Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Καλός, ο κακός, ο ενδιάμεσος κι o εξαρτημένος

Γρά­φει το Λαϊ­κό Στρώ­μα //

Ο πρώ­τος είναι ο Τιμ Ντάνκαν.

Ο δεύ­τε­ρος χαρα­κτη­ρί­στη­κε ο καλύ­τε­ρος παί­κτης μετά τον Τζόρ­νταν και διά­δο­χός του.

Ο τρί­τος ήταν ένας πάρα-πάρα (πάρα όμως) πολύ καλός παίκτης.

Ο τέταρ­τος δεν έπαι­ξε ποτέ μπά­σκετ σε επαγ­γελ­μα­τι­κό επίπεδο.

Στις 25 Οκτώ­βρη η γιορ­τή του παγκό­σμιου μπά­σκετ, και συνά­μα μια απ’ τις μεγα­λύ­τε­ρες… κολε­κτι­βο­ποι­η­μέ­νες (ναι, καλά δια­βά­σα­τε) επι­χει­ρή­σεις στον πλα­νή­τη, το ΝΒΑ, ξεκι­νά. Όμως τα πράγ­μα­τα φέτος δεν θα είναι πια τα ίδια. Το καλο­καί­ρι που μας πέρα­σε ήταν αυτό των μεγά­λων απο­χω­ρή­σε­ων. Μετά από 20 ή σχε­δόν 20 χρό­νια καριέ­ρας απο­χώ­ρη­σαν ο Τιμ Ντάν­καν, ο Κόμπι Μπράιαντ, και ο Κέβιν Γκαρ­νέτ, τρεις δει­νό­σαυ­ροι του αθλή­μα­τος, που με τον ένα ή τον άλλο τρό­πο άφη­σαν εποχή.

Όμως ας εστιά­σου­με στον πρώτο.

Οι Σαν Αντό­νιο Σπερς από το Τέξας είναι η μόνη ομά­δα στη σύγ­χρο­νη ιστο­ρία του ΝΒΑ που βρί­σκε­ται επί 20 χρό­νια στην ελίτ της λίγκας, κάτι που είναι ιδιαί­τε­ρα δύσκο­λο αν ανα­λο­γι­στεί κανείς ότι η από­κτη­ση των παι­κτών δεν προ­κύ­πτει απ’ την ελεύ­θε­ρη αγο­ρά (τρί­ζουν τα κόκ­κα­λα του Άνταμ Σμιθ), αλλά με τη μέθο­δο του «ντραφτ» , δηλα­δή της επι­λο­γής παι­κτών (από κολ­λέ­για ή το εξω­τε­ρι­κό) με σει­ρά αντί­στρο­φη της σει­ράς κατά­τα­ξης στο πρω­τά­θλη­μα. Έτσι οι ομά­δες που τερ­μα­τί­ζουν χαμη­λά, έχουν τις πρώ­τες θέσεις του ντραφτ. Καθώς όμως απο­κτούν καλούς παί­κτες και τις επό­με­νες χρο­νιές βελ­τιώ­νο­νται στη βαθ­μο­λο­γία, η σει­ρά τους στο ντραφτ πέφτει με συνέ­πεια να απο­κτούν από ένα σημείο κι έπει­τα παί­κτες χαμη­λό­τε­ρης αξί­ας (πεί­τε μου ότι αυτό δε θυμί­ζει, με λίγη φαντα­σία, κομ­μου­νι­στι­κή δια­νο­μή «στον καθέ­να ανά­λο­γα με τις ανά­γκες του»). Έτσι, οι περισ­σό­τε­ρες ομά­δες ακο­λου­θούν μια πορεία παλίρ­ροιας και άμπω­της. Με λίγα λόγια, είναι δύσκο­λο, αλλά εφι­κτό, να φτά­σεις στην κορυ­φή, αλλά ακό­μα πιο δύσκο­λο είναι να παρα­μεί­νεις σε αυτή. Εκτός αν είσαι οι Σαν Αντό­νιο Σπερς.

Στις 25 Ιου­νί­ου 1997 λοι­πόν, η μέχρι τότε άτι­τλη και μέσου βελη­νε­κούς ομά­δα απ’ το Τέξας, έχο­ντας κάνει μια άσχη­μη σαι­ζόν τη χρο­νιά που πέρα­σε, επι­λέ­γει στο νού­με­ρο 1 του ντραφτ τον ύψους 2.11 πάου­ερ φόρ­γουορντ από το κολ­λέ­γιο Γου­έικ Φόρεστ, Τιμ Ντάν­καν, με κατα­γω­γή απ’ τις Παρ­θέ­νες Νήσους. Ο Τιμ Ντάν­καν τότε ήταν πολύ καλός παί­κτης αλλά χωρίς να ξεχω­ρί­ζει απί­στευ­τα σε έναν τομέα. Αλτι­κός ναι, αλλά όχι σαν τον μετα­γε­νέ­στε­ρο Λεμπρόν Τζέιμς. Δυνα­τός, αλλά όχι σαν τον οδο­στρω­τή­ρα της επο­χής Σακίλ Ο’ Νιλ. Παι­κτι­κά έξυ­πνος αλλά όχι και σαν Τζον Στό­κτον. Ήταν η αρχή μια δυνα­στεί­ας που θα κρα­τού­σε μέχρι σήμε­ρα. Τα πρώ­τα χρό­νια μαζί με τον τότε σού­περ σταρ της ομά­δας, το «Ναύ­αρ­χο», λόγω της θητεί­ας του στο Ναυ­τι­κό, Ντέ­η­βιντ Ρόμπιν­σον, τα επό­με­να με τους διε­θνείς Τόνυ Πάρ­κερ και Μάνου Τζι­νό­μπι­λι και τα τελευ­ταία με την πιο πρό­σφα­τη φουρ­νιά παι­κτών, κατα­κτώ­ντας συνο­λι­κά 5 τίτλους. Διπλά στο γήι­νο αλλά άκρως απο­τε­λε­σμα­τι­κό «τεσ­σά­ρι» και στο υδά­τι­νο λόγω Ναυ­τι­κού «πεντά­ρι» λοι­πόν, υπήρ­χε είχε και αυτός που έμελ­λε να εξε­λι­χθεί σε πνευ­μα­τι­κός του πατέ­ρας, ο «αέρι­νος», λόγω φοί­τη­σης στην Πολε­μι­κή Αερο­πο­ρία, με ειδί­κευ­ση στις… σοβιε­τι­κές σπου­δές, γιος σέρ­βου πατέ­ρα και κρο­ά­τισ­σας μητέ­ρας, Γκρεγκ Πόπο­βιτς. Ο φαι­νο­με­νι­κά στρυφ­νός και «ακοι­νώ­νη­τος», αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πιο εγκάρ­διος μπα­σκε­τάν­θρω­πος της άλλης πλευ­ράς του Ατλα­ντι­κού. Μαζί έφτια­ξαν τον πιο στα­θε­ρό και μακράς διαρ­κεί­ας νικη­φό­ρο οργα­νι­σμό στη σύγ­χρο­νη ιστο­ρία του ΝΒΑ. Με ένα κατα­πλη­κτι­κό τμή­μα σκά­ου­τινγκ που μπο­ρεί να βρί­σκει αργε­ντί­νους σε μικρές ομά­δες της Ιτα­λί­ας, να τους επι­λέ­γει στο νού­με­ρο 57 και να τους μετα­τρέ­πει σε σταρ, με τον μεγα­λύ­τε­ρο αριθ­μό μη Αμε­ρι­κα­νών παι­κτών από κάθε άλλη ομά­δα δια­χρο­νι­κά, με σκλη­ρή δου­λειά στις προ­πο­νή­σεις, με ακά­μα­το (για να μπού­με και στις φαντε­ζί ορο­λο­γί­ες) «work ethic», με ανε­λέ­η­το passing game, με τη στα­δια­κή μορ­φο­ποί­η­ση του λεγό­με­νου unselfish game, ή πιο απλά του «The Beautiful Game».

Από το ’99 και μέχρι το ’14 οι Σπερς κέρ­δι­σαν 5 πρω­τα­θλή­μα­τα, ενώ σε καμία χρο­νιά δεν έχα­σαν το εισι­τή­ριο για τα πλέι-οφ. Η κορύ­φω­ση και ταυ­τό­χρο­να το κύκνειο άσμα του Τιμ Ντάν­καν ήρθε τη σαι­ζόν 2013/14 όταν οι Σπερς απέ­δω­σαν με απί­στευ­τη πιστό­τη­τα το Beautiful Game και νίκη­σαν το μεγα­θή­ριο των Μαϊ­ά­μι Χητ, των Λεμπρόν Τζέιμς και Ντου­έιν Γου­έ­ηντ. Σημεί­ω­ση, την αμέ­σως προη­γου­μέ­νη χρο­νιά, είχαν χάσει το πρω­τά­θλη­μα με αυτόν ακρι­βώς τον ψυχο­φθό­ρο τρόπο.

Ο Τιμ Ντάν­καν λοι­πόν, έφυ­γε. Ήταν ο «καλός», αλλά οι ήδη οι Σπερς έχουν έτοι­μο το διά­δο­χό του. Μιλά­ει ακό­μα λιγό­τε­ρο, πανη­γυ­ρί­ζει ακό­μα πιο ήπια, γελά­ει ακό­μα πιο παγω­μέ­να, και δίνει συνε­ντεύ­ξεις ακό­μα πιο σπά­νια. Λέγε­ται Καβάι Λέο­ναρντ. Αλλά και αυτός να μην αντα­πο­κρι­θεί στις προσ­δο­κί­ες, οι Σπερς, ακό­μα και όταν ο προ­πο­νη­τής Πόπο­βιτς απο­συρ­θεί, θα συνε­χί­σουν να λει­τουρ­γούν ως καλο­λα­δω­μέ­νη μηχα­νή, με κεντρι­κό σχε­δια­σμό και οικο­νο­μί­ες κλί­μα­κος, με σκο­πό (για να παρα­φρά­σου­με τον Ι.Β.Στάλιν), την «ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη ικα­νο­ποί­η­ση των ομα­δι­κών ανα­γκών πάνω στην βάση της πιο υψη­λής τεχνι­κής». Και αυτό είναι αντι­κει­με­νι­κός νόμος.

Αν ο Ντάν­καν όμως ήταν ο καλός, ποιος ήταν ο κακός; Ο «κακός», παρ’ ότι ήταν τερά­στιος παί­κτης, ήταν ο Κόμπι Μπράιαντ. Κάποια στιγ­μή κατη­γο­ρή­θη­κε για βια­σμό, υπό­θε­ση που διευ­θε­τή­θη­κε εξω­δι­κα­στι­κά. Με τον και­ρό κατά­φε­ρε να λειά­νει την εικό­να του και να απο­κτή­σει στά­τους απρό­σβλη­του. Όμως, την ώρα που ο Τιμ δεχό­ταν απα­νω­τές μειώ­σεις μισθού ώστε να χωρέ­σουν και άλλοι παί­κτες (στο… «αρι­στε­ρί­στι­κα» εξι­σω­τι­κό ΝΒΑ απα­γο­ρεύ­ε­ται η υπέρ­βα­ση ενός ορι­σμέ­νου συνο­λι­κού μισθο­λο­γί­ου -salary cap λέγε­ται- άσχε­τα αν ο ιδιο­κτή­της είναι ο… Αρτέ­μης Σώρ­ρας με τα 600 δις) και η ομά­δα να πρω­τα­γω­νι­στεί, ο «φρα­γκο­φο­νιάς» Κόμπι στα γερά­μα­τά του υπέ­γρα­φε παχυ­λά συμ­βό­λαια, κατα­δι­κά­ζο­ντας τη θρυ­λι­κή ομά­δα των Λέι­κερς σε ρόλο κομπάρ­σου. Την ώρα που ο Κόμπι αλυ­σό­δε­νε τη μπά­λα στο χέρι του σου­τά­ρο­ντας πχ. 0 στα 14 σουτ, ο Τιμ πάσα­ρε αγόγ­γυ­στα την μπά­λα στον επό­με­νο δια­θέ­σι­μο ελεύ­θε­ρο παί­κτη. Την ώρα που ο Κόμπι έκα­νε συλ­λο­γή από τιμη­τι­κές πλα­κέ­τες, σιγές ενός λεπτού και standing ovations, o Τιμ εμφα­νι­ζό­ταν, έπαι­ζε τα (κάπως περιο­ρι­σμέ­να) του λεπτά, χαι­ρε­τού­σε με χει­ρα­ψία τους αντί­πα­λους παί­κτες και έμπαι­νε στο αερο­πλά­νο για τον επό­με­νο αγώ­να. Ο ένας ήταν ό,τι πιο εμπο­ρι­κό, παι­κτι­κά φοβε­ρό αλλά υπερ­φί­α­λο μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει στην μετά-Τζόρ­νταν (και την προ-Λεμπρόν) επο­χή. Ήταν ο «κακός». Ο Ντάν­καν, αυτός που δεν έκα­νε το βήμα για το ΝΒΑ παρά στα 21 του χρό­νια, και αφού πήρε πρώ­τα το πτυ­χίο του στην Ψυχο­λο­γία, όπως είχε υπο­σχε­θεί στη μητέ­ρα του, ήταν ο «καλός».

Ο «ενδιά­με­σος» ήταν ο Κέβιν Γκαρ­νέτ. Παρά την αδιαμ­φι­σβή­τη­τη παι­κτι­κή του αξία δεν πήρε παρά έναν τίτλο και δεν έφτα­σε σε ποτέ σε τρο­μα­κτι­κά επί­πε­δα είτε «καλού» είτε «κακού» παι­διού, είτε προ­τύ­που αθλη­τή, είτε σου­περ­στάρ, αν και έφτα­σε μια επο­χή να είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος.

Και ο «εξαρ­τη­μέ­νος»; Ο εξαρ­τη­μέ­νος είναι αυτός απ’ τον οποίο ίσως να ξεκί­νη­σαν όλα. Στο draft του 1986 οι Μπό­στον Σέλ­τικς επέ­λε­ξαν στο Νο.2 τον Λέο­ναρντ Μπάιας που θεω­ρού­νταν ένα απ’ τα μεγα­λύ­τε­ρα ταλέ­ντα της επο­χής. Μόνο που αυτός πέθα­νε από υπερ­βο­λι­κή δόση κοκα­ΐ­νης λίγες ώρες μετά την επι­λο­γή του στο ντραφτ. Λένε, ότι αν ο Μπάιας δεν είχε πεθά­νει, οι Σέλ­τικς θα μεσου­ρα­νού­σαν την επό­με­νη δεκα­ε­τία. Και αν μεσου­ρα­νού­σαν, δε θα χρειά­ζο­νταν τον Κέβιν Γκαρ­νέτ για να πάρουν πρω­τά­θλη­μα. Και εάν δεν τον χρεια­ζό­ταν, αυτός θα παρέ­με­νε στους Τίμπερ­γουλ­βς για να παί­ζει χιο­νο­πό­λε­μο στην 2η πιο βόρεια πολι­τεία των ΗΠΑ μετά την Αλά­σκα, τη Μινε­σό­τα. Και αν αυτό το φαι­νό­με­νο της πετα­λού­δας το επε­κτεί­να­με εντε­λώς αυθαί­ρε­τα και μετα­φυ­σι­κά, (σε επί­πε­δα γρα­φι­κό­τη­τας είναι η αλή­θεια) σε όλο το NBA, τότε κανείς δεν μπο­ρεί να εγγυ­η­θεί ότι η κατά­τα­ξη των Σπερς το ‘97 και των Χόρ­νετς (που έδω­σαν την επι­λο­γή τους στους Λέι­κερς) το ’96 θα ήταν τέτοια που θα τους επέ­τρε­πε να επι­λέ­ξουν τους Ντάν­καν και Μπράιαντ αντί­στοι­χα και να τους οδη­γή­σουν στην κορυφή.

Όμως, όσο κι αν μας γαρ­γα­λά­ει η εξι­δα­νί­κευ­ση, όσο κι αν το αφή­γη­μα του συνε­σταλ­μέ­νου υπερ­παί­κτη που δου­λεύ­ει σκλη­ρά χωρίς να επι­ζη­τεί τη δημο­σιό­τη­τα, και μαζί αυτό του επι­φα­νεια­κά άγριου αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στορ­γι­κού προ­πο­νη­τή-μέντο­ρα-πατέ­ρα φαντά­ζει γοη­τευ­τι­κό, δεν παύ­ει να είναι άλλη μια πτυ­χή του κόσμου τού­του, του πλα­νή­τη ΝΒΑ. Όταν ο Πόπο­βιτς προ­πο­νη­τής στην πιο δεξιά, συντη­ρη­τι­κή, ξενο­φο­βι­κή πολι­τεία των ΗΠΑ κάνει λόγο για τον ελέ­φα­ντα στο δωμά­τιο, τον ρατσι­σμό στις ΗΠΑ, είναι μεν θετι­κό, αλλά είναι «εντός πλαι­σί­ου». Το concept «σεμνή περ­σό­να», με ελά­χι­στες αλλά στο­χευ­μέ­νες δημό­σιες δηλώ­σεις δεν είναι κάτι δια­φο­ρε­τι­κό απ’ το σταρ σύστεμ, είναι άλλη μία εκδο­χή του σταρ σύστεμ. Λιγό­τε­ρο «αμε­ρι­κα­νιά», ναι, λιγό­τε­ρο «τσίρ­κο», ναι, περισ­σό­τε­ρο συμπα­θές, επί­σης ναι, αλλά εντός του πλαι­σί­ου του επαγ­γελ­μα­τι­κού πρω­τα­θλη­τι­σμού στο ανώ­τα­το επί­πε­δο, με όλα τα ίσια και τα στρα­βά που αυτό κου­βα­λά­ει. Σχη­μα­τι­κά, απλά όταν ο Κόμπι Μπράιαντ δια­φή­μι­ζε αερο­πο­ρι­κές εται­ρεί­ες, ο Ντάν­καν δια­φή­μι­ζε την τοπι­κή μάρ­κα BBQ sauce απ’ το Τέξας. Έτσι συμ­βαί­νει, αντι­κει­με­νι­κά, όταν είσαι γρα­νά­ζι μιας από τις μεγα­λύ­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις του κόσμου, του ονει­ρι­κού, αλλά ταυ­τό­χρο­να με σκιές για το ντό­πινγκ, του θεα­μα­τι­κού, αλλά άκρως κατα­πο­νη­τι­κού για τα σώμα­τα των παι­κτών, του δημο­φι­λούς, αλλά με τα αλμυ­ρά εισι­τή­ρια που δε μπο­ρεί να αγο­ρά­σει ένας ψήστης μπι­φτε­κιών των Μακ Ντό­ναλντς των 5 ευρώ την ώρα. Αυτή όμως είναι μια «σύμ­βα­ση» που υπο­γρά­φου­με όλοι όσοι έχου­με σχέ­ση το σύγ­χρο­νο μπά­σκετ, τον σύγ­χρο­νο επαγ­γελ­μα­τι­κό αθλη­τι­σμό γενι­κό­τε­ρα. Και αυτοί που συμ­με­τέ­χουν, και εμείς που αγα­πά­με το άθλη­μα και το παρα­κο­λου­θού­με από τους δέκτες μας.

Και η φετι­νή χρο­νιά σε αυτή την επι­χεί­ρη­ση, προ­μη­νύ­ε­ται ταυ­τό­χρο­να βαρε­τή και θυελ­λώ­δης, χωρίς τους τρεις μεγά­λους από­ντες, αλλά με την υπε­ρο­μά­δα των Γουό­ριορς να προ­ο­ρί­ζε­ται να σαρώ­σει στο διά­βα της ό,τι κινεί­ται και τις προ­βλέ­ψεις να κάνουν λόγο για έναν τελι­κό που θα περι­λαμ­βά­νει ταυ­τό­χρο­να Λεμπρόν Τζέιμς και Κέβιν Ντουράντ.

Καλή αγω­νι­στι­κή χρο­νιά λοι­πόν. Και μέσα και έξω απ’ τα γήπεδα.

Δεί­τε:

-Ο Γκρεγκ Πόπο­βιτς ανα­κοι­νώ­νει την απο­χώ­ρη­ση του Τιμ Ντάν­καν από την ενερ­γό δράση

-Ο Γκρεγκ Πόπο­βιτς διδά­σκει μπά­σκετ (αλλά όχι ακρι­βώς) σε σεμι­νά­ριο της FIBA

-O Γκρεγκ Πόπο­βιτς απα­ντά­ει σε ερω­τή­σεις για τον Ίβκο­βιτς, τον Ομπρά­ντο­βιτς και το Γιαννάκη

-Ο Γκρεγκ Πόπο­βιτς… εντά­ξει, φτά­νει με τον Γκρεγκ Πόποβιτς!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο