Νικ. Βρεττάκος, Αντιστέκομαι

Αντι­στέ­κο­μαι όπως οι ελιές της πατρί­δας μου, οι σκλη­ρές σαν τα κόκα­λα τ’ αντρειω­μέ­νου, που τους λεί­πουν οι μαύ­ρες μαντή­λες μονά­χα για να μοιά­ζουν με τις μανά­δες μας· που σφη­νω­μέ­νες γερά στην από­λυ­τη πέτρα, αδια­φο­ρούν για τις θύελ­λες, ανα­πνέ­ουν τις αστρα­πές και τις κάνου­νε μες στους πικρούς τους χυμούς ειρή­νη και φως. Αγαπημένο