Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

O Ένιο Μορικόνε, η απλότητα της μουσικής του τον έκανε ιδιαίτερο

Ο Ενιο Μορι­κό­νε , θρύ­λος στην ιστο­ρία της κινη­μα­το­γρα­φι­κής μου­σι­κής, είναι γέν­νη­μα θρέμ­μα της Ρώμης (10/11/1928). Τα πρώ­τα βήμα­τα στο χώρο τα έκα­νε με μικρές συν­θέ­σεις για ραδιο­φω­νι­κές και τηλε­ο­πτι­κές εκπο­μπές του δικτύ­ου RAI. Αυτή ήταν η αρχή για τη συνερ­γα­σία του με τη δισκο­γρα­φι­κή εται­ρία RCA, για την οποία μέσα σε 8 χρό­νια (1956–1967) δια­σκεύ­α­σε 500 τρα­γού­δια. Στο χώρο της κινη­μα­το­γρα­φι­κής μου­σι­κής όμως καθιερώθηκε.

Το όνο­μα του Ένιο Μορι­κό­νε έχει κατα­γρα­φεί στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη των σινε­φίλ, και όχι μόνο, μαζί με εκεί­νο του σκη­νο­θέ­τη Σέρ­τζιο Λεό­νε, με τον οποίο πριν συνερ­γα­στούν σε πλή­θος διά­ση­μες ται­νί­ες, όπως «Ο καλός, ο κακός και ο άσχη­μος», «Για μια χού­φτα δολά­ρια», «Κάπο­τε στη Δύση» και «Μονο­μα­χία στο Ελ Πάσο», υπήρ­ξαν συμ­μα­θη­τές σε σχο­λείο της γενέ­τει­ράς τους, της Ρώμης. «Στο σχο­λείο δεν ήμα­σταν φίλοι, αλλά γίνα­με αμέ­σως όταν συνα­ντη­θή­κα­με στη δεκα­ε­τία του ΄60», έλε­γε πρό­σφα­τα σε συνέ­ντευ­ξή του ο θρυ­λι­κός συνθέτης.

Οι συνερ­γα­σί­ες του με τον Σέρ­τζιο Λεό­νε ήταν αυτές που του απέ­φε­ραν την παγκό­σμια ανα­γνώ­ρι­ση και που οδή­γη­σαν σκη­νο­θέ­τες όπως οι Παζο­λί­νι, Μπερ­το­λού­τσι, Στό­ουν, Πάλ­μα και Τζου­ζέ­πε Τορ­να­τό­ρε να τον εμπι­στευ­τούν στη μου­σι­κή επέν­δυ­ση των έργων τους.

Στα σχε­δόν 60 χρό­νια της στα­διο­δρο­μί­ας του έγρα­ψε τη μου­σι­κή για σχε­δόν 450 ται­νί­ες κορυ­φαί­ων σκη­νο­θε­τών όπως του Μπράιαν ντε Πάλ­μα «Οι αδιά­φθο­ροι», του Ρόμαν Πολάν­σκι «Φρά­ντικ» ή του Τζιου­ζέ­πε Τορ­να­τό­ρε «Σινε­μά ο Παρά­δει­σος», «Ο θρύ­λος του πια­νί­στα στον ωκε­α­νό».  Σήμα κατα­τε­θέν του η απλό­τη­τα της μου­σι­κής του.

Έγρα­ψε μου­σι­κή για διά­ση­μα γου­έ­στερν χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ήχους από δεί­κτες ρολο­γιού, ουρ­λια­χτά κογιότ, πυρο­βο­λι­σμούς και μαστί­για. Για τον Ένιο Μορι­κό­νε κάθε νότα έχει λόγο ύπαρ­ξης. Κι όπως λέει «δεν αντέ­χω τα λάθη». Η μου­σι­κή του απο­τε­λεί πλέ­ον αυτό­νο­μη τέχνη. Όποιος την ακού­σει δεν χρειά­ζε­ται πια να δει την ται­νία. Και, συνή­θως, δεν ξεχνά πια ποτέ το βασι­κό μου­σι­κό θέμα.

Παρά τις άπει­ρες δια­κρί­σεις το Όσκαρ άργη­σε. Το 2007 ο Μορι­κό­νε τιμή­θη­κε για τη συνο­λι­κή προ­σφο­ρά του στον κινη­μα­το­γρά­φο. Εννέα χρό­νια αργό­τε­ρα ήρθε επι­τέ­λους η κορυ­φαία διά­κρι­ση για τη μου­σι­κή μιας και μονα­δι­κής ται­νί­ας. Για την ται­νία «Οι μιση­τοί οκτώ». Το περα­σμέ­νο καλο­καί­ρι ο Ένιο Μορι­κό­νε ερω­τη­θείς για το Όσκαρ δήλω­σε ότι: «Πίστευα πάντα ότι το αξί­ζω. Όλοι γνώ­ρι­ζαν ότι το άξι­ζα». Παρά τις στε­νές του σχέ­σεις με γνω­στούς και διά­ση­μους σκη­νο­θέ­τες του Χόλι­γουντ, δεν εγκα­τα­στά­θη­κε ποτέ στις ΗΠΑ ούτε έμα­θε αγγλι­κά. «Και από ό,τι φαί­νε­ται, λέει αστειευό­με­νος, δεν πρό­κει­ται να το κάνω τώρα στα γεράματα».

Τα τελευ­ταία χρό­νια ο Ένιο Μορι­κό­νε στα­μά­τη­σε να συν­θέ­τει. Εξα­κο­λου­θεί ωστό­σο να δίνει συναυ­λί­ες αν και πάτη­σε τα 90.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο