Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ναζίμ Χικμέτ: «…στη φωτιά της μεγάλης οργής μας και της αγίας ελπίδας μας»

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

Ναζίμ Χικ­μέτ. Ο κορυ­φαί­ος τούρ­κος ποι­η­τής της εργα­τι­κής τάξης, των λαϊ­κών αγώ­νων, της ελπί­δας των κατα­τρεγ­μέ­νων. Ο κομ­μου­νι­στής Χικ­μέτ, γέν­νη­μα της Θεσ­σα­λο­νί­κης των αρχών του 20ου αιώ­να, φίλος του λαού της Ελλά­δας και των λαών όλου του κόσμου, αυτός που μέσα απ’ την τέχνη του μετέ­τρε­ψε το λυγ­μό σε επα­νά­στα­ση, την κραυ­γή σε εξέ­γερ­ση, «για να γεν­νού­νε τα σκο­τά­δια λάμ­ψη».

Ποι­η­τής στρα­τευ­μέ­νος, συνει­δη­τά ταγ­μέ­νος στον αγώ­να για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο. Εργά­της του λόγου- ενός λόγου με ιδιαί­τε­ρους συμ­βο­λι­σμούς, βαθιά φιλο­σο­φη­μέ­νου πολι­τι­κού μα συνά­μα τόσο προ­σι­τού. «Μια θρη­σκεία, ένας νόμος, ένα δίκαιο: Η δου­λιά του εργά­τη» έγρα­φε σε ηλι­κία μόλις 17 χρο­νών ο Χικ­μέτ, συνο­ψί­ζο­ντας σε μια αρά­δα τη μαρ­ξι­στι­κή κοσμοθεωρία.

Δια­νο­ού­με­νος που δεν στα­μά­τη­σε ποτέ, μέσω τις τέχνης του, της σκέ­ψης και της πένας του, να παίρ­νει θέση στα μεγά­λα ζητή­μα­τα της επο­χής του. Μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Τουρ­κί­ας από το 1923, γνώ­ρι­σε την κατα­στο­λή, τη λογο­κρι­σία, τη φυλακή.

Το 1958, σε συνέ­ντευ­ξη στο γαλ­λι­κό περιο­δι­κό  “Lettres Francaises” έλε­γε: «Γνω­ρί­ζε­τε ότι εγώ είμαι μέλος του ΚΚ από το 1923 και αυτό είναι η μόνη μου περη­φά­νια. Νομί­ζω ότι στις σχέ­σεις μετα­ξύ των κρα­τών, η πολι­τι­κή της ουδε­τε­ρό­τη­τας μπο­ρεί να είναι χρή­σι­μη και απο­τε­λε­σμα­τι­κή, όχι όμως για τους συγ­γρα­φείς. Δεν θα μπο­ρού­σα­τε, αλή­θεια, να μου πεί­τε το όνο­μα ενός μεγά­λου συγ­γρα­φέα, σε όλη την Ιστο­ρία του κόσμου, που να έμει­νε ουδέ­τε­ρος απέ­να­ντι στα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα της επο­χής του. Μπο­ρεί να το πιστεύ­ει ότι είναι ουδέ­τε­ρος, και να το δια­κη­ρύσ­σει μάλι­στα, αλλά στην ουσία δεν είναι ποτέ! Οσο για μένα προ­τι­μώ να είμαι δεσμευ­μέ­νος και μάλι­στα με όλη μου τη συνεί­δη­ση…».

hikmet2«Αν δούλεψες σαν κομμουνιστής,
αν σκέφτηκες σαν κομμουνιστής,
αν αγάπησες σαν κομμουνιστής,
αν πάλεψες σαν κομμουνιστής,
αν έζησες σαν κομμουνιστής,
είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του 20ού αιώνα»...

Ο Χικ­μέτ ανή­κει σε εκεί­νη την κατη­γο­ρία εργα­τών του λόγου που είχαν την ικα­νό­τη­τα να εντο­πί­ζουν στην καθη­με­ρι­νή ζωή, στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα της ταξι­κής πάλης, το στοι­χείο εκεί­νο που ήταν χρή­σι­μο, κοι­νω­νι­κά και ιστο­ρι­κά, για να «ξελα­σπώ­σου­με το μέλ­λον» - όπως έγρα­φε ο Μαγια­κόφ­σκι- για να τρα­βή­ξει η ζωή μπρο­στά. Πρό­κει­ται για την κατη­γο­ρία εκεί­νη των επα­να­στα­τών της δια­νό­η­σης — όπως ο Ρίτσος, ο Βάρ­να­λης, ο Νερού­δα, ο Ελυάρ, ο Αρα­γκόν — που προ­σω­πο­ποί­η­σαν αυτό που έλε­γε ο Φρ.Ένγκελς: «οι ποι­η­τές προ­αι­σθά­νο­νται το μέλ­λον. Αν είναι ικα­νοί να προ­αι­σθά­νο­νται το μέλ­λον, τότε πιστεύω ότι μπο­ρούν ακό­μα καλύ­τε­ρα να οσφραί­νο­νται τα προ­βλή­μα­τα του παρόντος».

Ο Ναζίμ Χικ­μέτ ήταν παρών στα προ­βλή­μα­τα της επο­χής του. Η καρ­διά του- «ένα κόκ­κι­νο μήλο» όπως έγρα­φε- βρί­σκο­νταν σε κάθε σημείο που ηχού­σαν οι καμπά­νες των λαϊ­κών αγώ­νων, σε κάθε σημείο που κυριαρ­χού­σε η αδι­κία, σε κάθε μέρος που οι σφαί­ρες της ταξι­κής κατα­πί­ε­σης του­φέ­κι­ζαν την ελευ­θε­ρία και το δίκαιο. Και αυτό, διό­τι στο επί­κε­ντρο της σκέ­ψης και της ποί­η­σης του Χικ­μέτ βρι­σκό­ταν ο άνθρω­πος: «Για μένα, το λοι­πόν, το πιο εκπλη­κτι­κό, πιο επι­βλη­τι­κό, πιο μυστη­ρια­κό και πιο μεγά­λο, είναι ένας άνθρω­πος που τον μπο­δί­ζουν να βαδί­ζει, είναι ένας άνθρω­πος που τον αλυ­σο­δέ­νου­νε».

hikmet3«Χλια­ροί και παλ­λό­με­νοι σαν το αίμα που πηδά­ει από μια φλέβα/ αρχί­σαν να φυσάν οι άνεμοι/. Ακούω τους ανέμους/Αργοπορεί ο σφυγμός/ Στις κορ­φές του Ουλουν­τζά θα χιονίσει/ Και κει ψηλά οι αρκούδες/ Μεγα­λό­πρε­πες κι εξαί­σιες θα κοιμούνται/ Πάνου στα κόκ­κι­να φύλ­λα των καστανιών/. Στην πεδιά­δα γυμνώ­νου­νται οι λεύκες/. Οπου να ‘ναι θα κλει­στού­νε τα μεταξοσκούληκα/ Οπου να ‘ναι θα τελειώ­σει το χινόπωρο/ Οπου να ‘ναι κι η γη θα ξανα­μπεί μέσα στου τοκε­τού τον ύπνο/. Κι εμείς θα περά­σου­με ακό­μη ένα χειμώνα/ Ζεσταί­νο­ντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγά­λης οργής μας/ Και της αγί­ας ελπί­δας μας».

- Ναζίμ Χικμέτ.

Η καρ­διά του Χικ­μέτ- «το κόκ­κι­νο μήλο» που αγκά­λια­σε όλη την ανθρω­πό­τη­τα- έπα­ψε να χτυ­πά τα ξημε­ρώ­μα­τα της 3ης Ιού­νη 1963 στη Μόσχα. Από τότε πέρα­σαν 53 χρό­νια. Ο λόγος του, ωστό­σο – επα­να­στα­τι­κός και πάντο­τε επί­και­ρος- δεν έσβη­σε και δεν θα σβή­σει ποτέ. Μέσα απ’ τους στί­χους των ποι­η­μά­των του, ο Χικ­μέτ δίνει κου­ρά­γιο και δύνα­μη («Δὲ χύνουν δάκρυ μάτια ποὺ συνη­θί­σαν νὰ βλέ­που­νε φωτιὲς/ δὲ σκύ­βουν τὸ κεφά­λι οἱ μαχητὲς/ κρα­τᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέ­ρι μὲ περη­φά­νεια»), δίνει ελπί­δα («Ὑπο­μο­νή, συντρό­φοι, ὑπο­μο­νὴ καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ/ ναὶ θά ῾ρθει!), δεί­χνει το δρό­μο («Αν δεν καώ εγώ. Αν δεν καείς εσύ. Αν δεν καού­με εμείς/ Πώς θα γενούν τα σκο­τά­δια λάμ­ψη…»).

Περισ­σό­τε­ρο από πέντε δεκα­ε­τί­ες μετά το βιο­λο­γι­κό του θάνα­το, ο λόγος του Χικ­μέτ συνε­χί­ζει να εμπνέ­ει τους λαϊ­κούς αγώ­νες, την πάλη για μια κοι­νω­νία χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, για τον σοσια­λι­σμό-κομ­μου­νι­σμό. Είναι ο λόγος εκεί­νος που μας συντρο­φεύ­ει- και θα μας συντρο­φεύ­ει- «στην πιό όμορ­φη θάλασ­σα», αυτήν του αγώ­να για έναν καλύ­τε­ρο κόσμο. «Θα βγού­με νικη­τές κι ας είναι οι θυσί­ες μας βαριές»…

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο