Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Χριστός στο Βάρναλη

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Ανδρέ­ας Λεντά­κης στον Πρό­λο­γο του βιβλί­ου του «Ρωμα­νός ο Μελω­δός – Κώστας Βάρ­να­λης και στρα­τευ­μέ­νη τέχνη» ανα­φέ­ρει ότι, όταν ήταν  φοι­τη­τής στο τρί­το έτος της Φιλο­σο­φι­κής, δια­βά­ζο­ντας τον Ρωμα­νό έπε­σε πάνω στον ΚΑ’ ύμνο του[1] , συγκλο­νί­στη­κε κι αμέ­σως συσχέ­τι­σε τον ύμνο με το ποί­η­μα του Βάρ­να­λη «Η Μάνα του Χρι­στού». Εξό­ρι­στος στο Παρ­θέ­νι της Λέρου το 1968 έδω­σε μια διά­λε­ξη σε συγκρα­τού­με­νούς του δεί­χνο­ντας ότι ο Ρωμα­νός υπήρ­ξε η πηγή έμπνευ­σης του Βάρ­να­λη και επι­ση­μαί­νο­ντας τα όρια και τους όρους της «στρά­τευ­σης» με άξο­να αυτούς τους δύο δια­φο­ρε­τι­κούς ποιητές.

Στο βιβλίο εκθέ­τει πρώ­τα τα ποι­ή­μα­τα των δύο δημιουρ­γών και μετά τις δια­φο­ρές ανά­με­σά τους. Στη συνέ­χεια επα­νέρ­χε­ται στο ζήτη­μα της στρα­τευ­μέ­νης και αστρά­τευ­της τέχνης.

Το από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί ανα­φέ­ρε­ται στην πρώ­τη δια­φο­ρά ανά­με­σα στα δύο ποι­ή­μα­τα και παρου­σιά­ζει την άπο­ψη του Βάρ­να­λη για το Χριστό.

James Tissot, Ιούδας ο Ισκαριώτης (1886 - 1894), Brooklyn Museum

James Tissot, Ιού­δας ο Ισκα­ριώ­της (1886 — 1894), Brooklyn Museum

Στο Βάρ­να­λη ο Χρι­στός δεν είναι Θεός. Είναι άνθρω­πος. Ένας κοι­νω­νι­κός επα­να­στά­της που συγκρού­στη­κε με την κατα­πιε­στι­κή εξου­σία του ξένου κατα­κτη­τή και την ντό­πια ολι­γαρ­χία. Αυτό το στοι­χείο στο ποί­η­μα [2]του Βάρ­να­λη δε φαί­νε­ται άμε­σα. Το υπο­νο­ούν έμμε­σα οι στί­χοι που ανα­φέ­ρο­νται στη θριαμ­βευ­τι­κή  του είσο­δο στα Γερο­σό­λυ­μα όπου τα ενθου­σια­σμέ­να πλή­θη τον υπο­δέ­χτη­καν σαν Καί­σα­ρα, καθώς και οι στί­χοι που μιλούν για τη σύλ­λη­ψή του. Όμως αυτό λέγε­ται πολύ καθα­ρά σε άλλα έργα του και συγκε­κρι­μέ­να στο « Μονό­λο­γο του Μώμου» και σε δυο ποι­ή­μα­τά του, στη «Μαγδα­λη­νή» και στην «Αγω­νία του Ιούδα».

Στο «Μονό­λο­γο του» ο Προ­μη­θέ­ας ρωτά­ει το Μώμο:

«Θα τον ιδούν οι Εβραί­οι ν’ ανασταίνεται;».

Κι εκεί­νος του απαντάει:

«Κανέ­νας. Μονά­χα μετά την ανά­στα­σή του θα παρου­σια­στεί στους μαθη­τά­δες του. Σαν όραμα».

Κι ο Προμηθέας:

«Δηλα­δή σε κει­νούς, που τόνε πιστέ­ψα­νε και πριν πεθά­νει! Μα τότες είτα­νε ολό­τε­λα περιτ­τό να πεθά­νει. Να παρου­σια­στεί στους στα­βρω­τή­δες του! Σε κει­νούς, που δεν τόνε πιστέ­βου­νε. Μέρα μεση­μέ­ρι στην Αγο­ρά! Κι ολό­σω­μος! Εδώ τόνε θέλω. Εξόν αν φοβάται».

Κι ο Μώμος του απαντά: 

«Τι Έλλη­νας! Άμα τόνε βλέ­πα­νε, τότες ίσα – ίσα δε θα τονε πίστε­βε κανέ­νας. Θα μαθε­φτεί όμως από στό­μα σε στό­μα, πως ανα­στή­θη­κε. Και τότες όλοι θα πιστέ­ψου­νε. Δεν ξέρεις, καη­μέ­νε, τη λαϊ­κή ψυχή. Οι λαοί πιστέ­βου­νε πιό­τε­ρο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιό­τε­ρο το Μύθο παρά τα γεγο­νό­τα. Πιό­τε­ρο τη φαντα­σιά τους παρά την κρί­ση τους. Μήπως εσέ­να, το Δία, την Αφρο­δί­τη – κιό­λους τους άλλους – σας έχουν ιδω­μέ­να οι Έλλη­νες και σας πιστέ­βου­νε; Εμείς θα σας δεί­ξου­με στους λαούς. Έτσι μονά­χα θα πάψουν να σας πιστέβουνε».

Και σ’ άλλο σημείο πάλι ο Μώμος λέει στον Προ­μη­θέα και τον Ιησού:

«Όσο για τον άνθρω­πο, τον έπλασε..η μαϊ­μού! Κ’ εσάς οι ανθρώ­ποι. Σας πλά­σαν οι αφέ­ντες της Γης « κατ’ εικό­να και ομοί­ω­σή τους». Δου­λειά σας είναι να δια­τη­ρεί­τε την Ανι­σό­τη­τα και να προ­στα­τέ­βε­τε την Αδι­κία. Και μετά θάνα­τον; — Αέρας φρέ­σκος! Όξω από το συφέ­ρο των Κροί­σων ( με κορώ­να και δίχως κορώ­να) κι όξω από τη φαντα­σία των φοβι­σμέ­νων και των ανί­δε­ων, δεν υπάρ­χε­τε πουθενά…»

Στην τελευ­ταία στρο­φή του ποι­ή­μα­τος του «Η Μαγδα­λη­νή» ο Βάρ­να­λης γράφει:

Κανείς( και πλή­θη και σοφοί και μαθη­τά­δες και γονιοί)
δεν ξάνοι­γε το σπα­ραγ­μό στα θάμα­τά σου πίσω
κι αν πρό­σμε­νες το λυτρω­μό σου από την άδι­κη θανή,
Εγώ μονά­χα το νιω­σα, που είμου­να λάσπη και κοινή…
πόσο Χρι­στέ σουν άνθρω­πος! Κ’εγώ θα σ’ αναστήσω!

Και τώρα θα παρα­θέ­σω ολό­κλη­ρο το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό του ποί­η­μα « Η αγω­νία του Ιού­δα», όπου παρου­σιά­ζει το μαθη­τή που θεω­ρή­θη­κε προ­δό­της, σαν τον επα­να­στά­τη που επε­χεί­ρη­σε την εξέ­γερ­ση την οποία δεν απο­τόλ­μη­σε ο Χρι­στός, μιας και ο τελευ­ταί­ος πρό­σβλε­πε στην επου­ρά­νια και όχι στη γήι­νη Ιερου­σα­λήμ( πρβλ. Παύ­λος: Προς Εβραί­ους 12.22 «αλλά προ­σε­λη­λή­θα­τε Σιών όρει και πόλει Θεού ζώντος, Ιερου­σα­λήμ επου­ρα­νίω»). Το ποί­η­μα αρχί­ζει με έναν μικρό πρό­λο­γο σε πεζό(ποιητικότατο πεζό):

Μια από κεί­νες τις ανοι­ξιά­τι­κες βρα­διές, που η κου­φό­βρα­ση κι η πνι­γού­ρα μαζί με τις μακρι­νές αστρα­πές μηνά­νε καταιγίδα.
Ο Ιού­δας ξέκο­ψε, κατά τη συνή­θειά του, από τους άλλους συντρό­φους, που κρυμ­μέ­νοι μέσα σ’ έν’ αμπέ­λι, μοι­ρά­ζο­νται ό,τι αυτός κατά­φε­ρε να τους έβρει για φαγί.
Και προσεύχονται.
Ο ορι­σμέ­νος από τις Γρα­φές παρά­νο­μος μαθη­τής ανέ­βη­κε πάνου σ’ έναν λόφο από άμμο. Μορ­φή αχα­μνή, νέος ακό­μα, φαί­νε­ται να χει πολύ υποφέρει.
Για πρώ­τη φορά ο πόνος κ’ η απελ­πι­σία καθα­ρί­ζουν έτσι καλά τη σκέ­ψη του και της δίνου­νε μια τρα­γι­κή στροφή.
Τα χεί­λη του καθώς τα σφίγ­γει παίρ­νουν, θαρ­ρείς, το σχή­μα του φιλιού.

Αμμό­σκο­νη πολ­λά ψιλή, δίχως αγέ­ρα μήδ’ αχό,
πνί­γει τον κόκ­κι­νο ουρα­νό, που δίχως ήλιο ανάβει.
Λιγά­κι ψήλος αερι­νό, μια στάλ’ ανά­σα – αγκομαχώ!
Άμπο­τε να με βού­λια­ξε ξυλάρ­με­νο καράβι,
ω βρά­δι καλο­και­ρι­νόν, η μπόρ’ αφτή, που αστράβει.

Βλέ­πω την πόλη από μακριά, την Άγια Πόλη, π’ αγαπώ.
Απά­νω της μια χαρα­κιά γραμ­μέ­νη με το μέλι.
Απ’ την κλει­σμέ­νη μου καρ­διά περ­νάς, σοκά­κι χαρωπό,
γλυ­στράς, γυναί­κα, πρά­σι­νο μέσα στο κύμα χέλι, -
την ερη­μιά βαρέ­θη­κα κ’ η πόλη δε μας θέλει!

Ξυπό­λη­τοι, μ’ ένα ραβδί κ’ ένα ταγά­ρι σταβρωτά,
τη μέρα να κρυ­βό­μα­στε, τη νύχτα να δρομάμε,
— ξυπνούν αλάρ­γα τα σκυ­λιά και μας γαβγί­ζουν σερπετά‘
πόσες ημέ­ρες νηστι­κοί, θυμά­μαι δε θυμάμαι! –
αχ! δε βαστώ, καρ­δού­λα μου, κι ό,τι λογιά­ζεις κάμε.

Άρχι­σε να κλο­νί­ζε­ται και δεν το κρύ­βει πια ο Θωμάς.
Ο Πέτρος κακο­μί­λη­τος τα φρύ­δια του ζαρώνει.
Και ξαφ­νι­κά ξεκό­βο­ντας ο νιος  Ιωάν­νης από μας
παρα­λα­λεί κι αλλό­κο­τα φαντά­σμα­τα ξαμώνει.
Όλους μας κατα­ντή­σα­τε φαντά­σματ’ άγρια, Πόνοι!

Καρ­διά, που­λί τρε­μά­με­νο, χωρίς φωλιά πάνω στη Γη,
κυνη­γη­μέ­νη πας ομπρός και πίσω δε γυρίζεις.
Τι να’ ναι τάχα: θέλη­ση, φόβος, συνή­θεια, προσταγή;…
Μα κάπου θα ναι ανά­πα­ψη, κάπου γαλή­νια ορθρίζεις
σε θάλασ­σα και σε πλα­γιές, Άνοι­ξη, που μυρίζεις.

Μα Κεί­νος τίπο­τα δε λέει. Διά­φα­νο σώμα κι αδειανό
πάνου απ’ το χώμα σηκω­τό βαδί­ζει  στον αέρα.
Στα νοτι­σμέ­να μάτια του κοι­τάς τον άπα­το ουρανό.
Λόγος γλυ­κής, που, κι αν μιλά κι αν δε μιλά, κοφτέρα
βυθί­ζε­ται μες τις καρ­διές σε νύχτα και σε μέρα.

Στην Άγια Πόλη ως μπή­κα­με, — βάγια πολ­λά και φοινικιές! –
και ξένοι αρχό­ντοι και δικοί κρυ­μέ­νοι τρέ­μαν όλοι,
γιατ’ άνε­μος ξεσή­κω­νε τα πλή­θη ( ελπί­δες ξαφνικές!)
Του πα σιγά: « Τώρα και­ρός για τη Μεγά­λη Σκόλη!»
— « Ουρά­νιο το βασί­λειο μου κι ουρά­νια, μάθε, η Πόλη».

Μ’ αρνιέ­σαι τάφο, Θάνα­τε, πώς θα με φέρεις στη Χαρά;
Βαθιά στο χώμα, οργιές πολ­λές, μονά­χα κρύα σκουλήκια.
Τούτ’ η καρ­διά, και που μισεί και δικιο­σύ­νη λαχταρά,
ζητά­ει δικά της δω στης Γης δυο πιθα­μές χαλίκια,
απ’ τ’ αγα­θά, που δώσε ο Θεός, ζητά­ει μερί­δα δίκια!

Ποιος το φτω­χό μου το κορ­μί και την ψυχή μου τη φτωχιά
απ’ τον κρυ­φό το Φαρι­σαίο κι απ’ τον τρα­χή Λατίνο,
από τον ξένο γέρα­κα θα σώσει κι απ’ την ντό­πια οχιά;
Αυτούς σ’ ατά­ρα­γη ζωή κι αρά­θυ­μη ν’ αφήνω
κ’ εγώ ανε­μό­σκα­λα σωμού στο γαλα­νό να στήνω;

Δεν είναι μονα­χά η δικιά μου μοί­ρα, που με τυραννά,
μάβροι συντρό­φοι της δου­λειάς και της απελπισίας.
Ήλιος ζεστός και γόνι­μος τα χρό­νια μας τα σκοτεινά
για κεί­νους, που την αρε­τή μας θέλουν της θυσίας.
Ήρτε γι’ αφτούς, — για μας ακόμ’ αργεί ο ωραί­ος Μεσσίας.

Σε λογι­σμό και σε καρ­διάν ανά­με­σα όχτρη­τα πολλή.
Καθά­ρια το πρε­πού­με­νο στο νου μου λαγαρίζει,
μα σίντα πάω να κου­νη­θώ λίγο, το σώμα παραλεί,
πιό­τε­ρο σφίγ­γει τ’ άλυ­το σκοι­νί Του, που μ’ ορίζει‘
ψυχή και σώμ’ αντί­μα­χα σε δυο μου τα χωρίζει.

(Θυμά­ται τη μάνα του)

Τα κλά­η­μα­τά σου, μάνα μου, φτά­νουν εδώ στην ερημιά.
Μες τα λιγνά χερά­κια σου νυχτό­η­με­ρα δεμένη,
ώρες κοι­τώ­ντας χαμη­λά τελειώ­νεις με λιγοθυμιά.
Μες τ’ άδειο σου θυμη­τι­κό άλλο από με δε μένει.
Του ζωντα­νού θανά­του εμείς χρό­νια καταραμένοι!

Για σας, μανά­δες κι αδερ­φοί και τώρα κ’ ύστε­ρα, σιγά
θα κάνω από­ψε, που νογώ, της ανταρ­σί­ας το κρίμα.
Και ξέρω τι κατα­λα­λιά τη μνή­μη μου θα κυνηγά!
Αν δεν πετύ­χει τού­το δα το πρώ­το μέγα βήμα,
Θα πουν οι εμπό­ροι των Θεών: « Τον πρό­δω­σε για χρήμα!»

Βέβαια το ποί­η­μα αυτό δια­φέ­ρει από τη «Μάνα του Χρι­στού», για­τί ο επα­να­στά­της εδώ είναι ο Ιού­δας, ενώ εκεί είναι ο Χρι­στός. Όμως και στα δυο ποι­ή­μα­τα ο Χρι­στός είναι άνθρω­πος, το δε επα­να­στα­τι­κό του πρό­γραμ­μα καθώς και ο διπλός του στό­χος που είναι η απε­λευ­θέ­ρω­ση απ’ τους Ρωμαί­ους ( τον τρα­χή Λατί­νο) και την ντό­πια ολι­γαρ­χία ( τον Φαρι­σαίο που τον απο­κα­λεί ντό­πια οχιά) το δίνει μέσα απ’ τον Ιού­δα που έκα­νε την εξέ­γερ­ση, η οποία όμως απέ­τυ­χε αν και εκμε­ταλ­λεύ­τη­κε το Πάσχα, για­τί τότε οι Ιου­δαί­οι πήγαι­ναν όλοι για τη γιορ­τή στην αγία πόλη και ήταν συνε­πώς μια μεγά­λη ευκαι­ρία. Και πραγ­μα­τι­κά το Πάσχα προ­σφε­ρό­ταν για εξε­γέρ­σεις, όπως μας πλη­ρο­φο­ρεί ο Ιώση­πος, μιλώ­ντας για μιαν εξέ­γερ­ση που έγι­νε στην Ιερου­σα­λήμ όταν διοι­κη­τής της Ιου­δαί­ας ήταν ο Βεντί­διος Κου­μα­νός, το 49 μ.Χ.

Είχε φτά­σει το Πάσχα και όπως ήταν το συνή­θειο από παντού συνέ­ρεε στην πόλη το πλή­θος των Ιου­δαί­ων. Ο Κου­μα­νός, που φοβή­θη­κε μήπως αυτή η κοσμο­συρ­ροή απο­τε­λέ­σει ευκαι­ρία για εξέ­γερ­ση, διέ­τα­ξε ένα τμή­μα της φρου­ράς να φυλά­ξει με τα όπλα τις στο­ές του ναού για να απο­τρα­πεί οποια­δή­πο­τε από­πει­ρα. Κι όπως σημειώ­νει ο Ιώση­πος, το μέτρο αυτό απο­τε­λού­σε τη συνη­θι­σμέ­νη πρα­κτι­κή των προη­γού­με­νων διοι­κη­τών της Ιου­δαί­ας κατά τις γιορ­τές. Ο ίδιος συγ­γρα­φέ­ας μιλώ­ντας σ’ άλλο σημείο για τον πόλε­μο του 70 μ.Χ. γρά­φει ότι σ’ ένα διά­λειμ­μα μικρό του πολέ­μου που συνέ­πε­σε με το Πάσχα, ο Ελε­ά­ζαρ και οι άνδρες του άνοι­ξαν εν μέρει τις πύλες για να δεχτούν τους πολί­τες που ήθε­λαν να μπουν στην πόλη για να προ­σκυ­νή­σουν. Τότε ο Ιωάν­νης, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ως προ­κά­λυμ­μα τη γιορ­τή, πέρα­σε τους αση­μό­τε­ρους απ’ τους οπα­δούς του, οι περισ­σό­τε­ροι απ’ τους οποί­ους δεν είχαν εξα­γνι­στεί, έχο­ντας κάτω απ’ τα ρού­χα τους κρυμ­μέ­να όπλα και κατέ­λα­βαν το ναό. Ο Βάρ­να­λης γνώ­ρι­ζε καλά το Σου­η­τώ­νιο αλλά και τον Ιώση­πο, όπως φαί­νε­ται από την ιστο­ρία του ιου­δαϊ­κού πολέ­μου που τόσο συναρ­πα­στι­κά δημο­σί­ευ­σε στη βιο­γρα­φία του Τίτου στους «Διχτά­το­ρες». Έχο­ντας λοι­πόν υπό­ψη του αυτά τα στοι­χεία εμφα­νί­ζει το Χρι­στό σαν επα­να­στά­τη που απέ­τυ­χε το κίνη­μά του κι αντι­με­τώ­πι­σε το μαρ­τυ­ρι­κό θάνα­το του σταυρού.

Η δια­φο­ρά από το  Ρωμα­νό είναι κεφα­λαιώ­δης. Για­τί αυτό ακρι­βώς το στοι­χείο, η ανθρώ­πι­νη ιδιό­τη­τα του Χρι­στού, δίνει και­νούρ­γιο περιε­χό­με­νο στο ποί­η­μα και μιαν άλλη διά­στα­ση. Δίνει περιε­χό­με­νο κοι­νω­νι­κό, επα­να­στα­τι­κό, ανθρω­πι­στι­κό. Η θυσία τώρα απο­κτά­ει το νόη­μά της κι απο­τε­λεί τη δρα­μα­τι­κή κορύ­φω­ση της προ­σπά­θειας του κοι­νω­νι­κού μεταρ­ρυθ­μι­στή, του επα­να­στά­τη, που θέλει να αλλά­ξει τον κόσμο καταρ­γώ­ντας την αδι­κία κι ελευ­θε­ρώ­νο­ντας το φτω­χό και κατα­πιε­ζό­με­νο λαό. Η θυσία δικαιώ­νει το επα­να­στα­τι­κό κήρυγ­μά του, το πρό­γραμ­μα δρά­σης και το σκο­πό του, για­τί μεγα­λύ­νει την προ­σπά­θειά του, μιας και υπάρ­χει πλή­ρης αντι­στοι­χία ανά­με­σα στα λόγια και στη δρά­ση του. Η εκού­σια επι­λο­γή του θανά­του τη στιγ­μή που μπο­ρεί να δρα­πε­τεύ­σει στη δύσκο­λη στιγ­μή και να σωθεί και η από­φα­σή του να απο­δε­χτεί τα βασα­νι­στή­ρια και τον πόνο, προ­ε­κτεί­νει την ανθρώ­πι­νη διά­στα­σή του και τη μεγα­λώ­νει. Της δίνει μια νέα ποιό­τη­τα, ακρι­βώς επει­δή δεν είναι θεϊ­κή. Για­τί ξέρει πως ο θάνα­τος σημαί­νει το ορι­στι­κό τέλος, που δεν έχει ούτε συνέ­χεια σε άλλον κόσμο, ούτε και γυρι­σμό ξανά σ’ αυτή τη ζωή…

lendakis

 

Ανδρέα Λεντά­κη, Ρωμα­νός ο Μελω­δός  Κώστας Βάρ­να­λης και στρα­τευ­μέ­νη τέχνη, Δωρι­κός, Αθή­να 1991

 

 

 

 

[1] Ο ΚΑ΄ ύμνος του Ρωμα­νού απο­τε­λεί­ται από 240 στί­χους και είναι γραμ­μέ­νος με τη μορ­φή δια­λό­γου και έχει γρα­φτεί για τη Μ.Παρασκευή. Η Μάνα του Χρι­στού θρη­νεί για το γιο της. [2] Ανα­φέ­ρε­ται στο ποί­η­μα του Κώστα Βάρ­να­λη «Η Μάνα του Χριστού»
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο