Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Oλοένα συχνότεροι οι καύσωνες τον Ιούλιο στην Ελλάδα

Η Ελλά­δα άρχι­σε να πλήτ­τε­ται από το πρώ­το κύμα παρα­τε­τα­μέ­νου καύ­σω­να αμέ­σως μετά το θερι­νό ηλιο­στά­σιο στις 21 Ιου­νί­ου, που σημα­το­δό­τη­σε την ‘επί­ση­μη’ (αστρο­νο­μι­κή) έναρ­ξη του καλο­και­ριού. Αν και οι καύ­σω­νες δεν είναι ασυ­νή­θι­στοι στη χώρα μας, παρα­δο­σια­κά εμφα­νί­ζο­νται τον Ιού­λιο και τον Αύγουστο.

Οι καύ­σω­νες του Ιου­νί­ου, σύμ­φω­να με τους επι­στή­μο­νες του Ινστι­τού­του Ερευ­νών Περι­βάλ­λο­ντος και Βιώ­σι­μης Ανά­πτυ­ξης (ΙΕΠΒΑ) του Εθνι­κού Αστε­ρο­σκο­πεί­ου Αθη­νών (ΕΑΑ), είναι ιδιαί­τε­ρα ασυ­νή­θι­στοι — του­λά­χι­στον μέχρι πρό­σφα­τα — και μπο­ρούν να χαρα­κτη­ρι­σθούν ως ‘πρώ­ι­μοι’. Από το 2007 μέχρι σήμε­ρα, σύμ­φω­να με τους ερευ­νη­τές, οι καύ­σω­νες του Ιου­νί­ου στην Ελλά­δα επα­να­λαμ­βά­νο­νται συχνό­τε­ρα, όπως το 2010 (ο πιο πρώ­ι­μος καύ­σω­νας, στις 15–18/6), το 2016, το 2017 και ο φετι­νός, γεγο­νός που δεί­χνει ότι οι ‘πρώ­ι­μοι’ καύ­σω­νες τεί­νουν να γίνουν πλέ­ον ‘κανο­νι­κό­τη­τα’.

Όπως ανα­φέ­ρουν σε σχε­τι­κή ανά­λυ­ση τους στο περιο­δι­κό «Κόσμος» του ΕΑΑ οι Δρ.Δήμητρα Φου­ντά (Διευ­θύ­ντρια Ερευ­νών ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ), Δρ.Γιώργος Κατα­βού­τας (επι­στη­μο­νι­κός συνερ­γά­της ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ), Φρα­γκί­σκος Πιέρ­ρος (MSc ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ) και ο καθη­γη­τής Ν.Μιχαλόπουλος (Διευ­θυ­ντής του ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ), ανα­τρέ­χο­ντας στο ιστο­ρι­κό κλι­μα­τι­κό αρχείο ΕΑΑ, περί­που έναν αιώ­να πριν, κατά το διά­στη­μα 19–23 Ιου­νί­ου 1916, διά­φο­ρες περιο­χές της χώρας και κυρί­ως η Στε­ρεά Ελλά­δα και η Πελο­πόν­νη­σος βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­πες με ένα πρω­το­φα­νές επει­σό­διο καύ­σω­να, με τις θερ­μο­κρα­σί­ες να φτά­νουν μέχρι και τους 43 βαθ­μούς Κελ­σί­ου (Αθή­να, Λαμία, Λάρι­σα, Μεσο­λόγ­γι κ.α.), ακό­μη και τους 45 (Καλα­μά­τα).

Το φαι­νό­με­νο υπήρ­ξε πρω­το­φα­νές για τη σφο­δρό­τη­τά του, αλλά και για ότι εμφα­νί­στη­κε το μήνα Ιού­νιο. Η θερ­μο­κρα­σία των 43 βαθ­μών που σημειώ­θη­κε στις 21/6/1916, απο­τέ­λε­σε το από­λυ­το ρεκόρ μέγι­στης θερ­μο­κρα­σί­ας στον κλι­μα­τι­κό σταθ­μό του ΕΑΑ στο Θησείο για περί­που ένα αιώ­να, όταν καταρ­ρί­φθη­κε κατά τη διάρ­κεια του ισχυ­ρού καύ­σω­να που έπλη­ξε τα Βαλ­κά­νια τον Ιού­νιο του 2007. Ο σταθ­μός του Θησεί­ου κατέ­γρα­ψε 44,8 βαθ­μούς στις 26/6/2007, θερ­μο­κρα­σία που απο­τε­λεί πλέ­ον το ρεκόρ όλων των επο­χών στο συγκε­κρι­μέ­νο σταθ­μό (του­λά­χι­στον από τα τέλη του 19ου αιώ­να που υπάρ­χουν σχε­τι­κές καταγραφές).

Οι μετα­βο­λές στην επο­χι­κό­τη­τα των καυ­σώ­νων, συγκε­κρι­μέ­να η πρό­ω­ρη έναρ­ξη και η καθυ­στε­ρη­μέ­νη λήξη της επο­χής τους, έχουν παρα­τη­ρη­θεί σε διά­φο­ρες περιο­χές του πλα­νή­τη. Επι­δη­μιο­λο­γι­κές έρευ­νες δεί­χνουν ότι οι πρό­ω­ροι καύ­σω­νες συσχε­τί­ζο­νται με μεγα­λύ­τε­ρα ποσο­στά θνησιμότητας/νοσηρότητας, κυρί­ως λόγω της έλλει­ψης εγκλι­μα­τι­σμού του πληθυσμού.

Επί­σης, οι όψι­μοι καύ­σω­νες προς το τέλος του καλο­και­ριού αυξά­νουν τον κίν­δυ­νο πρό­κλη­σης δασι­κών πυρ­κα­γιών, λόγω της παρα­τε­τα­μέ­νης ξηρα­σί­ας που έχει προη­γη­θεί. Πρό­σφα­τη μελέ­τη ερευ­νη­τών του ΕΑΑ έδει­ξε στα­δια­κή αύξη­ση της διάρ­κειας της επο­χής των καυ­σώ­νων στην Αθή­να από τις αρχές του 20ου αιώ­να μέχρι σήμε­ρα, με ρυθ­μό 3–5 ημερών/δεκαετία, ανά­λο­γα με τους δια­φο­ρε­τι­κούς δεί­κτες (ορι­σμούς καυ­σώ­νων) που χρησιμοποιήθηκαν.

Σε πολ­λές χώρες οι καύ­σω­νες θεω­ρού­νται ως τα πλέ­ον κατα­στρο­φι­κά φυσι­κά φαι­νό­με­να, όσον αφο­ρά στις επι­πτώ­σεις στην ανθρώ­πι­νη υγεία, τα οικο­συ­στή­μα­τα και το περι­βάλ­λον. Οι μελ­λο­ντι­κές εκτι­μή­σεις από τα κλι­μα­τι­κά μοντέ­λα δεν είναι ιδιαί­τε­ρα ευοί­ω­νες, καθώς προ­βλέ­πουν περαι­τέ­ρω αύξη­ση στη συχνό­τη­τα, στη διάρ­κεια και στην έντα­ση των καυ­σώ­νων στο πλαί­σιο της παγκό­σμιας θέρ­μαν­σης, με την περιο­χή της Ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου (συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Ελλά­δας) να συγκα­τα­λέ­γε­ται ανά­με­σα στις πλέ­ον ευαί­σθη­τες περιο­χές του πλα­νή­τη στο μελ­λο­ντι­κό θερ­μι­κό κίνδυνο.

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο