Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο γνωστός – άγνωστος ποιητής Νικόλας Κάλας

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ο Νικό­λας Κάλας ή Νική­τας Ράντος (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα Νικό­λα­ος Καλα­μά­ρης, παρα­δί­δε­ται και ως Καλα­μά­ρας 1907–1988) είναι ένας ποι­η­τής άγνω­στος στο ευρύ κοι­νό αλλά κι ένας ποι­η­τής που πραγ­μα­τι­κά ξεχω­ρί­ζει μέσα στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα, τόσο με την ιδε­ο­λο­γι­κή του τοπο­θέ­τη­ση (συνε­πής μαρ­ξι­στής, του τρο­τσκι­στι­κού χώρου,  αν και με μεγα­λο­α­στι­κή και φανα­ριώ­τι­κη κατα­γω­γή), όσο ότι απο­τε­λεί κι έναν τολ­μη­ρό ανα­νε­ω­τή της ελλη­νι­κής ποι­η­τι­κής γλώσ­σας. Πρώ­τος μετα­φρα­στής του Τόμας Έλιοτ (αλλά και τους Λουίς Αρα­γκόν) κι ένας από τους πρώ­τους που αξιο­ποί­η­σαν τις δυνα­τό­τη­τες του ελεύ­θε­ρου και του πεζού στί­χου από τη δεκα­ε­τία του ’30. Επί­σης είναι ένας από τους πρώ­τους που ανα­γνώ­ρι­σαν την αξία του Αλε­ξαν­δρι­νού ποι­η­τή Κων­στα­ντί­νου Καβά­φη, ακό­μα κι αν δεν ανα­φέ­ρε­ται σχε­δόν που­θε­νά γι’ αυτή του τη συμ­βο­λή, ενώ είναι κι ένας ποι­η­τής που ακο­λού­θη­σε ένα τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό, πραγ­μα­τι­κά ριζο­σπα­στι­κό, δρό­μο στη θεμα­το­λο­γία του, εφό­σον αμφι­σβή­τη­σε τα περί ελλη­νι­κό­τη­τας που εισή­γα­γε η Γενιά του ’30 – αν και απο­τε­λεί έναν από τους επι­φα­νέ­στε­ρους εκπρο­σώ­πους της. Λογο­τε­χνι­κός κρι­τι­κός, συνερ­γα­ζό­με­νος με πλή­θος ελλη­νι­κών και διε­θνών περιο­δι­κών και θεω­ρη­τι­κός δοκι­μιο­γρά­φος (βλέ­πε τον τόμο «Η Τέχνη την επο­χή της δια­κύ­βευ­σης» που εκδό­θη­κε στην Αμε­ρι­κή), συν­δύ­α­σε τη μαρ­ξι­στι­κή θεώ­ρη­ση της τέχνης και την υπερ­ρε­α­λι­στι­κή στά­ση με μια προ­ο­δευ­τι­κή ματιά πάνω στο φαι­νό­με­νο της ψυχα­νά­λυ­σης, χωρίς τους αστι­κούς περιο­ρι­σμούς που συνει­δη­τά επέ­βαλ­λε στο έργο του ο υπερ­ρε­α­λι­στής ποι­η­τής Ανδρέ­ας Εμπει­ρί­κος, προ­χώ­ρη­σε σε μια προ­σπά­θεια ανα­νέ­ω­σης της ελλη­νι­κής ποι­η­τι­κής παρου­σί­ας. Έκτος από τα ελλη­νι­κά έγρα­ψε στην αγγλι­κή και στη γαλ­λι­κή γλώσσα.

Δυστυ­χώς, από τους ομό­τε­χνούς του μόνο θετι­κή αντι­με­τώ­πι­ση δεν είχε. Ενδει­κτι­κά θα ανα­φέ­ρου­με, το ποί­η­μα του Γιώρ­γου Θεο­το­κά «Ηδυ­πα­θής ευπα­τρί­δης από το Κουρ­δι­στάν» που ανα­δη­μο­σιεύ­ε­ται στο «Μ» (σ. 68) απο­δί­δει με περισ­σή ενάρ­γεια, και με προ­κά­λυμ­μα την αθώα σάτι­ρα, τη χλευα­στι­κή διά­θε­ση με την οποία αντι­με­τώ­πι­σαν οι συνά­δελ­φοί του την πρώ­τη εμφά­νι­ση του Κάλα. Η αντί­δρα­ση των πνευ­μα­τι­κών κύκλων είχε άμε­σο αντί­κτυ­πο στο έργο του. Το 1933 και 1934 δημο­σιεύ­ει τρεις μικρές συλ­λο­γές (τα «Τετρά­δια» Α´, Β´, Γ´), αλλά εκτός εμπο­ρί­ου. Η θεμα­τι­κή των ποι­η­μά­των αλλά­ζει. Κοι­νός τόπος γίνε­ται το αίσθη­μα της απο­τυ­χί­ας και οι τάσεις φυγής. Αντί­θε­τα όμως από την πρώ­τη υπο­δο­χή που του επι­φύ­λα­ξαν οι εγχώ­ριοι ομό­τε­χνοί του έχου­με τον ποι­η­τή Αντρέ Μπρε­τόν ο οποί­ος τον κατέ­τα­ξε στα «πιο φωτει­νά και τα πιο τολ­μη­ρά» μυα­λά της επο­χής του. Να σημειώ­σου­με μάλι­στα ότι ο Νικό­λας Κάλας ήδη από το 1934 ήταν μέλος της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής ομά­δας στο Παρί­σι ενώ  το 1933 είχε εκδώ­σει την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο «Ποι­ή­μα­τα». Έδω­σε δια­λέ­ξεις και συνερ­γά­στη­κε με τα περιο­δι­κά «Χνά­ρι» και «Σοσια­λι­σμός ή βαρ­βα­ρό­τη­τα», με τα οποία συνερ­γα­ζό­ταν ο φίλος του Μιχά­λης Ράπτης (Pablo). Τιμή­θη­κε με το Α΄ Κρα­τι­κό Βρα­βείο ποί­η­σης το 1977, για τη συλ­λο­γή «Οδός Νική­τα Ράντου».

kalas2Πολέ­μιος της ποι­η­τι­κής παρά­δο­σης, γνω­στές οι κρί­σεις του για τους Κωστή Παλα­μά και Διο­νύ­σιο Σολω­μό, σχε­τι­κά με την ποι­η­τι­κή τους ταυ­τό­τη­τα και την ιδε­ο­λο­γι­κή τους τοπο­θέ­τη­ση, επι­κρι­τι­κός και αρνη­τι­κά προ­σκεί­με­νος στην ποί­η­ση του Κώστα Καρυω­τά­κη, αδυ­να­τώ­ντας κατά βάθος να δει την δυνα­μι­κή των δημιουρ­γη­μά­των του αυτό­χει­ρα ποι­η­τή και το κοι­νω­νι­κό του υπό­βα­θρο, και επι­κρι­τής του μοντερ­νι­σμού που διο­λί­σθη­σε από την κατά­στα­ση ενός καλ­λι­τε­χνι­κού κινή­μα­τος δια­μαρ­τυ­ρί­ας στην απο­δο­χή όλων των κοι­νω­νι­κών συμ­βά­σε­ων των επό­με­νων δεκα­ε­τιών χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την κάπο­τε ριζο­σπα­στι­κή γρα­φή του ως θερα­παι­νί­δα αλλό­τριων συμ­φε­ρό­ντων, λυρι­κός, αισθα­ντι­κός, είρω­νας και σατυ­ρι­κός κατά περί­πτω­ση, προ­χώ­ρη­σε σε μια «μια ποι­η­τι­κή επε­ξερ­γα­σμέ­νη έξω από τα ελλη­νι­κά σύνο­ρα» κατά την έκφρα­ση του Mario Vitti, απο­τε­λεί μια πλη­θω­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, ιδιαί­τε­ρα δια­βα­σμέ­νος, που ανα­ζη­τού­σε μια ποι­η­τι­κή ουτο­πία, προ­κά­λε­σε μια προ­σω­πι­κή ποι­η­τι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή επα­νά­στα­ση που όμως κατά βάθος, έστω και ακού­σια, ήταν συν­δε­δε­μέ­νη και με ευρύ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες (ο Κάλας είχε συμ­με­τά­σχει στις ζυμώ­σεις του «Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου», ερχό­με­νος έτσι σε ευθεία σύγκρου­ση με το πανε­πι­στη­μια­κό κατε­στη­μέ­νο) χωρίς όμως να βρει ικα­νούς συνεχιστές.

Αξί­ζει βέβαια να ανα­κα­λύ­ψου­με την ποί­η­ση του Νικό­λα Κάλα, να την δια­βά­σου­με και να ανα­γνω­ρί­σου­με την επι­και­ρό­τη­τα της, ως ένα οδη­γό, όχι τον μονα­δι­κό βέβαια, για μια ποί­η­ση που θα τολ­μά­ει να εκφρά­ζει τις αντι­φά­σεις και τις ανά­γκες της επο­χής μας – αυτή ήταν και η μεγα­λύ­τε­ρη συνει­σφο­ρά του ποιητή.

Χανιά, 1//5/2016

Στην Κ.Π., που πρώ­τη μου μίλη­σε για τον ποιητή

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ανα­χώ­ρη­ση δίχως αστέρια

 

Καθώς ή ανά­μνη­ση τό νερό κάτω από τό καρά­βι καί ή ώρα

των πιό μεγά­λων μυστικών

Τό όνο­μά σου είναι μπλε ένα μπλέ της φωτιάς καί της έλπίδας

Θά ’θελα νά τό αφανίσω

Νά κηλι­δώ­σω τό ζεστό σου αίμα καί νά πνί­ξω την τόλ­μη μου

Τό αίμα χάθη­κε στά μοιρολόγια

Έχα­σα τό κλει­δί των όνει­ρο­πο­λή­σε­ών σου

Σέ έχα­σα σά μιά πεντά­ρα ανά­με­σα σέ εκα­τομ­μύ­ρια άλλες

Ζήλευα τόν ίδιο μου τόν εαυτό

Καί την απε­ρα­ντο­σύ­νη των θαλασσών

 

 

’Αλλά είναι εσέ­να πού λυπάμαι

Τά ταξί­δια σου χωρίς όνειρα

Τίς άγο­νές σου νύχτες

Τά μαλ­λιά σου πού παί­ζουν μόνα τους

Τά όνει­ρά σου χωρίς καθρέ­φτες παγω­μέ­να όπως ή έπι­θυ­μία ένός άλλου

Ίχνη αίμα­τος καταυ­γά­ζουν τό πρόσωπο

 

 

Είμαι άπεί­ρως περισ­σό­τε­ρος από τό πλού­σιο καί ηδυ­πα­θές χρώμα

ένός εγκλή­μα­τος

Πέρα από ένας καθρέ­φτης γιά τά μάτια σου

Πέρα από τήν ανα­χώ­ρη­σή σου

Πέρα από ένα αβέ­βαιο μέλλον

Περ­πα­τάω χωρίς ηχώ

Ή επι­στρο­φή σου δέ θά προ­σέ­θε­τε τίποτα

Μαζί είμα­στε πάρα πολ­λοί γιά μάς τούς ίδιους

Πάρα πολ­λοί σάν ένας στρα­τός σέ άτα­κτη υπο­χώ­ρη­ση ή μιά κακή σοδειά

“Ολα μυρί­ζουν προ­δο­σία ένα όνει­ρο πού δια­κό­πτε­ται μιά σκέψη

πού ξεφεύ­γει απ’ τόν αέρα

Ή ανα­μο­νή έκ γενε­τής τυφλή

Πριν σέ γνω­ρί­σω ή φωτιά ήτα­νε ιερή

Τώρα είναι ή γη πού καταρρέει

Θά επι­νο­ή­σου­με κάτι άλλο

Μιά καρ­διά πού νά λει­τουρ­γεί σά δαι­μό­νια μηχανή

Μιά ήμι­το­νοει­δή ή έναν και­νούρ­γιο χαρταετό

‘Έναν και­νούρ­γιο χώρο ένα και­νούρ­γιο επί­χρι­σμα γιά την αύγή

Δεν τά ’κλε­ψαν δλα ούτε τά καταβρόχθισαν

Ό ουρα­νός είναι απέ­ρα­ντος καί πέφτο­ντας τό πιό μικρό αστέρι

θά τρό­μα­ζε τά μάτια σου

 

(Παρί­σι 1939)

(Από το βιβλίο «Νικό­λα­ος Κάλας – Δεκα­έ­ξι γαλ­λι­κά ποι­ή­μα­τα και Αλλη­λο­γρα­φία με τον Ουίλ­λιαμ Κάρ­λος Ουίλ­λιαμς», Εκδό­σεις «Ύψι­λον», Αθή­να 2002. Μετά­φρα­ση: Σπή­λιος Αργυ­ρό­που­λος, Βασι­λι­κή Κολοκοτρώνη.)

 

O Νικό­λας Κάλας για τον Κων­στα­ντί­νο Π. Καβάφη

 

Το γαλά­ζιο του βλέμ­μα δίνει στο στί­χο χρώ­μα θαλάσ­σιου ορίζοντος.

Εκεί βαφτι­σμέ­να τα λόγια υφαί­νουν με χορ­δές αιο­λι­κής άρπας άσμα­τα κύκνεια.

Αγε­ρο­δρο­μούν τα τρα­γού­δια με Ιώνια φυσήματα,

φτά­νουν στο Βυζά­ντιο, την εθνι­κή Νικομήδεια.

Στις ακτές της Συρί­ας πλού­σιων εμπό­ρων πλη­ρώ­μα­τα λάμνουν.

Συχνά όμως οργί­λα κύμα­τα θραύ­ουν τα κατά­φορ­τα αυτά πλοία

και τους βάρ­βα­ρους ήχους των κου­πιών που διπλώνονται

στη σκο­τει­νή Αλε­ξά­ντρεια φέρ­νουν πανι­κό­βλη­τοι γλάροι.

Αυτούς τώρα ακού­ει ο ποι­η­τής και ποτί­ζει τον ανυ­πά­κουο πόντο με μυρω­μέ­νο έλαιο.

 

(Ποι­ή­μα­τα 1932, Κάλας 1983, σ.92)


(
Aπό την ανθο­λο­γία «Η Ελλη­νι­κή Ποί­η­ση του 20ού αιώ­να», εκδ. Μεταίχ­μιο, 2006)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο