Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ποιητής Μενέλαος Λουντέμης

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης είναι πολύ γνω­στός για το πεζο­γρα­φι­κό του έργο, το οποίο υπήρ­ξε πλού­σιο και πολύ­το­μο. Γνω­στός και για την πολι­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα στο χώρο του ΚΚΕ  από τα νεα­νι­κά του χρό­νια (στο ΚΚΕ εσωτ. μετά τη διά­σπα­ση του 1968)  και τη συμ­με­το­χή του στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση με το ΕΑΜ  που του στοί­χι­σε διώ­ξεις, εξο­ρί­ες και στέ­ρη­ση της ελλη­νι­κής ιθα­γέ­νειας υπο­χρε­ώ­νο­ντάς τον να ζήσει  για πολ­λά χρό­νια στην πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά. Οι εμπει­ρί­ες του από αυτή τη ζωή έχουν απο­τυ­πω­θεί στα μυθι­στο­ρή­μα­τα, αλλά και στα ποι­ή­μα­τά του. Το ποι­η­τι­κό του έργο είναι λιγό­τε­ρο γνω­στό αν και εκδί­δο­νταν ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του και κατά και­ρούς ποι­ή­μα­τά του έχουν μελοποιηθεί.

Μια πρώ­τη συγκε­ντρω­τι­κή έκδο­ση των ποι­η­μά­των του Μενέ­λα­ου  Λου­ντέ­μη είχε γίνει από τις εκδό­σεις Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα το 1999 με τίτλο Τα ποι­η­τι­κά του. Έκδο­ση εξαντλημένη.

Πριν λίγο και­ρό, τον Ιού­νιο του 2016,  μία νέα έκδο­ση κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Πατά­κη. Πρό­κει­ται για  ένα συγκε­ντρω­τι­κό τόμο με τίτλο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, Άπα­ντα τα ποι­η­τι­κά, όπου συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νται οι συλλογές:

lountemis1Κραυ­γή στα πέρα­τα (1954)

Το σπα­θί και το φιλί (1967)

Κον­τσέρ­το για δυο μυδράλ­λια κι ένα αηδό­νι (1973)

Οι εφτά κύκλοι της μονα­ξιάς (1975)

Θρη­νο­λόι και άσμα για το σταυ­ρω­μέ­νο νησί (1975)

Πυρ­πο­λη­μέ­νη μνή­μη (1975).

«Με συγκί­νη­ση χαρά­ζω αυτές τις γραμμές…Μνήμη Μενέ­λα­ου Λουντέμη…Θυμάμαι τότε που τον πρω­το­α­ντί­κρι­σα ζωντα­νό μπρο­στά μου. Για­τί σαν συγ­γρα­φέα και ποι­η­τή τον είχα ήδη μέσα στην καρ­διά μου… Θα’ ταν Γενά­ρης του 1949. Μακρό­νη­σος, Τέταρ­το Τάγ­μα πολι­τι­κών κρατουμένων…

Κάποιο απο­με­σή­με­ρο μπή­κε κάποιος στη σκη­νή μας.

- Φέρ­νουν τον Λου­ντέ­μη, μας είπε.

- Και πού είναι τώρα;

- Στο λιμα­νά­κι του Αϊ – Γιώρ­γη, σε λίγο ξεκινάνε….

Ένας μικρο­σκο­πι­κός άνθρω­πος προ­σπα­θού­σε να σκαρ­φα­λώ­σει στο από­το­μο μονο­πά­τι. Αγκο­μα­χού­σε και κού­τσαι­νε, και από πίσω του τον έσπρω­χνε ο χωρο­φύ­λα­κας φρου­ρός για να τα καταφέρει….

Δεν είδα τον Λου­ντέ­μη να περ­νά από μπρο­στά μου, ούτε τον συνά­ντη­σα στο στρα­τό­πε­δο. Η συνά­ντη­ση και η γνω­ρι­μία μας έγι­νε πολύ αργό­τε­ρα στο Βου­κου­ρέ­στι, στα χρό­νια της Δικτα­το­ρί­ας. Τον έβλε­πα ζωντα­νό, ζωη­ρό, γελα­στό μπρο­στά μου. Κι όμως τίπο­τε δεν μπο­ρού­σε να σβή­σει  την πρώ­τη εικό­να, εκεί­νη της μαύ­ρης πετα­λού­δας που αγκο­μα­χού­σε και σπά­ρα­ζε στο ανη­φο­ρι­κό μονο­πά­τι στη Μακρό­νη­σο….» (από τον πρό­λο­γο του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη γραμ­μέ­νο στην Αθή­να στις 29 Μαρ­τί­ου 1999).

Πλού­σια η συλ­λο­γή των  ποι­η­μά­των( περισ­σό­τε­ρα από 200 ποι­ή­μα­τα )  και η θεμα­το­λο­γία του ποι­η­τή. Ποι­ή­μα­τα  για τον έρω­τα, την αγά­πη, την εξο­ρία, τους συντρό­φους, την κόρη του, τον κόσμο, τα πρό­σω­πα και τα γεγο­νό­τα που σημά­δε­ψαν την επο­χή του και επέ­δρα­σαν στη σκέ­ψη του και τη ζωή του, δοσμέ­να με λυρι­σμό, τρυ­φε­ρό­τη­τα, πόνο,σαρκασμό και καυ­στι­κό­τη­τα ορι­σμέ­νες φορές στο σχο­λια­σμό κατα­στά­σε­ων και πρά­ξε­ων. Άλλα σε παρα­δο­σια­κή μορ­φή  και άλλα σε νεω­τε­ρι­κή, ρεα­λι­στι­κά ή συμ­βο­λι­κά, εικο­νο­γρα­φούν, υπαι­νίσ­σο­νται και καταγ­γέλ­λουν την κοι­νω­νι­κή αδι­κία και τις πολι­τι­κές διώ­ξεις, υμνούν πρά­ξεις αντί­στα­σης και αυτο­θυ­σί­ας , σκια­γρα­φούν πρό­σω­πα και προ­σω­πι­κό­τη­τες που αγω­νί­στη­καν για την αλλα­γή του κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος, τόπους και χώρες βασα­νι­σμέ­νες και λεη­λα­τη­μέ­νες, φωτί­ζουν τα σκο­τά­δια της καθη­με­ρι­νό­τη­τάς μας, γι’ αυτό επί­και­ρα και διαχρονικά.

Μια μικρή επι­λο­γή:

Ξέρω πως ολω­νών σας

Τρέ­μει η μεγά­λη σας καρδιά

Μην πάθει τίπο­τα κακό

Κανέ­να αρχαίο βοτσα­λά­κι αυτού του τόπου.

Ξέρω τον ένθεο έρω­τά σας

Για τις λευ­κές κοπέ­λες του Ερε­χθεί­ου μας.

Ω, ησυ­χά­στε.

Είναι πολύ καλά, πολύ καλά τα μάρ­μα­ρά μας.

Και σας χαιρετούν.

Λίγοι καπνοί τα ενό­χλη­σαν μονάχα.

Και τα πιτσί­λι­σε λιγά­κι αίμα.

Κατά τα άλλα merci.

Τίπο­τα άλλο. Α, ναι.

Είχα­με λίγο σει­σμό εδώ.

Λίγα θρύ­ψα­λα, λίγες φλόγες…

Μα τόσο πολύ λίγες,

Που δεν πρό­φτα­σαν ούτε καν να μαυρίσουν

Τα πολυα­γα­πη­μέ­να σας μάρμαρα.

Και μόνο εμείς γίνα­με δαδιά,

για να φωτο­λου­στεί η γλυ­κιά σας Ακρόπολη.

Και τώρα, κύριοι, merci ξανά.

Merci, maitres…Μερσί παντού.

Καλή μέρα σας.

 

ΒΡΟΧΕΡΟ

Βούρ­κω­σε η μέρα…ψιχαλίζει.

Ένα καΐ­κι στρι­φο­γυ­ρί­ζει σα σαστι­σμέ­νο παιδί.

Η νοτιά τού ξέσκι­σε την ποδιά του.

Τώρα θα τ’ αρπά­ξει απ’ τα μάτια μου,

Τώρα θα το κατα­πιεί‘ και πάει

( χάθη­κε και το τελευ­ταίο σινιά­λο του κόσμου).

Σκε­πά­ζω τα μάτια μου. Καραβάκι…

Αδύ­να­μο φτε­ρό. Πνιγ­μέ­νο που­λί της θάλασσας.

Μέσα μου σ’ έλε­γα «Μυρ­τώ».

Μυρτώ…Κι έν’ άσπρο φουστανάκι.

Ήρθες, καρα­βά­κι λευκό.

Ήρθες λικνι­στι­κά απ’ το Αιγαίο.

Κου­νώ­ντας το πανά­κι σου απ’ την πλώρη –

Σα ρου­χα­λά­κι της κού­κλας της.

Και τώρα κυλάς στα γκρε­μνά του νερού.

Κυλάς και δε γλιτώνεις.

Κι εγώ δεν έχω παρά δυο βρεγ­μέ­να μάτια.

Κι ένα ακρωτήρι…να περιμένω.

Να περι­μέ­νω να ξανα­γί­νει άνοι­ξη – Αχ, καραβάκι!

Να περι­μέ­νω να ξανα­γί­νει ξαστεριά.

 

lountemis2

ΒΡΑΔΙΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Από­ψε ήρθε η νύχτα αντά­μα με τη βροχή

- Χει­ρο­πια­σμέ­νες στρίγκλες –

Και μας σύνα­ξε στο τσα­ντί­ρι μας νωρίς.

Κουρ­νιά­ζου­με άλα­λοι, κι αφήνουμε

Μόνη τη βροχή

Να μας μιλά­ει – ιστο­ρία ψιχαλιστή –

Για κάμπους κι αση­μέ­νιες αυλακιές,

Για τα σπαρ­τά και για τις παπαρούνες.

Ο μύλος στη ρεμα­τιά – άσπρο τραγούδι –

ν’ αλέ­θει, ν’ αλέ­θει τον καρπό.

 

Ο Βαγ­γέ­λης, ο βου­νί­σιος αδελ­φός μας, σωπαίνει.

Ακου­μπά­ει στη διχά­λα του χεριού του.

Κι ο νους του δρα­σκε­λά τη θάλασσα…

Ήταν ξωμά­χος, ένας ηλιο­κα­μέ­νος ποιητής.

Που έσπερ­νε με το ξινά­ρι του

Κατα­πρά­σι­νες σελίδες.

 

Μα τώρα η γη η αγά­πη του, τώρα η γη η ψυχή του,

Που τη χτέ­νι­ζε σα μονά­κρι­βη θυγατέρα,

Τώρα η γη ξενυ­χτά­ει κάτ’ απ’ τον ουρανό,

Από­τι­στη κι ανάλ­λα­γη σαν έρη­μη εκκλησιά,

Που περι­μέ­νει τη λει­τουρ­γία των χεριών του.

Τώρα εκεί όλα είναι ένα λείψανο.

Τώρα ο μύλος αλέ­θει μόνο ερημιά.

Και τ’ αχού­ρια γεμί­ζου­νε μούχλα.

 

Τα γράμ­μα­τα πηγαι­νόρ­χο­νται ογρά.

« Ακρι­βέ μας, νοι­κο­κύ­ρη μου…ρημάξαμε..»

Κι ο νους τρέ­χει, τρέ­χει, τρέχει…

Λαβω­μέ­νο πού­που­λο, μαζί με το νοτιά.

Αγγί­ζει σαν εικό­νι­σμα το κατώφλι.

Σκύ­βει πάνω απ’ τον ύπνο των παιδιών.

Και το πρωί ξανα­γυ­ρί­ζει στο τσαντίρι.

 

Από­ψε ήρθε η νύχτα μαζί με τη βροχή.

Και στα τσα­ντί­ρια κοι­μη­θή­κα­νε τα φώτα.

Νύχτω­σε στη θάλασ­σα, νύχτω­σε κι εδώ.

Νύχτω­σε κι έξω από τα μάτια.

Και μονα­χά στο μαξι­λά­ρι μας

Αγρυ­πνά ένα ό ν ε ι ρ ο,

Που κοι­μά­ται και ξυπνά μαζί μας.

Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΕΞΟΡΙΑ

« Από­ψε είχα­με πλημμύρα…»

( Από γράμ­μα τους)

 

Ακού­στε εσείς.

Εσείς που κοι­μη­θή­κα­τε κι από­ψε στα ζεστά,

σβή­νο­ντας με μια κίνη­ση το φως.

Σαν τους θεούς που παί­ζουν τη «Δημιουρ­γία»

(«Γεν­νη­θή­τω φως» — και εγέ­νε­το). Ακού­στε με!

 

Τού­τη την άναρ­θρη νύχτα που σωπαί­νουν οι λύκοι –

για­τί ουρ­λιά­ζουν οι άνθρω­ποι. Ακού­στε με.

Εσείς που κοι­μά­στε αγκα­λιά με τα όνειρα.

Εσείς που σας φιλά στο στό­μα η Ζωή.

Που σας χαϊ­δεύ­ει με το μετά­ξι της. Εσείς.

Ακού­στε με!

 

Λίγες μόνο ώρες απ’ τη στεριά,

και χίλια χρό­νια μακριά απ’ την Οικουμένη,

παλεύ­ει ένα ολο­μό­να­χο νησί

- πέτρι­νος αφα­λός στο χάος της θάλασσας -,

στο ασί­γα­στο Αιγαίο, που σηκώ­θη­κε ορθό.

Και χύθη­κε πάνω στα γκρε­μνά του.

 

Από­ψε έφτα­σε εκεί ο Κατακλυσμός,

Ξεκολ­λη­μέ­νος απ’ τις αλυ­σί­δες της Μυθολογίας.

Κι έσπα­σε τους μύλους του νησιού.

Και χόρε­ψε στην πέτρι­νη ράχη του

Τον πυρ­ρί­χιο της λύσσας.

 

Από­ψε βρέ­χει μαχαί­ρια η βροχή,

Και σκί­ζουν τις κοι­λιές των τσα­ντι­ριών τους.

Ο βοριάς δεί­χνει ολόι­σα το νησί.

Και τα κύμα­τα αδειά­ζουν τις άγριες δεξα­με­νές τους

Ίσα πάνω του.

Και σκά­βουν, σκά­βουν την πλαγιά.

( Κι ο κόσμος εγέ­μι­σε ρυτίδες…)

 

Α, τι κυλούν τις νύχτες οι κατεβασιές!

Τι παίρ­νουν, και τι φέρ­νουν, και τι κυνηγούν!

Τι μπό­γους, τι σοδειές και τι υπάρχοντα!

Τι αίμα­τα, τι δέμα­τα και τι φυλαχτά…

Το γράμ­μα της μανούλας…που βράχηκε.

Και δε θα δια­βά­ζε­ται πια.

( Κι ήταν τόσο λίγη η ορθο­γρα­φία της…)

 

Κι όλα αυτά για­τί; Μα γιατί;

Για­τί η ματιά τους είναι απλή και φεγγερή.

Για­τί ζεσταί­νει τις πλη­γές του κόσμου.

Για­τί η μιλιά τους είν’ γλυ­κιά και ταπεινή.

Σαν την « επί του όρους» ο μ ι λ ί α.

 

Από­ψε πάλι δε θα κοιμηθώ.

Από­ψε πάλι θα βρα­χώ με τους βρεγμένους.

Και θα βογκή­ξω με τους άρρωστους.

Για­τί η ψυχή μου έμει­νε εκεί..

Για­τί ο Γολ­γο­θάς που με κάρφωσε

μου’ δωσε το σταυ­ρό του μαζί μου…

 

ΑΣ ΜΗ ΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ

Ας μην καθή­σου­με να μετρήσουμε

Ποια­νού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.

Μπο­ρεί πιο ζεστά να’ ναι κείνα

Που δε χύθη­καν ακόμη.

 

Ας μην καθί­σου­με να ρωτήσουμε

Ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.

Μπο­ρεί πιο κόκ­κι­νο να’ ναι

Κεί­νο που πρό­κει­ται να χυθεί.

 

Ας μη ρωτή­σου­με να μάθουμε

Ποια­νού ιδρώ­τας ήταν πιο καυτός.

Όλοι οι ιδρώ­τες έχου­νε τη γέψη

που’ χουν τα δάκρυα.

 

Λοιπόν…Ας μην πνι­γό­μα­στε στους ορισμούς.

Στις χρο­νι­κές και κτη­τι­κές αντωνυμίες.

(« Σήμε­ρα»… « Χτες»… « Αύριο»…)

Κλά­ψα­με χτες στην Αφρική

Με τα βασα­νι­σμέ­να μάτια των νέγρων.

Κι αύριο θα κλά­ψου­με στη Σαϊγκόν

Με τα οργι­σμέ­να μάτια των Βιετναμέζων.

Αύριο μπο­ρεί να πέσου­με στο Κογκό

Ή να ιδρώ­σου­με στην Κούβα.

 

Για­τί είμα­στε από κείνους

Που ιδρώ­νου­νε, πεθαί­νουν και κλαίνε

Σε κάθε κορ­μί που ιδρώ­νει και κλαίει.

Κρυώ­νου­με σήμε­ρα στη ζούγκλα.

Ιδρώ­νου­με αύριο στον Αρκτικό.

 

Το κορ­μί μας είναι ένας πλανήτης.

Με όλα μαζί τα κλίματα.

Πόνε­σε, κλά­ψε, πείνα.

Μόνο μην κάνεις τον άλλον

Να πονέ­σει και να πεινά.

Κι εσύ φημι­σμέ­νε, εσύ δοξασμένε,

Εσύ δυνατέ…ένα μόνο ξέρε:

Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις,

Ποτέ δε θα φτά­σεις το μπόι των χαμηλών

Που θυσιά­στη­καν για ψηλά πράγματα!

 

ΜΗΝ ΕΠΑΙΤΕΙΣ

Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,

Μάνα Ελλά­δα μου.

Στε­γνός ήταν πάντα ο κόρ­φος σου

Κι η αγκα­λιά σου

- Μια φτω­χι­κή φωλιά

που κούρ­νια­ζε ο πόνος μας.

 

Στυ­φό ήταν πάντα το γέλιο σου,

Μάνα μου Ελλά­δα μου.

Μοι­ρο­λόι ήταν πάντα το τρα­γού­δι σου

και ταχτι­κό σου σπιτικό –

το κοι­μη­τή­ρι.

 

Ξερό ήταν πάντα το ψωμί σου,

Βαριό­μοι­ρη μάνα μας.

Τρέ­χα­με να το βρέ­ξου­με στις βρύ­σες μας,

Μα στά­ζαν πάντα δάκρυα.

Το βρέ­χα­με στα ποτά­μια μας,

Μα στά­ζαν πάντα αίματα.

 

Μάνα! Γραμ­μέ­νο σου ήταν

Και το ψωμί…και το νερό…

Ακό­μα και το νερό να ζητιανέψεις.

Μόνο τη λευ­τε­ριά, μάνα μου,

Μόνο αυτήν ποτέ,

Ποτέ μη ζητιανέψεις!

( Το’ πε κι ο Κάλβος.)

 

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ «ΕΦΙΚΤΟΥ»

Οι φωνές δεν ωφέλησαν.

Ούτε οι βου­ε­ρές διαδηλώσεις

με τα ρυθ­μι­κά παραγγέλματα

( για «ελευ­θε­ρί­ες» και λοι­πά άλλα άχρηστα).

Εγκαι­νιά­στε καλύ­τε­ρα άλλες μεθόδους.

Π.χ. τη νεκρι­κή σιγή

ή το κλεί­σι­μο στο « καβού­κι» σας.

 

Ναι, έτσι θα’ πρε­πε – λέει – να κάνουμε.

Και ν’ αφή­σου­με τα μαμούθ ν’ αλέ­θουν τις Πατρίδες

και να τσα­λα­πα­τούν τα ορά­μα­τά μας.

 

Ορά­μα­τα; Μα είσθε τρελοί;

Τα ορά­μα­τα θρυμ­μα­τί­στη­καν χοντρικώς

από τότε π’ ανα­κα­λύ­ψα­με τη Σελήνη.

Και γι’ αυτό σχη­μα­τί­σα­με αποσπάσματα

για να εκτε­λέ­σου­με όλες τις αυταπάτες.

Α λ ή θ ε ι ε ς; Φέρ­τε όσες θέλετε.

Αύριο θα τις κρεμάσουμε!

 

ΒΑΡΙΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗ

Με χτύ­πη­σαν στη ράχη

με ρόπα­λο βαριά

και σφυ­χτι­κά μαστίγια

με σιδε­ρέ­νιες γροθιές.

Μα εγώ δε βόγκηξα.

 

Με χτύ­πη­σαν κατάμουτρα

με πέτρες και με κοντακιές

και με σιδε­ρέ­νιες γροθιές.

Και δεν έβγα­λα άχνα.

 

Μα μια μέρα

με χτύ­πη­σαν

- γλυ­κά και προστατευτικά –

στη ράχη…

Και τότε σήκω­σα άγρια φωνή!

 

lountemis3

ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ

Ανά­με­σα απ’ τα νύχια της νύχτας

παρα­δέρ­νω σαν αιχ­μά­λω­το έντομο –

ξένης ιθα­γε­νεί­ας.

Πατέ­ρα είχα έναν τζί­τζι­κα ραψωδό

με τρύ­πιο παντελόνι.

Και μητέ­ρα την απέ­ρα­ντη Ερημιά.

 

Επάγ­γελ­μά μου την κραυγή

- τ’ απα­ρη­γό­ρη­το τρα­γού­δι της τυράγνιας.

Κι ηλι­κία; Αν βγά­λεις έξω τις νύχτες,

δεν έζη­σα καθόλου.

Κατα­δί­κη; Μου’ ραψαν τα χείλη

για­τί τάρα­ζα τον ύπνο ενός τυφλο­πό­ντι­κα Φαραώ

που’ χτι­ζε τις πυρα­μί­δες του

κάτω απ’ το δέντρο της μονα­ξιάς μου.

 

Σ’ αυτό συμ­φώ­νη­σαν ομόφωνα

κι όλοι οι ευαί­σθη­τοι βατράχοι,

κι ένας ιερο­κή­ρυ­κας ιπποπόταμος

που κήρυτ­τε με πάθος την εγκράτεια.

 

Και μόνο μια ευγε­νι­κιά πεταλούδα,

μη βρί­σκο­ντας άλλη φλό­γα να καίει,

τρύ­πω­σε στην καρ­διά μου.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ

Εχτές η ώρα δώδεκα

( ώρα Αστε­ρο­σκο­πεί­ου Αθη­νών δώδεκα)

έφτα­σε εδώ ένας ποι­η­τής. Η ώρα δώδεκα.

Φορού­σε άσπρη σατακρούτα.

Και γυα­λιά του ήλιου Μακ Άρθουρ.

Λίκνι­σε τα μαλ­λιά του στο νοτιά…

Ύστε­ρα βύθι­σε τα μάτια του στον πόνο μας.

 

« Ταλαίπωροι….Αύριο θα πονέ­σω και για σας

- εξά­πα­ντος.

Μα για την ώρα τα λου­λού­δια είναι τόσο ματωμένα!

Κι ο ήλιος βου­λιά­ζει τόσο θεία στο Σαρωνικό!

Ο ηρω­ι­σμός – αχ – είναι κι αυτός μια βαρβαρότητα.

Μια βαρ­βα­ρό­τη­τα. Τίπο­τε άλλο.

Η ζωή είναι γλυ­κό μετάξι.

Μόνο μετά­ξι, τίποτ’ άλλο.

Φτω­χέ Λου­ντέ­μη, κι εσύ εδώ;

Αχ, ανέν­δο­τε οραματιστή.

Σου πάει τόσο λίγο η πυγμή…

καλήν αντά­μω­ση αύριο –

στον Ελι­κώ­να!»

 

Κι έφυ­γε με την κόμη του κατά το Λαύριο,

κου­βα­λώ­ντας τ’ ανά­λα­φρο κεφά­λι του

- φού­σκα πλω­τή μες στο αίμα.

Κι απ’ όλα όσα γίνο­νται εδώ,

δεν είδε τίπο­τα. Τίποτα…Πάρεξ

πως η ζωή είν’ ένα γλυ­κό μετάξι.

Τίποτ’ άλλο.
lountemis-poihtikaΜενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης, Άπα­ντα τα Ποι­η­τι­κά, Πατά­κης, Αθή­να 2016

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο