Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι ταυτότητες μπορεί να είναι «φονικές»;

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Το θέμα της ταυ­τό­τη­τας κερ­δί­ζει όλο και μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία στις μέρες μας, αν και ήταν πάντα επί­και­ρο όσο υπήρ­χε η προ­σφυ­γιά, η μετα­νά­στευ­ση, αλλά και γενι­κά η αλλα­γή χώρας. Φυσι­κά δεν εννο­ού­με το χαρ­τί που πιστο­ποιεί τύποις μια κάποια ταυ­τό­τη­τα, μια κάποια υπη­κο­ό­τη­τα ή ιθα­γέ­νεια, αλλά η ουσία της κατα­γω­γής. Ένα όλο και μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της ανθρω­πό­τη­τας ξενι­τεύ­ε­ται και για τους περισ­σό­τε­ρους είναι από ανά­γκη. Αυτό σημαί­νει ότι όλο και περισ­σό­τε­ρο ανα­γκά­ζο­νται να προ­σαρ­μο­στούν σε ένα κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον που δεν τους είναι οικείο, όπου συχνά νοιώ­θει ότι η ταυ­τό­τη­τά του απει­λεί­ται και γι αυτό τεί­νει να τονί­ζει μαζί με συμπα­τριώ­τες τα οικεία στοι­χεία της κουλ­τού­ρας του σαν ξένο σώμα που είναι σε μια ξένη κοι­νω­νία από φόβο να αφο­μοιω­θεί, να αφα­νι­στεί σαν ξεχω­ρι­στή οντό­τη­τα. Όπως θα δού­με παρα­κά­τω, το θέμα είναι αρκε­τά πολυ­σύν­θε­το και εκ των πραγ­μά­των δεν θα μπο­ρέ­σου­με παρά να το αγγί­ξου­με εν μέρει προ­σπα­θώ­ντας να απο­φύ­γου­με την απλούστευση.

Αφορ­μή για τις σκέ­ψεις αυτές ήταν ένα βιβλίο που κυκλο­φό­ρη­σε το 1999 στα ελλη­νι­κά από τις εκδό­σεις «Ωκε­α­νί­δα» με τίτλο Οι φονι­κές ταυ­τό­τη­τες του Λιβα­νέ­ζου Αμίν Μαα­λούφ (μετά­φρα­ση του Θεό­φι­λου Ξ. Τρα­μπού­λη) και που κατα­πιά­νε­ται με ένα θέμα βιω­μέ­νο από εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους που ζουν σε άλλη χώρα από τη χώρα της κατα­γω­γής τους. Αντι­με­τω­πί­ζουν συχνά κάτι σαν επι­λο­γή, ποια εθνι­κή συνεί­δη­ση έχουν, τι νοιώ­θουν ότι είναι περισ­σό­τε­ρο, πού ανή­κουν περισ­σό­τε­ρο, ποια χώρα θεω­ρούν πατρί­δα τους κλπ. Φυσι­κά το θέμα έχει πολ­λές πτυ­χές που έχουν σχέ­ση με τις αιτί­ες της φυγής από τη χώρα κατα­γω­γής, με την κοι­νω­νι­κή τάξη στην οποία ανή­κουν, με τη σχέ­ση που έχει η «και­νούρ­για» χώρα με τη χώρα κατα­γω­γής. Άλλο να είσαι μετα­νά­στης ή πρό­σφυ­γας, άλλο να γεν­νη­θείς από γονείς μετα­νά­στες και να μεγα­λώ­σεις σαν δεύ­τε­ρη ή τρί­τη γενιά στη χώρα απο­δο­χής. Άλλο να έχεις γονείς από δια­φο­ρε­τι­κές κουλ­τού­ρες, γλώσ­σες κλπ. Δεν μπο­ρού­με να εξα­ντλή­σου­με εδώ όλες τις κατη­γο­ρί­ες των ανθρώ­πων που με τον ένα ή τον άλλο τρό­πο γίνο­νται φορείς δύο πολι­τι­σμών ή ακό­μα και περισ­σό­τε­ρων. Σίγου­ρο είναι ότι πατά­νε σε δύο κόσμους, εκεί­νο της προ­έ­λευ­σης και εκεί­νο της δια­μο­νής. Ο συγ­γρα­φέ­ας του ως άνω βιβλί­ου μένει μονά­χα στα φαι­νό­με­να. Κατα­πιά­νε­ται με τον εσω­τε­ρι­κό κόσμο του ξενι­τε­μέ­νου γενι­κά- χωρίς δια­φο­ρο­ποί­η­ση λόγω κοι­νω­νι­κού στρώ­μα­τος ή λόγω αιτί­ας εγκα­τά­λει­ψης της γενέ­τει­ρας — με τη σύγκρου­ση των νοο­τρο­πιών και πολι­τι­σμών που είναι το απο­τέ­λε­σμα μιας σει­ράς αιτιών στην οποία μπερ­δεύ­ο­νται συνε­χώς οι αιτί­ες με τα απο­τε­λέ­σμα­τα, η ουσία με τα φαι­νό­με­να. Ωστό­σο, πολ­λά είναι αλη­θι­νά και σίγου­ρα πολ­λοί θα ανα­γνω­ρί­σουν τον εαυ­τό τους μέσα στην προ­σέγ­γι­ση που επιλέχθηκε. 

Η γενί­κευ­ση της προ­σω­πι­κής εμπειρίας

Ο συγ­γρα­φέ­ας είναι Λιβα­νέ­ζος που το 1976 έφυ­γε από τη χώρα του για να εγκα­τα­στα­θεί στη Γαλ­λία και στον πρό­λο­γο λέει ότι δεν ξέρει πόσες φορές τον έχουν ρωτή­σει αν νοιώ­θει περισ­σό­τε­ρο Γάλ­λος ή Λιβα­νέ­ζος. Και ομο­λο­γεί παρα­κά­τω: «Σε όλους όσοι μου θέτουν την ερώ­τη­ση, εξη­γώ λοι­πόν υπο­μο­νε­τι­κά πως γεν­νή­θη­κα στον Λίβα­νο, πως έζη­σα εκεί μέχρι τα είκο­σι επτά μου χρό­νια, πως τα αρα­βι­κά είναι η μητρι­κή μου γλώσ­σα, πως πρω­το­α­να­κά­λυ­ψα τον Δου­μά και τον Ντί­κενς και τα ταξί­δια του Γκιού­λι­βερ στην αρα­βι­κή τους μετά­φρα­ση και πως γνώ­ρι­σα τα πρώ­τα μου παι­δι­κά σκιρ­τή­μα­τα στο χωριό μου, στο βου­νό, εκεί που άκου­σα και ορι­σμέ­νες ιστο­ρί­ες από τις οποί­ες επρό­κει­το να εμπνευ­στώ αργό­τε­ρα τα μυθι­στο­ρή­μα­τά μου. Πώς θα μπο­ρού­σα να τα ξεχά­σω όλα αυτά; Πώς θα μπο­ρού­σα να απο­κο­πώ από τον γενέ­θλιο τόπο μου; Από την άλλη όμως, εδώ και είκο­σι χρό­νια ζω στη γη της Γαλ­λί­ας, πίνω το νερό και το κρα­σί της, τα χέρια μου χαϊ­δεύ­ουν κάθε μέρα τις παλαιές της πέτρες, γρά­φω τα βιβλία μου στη γλώσ­σα της, ποτέ πια δεν θα είναι για μένα ξένη γη. Μισός Γάλ­λος λοι­πόν μισός Λιβα­νέ­ζος; Όχι, καθό­λου. […]Δεν έχω πολ­λές ταυ­τό­τη­τες, μία και μόνη έχω, φτιαγ­μέ­νη από όλα αυτά τα στοι­χεία που την έχουν δια­μορ­φώ­σει σύμ­φω­να με μία «δοσο­λο­γία» που δεν είναι ποτέ η ίδια από τον έναν άνθρω­πο στον άλλον» (σελ. 9/10).

Δεν χωρά­ει αμφι­βο­λία ότι ο συγ­γρα­φέ­ας αγγί­ζει μαζι­κά υπαρ­κτά ψυχο­κοι­νω­νι­κά, πολι­τι­σμι­κά προ­βλή­μα­τα ιδιαί­τε­ρα σε χώρες υπο­δο­χής μετα­να­στών. Η παρό­τρυν­σή του, όμως, αφο­ρά σε συν­θή­κες στις οποί­ες είναι αρκε­τά ομα­λά τα πράγ­μα­τα και η ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος κλεί­νε­ται μέσα στο ατο­μι­κό επί­πε­δο. Γνω­ρί­ζου­με, ωστό­σο, ότι ανερ­γία, φτώ­χεια, το αδιέ­ξο­δο είναι το κοι­νω­νι­κό έδα­φος πάνω στο οποίο στη­ρί­ζε­ται και θρέ­φε­ται η ξενο­φο­βία. Αν όλοι ήταν «βολε­μέ­νοι» θα ήταν πιο εύκο­λο να ξεπε­ρα­στούν φυλε­τι­κές, θρη­σκευ­τι­κές και άλλες προ­κα­τα­λή­ψεις και τα ξενο­φο­βι­κά φαι­νό­με­να θα παλεύ­ο­νταν στο επί­πε­δο της νοο­τρο­πί­ας και έτσι θα μπο­ρού­σαν να ίσχυαν οι «συντα­γές» του συγ­γρα­φέα. Αν, όμως, μια όλο και μεγα­λύ­τε­ρη μάζα μεταναστών/προσφύγων προ­λε­τα­ριο­ποιού­νται και περι­θω­ριο­ποιού­νται ασκώ­ντας άθε­λά τους μια καθο­δι­κή πίε­ση στις συν­θή­κες δια­βί­ω­σης του ντό­πιου πλη­θυ­σμού, δημιουρ­γεί­ται το έδα­φος για μίσος, ξενο­φο­βία, ρατσι­σμό που φυσι­κά δεν αντι­με­τω­πί­ζε­ται με συντα­γές αλλα­γής νοοτροπίας.

Γεγο­νό­τα που αλλά­ζουν την κοι­νω­νι­κή ψυχολογία

Το βιβλίο του Μαα­λούφ κυκλο­φό­ρη­σε στα γαλ­λι­κά το 1998. Δηλα­δή πριν τους βομ­βαρ­δι­σμούς στη Γιου­γκο­σλα­βία. Μας δίνει ένα παρά­δειγ­μα αλλα­γής στά­σης από κει: […] «Ας παρα­μεί­νου­με (στο Σερά­γε­βο) για μια φαντα­στι­κή έρευ­να. Ας παρα­τη­ρή­σου­με, στο δρό­μο, έναν άντρα καμιά πενη­ντα­ριά χρο­νών. Γύρω στα 1980, αυτός ο άντρας θα δήλω­νε: «Είμαι Γιου­γκο­σλά­βος», θα ένιω­θε περή­φα­νος, χωρίς καμία άλλη συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση. Αν του ζητού­σα­με περισ­σό­τε­ρες λεπτο­μέ­ρειες θα είχε προσ­διο­ρί­σει πως κατοι­κού­σε στην ομό­σπον­δη Δημο­κρα­τία της Βοσ­νί­ας-Ερζε­γο­βί­νης και ότι, συμ­πτω­μα­τι­κά, προ­ερ­χό­ταν από μια οικο­γέ­νεια μου­σουλ­μα­νι­κής παρά­δο­σης. Αν συνα­ντού­σα­με τον ίδιο άνθρω­πο, δεκα­πέ­ντε χρό­νια αργό­τε­ρα, όταν μαι­νό­ταν ο πόλε­μος, θα απα­ντού­σε αυθόρ­μη­τα και αγέ­ρω­χα: «Είμαι μου­σουλ­μά­νος!» … Αμέ­σως μετά θα προ­σέ­θε­τε πως ήταν Βόσ­νιος, και δεν θα το εκτι­μού­σε καθό­λου αν του επι­ση­μαί­να­με πως παλιά δήλω­νε περή­φα­να ότι ήταν Γιουγκοσλάβος.

Σήμε­ρα, αν ρωτή­σε­τε τον άνθρω­πό μας στο δρό­μο, θα πει πρώ­τα πως είναι Βόσ­νιος και έπει­τα πως είναι μου­σουλ­μά­νος, … αλλά δεν θα παρα­λεί­ψει να τονί­σει ότι η χώρα του είναι μέρος της Ευρώ­πης κι ότι ελπί­ζει μια μέρα να τη δει μέλος της Ένω­σης. Αν ξανα­βρού­με αυτό το ίδιο πρό­σω­πο, στο ίδιο μέρος, ύστε­ρα από είκο­σι χρό­νια, πως θα θελή­σει να προσ­διο­ρί­σει τον εαυ­τό του; Ποια από τις υπα­γω­γές του θα προ­τά­ξει; Ευρω­παί­ος; Μου­σουλ­μά­νος; Βόσ­νιος; Κάτι άλλο; Βαλ­κά­νιος ίσως; 

Για να προ­σθέ­σει μετά: «Δεν θα δια­κιν­δυ­νεύ­σω να κάνω προ­γνώ­σεις. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όλα αυτά τα στοι­χεία είναι μέρη της ταυ­τό­τη­τάς του» (σελ. 20/21).

Η υπο­θε­τι­κή και απλου­στευ­μέ­νη φαντα­στι­κή «έρευ­να» του συγ­γρα­φέα εμπε­ριέ­χει μια ουσία, που την αφή­νει όμως, ξεκρέ­μα­στη. Για­τί κάπο­τε θάλε­γε ο ερω­τη­θείς «Είμαι Γιου­γκο­σλά­βος» και μετά το αλλά­ζει; Τι τον έκα­νε να αλλά­ξει; Γνω­ρί­ζου­με τα γεγο­νό­τα που μεσο­λά­βη­σαν. Ο ανα­γνώ­στης με γνώ­ση μπο­ρεί να βγά­λει τα συμπε­ρά­σμα­τα. Ήταν τερά­στια η πρό­ο­δος το να λέει ο οποιασ­δή­πο­τε φυλής, θρη­σκεί­ας, τάξης κάτοι­κος της Γιου­γκο­σλα­βί­ας «είμαι Γιου­γκο­σλά­βος» σαν πρώ­τη ιδιό­τη­τα και όλα τα άλλα στοι­χεία της ταυ­τό­τη­τας να ήταν δευ­τε­ρεύ­ο­ντα. Ο σοσια­λι­σμός ένω­σε μια κατα­κερ­μα­τι­σμέ­νη χώρα με πολυ­σύν­θε­το πλη­θυ­σμό δίνο­ντας του κάτι που έδε­νε: όλοι ένοιω­θαν Γιου­γκο­σλά­βοι, ενώ ο εθνι­κι­στι­κός, θρη­σκευ­τι­κός, φυλε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός που ακο­λού­θη­σε ήταν ένα τερά­στιο βήμα πίσω. Ακρι­βώς αυτές τις διαι­ρέ­σεις ήθε­λε να καλ­λιερ­γή­σει ο ιμπε­ρια­λι­σμός για να επι­βλη­θεί στα Βαλ­κά­νια και όπου γης. Ο σοσια­λι­σμός εγγυά­ται την ταυ­τό­τη­τα των ανθρώ­πων τονί­ζο­ντας αυτό που ενώ­νει και σεβό­με­νος αυτά που απο­τε­λούν τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τά τους. Τώρα αυτά έχουν αντι­στρα­φεί και το απο­τέ­λε­σμα είναι ο αλλη­λο­σπα­ραγ­μός, η ξενο­φο­βία, το θρη­σκευ­τι­κό και φυλε­τι­κό μίσος. 

Άλλο είναι το φονικό

Ωστό­σο, ο συγ­γρα­φέ­ας απο­δε­σμεύ­ει το θέμα από τις οικο­νο­μι­κές-κοι­νω­νι­κές, «φονι­κές» αιτί­ες του, αλλά ούτε δια­χω­ρί­ζει τις διά­φο­ρες προ­ε­λεύ­σεις των μετα­να­στών στη χώρα που την άρα­ξε ο ίδιος, τη Γαλ­λία. Παλαιό­τε­ρα η χώρα αυτή δεχό­ταν μετα­να­στευ­τι­κά ρεύ­μα­τα από ευρω­παϊ­κές χώρες, δηλα­δή από έναν πολι­τι­σμό πιο κοντι­νό, πιο συγ­γε­νή. Έπει­τα ήταν τα μετα­να­στευ­τι­κά ρεύ­μα­τα από τις πρώ­ην αποι­κί­ες. Δηλα­δή, μετα­νά­στες με πολύ δια­φο­ρε­τι­κή κουλ­τού­ρα και στά­ση απέ­να­ντι στην παλαιά αποι­κιο­κρα­τι­κή δύνα­μη (και συνή­θως με γκε­το­ποί­η­ση ακό­μα και των επό­με­νων γενιών), φορείς μιας κλη­ρο­νο­μιάς σύγκρου­σης, υπο­τα­γής και ταπεί­νω­σης. Τις τελευ­ταί­ες δύο δεκα­ε­τί­ες οι ευρω­παϊ­κές χώρες έχουν δεχθεί μετα­νά­στες από τις χώρες της Ανα­το­λι­κής Ευρώ­πης και τη δια­λυ­μέ­νη πια Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Ο συγ­γρα­φέ­ας δεν κάνει τέτοιους δια­χω­ρι­σμούς, πόσο μάλ­λον ταξι­κούς που μένουν εντε­λώς στο απυ­ρό­βλη­το και περιο­ρί­ζε­ται σε μια γενί­κευ­ση αόρι­στη με κρι­τή­ριο τη δική του περί­πτω­ση. Φυσι­κά δεν μπο­ρού­με να έχου­με την απαί­τη­ση μιας ολο­κλη­ρω­μέ­νης ανά­λυ­σης από έναν συγ­γρα­φέα-δημο­σιο­γρά­φο. Ωστό­σο, υπάρ­χει η δυνα­τό­τη­τα, πιστεύ­ου­με, σε λίγες γραμ­μές να επι­ση­μά­νει κανείς τους περιο­ρι­σμούς μιας τέτοιας προ­σπά­θειας. Ο συγ­γρα­φέ­ας κάνει κάποια προ­σπά­θεια να εξη­γή­σει την εξέ­λι­ξη του κόσμου και το πάντα επί­και­ρο θέμα του (ψευδο)διαχωρισμού Ανα­το­λής-Δύσης από μέσα από τη «σύγκρου­ση των πολι­τι­σμών». Η «περα­τσά­δα» αυτή από την ιστο­ρία δεν παίρ­νει υπό­ψη τη βάση της υλι­κής οικο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης των κοι­νω­νιών, ούτε τις κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, τις νοο­τρο­πί­ες, τις θρη­σκεί­ες κλπ που ανα­πτύσ­σο­νται στη βάση αυτή για να την επη­ρε­ά­σουν έπει­τα με τη σει­ρά τους. Έτσι και τού­τος ο συγ­γρα­φέ­ας εγκλω­βί­ζε­ται στην αντι­πα­ρά­θε­ση Δύσης με όλο τον άλλο κόσμο βασί­ζο­ντας το σκε­πτι­κό του σε δια­πι­στώ­σεις στο επί­πε­δο των φαι­νο­μέ­νων και όχι των αιτιών. Βασα­νί­ζε­ται να εξη­γή­σει σε σελί­δες ολό­κλη­ρες πώς γίνε­ται αυτή η Δύση και το κατά­φε­ρε να επι­βλη­θεί σε όλον τον κόσμο χωρίς ανα­φο­ρά στις κινη­τή­ριες δυνά­μεις της ιστορίας. 

Οι κυρί­αρ­χες ιδέες

«Το πνεύ­μα των και­ρών» δεν είναι βεβαί­ως μια έννοια αυστη­ρά προσ­διο­ρι­σμέ­νη. Τη χρη­σι­μο­ποιώ ακρι­βώς για να απο­δώ­σω τη διά­χυ­τη, απροσ­διό­ρι­στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εξαι­τί­ας της οποί­ας σε κάποιες ιστο­ρι­κές στιγ­μές πολ­λοί άνθρω­ποι αρχί­ζουν να προ­τάσ­σουν ένα στοι­χείο της ταυ­τό­τη­τάς τους εις βάρος των υπο­λοί­πων» (σελ. 117).

Και αυτό το «πνεύ­μα των και­ρών» μένει ξεκρέ­μα­στο, ενώ ξέρου­με ότι ορί­ζε­ται από τους κυρί­αρ­χους κάθε επο­χής. Αφού οι κυρί­αρ­χες ιδέ­ες κάθε επο­χής είναι οι ιδέ­ες των κυρί­αρ­χων της επο­χής. Αντί αυτού προ­τι­μά­ει να χρη­σι­μο­ποιεί κατά κόρον έννοιες όπως μια απροσ­διό­ρι­στη «παγκο­σμιο­ποί­η­ση» που αυτή τη στιγ­μή ακού­γε­ται πολύ λιγό­τε­ρο (πέρα­σε η μόδα του), και μια μοδά­τη «νεω­τε­ρι­κό­τη­τα» συγκα­λύ­πτο­ντας – λιγό­τε­ρο ή περισ­σό­τε­ρο συνει­δη­τά, δεν το ξέρου­με – τη σχέ­ση αιτί­ας απο­τε­λέ­σμα­τος. Κρί­μα, για­τί το θέμα που πραγ­μα­τεύ­ε­ται παρα­μέ­νει καυ­τό χρό­νια τώρα μετά τη δημο­σί­ευ­ση του βιβλί­ου. Πάντως η προ­σέγ­γι­ση του βιβλί­ου μέχρι και σήμε­ρα παρα­μέ­νει η επι­κρα­τέ­στε­ρη στις μελέ­τες στη «Δύση» (πανε­πι­στή­μια, Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση, αλλά και σχο­λι­κά βιβλία, κλπ) γύρω από το θέμα αυτό με όλο το εναλ­λασ­σό­με­νο λεξι­λό­γιο που ανή­κει σ’ αυτό. 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο