Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι «πρώτοι των πρώτων»

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Κάθε χρό­νο τέτοιες μέρες εφη­βι­κά πρό­σω­πα γεμί­ζουν με τα θριαμ­βευ­τι­κά  χαμό­γε­λά τους τηλε­ο­πτι­κά παρά­θυ­ρα και «σαλό­νια» εφη­με­ρί­δων και ιστο­σε­λί­δων. Τα ρεπορ­τάζ και οι ανα­φο­ρές πανο­μοιό­τυ­πα κάθε φορά, μόνο τα ονό­μα­τα αλλά­ζουν. Είναι οι «πρώ­τοι των πρώ­των», κορί­τσια και αγό­ρια που πρώ­τευ­σαν στις πανελ­λα­δι­κές εξετάσεις.

Κού­ρα­ση, καρ­διο­χτύ­πια, άγχος, ξαγρύ­πνιες, αγω­νί­ες, όνει­ρα (και εφιάλ­τες…), προσ­δο­κί­ες, ελπί­δες, όλα ριγ­μέ­να στο «μπλέ­ντερ» μιας δια­δι­κα­σί­ας που χαράσ­σει τις απο­στά­σεις μετα­ξύ της επι­τυ­χί­ας και της απο­τυ­χί­ας, και ορί­ζει τα ―ευκο­λο­πα­ρα­βί­α­στα― σύνο­ρα μετα­ξύ της ευτυ­χί­ας και της απο­γο­ή­τευ­σης. Και δεν είναι λίγες οι φορές που τα παι­διά έχουν να κου­βα­λή­σουν και άλλα «φορ­τία», όπως είναι οι ανα­σφά­λειες και τα απω­θη­μέ­να των γονιών τους «να γίνει κάτι το παι­δί», η ρηχή προ­σέγ­γι­ση ή ακό­μα και η ανε­πάρ­κεια του σχο­λεί­ου τους και, πάντα  ―και ακό­μα πιο επι­κίν­δυ­νο αυτό― την επι­βαλ­λό­με­νη «βεβαιό­τη­τα» ότι αξί­ζεις μόνο αν περά­σεις σε κάποια «καλή σχολή».

Έρχο­νται αντι­μέ­τω­πα με τις ανι­σό­τη­τες και τις ταξι­κές δια­κρί­σεις του εκπαι­δευ­τι­κού συστή­μα­τος (ταξι­κού όπως καθε­τί στην ταξι­κή κοι­νω­νία που ζού­με), έχο­ντας να αντι­με­τω­πί­σουν μεγά­λες και πολ­λές φορές ανυ­πέρ­βλη­τες δυσκο­λί­ες, που έχουν να κάνουν από τις συν­θή­κες βιο­πο­ρι­σμού των οικο­γε­νειών τους, μέχρι τη φοί­τη­ση σε σχο­λεία που στέ­κο­νται όρθια χάριν στον ηρω­ι­σμό και την «απο­κο­τιά» κάποιων λίγων συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νων εκπαι­δευ­τι­κών και πολ­λά άλλα. Ανα­φε­ρό­μα­στε βέβαια στα παι­διά των λαϊ­κών οικο­γε­νειών, των πολ­λών και όχι των «λίγων» (με την συνή­θως προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη και εξα­σφα­λι­σμέ­νη «καριέ­ρα»). Τα παι­διά που καλού­νται να δώσουν τις μάχες τους:

Σε ένα εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα κομ­μέ­νο και ραμ­μέ­νο στα μέτρα του συστή­μα­τος της εκμε­τάλ­λευ­σης, φτιαγ­μέ­νο για να παρά­γει προ­σω­πι­κό για τις ανά­γκες των εκμε­ταλ­λευ­τών, ανταλ­λα­κτι­κά εξαρ­τή­μα­τα μιας κάθε φορά συγκε­κρι­μέ­νης μηχα­νής που όταν θα κάνουν τον κύκλο τους θα πετιού­νται στην πάντα για να αντι­κα­τα­στα­θούν από κάποια άλλα.

Σε ένα εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα όπου οι «πρώ­τοι» έχουν πιθα­νό­τη­τες να βρουν μια «καλή απα­σχό­λη­ση» στη ζού­γκλα του καπι­τα­λι­σμού, όπου θα τους εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται χωρίς όρια, και οι υπό­λοι­ποι θα μετρά­νε τη ζωή τους με «πεντά­μη­να» και «οχτά­μη­να προγράμματα».

Σε ένα εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα μέρος ενός κοι­νω­νι­κού που γέρα­σε, αρρώ­στη­σε και πρέ­πει ν’ αλλάξει.

Αν με κάποιον τρό­πο υπήρ­χε η δυνα­τό­τη­τα να ρωτη­θούν όλα αυτά τα παι­διά που έδω­σαν και φέτος σκλη­ρό αγώ­να, πόσα είναι τα  χρώ­μα­τα του ουρά­νιου τόξου, αν τους ζητή­σεις να σου πουν δυο τίτλους έργων του Παπα­δια­μά­ντη, να απαγ­γεί­λουν μερι­κούς στί­χους του Παλα­μά, να περι­γρά­ψουν μια εικό­να του δάσους μετά τη βρο­χή ή ακό­μα να σου πουν ποιος ήταν και πώς έζη­σε αυτός ο Αϊν­στάιν που τόσοι καθη­γη­τά­δες και κολα­ρο­φό­ροι «επι­τυ­χη­μέ­νοι» κεφα­λαιο­ποιούν σήμε­ρα την μεγα­λο­φυ­ΐα του, τότε θα φαι­νό­ταν το κενό που χάσκει πίσω από τα ―κατά τα άλλα― βου­να­λά­κια συσ­σω­ρευ­μέ­νης σχο­λι­κής γνώ­σης. Να το ξεκα­θα­ρί­σου­με: δεν φταί­νε τα παιδιά.

Οι πανελ­λα­δι­κές εξε­τά­σεις δεν είναι το τέλος, ούτε φυσι­κά η αρχή της ζωής. Τα παι­διά, οι άνθρω­ποι, δεν μπο­ρεί να χωρί­ζο­νται σε επι­τυ­χό­ντες και απο­τυ­χη­μέ­νους και το μέλ­λον τους δεν μπο­ρεί να προ­δια­γρά­φε­ται από τον αύξο­ντα αριθ­μό που τα ονό­μα­τά τους κατα­λαμ­βά­νουν σε κάποια λίστα. Μια κοι­νω­νία που δοξά­ζει τους «πρώ­τους» και παρα­γκω­νί­ζει τους πολ­λούς, που προ­χω­ρά­ει με εκμε­τάλ­λευ­ση και απο­κλει­σμούς, δεν μπο­ρεί να έχει μέλ­λον. Επι­βάλ­λε­ται να την αλλάξουμε.

Σήμε­ρα, περισ­σό­τε­ρο από ποτέ, έχου­με ανά­γκη από ένα κοι­νω­νι­κό σύστη­μα που θα δημιουρ­γεί πολί­τες με παι­δεία, ενερ­γούς, ελεύ­θε­ρους, με σκέ­ψη και βού­λη­ση, ικα­νούς να παίρ­νουν απο­φά­σεις και να σχε­διά­ζουν το μέλ­λον τους. Ένα κοι­νω­νι­κό σύστη­μα που στο επί­κε­ντρό του θα έχει τον άνθρω­πο, και η λέξη απο­κλει­σμός θα αφο­ρά μόνο στην εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο. Ένα κοι­νω­νι­κό σύστη­μα στο οποίο θα κάνουν κου­μά­ντο οι εργα­ζό­με­νοι, ο λαός. Το σύστη­μα αυτό έχει όνο­μα, λέγε­ται σοσιαλισμός.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο