Αντιστέκομαι όπως οι ελιές της πατρίδας μου, οι σκληρές σαν τα κόκαλα τ’ αντρειωμένου, που τους λείπουν οι μαύρες μαντήλες μονάχα για να μοιάζουν με τις μανάδες μας· που σφηνωμένες γερά στην απόλυτη πέτρα, αδιαφορούν για τις θύελλες, αναπνέουν τις αστραπές και τις κάνουνε μες στους πικρούς τους χυμούς ειρήνη και φως. Αγαπημένο
Αντιγράψτε και επικολλήστε αυτόν τον σύνδεσμο στον WordPress ιστότοπο για ενσωμάτωση
Αντιγράψτε και επικολλήστε αυτόν τον κώδικα στον ιστότοπό σας για να ενσωματωθεί