Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώνει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα…» — Όταν ο Ελύτης συνάντησε τον Πικάσο

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ΄50 ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της συνα­ντά τον Πάμπλο Πικά­σο στο Vallauris, μια μικρή παρα­θα­λάσ­σια πόλη στη νότια Γαλ­λία. Η συνά­ντη­ση θα διαρ­κέ­σει μέρες και  θα γίνει αφορ­μή ο νέος τότε στην ηλι­κία ―και όχι ακό­μα διά­ση­μος― Έλλη­νας ποι­η­τής να γνω­ρί­σει την ανθρώ­πι­νη πλευ­ρά του παγκό­σμιου Ισπα­νού καλ­λι­τέ­χνη. Ο Ελύ­της, που θαυ­μά­ζει το μεγα­λείο της τέχνης του Πικά­σο, θα έχει την ευκαι­ρία να τον ζήσει στο εργα­στή­ριο όπου δημιουρ­γεί τα διά­ση­μα έργα του αλλά και σε απλές καθη­με­ρι­νές σκη­νές της ζωής. Εκεί, σ’ αυτές, είναι που ο Πικά­σο θα κερ­δί­σει τον θαυ­μα­σμό του Ελύ­τη για την ―«στο πεί­σμα των εκα­τομ­μυ­ρί­ων του»― απλό­τη­τά του αλλά και τη δύνα­μη του χαρα­κτή­ρα του.

ET0003Περί­που μια δεκα­ε­τία αργό­τε­ρα το περιο­δι­κό Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης (αριθ. 85 — Γενά­ρης 1962) κυκλο­φο­ρεί με ένα μεγά­λο αφιέ­ρω­μα στον Πικά­σο,  με την ευκαι­ρία του γιορ­τα­σμού της συμπλή­ρω­σης των ογδό­ντα χρό­νων του. Το αφιέ­ρω­μα μετα­ξύ άλλων περι­λαμ­βά­νει ένα κεί­με­νο του Οδυσ­σέα Ελύ­τη για το έργο του Πικά­σο, γραμ­μέ­νο το 1951 στη Γαλ­λία, στο οποίο κάνει μια πολύ μικρή ανα­φο­ρά και στη συνά­ντη­σή τους,  και το ποί­η­μά του Ωδή στον Picasso. Βλέ­πο­ντας στο τέλος του ποι­ή­μα­τος την ημε­ρο­μη­νία και τον τόπο που γρά­φτη­κε, εικά­ζου­με ότι αυτό συνέ­βη μάλ­λον κατά τη διάρ­κεια της πρώ­της συνά­ντη­σής τους (ο Πικά­σο έζη­σε στο Vallauris από το 1948 έως το 1955).

Τις ανα­μνή­σεις του από τον Πικά­σο ο Ελύ­της θα τις απο­τυ­πώ­σει αργό­τε­ρα στο βιβλίο του  Ανοι­χτά χαρ­τιά (Οδ. Ελύ­της, Το χρο­νι­κό μιας δεκα­ε­τί­ας- «Ανοι­χτά χαρ­τιά», εκδ. Ίκα­ρος). Στη συνέ­χεια παρα­θέ­του­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά απο­σπά­σμα­τα  του βιβλί­ου αυτού (με πλά­για στοι­χεία) που μετέ­φε­ρε στο δια­δί­κτυο η Αργυ­ρώ Μπο­ζώ­νη για το lifo.gr και ―ένθε­τα― το ποί­η­μα Ωδή στον Picasso και ένα μικρό από­σπα­σμα από το άρθρο του Ελύ­τη, από το αφιέ­ρω­μα της Επι­θε­ώ­ρη­σης Τέχνης.

Πάμπλο Πικάσο, Vallauris, Γαλλία, 1949. (Φωτογραφία: Gjon Mili—Time & Life Pictures/Getty Images)

Πάμπλο Πικά­σο, Vallauris, Γαλ­λία, 1949.
(Φωτο­γρα­φία: Gjon Mili—Time & Life Pictures/Getty Images)

«Το καλο­καί­ρι του ’51 που η τύχη το ‘φερε να ζήσω για δεύ­τε­ρη φορά κοντά στον Picasso (στη Γαλ­λία). Ο Picasso με το παρά­δειγ­μά του, μ’ έβγα­λε από πολ­λά συμπλέγ­μα­τα, κυρί­ως από τη δυσκο­λία συναρ­μο­γής ανά­με­σα στο Δυτι­κό και το Ανα­το­λι­κό πνεύ­μα. Ο Picasso ήταν σχε­δόν ένας αρχαί­ος Έλλη­νας κοντά μου. Μισό­γυ­μνος, γερο­δε­μέ­νος, μαυ­ρι­σμέ­νος από τον ήλιο, κατοι­κού­σε, στο πεί­σμα των εκα­τομ­μυ­ρί­ων του, σ’ ένα μικρό ταπει­νό σπι­τά­κι του Vallauris, απ’ αυτά που θυμί­ζουν τα δικά μας τα νησιώ­τι­κα. Κυκλο­φο­ρού­σε μ’ ένα βρα­κί, ζωγρά­φι­ζε, κατέ­βαι­νε στο Golf-Juan μπά­νιο, έτρω­γε τον περί­δρο­μο, κι έπε­φτε με τα τέσ­σε­ρα, για να κάνει το αλο­γά­κι στην Paloma, το μικρό του τότε κορι­τσά­κι. Την αίσθη­ση που οι Έλλη­νες είχα­νε απαρ­νη­θεί – του ήλιου και του έρω­τα στην πρώ­τη, στην αρχι­κή τους σημα­σία -, την ασκού­σε σαν παλιός μυθι­κός βασι­λιάς που το μεγα­λείο του δεν βρί­σκε­ται στην ισχύ και στην εξου­σία, αλλά στις απλές κι άνε­τες χει­ρο­νο­μί­ες του. […]

Ο Πικάσο στο εργαστήριό του. Vallauris, Γαλλία, 1953.

Ο Πικά­σο στο εργα­στή­ριό του. Vallauris, Γαλ­λία, 1953.

Ωδή στον Picasso

Α΄

Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτί­λι τρίχινο
Τρέ­χο­ντας ύστε­ρα μακρυά οι άνθρω­ποι των λατομείων
Και κάνου­νε σινιά­λα σαν τρελλοί
Και μια ριπή του ανέ­μου άξαφ­νη σέρ­νει στις ρεμ­μα­τιές τα ψάθινα
καπέ­λα τους ―
Όπως όταν
ένα βιο­λί ολο­μό­να­χο παρα­μι­λά­ει μέσα στα σκοτεινά
Μελαγ­χο­λι­κά η καρ­διά του ερω­τευ­μέ­νου ανοί­γει την Ασία της ―
Οι παπα­ρού­νες μες στη λάμ­ψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρι­να χέρια μες στις ερη­μιές που ασά­λευ­τα και τρο­με­ρά δεί­χνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνά­ζουν:
Σημαί­νουν:
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέ­χει στη σιωπή
Με θερ­μο­πί­δα­κες και με χιο­νο­στι­βά­δες πάει ψηλά ή κυλιέται
χαμη­λά και ψιθυ­ρί­ζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέμματα
Λόγια που ξεκι­νούν που­λιά και φτά­νουν «πυρ αιθόμενον»
Για­τί δεν έχει δυο στοι­χεία ο κόσμος ― δε μοιράζεται
Παύ­λε Πικασ­σό ― κ’ η χαρά με τη λύπη στο μέτω­πο του ανθρώ­που μοιά­ζουν juego de luna y arena ― σμί­γουν εκεί που ο ύπνος
Αφή­νει να μιλούν τα σώμα­τα ― εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνα­το ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυ­πε­ρά­σπι­στους κάτω απ’ τα τρο­με­ρά ρου­θού­νια του Βοριά
Για­τί έ τ σ ι μ ό ν ο υπάρχεις.

Αλή­θεια Πικασ­σό Παύ­λε υ π ά ρ χ ε ι ς
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολο­έ­να χτί­ζουν μαύ­ρες πέτρες γύρω μας ― αλλά συ γελάς
Μαύ­ρα τεί­χη γύρω μας ― αλλά συ με μιας
Ανοί­γεις πάνω τους μυριά­δες πόρ­τες και παράθυρα
Να ξεχυ­θεί στον ήλιο κεί­νη αχ η πυρό­ξαν­θη κραυγή
Που μ’ έρω­τα παρά­φο­ρο μεγα­λύ­νει και δια­λα­λεί τ’ αέρια, τα υγρά,
και τα στε­ρεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχε­ται πια κανέ­να το άλλο
Έτσι που να μη μάχε­ται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρ­χει εχτρός
Πλάι – πλάι να βαδί­ζου­νε το αρνί με το λεοντάρι
Κ’ η ζωή ―αδερ­φέ μου― ωσάν τον Γουα­δαλ­κι­βίρ των άστρων
Να κατρα­κυ­λά­ει με καθα­ρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιά­δες λεύ­γες μες στα όνει­ρά της
Χιλιά­δες λεύ­γες μες στα όνει­ρά μας…

Β΄

Έτσι μπαί­νει το μαχαί­ρι στη σάρ­κα ― κ’ η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανε­βαί­νει. Αλλά
Το τρί­ξι­μο της αψη­λής οξιάς
Στα βου­νά που ο Κεραυ­νός σεβά­στη­κε ― Αλλά και
Τα πλή­θη στις πλα­τεί­ες που τρι­κυ­μί­ζουν με μαντή­λια κόκκινα
Πρω­το­μα­γιά ―
Τα μεγά­λα μαύ­ρα μάτια σου ζεστο­βο­λούν τον κόσμο
Μέσα τους λιά­ζε­ται η Μεσό­γειος και τεντώ­νουν τον τρα­χύ λαι­μό τους
οι αίγα­γροι των βράχων
Αγε­ρο­μπα­σιά ―
Τα πλα­τειά μαλ­λια­ρά στή­θη σου σα θεια­φι­σμέ­νο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντο­μο μυθικό
Πάει κ’ έρχε­ται στ’ άσπρα χαρ­τιά, στο φως και στο σκοτάδι
Πάει κ’ έρχε­ται βουίζοντας
Και ξεση­κώ­νει χρώ­μα­τα και σχήματα
Όχι μόνο απ’ αυτά που βάζουν οι νοι­κο­κυ­ρές το μέγα Σάββατο
στα ράφια τους
Θύμη­σες φεγ­γα­ριού των αρρεβωνιασμένων
Όλο πού­λιες χρυ­σές και ρόμ­βους ρόδινους
Αλλά κι απ’ τ’ άλλα που μπο­ρεί να δει κανείς όταν τον πιάνει
ένα βαθύ μεράκι
Μέσα στα καρο­τσά­κια των παιδιών
Μέσα στις σού­στες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ’ αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχε­ντρες που δέρ­νο­νται με τη νοτιά
Ή ακό­μη μες στα δάση των Ηπεί­ρων τ’ απέραντα
― Πέφτο­ντας η νύχτα ―
Όταν οι μαύ­ροι σταυ­ρο­πό­δι γύρω απ’ τη φωτιά ψάλ­λουν όλοι μαζί
το «αλλη­λού­ϊα» με τις φυσαρμόνικες…

Τ’ είναι αυτό λοι­πόν που δεν καί­γε­ται ― τ’ είναι αυτό που αντέχει
Στα μεγά­λα υψί­πε­δα του Έρω­τα, στα χαμέ­να μνη­μεία των Αζτέκων
Στο λει­ψό φεγ­γά­ρι, στον γεμά­το ακαν­θο­φό­ρο ήλιο ― τ’ είναι
αυτό που δε λέγεται
Όμως κάπο­τε σε στιγ­μές περίσ­σειας θεϊ­κής φανερώνεται
Πικασ­σό: με το θάμπος που ξεχύ­νει ο Γαλα­ξί­ας στο άπειρο
Πικασ­σό: με το πεί­σμα που γυρ­νά­ει κατά τον Βορ­ρά η μαγνη­τι­κή βελόνα
Πικασ­σό: καθώς καί­ει ο χάλυ­βας μες στα χυτήρια
Πικασ­σό: καθώς χάνε­ται στα βάθη ένα θωρη­κτό ανοι­κτής θαλάσσης
Πικασ­σό: μες στο ασύμ­με­τρο της υπερ­ρε­α­λι­στι­κής χλωρίδας
Πικασ­σό: μες στο ευσύ­νο­πτο της χιλιο­με­τρι­κής πανίδας
Πικασ­σό: Παλόμα
Πικασ­σό: Ιπποκένταυρε
Πικασ­σό: Guernica

Γ΄

Νικά η περή­φα­νη καρ­διά τα μαύ­ρα σκό­τη ― και τον γόρδιο
κόβει δεσμό των πραγ­μά­των καθώς ξίφος η περή­φα­νη καρδιά
Είναι σπου­δαίο πράγ­μα ο άνθρω­πος, μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στά­χυα  όταν οσφραί­νο­νται τον ουρανό
Είναι η κοπέ­λα που κυτ­τά­ει μέσα στα μάτια πάλι τον αγα­πη­μέ­νο της
Είναι η γλυ­κιά κοπέ­λα που λέει «σ’ αγαπώ»
Την ώρα που οι μεγά­λες πολιτείες
Γυρί­ζο­ντας αργά πάνω στον άξο­νά τους
Δεί­χνουν τετρά­γω­να παρά­θυ­ρα κακοφωτισμένα
Λεί­ψα­να παλιών ανθρώ­πων με τρι­γω­νι­κά κεφά­λια που στριφογυρίζουν
τόνα μάτι τους
Κλί­μα­κες μες στις κλί­μα­κες δια­δρό­μους μες στους διαδρόμους
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Ο μισός αλο­γάν­θρω­πος ο απα­γω­γέ­ας καλ­πά­ζει ― κ’ η γυναίκα
με τη γιγα­ντιαία πατούσα
Στον αέρα ― τεντώ­νει τα ορι­ζό­ντια μπρά­τσα της
Έτη μετά Χρι­στόν πικρά
Παρά λίγη καρ­διά θάταν ο κόσμος άλλος
Θάτα­νε άλλη του κόσμου η εκκλησιά
Όμως να ― ο καλός Σαμα­ρεί­της κλαί­ει λησμο­νη­μέ­νος και στα
πόδια του πάλι δένει ρίζα παμπά­λαιη δρακοντιά

Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύ­λε Πικασσό
Πικασ­σό Παύ­λε που μες στ’ αμά­ρα­ντα μάτια σου
Χώρε­σες όσα δε μπό­ρε­σε να χωρέ­σει ο Θεός μέσα σ’ εκατομμύρια
στρέμ­μα­τα φυτε­μέ­νης γης
Δου­λεύ­εις το πινέ­λο σου σα να τραγουδάς
Σα να χαϊ­δεύ­εις λύκους ή σα να κατα­πί­νεις πυρκαγιές
Σα να πλα­γιά­ζεις νύχτα – μέρα με μια γυναί­κα νυμφομανή
Σα να πετάς πορ­το­καλ­λό­φλου­δες στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελοχαϊδεμένε
Πικασ­σό Παύ­λε αρπά­ζεις τον Θάνα­το από τους καρ­πούς των χεριών
Και τον παλεύ­εις ωσάν ωραίο κ’ ευγε­νι­κό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκεί­νος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρ­νεις περ­νάς αφή­νεις ξαναπιάνεις
Λου­λού­δια, ζώα, φιλιά, ευω­διές, κοπριές, κοτρώ­νια και διαμάντια
Για να τα εξι­σώ­σεις όλα μέσα στο άπει­ρο καθώς η ίδια η κίνη­ση της γης που μας έφε­ρε και που θα μας πάρει
Και ζωγρα­φί­ζεις για σένα και για μένα
Και ζωγρα­φί­ζεις για όλους τους συντρό­φους μου
Και ζωγρα­φί­ζεις για όλα τα χρό­νια που πέρα­σαν που περ­νούν και
που θα περάσουν!

Golfe Juan 1948

Ο Πικάσο στο εργαστήριό του. Vallauris, Γαλλία, 1949. (Φωτογραφία: Gjon Mili—Time & Life Pictures/Getty Images)

Ο Πικά­σο στο εργα­στή­ριό του. Vallauris, Γαλ­λία, 1949.
(Φωτο­γρα­φία: Gjon Mili—Time & Life Pictures/Getty Images)

»Σε μια μεγά­λη ξύλι­νη παρά­γκα, λίγα μέτρα πιο κάτω, που τη χρη­σι­μο­ποιού­σε για εργα­στή­ριο γλυ­πτι­κής, έβρι­σκες έναν άλλο θησαυ­ρό βγαλ­μέ­νον από τα ίδια μυθι­κά μεσο­γεια­κά βάθη, αρχέ­τυ­πα της κου­κου­βά­γιας, σ’ όλα τα πιθα­νά μεγέ­θη και σχή­μα­τα, της κατσί­κας, που κατά­φερ­νε να ενσω­μα­τώ­σει μπου­κά­λες και τενε­κέ­δες και τρύ­πια πανέ­ρια, όλα τα τυχαία ευρή­μα­τα μιας έρη­μης ακρο­για­λιάς, που ακό­μη δια­τη­ρού­σα­νε, θα ‘λεγες, επά­νω τους τη φρέ­σκια κάψα του μεση­με­ριού και τη γεύ­ση της άρμης, τέλος, άλλα μικρά ζώα και πετού­με­να, ψαρά­κια, κοκό­ρια, περι­στέ­ρια. «Όταν είναι νύχτα να ονει­ρεύ­ε­σαι, αλλά όταν ξημε­ρώ­νει ν’ ανοί­γεις το παρά­θυ­ρο διά­πλα­τα», έλε­γε. «Όλα τα πράγ­μα­τα του κόσμου έχουν δικαί­ω­μα στο φως». Και μια μέρα που του κλαι­γό­μου­να για την κατά­στα­ση στην Ελλά­δα με κοί­τα­ξε με τα μεγά­λα μαύ­ρα μάτια του αυστη­ρά: «Να τα βλέ­πεις κι από την άλλη τους όψη τα πράγ­μα­τα», μου είπε. «Αν δεν ήτα­νε συντη­ρη­τι­κά τα καθε­στώ­τα πώς θα μπο­ρού­σα­με του λόγου μας να ‘μαστε επα­να­στά­τες;», και ξέσπα­σε σε δυνα­τά γέλια, για να μην κατα­λά­βω αν μιλά­ει σοβα­ρά ή αστειεύεται…

Αυτόγραφο του Πικάσο με σκίτσο, αφιερωμένο στον Οδυσσέα Ελύτη (Από το αφιέρωμα της Επιθ. Τέχνης)

Αυτό­γρα­φο του Πικά­σο με σκί­τσο, αφιε­ρω­μέ­νο στον Οδυσ­σέα Ελύ­τη
(Από το αφιέ­ρω­μα της Επιθ. Τέχνης)

«(…) να μιλάς γι’ αυτά που αγα­πάς, γι’ αυτά μονά­χα, με τα ελά­χι­στα μέσα που δια­θέ­τεις, αλλ’ από την ευθεία οδό, την οδό της Ποί­η­σης. Ένστι­κτο ποι­η­τι­κό, ένστι­κτο βαθύ­τα­τα δημιουρ­γι­κό, αυτό που βάζει τους απλούς ανθρώ­πους, χωρι­κούς και ψαρά­δες, να στή­νουν με ταπει­νή χαρά τα σπι­τι­κά και τα καρά­βια τους. Ιδού λοι­πόν ότι και αυτός ο μεγά­λος άνθρω­πος του λαού στή­νει τα έργα του και τα θέλει χ ρ ή σ ι μ α, όπως ακρι­βώς τα καρά­βια και όπως ακρι­βώς τα σπί­τια. Για­τί ναι, μπο­ρείς να τα κατοι­κή­σεις αυτά τα έργα, μπο­ρείς να ζεστα­θείς στην ανθρώ­πι­νη θέρ­μη τους ή να ταξι­δέ­ψεις στην πλώ­ρη τους που βυθί­ζε­ται με σιγου­ριά στο μέλλον.

Και μόνο να τ’ ατε­νί­ζεις, αισθά­νε­σαι σιγά-σιγά, να δια­μορ­φώ­νε­ται κάπου αλλού ένας χώρος ιδα­νι­κός, ευλο­γη­μέ­νος από το πνεύ­μα της γονι­μό­τη­τας, όπου η Θεά Αίγα ορθή βασι­λεύ­ει ανά­με­σα στα τρα­χειά βρά­χια, στα θάμνα και στις θάλασ­σες. Κόσμος υπέρ­τα­της απλό­τη­τας, όπου τη νύχτα οι κου­κου­βά­γιες στη­λώ­νουν τα μάτια τους ορθά­νοι­χτα και όπου την ημέ­ρα, οι με χίλιους τρό­πους ιστο­ρη­μέ­νες μορ­φές σε ξανα­ο­δη­γούν, άθε­λά σου, από την πολ­λα­πλό­τη­τα του κόσμου στη μια του και μόνη ουσία. 

Πάμπλο Πικάσο, Vallauris, Γαλλία, 1949. (Φωτογραφία: Gjon Mili—Time & Life Pictures/Getty Images)

Πάμπλο Πικά­σο, Vallauris, Γαλ­λία, 1949.
(Φωτο­γρα­φία: Gjon Mili—Time & Life Pictures/Getty Images)

Είτε Vallauris λοι­πόν τον ονο­μά­σου­με αυτόν τον χώρο είτε «ανθρώ­πι­νη περη­φά­νεια», τον βλέ­που­με να υπάρ­χει εκεί, δοσμέ­νος μια για πάντα, σαν ένα είδος «επι­κρά­τειας της ψυχής» όπου η δου­λο­φρο­σύ­νη δεν έχει καμιά θέση, όπου το διπλό παι­χνί­δι απο­βαί­νει αδύ­να­το και η έχτρα κάτι το αδια­νό­η­το. Είναι ο χώρος που όπως είπα­με στην αρχή, αντι­στοι­χεί στο σύνο­λο από τις κινή­σεις που χαρα­κτη­ρι­στι­κά κινη­το­ποιεί ο Πικασ­σό για ν’ ατε­νί­σει κατά πρό­σω­πο την επο­χή του. Αλλά είναι συνά­μα ―και αυτό έχει σημα­σία― το ύστα­το σημείο όπου το φως του ήλιου και το αίμα του ανθρώ­που δεν απο­τε­λούν παρά ένα και το ίδιο πράγμα.»

Οδ. Ελύ­της: “Η σημα­σία της «αντι­στοι­χί­ας» στο έργο του Picasso”
Επι­θε­ώ­ρη­ση Τέχνης, 1/1962

Μουσείο “Musée National Picasso” στο Vallauris, Γαλλία.

Μου­σείο “Musée National Picasso” στο Vallauris, Γαλλία.

»Μιαν άλλη φορά, ένα μεση­μέ­ρι, με πήρε απ’ το μπρά­τσο και κάνα­με όλη τη δια­δρο­μή της αμμου­διάς. «Κοι­τάξ­τε, κοι­τάξ­τε», μου έκα­νε κάθε τόσο κι έδει­χνε με το δάχτυ­λο μπρο­στά τις κατα­μέ­λα­ψες ξαν­θές που κυκλο­φο­ρού­σα­νε με πελώ­ριους φελ­λούς στα πόδια και πελώ­ριες ψάθες στο κεφά­λι και σχε­δόν τίπο­τε άλλο… «Έτσι είναι και σε σας στην Ελλά­δα; Τις άτι­μες… έχουν το διά­ο­λο μέσα τους…». Φαι­νό­τα­νε περισ­σό­τε­ρο ένας μάγκας στα δεκα­ε­φτά του χρό­νια παρά ένας ένδο­ξος στα εβδο­μή­ντα του. Και μόνον η φυσι­κή μου δει­λία μ’ εμπό­δι­ζε να του φωνά­ξω πόσο τον παρα­δέ­χο­μαι τέτοιον που είναι, τι τερά­στιο μάθη­μα δίνει με το παρά­δειγ­μά του στους σοβα­ρο­φα­νείς (τους δικούς μας προ­πά­ντων), τι συνέ­πεια ανά­με­σα στα καθη­με­ρι­νά του «χού­για» και στα «χού­για» της τέχνης του… Ήμου­να τρο­με­ρά κολα­κευ­μέ­νος να παρα­κο­λου­θώ στις πιο ιδιω­τι­κές του στιγ­μές έναν άνθρω­πο που πολ­λοί αγω­νί­ζο­νταν μήνες, μόνο και μόνο για να του σφί­ξουν το χέρι…». 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Πάμπλο Πικά­σο: «Η προ­σχώ­ρη­σή μου στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα είναι η λογι­κή συνέ­πεια όλης μου της ζωής»

Guernica

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο