Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Επιστημονικός Σοσιαλισμός και οι επικριτές του

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Από τότε που ο Φρί­ντριχ Ένγκελς έγρα­ψε τη μικρή, αλλά εξαι­ρε­τι­κά κατα­το­πι­στι­κή του πραγ­μα­τεία Η εξέ­λι­ξη του σοσια­λι­σμού από την ουτο­πία στην επι­στή­μη (1880) οι εξε­λί­ξεις παγκο­σμί­ως ήταν τερά­στιες και δεν ξέρου­με τι θα έγρα­φε σήμε­ρα μετά τα τόσο συγκλο­νι­στι­κά γεγο­νό­τα του 20ου αιώ­να σ’ ο, τι αφο­ρά τις τύχες του κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος που ονει­ρεύ­ο­νταν από το 18ο αιώ­να αρκε­τοί στο­χα­στές σαν ουτο­πία, που από τους Μαρξ-Ένγκελς μετα­τρά­πη­κε σε επι­στη­μο­νι­κή θεω­ρία και γνώ­ρι­σε τον 20ο αιώ­να τις πρώ­τες πρα­κτι­κές εφαρ­μο­γές του. Μετά από τα δρα­μα­τι­κά γεγο­νό­τα γύρω στα 1989–91 με απο­τέ­λε­σμα τη διά­λυ­ση της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, βεβαί­ως βρέ­θη­καν στρα­τιές δια­νοη­τών, κοι­νω­νιο­λό­γων, οικο­νο­μο­λό­γων, φιλο­σό­φων κλπ για να «απο­δεί­ξουν» το θνη­σι­γε­νές όλου του σοσια­λι­στι­κού πει­ρά­μα­τος. Πολ­λοί λιγό­τε­ροι αντί­κρου­σαν τη συγ­χορ­δία των επι­κρι­τών –όψι­μων και μη. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο οικο­νο­μο­λό­γος Γεώρ­γιος Πολυ­με­ρί­δης μιλώ­ντας με γνώ­ση των πραγ­μά­των όχι απλώς επει­δή έζη­σε 30 χρό­νια στη Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία της Βουλ­γα­ρί­ας, αλλά και σπού­δα­σε εκεί οικο­νο­μία, από­κτη­σε τον τίτλο του διδά­κτο­ρα οικο­νο­μι­κών σπου­δών και δίδα­ξε για πολ­λά χρό­νια πολι­τι­κή οικο­νο­μία στην Ακα­δη­μία Κοι­νω­νι­κών Σπου­δών στη Σόφια. Γι’ αυτό έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον το βιβλίο που έγρα­ψε με τίτλο Επι­στη­μο­νι­κός Σοσια­λι­σμός, Κρι­τι­κή στους επι­κρι­τές του που κυκλο­φό­ρη­σε το 2011 από τις εκδό­σεις «Εντός». Όποιος το πάρει στα χέρια του, να μην ξεχά­σει να δια­βά­σει το βιο­γρα­φι­κό του Γεώρ­γιου Πολυ­με­ρί­δη (γεν­νη­μέ­νος το 1933), που ανα­φέ­ρε­ται στο εσω­τε­ρι­κό του εξώ­φυλ­λου. Επο­νί­της στα χρό­νια της Εθνι­κής Εαμι­κής Αντί­στα­σης, με πατέ­ρα σκο­τω­μέ­νο σαν μαχη­τή του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, βγή­κε με τη μητέ­ρα και τον αδερ­φό του το 1948 στο βου­νό. Μετά πέρα­σε με τον αδερ­φό του στη Βουλ­γα­ρία όπου αρχί­ζει μια δημιουρ­γι­κή πορεία μόρ­φω­σης και κατα­ξί­ω­σης σε διά­φο­ρες στε­λε­χι­κές και επι­στη­μο­νι­κές θέσεις στη νεα­ρή Λαϊ­κή Δημο­κρα­τία της Βουλ­γα­ρί­ας. Συν­δυά­ζο­νται λοι­πόν οι γνώ­σεις με βιώ­μα­τα και θα προ­σθέ­τα­με επι­στη­μο­νι­κή ακε­ραιό­τη­τα και γι’ αυτό είναι μια φωνή που πρέ­πει να ακού­γε­ται. Ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον έχει να ακού­σου­με τη φωνή ανθρώ­πων που έζη­σαν αυτές τις πρώ­τες τιτά­νιες προ­σπά­θειες από κοντά, πόσο μάλ­λον αν έχουν ερευ­νή­σει πηγές, ντο­κου­μέ­ντα, τεκ­μή­ρια. Το βιβλίο ο συγ­γρα­φέ­ας το αφιε­ρώ­νει στη μνή­μη του πατέ­ρα του Λάμπρου και του πεθε­ρού του Λεο­ντα­ρά­κη Τοπα­λού­δη, «μαχη­τές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ που σκο­τώ­θη­καν στις μάχες του 1948 και της μητέ­ρας μου Δάφ­νης, αγω­νί­στρια της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ».

«Ήταν αναμ­φι­σβή­τη­τα σοσιαλισμός»

Το εξώ­φυλ­λο παρου­σιά­ζει τη γήι­νη σφαί­ρα ως σκα­κιέ­ρα. Τα τέσ­σε­ρα μέρη πραγ­μα­τεύ­ο­νται καυ­τές πτυ­χές του όλου θέμα­τος. Έτσι, στο πρώ­το μέρος ο συγ­γρα­φέ­ας ανα­πτύσ­σει τις τεκ­μη­ριω­μέ­νες από­ψεις του για το τι ήταν ο υπαρ­κτός σοσια­λι­σμός-μορ­φή υλο­ποί­η­σης του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού, όπου παρου­σιά­ζο­νται επι­τεύγ­μα­τα, αλλά και αντι­φά­σεις του συστή­μα­τος, καθώς και ποιοι ήταν οι απαρ­νη­τές του. Στο δεύ­τε­ρο μαθαί­νου­με περισ­σό­τε­ρα για το ρόλο του ιμπε­ρια­λι­σμού στην ανα­τρο­πή του υπαρ­κτού σοσια­λι­σμού με την υπο­νο­μευ­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα, τον οικο­νο­μι­κό-εμπο­ρι­κό πόλε­μο, τη διπλω­μα­τία. Το τρί­το μέρος στέ­κε­ται ανα­λυ­τι­κά στην ιδε­ο­λο­γι­κή-φιλο­σο­φι­κή πλευ­ρά με την παρου­σί­α­ση αστι­κο-ρεφορ­μι­στι­κών αντι­λή­ψε­ων για τον υπαρ­κτό σοσια­λι­σμό και με ποιο τρό­πο δού­λευαν οι αντί­πα­λοι του σοσια­λι­στι­κού σχε­δια­σμού. Το τέταρ­το μέρος πραγ­μα­τεύ­ε­ται μερι­κές θεω­ρί­ες περί υπο­κα­τά­στα­σης του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού, όπως η θεω­ρία για τον επο­νο­μα­ζό­με­νο «λαϊ­κό καπι­τα­λι­σμό», για τη λεγό­με­νη «σύγκλι­ση» του καπι­τα­λι­σμού και του σοσια­λι­σμού, για τον «κρα­τι­κό σοσια­λι­σμό» και για τον επο­νο­μα­ζό­με­νο «Σοβιε­τι­κό Σχη­μα­τι­σμό» αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας στις ιδε­ο­λη­ψί­ες αυτές τη μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή θεω­ρία για τον κοι­νω­νι­κό-οικο­νο­μι­κό σχη­μα­τι­σμό. Στο ερώ­τη­μα του τελευ­ταί­ου κεφα­λαί­ου «Τι ήταν αυτό που ήταν» ακο­λου­θεί αμέ­σως η απά­ντη­ση του συγ­γρα­φέα: «Ήταν αναμ­φι­σβή­τη­τα σοσιαλισμός».

Το φρού­ριο από μέσα παίρνεται

Στον πρό­λο­γο ο Γεώρ­γιος Πολυ­με­ρί­δης  θα τονί­σει με έμφα­ση, ότι «Το αντι­κεί­με­νο της παρού­σας μελέ­της δεν αφο­ρά το σύνο­λο των βασι­κών αιτιών, που οδή­γη­σαν στην ανα­τρο­πή του σοσια­λι­σμού στην Ευρώ­πη το 1989–1991». H προ­σέγ­γι­ση των φιλο­σο­φι­κών, ιδε­ο­λο­γι­κών και οικο­νο­μι­κών θεμά­των γίνε­ται με τέτοιο τρό­πο που δεν κάνει το βιβλίο απρό­σι­τα δύσκο­λο.  Άλλω­στε, η όλη σύν­θε­ση με στοι­χεία, πρα­κτι­κές και θεω­ρη­τι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, απο­φθέγ­μα­τα πολι­τι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των χαρα­κτη­ρι­στι­κά για το ιδε­ο­λο­γι­κό τους ποιόν, κάνει το βιβλίο αρκε­τά ελκυ­στι­κό ακό­μα και για τον μη εξοι­κειω­μέ­νο ανα­γνώ­στη, που πλη­ρο­φο­ρεί­ται εύστο­χα και πει­στι­κά. Η πολι­τι­κή υπο­νό­μευ­ση του σοσια­λι­σμού από τα μέσα σήμαι­νε και μια επί­θε­ση στη συνεί­δη­ση των ανθρώ­πων. Το Κον­γκρέ­σο των ΗΠΑ, δια­βά­ζου­με για παρά­δειγ­μα, ενέ­κρι­νε 100 εκα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια για την «Εθνι­κή Ασφά­λεια» και ένα μεγά­λο μέρος αυτών των χρη­μά­των δια­τέ­θη­κε για τη δημιουρ­γία τρο­μο­κρα­τι­κών και στρα­τιω­τι­κών σχη­μα­τι­σμών από ανθρώ­πους ανα­το­λι­κής ευρω­παϊ­κής προ­έ­λευ­σης, καθώς και για τη χρη­μα­το­δό­τη­ση παρά­νο­μων οργα­νώ­σε­ων μέσα στις σοσια­λι­στι­κές χώρες.

Το μανι­φέ­στο ενός πρά­κτο­ρα του ιμπεριαλισμού

Ο διευ­θυ­ντής της CIA λοι­πόν, ο Άλαν Ουέλς Ντά­λες δεν μάσα­γε τα λόγια του, όταν το 1945 στο ακό­λου­θο κεί­με­νο υπό­δει­χνε πώς θα υπο­νο­μεύ­σεις τις σοσια­λι­στι­κές χώρες από τα μέσα. Το κεί­με­νο είναι απο­κα­λυ­πτι­κό στην ωμή αμε­σό­τη­τά του και αξί­ζει να τονι­στεί ξανά και ξανά, για­τί ακρι­βώς αυτό συμ­βαί­νει και τώρα, τόσα χρό­νια μετά, για να μην ξυπνή­σει ξανά η ανθρω­πό­τη­τα: «Ο πόλε­μος θα τελειώ­σει. Όλα κάπως θα κατα­λα­γιά­σουν, θα κατα­στα­λά­ξουν και θα τακτο­ποι­η­θούν. Και εμείς θα ρίξου­με όλες τις δυνά­μεις, όλο το χρυ­σό, όλη την υλι­κή δύνα­μη για την εξα­πά­τη­ση και την απο­βλά­κω­ση των ανθρώ­πων. Το ανθρώ­πι­νο μυα­λό, η συνεί­δη­ση είναι επι­δε­κτι­κά στην αλλα­γή. Σπέρ­νο­ντας εκεί το χάος, θα αντι­κα­τα­στή­σου­με τις ανθρώ­πι­νες αξί­ες με δια­στρε­βλω­μέ­νες, στις οποί­ες θα πιστεύ­ουν. Πώς θα γίνει αυτό; Θα βρού­με δικούς μας ομοϊδεάτες…δικούς μας συμ­μά­χους και αρω­γούς στην ίδια τη Ρωσία. Επει­σό­διο το επει­σό­διο, θα δια­δρα­μα­τί­ζε­ται μια τερά­στιας κλί­μα­κας τρα­γω­δία για τον αφα­νι­σμό της αυτο­συ­νεί­δη­σης του πιο ανυ­πό­τα­κτου λαού της Γης. Από τη φιλο­λο­γία και την τέχνη βαθ­μιαία θα αφαι­ρέ­σου­με την κοι­νω­νι­κή τους ουσία, θα ξεμά­θου­με τους ζωγρά­φους, θα τους αφαι­ρέ­σου­με την επι­θυ­μία να ασχο­λού­νται με την απει­κό­νι­ση και την έρευ­να αυτών των προ­τσές που συντε­λού­νται στα βάθη της καρ­διάς των λαϊ­κών μαζών. Η λογο­τε­χνία, τα θέα­τρα, ο κινη­μα­το­γρά­φος θα απει­κο­νί­ζουν και θα εξυ­μνούν τα πιο χαμη­λά, τα πιο χαμερ­πή αισθή­μα­τα των ανθρώπων. 

Εμείς με κάθε τρό­πο θα υπο­στη­ρί­ζου­με και θα προ­βάλ­λου­με τους λεγό­με­νους ζωγρά­φους, που θα καλ­λιερ­γούν και θα μπά­ζουν στην ανθρώ­πι­νη συνεί­δη­ση, τη λατρεία του σεξ, της βίας, του σαδι­σμού, της προ­δο­σί­ας – κοντο­λο­γίς – ό, τι είναι ανήθικο».

Δεί­χνο­ντας πόσο σημα­ντι­κός είναι ο ρόλος της τέχνης στη διά­πλα­ση της ανθρώ­πι­νης συνεί­δη­σης. Για να υπο­τά­ξεις έναν λαό, πρέ­πει να τον πλή­ξεις στην ίδια του την ταυ­τό­τη­τα, τον πολι­τι­σμό του, είχε πει κάποιος άλλος. Μετά απ’ αυτές τις υπο­δεί­ξεις που στο­χεύ­ουν στον εκμαυ­λι­σμό της συνεί­δη­σης, το κεί­με­νο προ­χω­ρά σε πιο πρα­κτι­κά ζητή­μα­τα υπο­νό­μευ­σης του κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού και της ακε­ραιό­τη­τας, της ηθι­κής των υπαλ­λή­λων που τον συντε­λούν: «Στη διεύ­θυν­ση του κρά­τους θα δημιουρ­γή­σου­με το χάος και την ατα­ξία. Οπωσ­δή­πο­τε, αλλά ενερ­γά και στα­θε­ρά, θα συνερ­γα­στού­με στην απει­θαρ­χία των υπαλ­λή­λων, στους ρου­σφε­το­λό­γους, να κάνουν ό, τι τους κατέ­βει. Η γρα­φειο­κρα­τία και η ασυ­νεί­δη­τη εργα­σία θα ανα­δει­χτούν σε αρετές…Η τιμιό­τη­τα και ο σεβα­σμός θα γελοιο­ποιού­νται και θα αχρη­στευ­θούν, θα μετα­τρα­πούν σε υπο­λείμ­μα­τα του παρελ­θό­ντος. Τη βλα­κεία και την αυθά­δεια, το ψέμα και την απά­τη, το μεθύ­σι, τη ναρ­κο­μα­νία, τα κτη­νώ­δη πάθη ενός ενα­ντί­ον του άλλου, την αναί­δεια, την προ­δο­σία, τον εθνι­κι­σμό και την εχθρό­τη­τα ανά­με­σα στους λαούς, ακό­μα περισ­σό­τε­ρο την εχθρό­τη­τα και το μίσος προς το ρωσι­κό λαό, όλα αυτά θα τα καλλιεργήσουμε».

Τα λόγια δεί­χνουν ότι η ψυχο­λο­γία των μαζών, που από την αρχαιό­τη­τα απα­σχο­λού­σε την εκά­στο­τε ηγε­σία, κυρί­αρ­χη τάξη, αυτο­κρά­το­ρες και κάθε λογής δικτά­το­ρες, είχε κατα­νοη­θεί καλά από τον διευ­θυ­ντή αυτό της CIA. Μόνο που αυτή τη φορά η εκστρα­τεία δια­φθο­ράς συνεί­δη­σης είχε παρα­πά­νω δου­λειά: έπρε­πε να εφαρ­μο­στεί σε έναν λαό που από το 1917 είχε γαλου­χη­θεί με άλλες αξί­ες, παναν­θρώ­πι­νες, σοσια­λι­στι­κές ουμα­νι­στι­κές και επι­πλέ­ον είχε βγει από έναν αγώ­να πατριω­τι­σμού με ανε­βα­σμέ­νο το ηθι­κό στα υψη­λό­τε­ρα επί­πε­δα. Έτσι, η διά­βρω­ση είχε πολ­λά μαλ­λιά να ξάνει. Ο Ντά­λες, βέβαια, κατα­λά­βαι­νε ότι δεν θα τους κατά­φερ­νε όλους στην κατη­φό­ρα και υπο­δεί­χνει την τακτι­κή για τους «αδιά­φθο­ρους»: «Μόνο λίγοι, πολύ λίγοι άνθρω­ποι θα το αισθαν­θούν ή μάλ­λον θα κατα­λά­βουν το τι γίνεται…Όμως, αυτούς τους ανθρώ­πους θα τους απο­γοη­τεύ­σου­με, θα τους γελοιο­ποι­ή­σου­με, θα βρού­με τρό­πο να τους συκο­φα­ντή­σου­με και να τους κάνου­με σκου­πί­δι της κοι­νω­νί­ας. Θα αφαι­ρέ­σου­με τις πνευ­μα­τι­κές ρίζες του μπολ­σε­βι­κι­σμού, θα κατα­στρέ­φου­με και θα χαλά­με τις βάσεις της ηθι­κής. Με τον τρό­πο αυτό θα κλο­νί­ζου­με από γενιά σε γενιά, θα προ­κα­λού­με τη διά­βρω­ση και θα απο­μα­κρύ­νου­με το λενι­νι­στι­κό φανα­τι­σμό. Με τους ανθρώ­πους θα κατα­πια­στού­με ακό­μα από τα παι­δι­κά και εφη­βι­κά τους χρό­νια. Το κύριο στοί­χη­μα θα είναι η νεο­λαία, θα τη δια­φθεί­ρου­με, θα την εκφυ­λί­σου­με…, θα της στε­ρή­σου­με την τιμιό­τη­τα. Από τη νεο­λαία θα κάνου­με κυνι­κούς και χυδαί­ους ανθρώ­πους, βλά­κες και κοσμο­πο­λί­τες. Να, έτσι θα το κάνου­με» (σελ. 118 Γεώρ­γιου Πολυ­με­ρί­δη, παρά­θε­ση από το Μαρ­ξι­σμός, Λενι­νι­σμός, Στα­λι­νι­σμός, Κομ­μου­νι­σμός» του Πέταρ Κάμε­νοφ, Εκδο­τι­κό «Ζερά­βα», Σόφια, 2003, σελ. 4–5, οι υπο­γραμ­μί­σεις είναι δικές μου, Α.Ι.)

Τάδε έφη Ντά­λες το 1945 μετά τη μεγά­λη αντι­φα­σι­στι­κή νίκη που άφη­σε έντρο­μους τους πολε­μο­κά­πη­λους του ιμπεριαλισμού.

Στό­χος να ανα­κο­πεί η επα­να­στα­τι­κή φόρα

Η ίδια συντα­γή, πάντα προ­σαρ­μο­σμέ­νη στις συν­θή­κες, στις νοο­τρο­πί­ες της κάθε χώρας, έχει συνε­χι­στεί μέχρι σήμε­ρα ιδιαί­τε­ρα σε χώρες πρώ­ην αποι­κιο­κρα­τού­με­νες, με μανία δολο­φο­νι­κή μάλι­στα, αν και εφό­σον η νέα ηγε­σία ήταν αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή, πόσο μάλ­λον αν ήταν μαρ­ξι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού και με εξε­γερ­μέ­να λαϊ­κά κινή­μα­τα, επα­να­στά­σεις σοσια­λι­στι­κές κλπ. Στα χρό­νια μετά το Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο η ανθρω­πό­τη­τα είχε πάρει φόρα προ­ο­δευ­τι­κή, ακό­μα αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή κι αυτή έπρε­πε να ανα­κο­πεί με κάθε τρό­πο. Το κεί­με­νο μπο­ρεί να αφο­ρού­σε στις συγκε­κρι­μέ­νες στιγ­μές τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, αλλά τα ίδια εφαρ­μό­στη­καν ακό­μα και στις ανα­πτυγ­μέ­νες καπι­τα­λι­στι­κές χώρες για να μην περά­σει από το μυα­λό των λαών και της νεο­λαί­ας στις κρί­σεις που θα έρχο­νταν – και ήρθαν – να στρα­φούν ξανά στο ιστο­ρι­κό παρά­δειγ­μα του σοβιε­τι­κού σοσια­λι­σμού. Η αστι­κή τάξη έχει πάθει και μάθει από την ιστο­ρία και φυλά­ει κι αυτή τις δικές της «Θερ­μο­πύ­λες» κόντρα στις ανά­γκες της ιστο­ρί­ας κατα­φέρ­νο­ντας σε μεγά­λο βαθ­μό σε σχε­δόν όλες τις χώρες του κόσμου να εκμαυ­λί­σει τη συνεί­δη­ση και να την κάνει αδρα­νή, ανί­κα­νη να παλέψει.

Το βιβλίο του Γεώρ­γιου Πολυ­με­ρί­δη απο­τε­λεί σπου­δαία συμ­βο­λή στην κατα­νό­η­ση των πιο πλα­στο­γρα­φη­μέ­νων ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των και πρέ­πει να δια­βα­στεί ή να ξαναδιαβαστεί.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο