέρος στην Ελλά­δα δεν είχαν υπο­φέ­ρει τόσο πολύ, όσο στην Ήπει­ρο, κάπου δυό χρό­νια με τη φτώ­χεια και με τη γύμνια, με το κυνη­γη­τό και το σκόρ­πι­σμα, όσο να μπο­ρέ­σου­νε να στε­ρε­ω­θούν. Ηρω­ι­κές απο­τυ­χί­ες κι άτι­μες προ­δο­σί­ες στα πρώ­τα ξεκι­νή­μα­τα, το 1946, εμπο­δί­σα­νε τον αγώ­να στην Ήπει­ρο να ανα­πτυ­χθεί και δημιούρ­γη­σαν παρα­πα­νι­στές δυσκο­λί­ες. Όλο το χει­μώ­να του 1946, κι ως την άνοι­ξη του  47, οι πρω­το­πό­ροι ζήσα­νε σκορ­πι­σμέ­νοι ομα­δού­λες ομα­δού­λες μα πολ­λές φορές κι ολό­τε­λα μονα­χοί τους σαν τ’ άγρια θερία στα βου­νά. Με την προ­δο­σία του Αννί­βα, ο Λεπε­νιώ­της έμει­νε, μιαν ολά­κε­ρη μέρα, κρυμ­μέ­νος μέσα στο νερό του Καλα­μά για να ξεφύ­γει. Ο Πετρί­της πολε­μού­σε κ’ έπρε­πε κάθε τόσο να βγαί­νει να στέ­κε­ται ορθός και να τον βλέ­πουν οι δικοί του, για­τί από πέρα τούς φώνα­ζαν πως είχε παρα­δο­θεί. Ο Νεμέρ­τσι­κας παρά­δερ­νε μήνες με λιγο­στούς. Και χρειά­στη­κε το αίμα του Παλιού­ρα και των παλι­κα­ριών του για ν’ ανοί­ξου­νε στα Τζου­μέρ­κα οι δρό­μοι που τρεις φορές από τότες πέρα­σε ο Δημο­κρα­τι­κός Στρατός.

hantzis

Δημή­τρης Χατζής

Αργό­τε­ρα άλλα­ξαν τα πράγ­μα­τα – δηλα­δή τ’ άλλα­ξαν αυτοί. Το πέρα­σμά τους το Νοέμ­βρη του 1947, στη περιο­χή Πωγω­νιού – Καλα­μά – Φιλια­τών, ολο­κλή­ρω­σε τις πρώ­τες σίγου­ρες νίκες τους του Ζαγο­ρί­ου και της Κόνι­τσας. Η κατο­χή της Μουρ­γκά­νας τούς εξα­σφά­λι­ζε δω κάτι περισ­σό­τε­ρο από μια και­νούρ­για στέ­ρεα βάση: ένα έξο­χο ορμη­τή­ριο. Χρειά­στη­κε φυσι­κά να πολε­μή­σουν για να το πιά­σουν. Χρειά­στη­κε —  να περά­σουν ανά­με­σα από την πυκνό­τα­τη, τότε, διά­τα­ξη των εχθρι­κών δυνά­με­ων. Να δια­βούν τα θεό­ρα­τα βου­νά από τον Πίν­δο στο Φιλιά­τι, μέσα σε μια μόνο νύχτα κι από τη Βωβού­σα να ξημε­ρω­θούν στη Χρυ­σό­ρα­χη, τρέ­χο­ντας και κου­βα­λώ­ντας μαζί τους τρια­κό­σια φορ­τω­μέ­να ζώα, τους αρρώ­στους, τους άοπλους. Στις δώδε­κα τα μεσά­νυ­χτα είδα­νε πάνω από το Μιτσι­κέ­λι τα Γιάν­νι­να με τα φώτα τους που θαμπό­φεγ­γαν στην ομί­χλη. Μέσα στην αρχαία νεο­ελ­λη­νι­κή πολι­τεία με τα πανύ­ψη­λα κάστρα και τη μεγά­λη δημο­τι­κή ανα­γεν­νη­τι­κή παρά­δο­ση, ξεπε­σμέ­νη τώρα και ρημαγ­μέ­νη από τη φτώ­χεια και την εγκα­τά­λει­ψη, οι «κιο­τή­δες των κάμπων» είχα­νε μάθει για τη φάλαγ­γα που κατέ­βαι­νε κ’ έτρε­μαν. Δεν ήταν ωστό­σο ακό­μα ο και­ρός τους.
Περά­σα­νε δίπλα, πέσαν στον κάμπο, κι από τα χαρά­μα­τα χρειά­στη­κε να χτυ­πη­θού­νε με το στρα­τό για ν’ ανοί­γουν το πέρα­σμά τους. Τινά­ξα­νε γιο­φύ­ρια κ’ εγκα­τα­στά­σεις, σάρω­σαν τη χωρο­φυ­λα­κή. Σκορ­πί­σα­νε ολό­κλη­ρο το 625 τάγ­μα ώσπου να φτά­σουν. Και χρειά­στη­κε, φυσι­κά, και κατό­πι να πολε­μή­σουν συνέ­χεια για να κρα­τή­σου­νε τη βάση και τ’ ορμη­τή­ριο της Μουργκάνας.
Τώρα με την επί­θε­ση που περί­με­ναν, όλα μπαί­να­νε στη ζυγα­ριά της μεγά­λης κρί­σης: ο εχθρός θα τούς χτυ­πού­σε με όλα τα μέσα του. Κι αυτοί δεν έπρε­πε μονά­χα να κρα­τή­σουν. Μα και να στε­ρε­ώ­σουν την εγκα­τά­στα­σή τους σ’ αυτό το βου­νό, που μοιά­ζει σάμπως ν’ ανοί­γει τα μπρά­τσα του πάνω απ’ όλη την Ήπει­ρο, προς όλους τους δρό­μους της, προς την εξόρ­μη­ση και τη νίκη. Αυτά είπα­νε τότες – που μαζευ­τή­κα­νε στο Αρχηγείο.
Από κει και πέρα, ο κάθε μαχη­τής είταν κιό­λας έτοι­μος να βάλει στη συνεί­δη­ση του τα πρά­μα­τα ορθά και κομ­μέ­να. Η μικρή στρα­τιά πριν αντι­κρύ­σει τον εχθρό είχε να δαμά­σει τον άγριο βρά­χο της Μουρ­γκά­νας. Τρεις μήνες τα χέρια τους μάτω­σαν, τα χνά­ρια των ποδα­ριών τους τυπώ­θη­καν απά­νω στην πέτρα της. Μέσα στις μέρες που λεί­πο­νταν, όλα όσα είχα­νε κάνει θα ΄πρε­πε τώρα να τα κοι­τά­ξου­νε πάλι, να τα τελειώ­σουν. Ολό­πλευ­ρη και γρή­γο­ρη προ­ε­τοι­μα­σία λέγε­ται αυτό στη γλώσ­σα που μετα­χει­ρι­ζό­μα­στε συχνά στον αγώ­να. Εδώ για τη Μουρ­γκά­να θα πει καλώ­δια για τα τηλέ­φω­να, περα­σμέ­να πάνω από βαθιές χαρά­δρες και δρό­μοι βατοί που ανοι­χτή­κα­νε σ’ απά­τη­τα στε­φά­νια του Βου­νού. Θα πει χαρα­κώ­μα­τα σκαμ­μέ­να μέσα στο βρά­χο, πολυ­βο­λεία με ξύλα κου­βα­λη­μέ­να από πολ­λές ώρες μακριά, χωρίς τη βοή­θεια της μηχα­νής, χωρίς καν εργα­λεία – όλα με τα χέρια, όλα με το μυα­λό. Τόσο πολύ πού λέω πώς αν κάπο­τε θα ‘τανε να μετρή­σου­με στην Ελλά­δα τι κάνα­με αυτά τα οχτώ χρό­νια πού πολε­μού­με ετού­τη η Μουρ­γκά­να θα ‘πρε­πε ν’ απο­μεί­νει έτσι όπως είναι τη τώρα, απεί­ρα­χτη, σαν ένα μέτρο της ανθρώ­πι­νης δύνα­μης. Ένα μνη­μείο της θέλη­σης και της πίστης.

mourgana3

Μεγά­λα είταν και του εχθρού τα συμ­φέ­ρο­ντα σ’ αυτή τη μάχη. Όπου κι αν κάνει να κινη­θεί στην Ήπει­ρο και ίσα­με το Γράμ­μο, ενά­ντια στις άλλες δυνά­μεις του Δημο­κρα­τι­κού Στρά­του, έχει τη Μουρ­γκά­να στα πλευ­ρά του. Γι’ αυτό κου­βά­λη­σε εννιά τάγ­μα­τα ταχτι­κό στρα­τό, δυό τάγ­μα­τα από κομά­ντος, ένα ανε­ξάρ­τη­το τάγ­μα από μισθο­φό­ρους εγκλη­μα­τί­ες, μια δύνα­μη από εφτά χιλιά­δες πεζι­κό, μαζί με οχτώ κανό­νια μικρά και μεγά­λα, κι άρχι­σε από δω την «εαρι­νή εκστρα­τεία» του 1948. Και γι’ αυτό, σα δεν πέτυ­χε την πρώ­τη φορά, ξανα­δο­κί­μα­σε πάλι σε λίγο με μεγα­λύ­τε­ρες ακό­μα δυνά­μεις. Και τόσο πολύ το πίστευε σίγου­ρο, που κου­βά­λη­σε τότες και τη δια­βό­η­τη Βαλ­κα­νι­κή Επι­τρο­πή για να μας ιδεί πώς θα σκορ­πί­ζα­με και θα μπαί­να­με κυνη­γη­μέ­νοι στην Αλβα­νία. Ο αντι­συ­νταγ­μα­τάρ­χης Ντήνς και ο λοχα­γός Γκω­τιέ είτα­νε μαζί.
Δέκα φορές ολι­γό­τε­ροι και με μέσα τιπο­τέ­νια μπρο­στά στα δικά τους, οι μαχη­τές του Δημο­κρα­τι­κού Στρά­του τα ‘βγα­λαν πέρα και την πρώ­τη και τη δεύ­τε­ρη φορά. Και η «αμυ­ντι­κή» μάχη που έπρε­πε να δώσουν για να κρα­τή­σουν τις θέσεις τους γλή­γο­ρα γίνη­κε, και την πρώ­τη φορά και τη δεύ­τε­ρη, μάχη φθο­ράς και κατα­στρο­φής του εχθρού – μέσα σε λίγες μέρες, δική μας επι­θε­τι­κή μάχη.
Πως τα κατά­φε­ραν; Ο παρα­λο­γι­σμός του άκρου ηρω­ι­σμού είναι η απά­ντη­ση για το Μεσο­λόγ­γι του 1826, για τον ελλη­νοϊ­τα­λι­κό πόλε­μο, για το Δεκέμ­βριο στην Αθή­να. Μα για τις επι­χει­ρή­σεις της Μουρ­γκά­νας, μια τέτοια εξή­γη­ση, με μόνο στοι­χείο τον ηρω­ι­σμό των μαχη­τών του Δημο­κρα­τι­κού Στρά­του, θα ‘τανε λει­ψή. Θα πρέ­πει εδώ να μπει μαζί και η στα­θε­ρή και μελε­τη­μέ­νη διεύ­θυν­ση όλης της επι­χεί­ρη­σης από το Αρχη­γείο Ηπεί­ρου. Θα πρέ­πει φυσι­κά να μπει μαζί και το κατώ­τα­το ηθι­κό του στρα­τού που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για την επί­θε­ση. «Έχο­μεν επι­δο­θεί σ’ έναν αγώ­να εξο­ντω­τι­κόν, που δεν υπάρ­χει τίπο­τε που να μας ενθου­σιά­ζει και να μας χαρο­ποιεί», γρά­φει ο στρα­τιώ­της Ρήγας Λαζα­νάς, Αθη­ναί­ος από τον 3ο λόχο του 611, στο ημε­ρο­λό­γιο του. «Τρεις μήνες αστεί­ρευ­των θλί­ψε­ων και ταλαι­πω­ριών», γρά­φει ο στρα­τιώ­της Μιχα­ήλ Παπα­κώ­στας από το 627 της 74ης Ταξιαρχίας.
Μα πάνω απ’ όλα πρέ­πει να μπει το μυστι­κό της ταχτι­κής του Δημο­κρα­τι­κού Στρά­του – της ταχτι­κής της ενερ­γη­τι­κής άμυ­νας. Αυτό δεν είναι λόγος αδεια­νός σαν τους όρους των στρα­τη­γών της Αθή­νας. Ενερ­γη­τι­κή άμυ­να θα πει πέντε ντου­φέ­κια που χτυ­πούν έναν ολά­κε­ρο εχθρι­κό καταυ­λι­σμό, μια προ­φυ­λα­κή που γίνε­ται γραμ­μή κύριας άμυ­νας. Θα πει ποδά­ρια που περ­πα­τού­νε – ξυπό­λυ­τα κάπο­τε – μέσα σε λάσπες και χιό­νια για να φτά­σουν πίσω από τις εχθρι­κές θέσεις. Θα πει νάρ­κες που τινά­ζου­νε τ’ αυτο­κί­νη­τα μακριά από το μέτω­πο. Όλμοι που κου­βα­λιού­νται δέκα και δώδε­κα ώρες στην πλά­τη. Θα πει ένας σύν­δε­σμος δεκα­ο­χτώ χρο­νών που τρέ­χει ανά­με­σα από τις σφαί­ρες, ένας γέρος μετα­γω­γι­κός πού κου­βα­λά­ει στην πλά­τη του ένα κορί­τσι με σπα­σμέ­νο ποδά­ρι και αυτό τραγουδάει:
Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα.

Θα προ­σπα­θή­σω να ιστο­ρή­σω τα πρά­μα­τα όπως γίνα­νε με τη σει­ρά τους.

(συνε­χί­ζε­ται)

Δημή­τρη Χατζή Θητεία (αγω­νι­στι­κά κεί­με­να 1940 ‑1950), Κεί­με­να, Αθή­να 1979

Την Κυρια­κή 26 Ιου­νί­ου ανη­φο­ρί­ζου­με στα δύσβα­τα μονο­πά­τια της Μουρ­γκά­νας στη Θεσπρω­τία ακο­λου­θώ­ντας  τα βήμα­τα των μαχη­τών και μαχη­τριών του ΔΣΕ. Εκδή­λω­ση μνή­μης και τιμής για τα 70 χρό­νια από την ίδρυ­ση του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας που διορ­γα­νώ­νει το ΚΚΕ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο