Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο δρόμος που τραβάω δεν έχει τελειωμό

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Ας πάρου­με τα πράγ­μα­τα από την αρχή. Ποιοι ήταν απέ­να­ντι στη μαρα­θώ­νια πορεία κατά της ανερ­γί­ας, που κορυ­φώ­θη­κε χτες;

Τα κανά­λια και τα ΜΜΕ που έκα­ναν γαρ­γά­ρα μια πρω­το­βου­λία χωρίς προη­γού­με­νο στη χώρα μας ‑και όχι μόνο.

Οι φιλε­λέ­δες που πιστεύ­ουν πως μόνο οι άξιοι προ­χω­ρούν στη ζωή κι ότι οι άνερ­γοι είναι βασι­κά οι ίδιοι υπεύ­θυ­νοι για την κατά­στα­σή τους και τα δει­νά που τρα­βά­νε. Δεν είναι αρκε­τά αντα­γω­νι­στι­κοί κι έξυ­πνοι, βλέπεις…

Οι σοσιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ροι που καλ­λιέρ­γη­σαν φρού­δες ελπί­δες (έστω και τα μισά να κάνει…) αλλά δεν πεί­ρα­ξαν ούτε τρί­χα από το σύστη­μα και διαιω­νί­ζουν τον εργα­σια­κό μεσαί­ω­να της ευελ­φά­λειας με τα 4ωρα, τα 5μηνα, τα μπλο­κά­κια, τους ωρο­μί­σθιους, τους μισο­ά­νερ­γους — μισο­ερ­γα­ζό­με­νους και τη μισή ζωή.

Οι επα­να­στά­τες του δια­δι­κτύ­ου που ειρω­νεύ­ο­νταν αφ’ υψη­λού τη “γιορ­τή της ανερ­γί­ας”, τις συμ­βο­λι­κές φιέ­στες που δε λύνουν την ανερ­γία, τον ποδα­ρό­δρο­μο του μέλ­λο­ντός μας, την “κινη­το­ποί­η­ση από τα πάνω” με επι­κε­φα­λής ένα φορέα του κρά­τους, κτλ. Ο κανα­πές είναι προ­φα­νώς καλύτερος.

Τα κυβερ­νη­τι­κά τρολ που λύσ­σα­ξαν ενω­τι­κά ενά­ντια στην πορεία και την ουτο­πι­κή πρό­τα­ση για επί­δο­μα 600 ευρώ (που είναι απλώς το 80% του βασι­κού μισθού που θα επα­νέ­φε­ραν δήθεν στα 751). Αντι­πρό­τει­ναν ειρω­νι­κά να γίνει μια μαρα­θώ­νια πορεία ως τις Βρυ­ξέ­λες, ενώ τους έπια­σε ο πόνος για τα έξο­δα της σπά­τα­λης δημο­τι­κής αρχής, που δίνει ένα κάρο λεφτά για την προ­βο­λή της. Μικρή λεπτο­μέ­ρεια: τα έξο­δα τα ανέ­λα­βαν εξ ολο­κλή­ρου σωμα­τεία και εργα­τι­κοί φορείς. Τόσο το χει­ρό­τε­ρο για την πραγματικότητα.
Το κόμπλεξ (ως αντε­στραμ­μέ­νος έρω­τας) και ο βήχας δεν κρύ­βο­νται. Αλλά θα τους τον κόψει ο αγω­νι­ζό­με­νος λαός.

Το ΕΚ Πάτρας που όχι απλά δε στή­ρι­ξε μια πρω­το­βου­λία για ένα τέτοιο, φλέ­γον ζήτη­μα που ακου­μπά κάθε λαϊ­κή οικο­γέ­νεια, αλλά ένιω­σε την υπο­χρέ­ω­ση να βγά­λει κι ανα­κοί­νω­ση διά­ψευ­σης (ποιος τους ρώτησε;).
Εμείς στην πορεία κατά της ανερ­γί­ας; Μα πού ακού­στη­κε αυτό; Δε μας το επι­τρέ­πει η προ­σω­πι­κή μας δια­δρο­μή κι η τσί­πα που δεν έχουμε.

Ο δήμαρ­χος Μεγά­ρων, που δεν έδω­σε ‑ούτε καν για το δημο­σιο­σχε­σί­τι­κο της υπό­θε­σης- το “παρών” στην εκδή­λω­ση υπο­δο­χής της πορεί­ας στην πόλη του. Του­λά­χι­στον αυτός ήταν ειλικρινής.

Αυτούς που πήραν τυπι­κά, για τα μάτια του κόσμου, απο­φά­σεις στή­ρι­ξης και συμ­με­το­χής, αλλά δεν κινη­το­ποί­η­σαν ούτε τον εαυ­τό τους. Και τους άλλους, που πήραν δέκα σημαί­ες και το περίσ­σιο θρά­σος τους κι έτρε­ξαν να καπε­λώ­σουν τους πεζο­πό­ρους, μόλις είδαν κάμε­ρες, χωρίς να έχουν πορευ­τεί μαζί τους ούτε μισό χιλιόμετρο.

Όσους θεω­ρού­σαν παλαιο­μο­δί­τι­κο το μέσο ως προς τη μορ­φή. Σύγ­χρο­νη, ξέρεις, είναι μόνο η οσφυ­κο­καμ­ψία και η βαρ­βα­ρό­τη­τα της σημε­ρι­νής αγο­ράς εργα­σί­ας και της εκμε­τάλ­λευ­σης. Οι μισθω­τοί δού­λοι του 21ου αιώνα.

Κι αν ξεχνάω κάποιον, ας με συγ­χω­ρέ­σει. Έχει σε κάθε περί­πτω­ση, μαζί με όλους τους υπό­λοι­πους, την ειλι­κρι­νή μου συμπά­θεια και τα περα­στι­κά μου. Και δεν είναι (όλοι μαζί) παρά στα­γό­να στον ωκε­α­νό ή μάλ­λον στη λαο­θά­λασ­σα όσων συμ­με­τεί­χαν, έστω και για μερι­κά μέτρα, σε αυτή τη μαρα­θώ­νια πορεία, κι όσων βρέ­θη­καν με κάθε τρό­πο στο πλευ­ρό τους.

Τους δεκά­δες οδη­γούς που κόρ­να­ραν πανη­γυ­ρι­κά στη δια­δρο­μή, σε ένδει­ξη συμπα­ρά­στα­σης κι αλλη­λεγ­γύ­ης. Τους μαγα­ζά­το­ρες, που κερ­νού­σαν κάτι μικρό στους δια­δη­λω­τές, για να δεί­ξουν τη δική τους στή­ρι­ξη. Όλο τον κόσμο που αγκά­λια­σε την πορεία στη δια­δρο­μή της, ακό­μα κι από αγνή περιέρ­γεια, για­τί δεν είχε δει ποτέ κάτι παρό­μοιο στην πόλη του, όπως πχ στο Αίγιο, όπου είχε να γίνει πορεία ανά­πο­δα στη Μητρο­πό­λε­ως από το 35′ και τη ματο­βαμ­μέ­νη πορεία των στα­φι­δερ­γα­τών! Τους κατοί­κους που χει­ρο­κρο­τού­σαν από τα μπαλ­κό­νια τους κι έδι­ναν κου­ρά­γιο στους πεζο­πό­ρους. Ακό­μα και τους του­ρί­στες στα διώ­ρο­φα λεω­φο­ρεία, που είχαν την τύχη να δουν ζωντα­νά την καλύ­τε­ρη ιδιαι­τε­ρό­τη­τα αυτής της χώρας: το λαό της που παλεύ­ει κι αγωνίζεται.

Τους καλ­λι­τέ­χνες που πλαι­σί­ω­σαν αφι­λο­κερ­δώς τις εκδη­λώ­σεις σε κάθε πόλη. Το Θεο­δω­ρά­κη, τον Καζαν­τζί­δη και τους υπό­λοι­πους, που έδι­ναν κου­ρά­γιο απ’ τα μεγά­φω­να του βαν του δήμου Πατρέ­ων στη δια­δρο­μή. Και ξεσή­κω­σαν τον κόσμο, όταν έφτα­νε στον τελι­κό του προ­ο­ρι­σμό. Τις μαγεί­ρισ­σες που έβα­λαν τα δυνα­τά τους, να καλύ­ψουν το πλά­νο και να μην αφή­σουν κανέ­να νηστι­κό και παρα­πο­νε­μέ­νο. Τους βετε­ρά­νους που κατά­πι­ναν με τις μαγκού­ρες τους τα χιλιό­με­τρα και έβα­ζαν ψηλά τον πήχη, για να ντρα­πούν οι νεό­τε­ροι και να μην τολ­μή­σει κανείς να περά­σει από κάτω και να τα παρα­τή­σει. Όσους ήρθαν από κάθε γωνιά (άλλος από την Ικα­ρία, άλλος από τη Σου­η­δία!) για να πάρουν μέρος σε αυτό το σημα­ντι­κό εγχεί­ρη­μα, χωρίς ιστο­ρι­κό προη­γού­με­νο. Τους δεκά­δες μικρούς ήρω­ες που έβγα­λαν όλη τη δια­δρο­μή των 210 χιλιο­μέ­τρων, από την αρχή ως το τέλος και δια­νυ­κτέ­ρευαν στρω­μα­τσά­δα σε κλει­στά γήπεδα.

Κι ανά­με­σά τους ο Πελε­τί­δης, που δεν εξαί­ρε­σε τον εαυ­τό του από τίπο­τα, πορεύ­τη­κε από την αρχή ως το τέλος και είχε μάλι­στα το κου­ρά­γιο στο τέλος κάθε μέρας, να χορεύ­ει, να εκφω­νεί (κάθε άλλο παρά ξύλι­νους) λόγους και χαι­ρε­τι­σμούς, να πιά­νει συζή­τη­ση ή ακό­μα και να φωτο­γρα­φί­ζε­ται με όσους ήθε­λαν να το συνα­ντή­σουν από κοντά, να του μιλή­σουν. Το γκελ που κάνει στον κόσμο ο κόκ­κι­νος δήμαρ­χος είναι τέτοιο που συγκρί­νε­ται με δημο­φι­λείς καλ­λι­τέ­χνες, και αστέ­ρες του πεντα­γρά­μου. Με τη δια­φο­ρά πως ο για­τρός έχει το ήθος και την ποιό­τη­τα να μην την ψωνί­σει και να θεω­ρεί τον εαυ­τό του απλώς έναν από τους εκα­τομ­μύ­ρια αγω­νι­στές της ζωής που θα νική­σουν τα εκα­τομ­μύ­ρια των πλουσίων.

Κι όπως είπε ο δήμαρ­χος, όσοι νομί­ζουν πως αυτή η πορεία έγι­νε απλώς για­τί δεν είχαν τι άλλο να κάνουν ή επει­δή δεν είχαν άλλο τρό­πο να στεί­λουν την επι­στο­λή στη Βου­λή, είναι βαθιά γελασμένοι.

Καθώς απο­χω­ρού­σαν οι Πατρι­νοί σύντρο­φοι, κάποια από τα πούλ­μαν που τους μετέ­φε­ραν, περ­νού­σαν από το χώρο της συγκέ­ντρω­σης στο Σύνταγ­μα για έναν τελευ­ταίο συγκι­νη­τι­κό απο­χαι­ρε­τι­σμό, που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι “στο επα­νι­δείν”, υπό­σχε­ση ότι θα ξανα­βρε­θού­με στο δρό­μο του αγώνα.

Έχου­με μπρο­στά μας εξάλ­λου τη μάχη της 48ωρης απερ­γί­ας. Κι ο δρό­μος που τρα­βά­με δεν έχει τελειωμό…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο