Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν η Μαρία Δημητριάδη τραγούδησε στην Κούβα «του γνήσιου επαναστάτη λαού, που πονάει για τους πόνους όλου του κόσμου»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Η Μαρία Δημη­τριά­δη ήταν άνθρω­πος ανή­συ­χος και βαθιά πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νη καλ­λι­τέ­χνης. Με την τέχνη της και με τη στά­ση της στη ζωή στρα­τεύ­τη­κε στο πλευ­ρό αυτών «που δεν σηκώ­νουν τ’ άδι­κο», στις γραμ­μές των αγώ­νων του λαού μας, για ζωή με δικαιώ­μα­τα και για ένα καλύ­τε­ρο αύριο. Στά­θη­κε ατα­λά­ντευ­τη στις επι­λο­γές της ακό­μα κι όταν αυτό της κόστι­σε  βαρύ προ­σω­πι­κό τίμη­μα. Δεν μάσα­γε τα λόγια της και τα υπο­στή­ρι­ζε με πρά­ξεις σε επο­χές που πολ­λοί καλ­λι­τέ­χνες εξα­γό­ρα­ζαν τη σιω­πή ή τη συνερ­γα­σία τους με το σύστη­μα με προ­σο­δο­φό­ρα ανταλλάγματα.

Τέλη Ιού­λη με αρχές Αυγού­στου του 1978 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στην πρω­τεύ­ου­σα της Κού­βας, Αβά­να, το 11ο Παγκό­σμιο Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας και Φοι­τη­τών. 18500 χιλιά­δες νέοι και νέες από 145 χώρες, που αντι­προ­σώ­πευαν 2000 οργα­νώ­σεις δια­φό­ρων πολι­τι­κών, ιδε­ο­λο­γι­κών και θρη­σκευ­τι­κών πεποι­θή­σε­ων, συγκε­ντρώ­θη­καν κάτω από τις σημαί­ες της αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης, της ειρή­νης και της φιλί­ας και απο­λαμ­βά­νο­ντας την φιλο­ξε­νία του κου­βα­νι­κού λαού γνω­ρί­στη­καν μετα­ξύ τους, αντάλ­λα­ξαν κουλ­τού­ρα και πολι­τι­σμό και συζή­τη­σαν για τα προ­βλή­μα­τα και τις δυσκο­λί­ες που αντι­με­τω­πί­ζουν καθώς και την προ­ο­πτι­κή της πάλης τους για ένα καλύ­τε­ρο παρόν και μέλλον.

Στην ελλη­νι­κή αντι­προ­σω­πεία που ταξί­δε­ψε στην Κού­βα συμ­με­τεί­χαν και καλ­λι­τέ­χνες, ανά­με­σα στους οποί­ους οι ερμη­νεύ­τριες Μαρία Δημη­τριά­δη και Μαρία Φαρα­ντού­ρη και ο μου­σι­κο­συν­θέ­της και δεξιο­τέ­χνης της κιθά­ρας Νότης Μαυρουδής.

Όπως είναι φυσι­κό η Μαρία Δημη­τριά­δη είδε στο νησί της επα­νά­στα­σης αυτά που ένας απλός καθη­με­ρι­νός του­ρί­στας δεν θα δει με την πρώ­τη ματιά, πέρα και πίσω από τα παλιο­μο­δί­τι­κα αυτο­κί­νη­τα και τους ξεβαμ­μέ­νους τοί­χους των κτι­ρί­ων που,  για συγκε­κρι­μέ­νους λόγους (οικο­νο­μι­κός απο­κλει­σμός – εμπάρ­γκο από ΗΠΑ-ΕΕ κλπ) βρί­σκο­νται όπως είναι. Το παρα­κά­τω κεί­με­νο είναι οι εντυ­πώ­σεις της από την Κού­βα. Δημο­σιεύ­τη­κε στον Ριζο­σπά­στη τον Αύγου­στο του 1978, μόλις επέ­στρε­ψε η ελλη­νι­κή απο­στο­λή, στο πλαί­σιο ρεπορ­τάζ για το 11ο Παγκό­σμιο Φεστι­βάλ Νεο­λαί­ας και Φοιτητών.

Η Μαρία Δημη­τριά­δη «έφυ­γε» νωρίς. Όμως, αν και έσβη­σε η φυσι­κή της παρου­σία, υπάρ­χουν πολ­λοί λόγοι, εκτός από τα τρα­γού­δια της, για να τη θυμό­μα­στε και για να κάνουν πιο «ηχη­ρή» την απου­σία της. Όπως αυτό το κείμενο.

Μοτί­βο της Επανάστασης

«Κάθε Κου­βα­νός κι ένας εργά­της του Φεστι­βάλ». Μ’ αυτό το σύν­θη­μα από τους πιο­νέ­ρους ως τους γέρους και τις γριές, δού­λε­ψαν οι Κου­βα­νέ­ζοι περισ­σό­τε­ρο απ’ όλες τις επι­τρο­πές για το Φεστιβάλ.

Βάψα­νε χρω­μα­τι­στά τα σπί­τια τους, κρέ­μα­σαν φανα­ρά­κια και στο­λί­δια, βγή­καν στους δρό­μους και χόρε­ψαν, τρα­γού­δη­σαν, αγκά­λια­σαν τους νεο­λαί­ους όλου του κόσμου με την τρυ­φε­ρό­τη­τα και την αγά­πη του γνή­σιου επα­να­στά­τη λαού, που πονά­ει για τους πόνους όλου του κόσμου, που «στο μάγου­λό του νοιώ­θει τα ραπί­σμα­τα που δίνο­νται στο μάγου­λο οποιου­δή­πο­τε ανθρώ­που στη γη» (Χοσέ Μαρτί).

Αυτοί οι άνθρω­ποι μας φιλο­ξέ­νη­σαν στο σπί­τι τους, στην Κού­βα, όμοια με παι­διά τους.

Τι να πρω­το­α­να­φέ­ρω; Για τι να πρωτομιλήσω;

Για τους στρα­τιώ­τες στα φορ­τη­γά αυτο­κί­νη­τα, με τις κόκ­κι­νες σημαί­ες και τις υψω­μέ­νες γρο­θιές. Για τους αστυ­φύ­λα­κες που μας έδι­ναν νερό, μας σερ­βί­ρι­ζαν καφέ και χόρευαν τα βρά­δια μαζί μας στις φιέστες!

Για τα 6.000.000 των φρου­ρών της επα­νά­στα­σης! Τους σεντε­ρί­στες! Με τα γρα­φεία τους σε κάθε γει­το­νιά, άγρυ­πνοι φύλα­κες του δίκιου και της ανθρώ­πι­νης υπό­στα­σης, νοιά­ζο­νται κάθε στιγ­μή για οποιο­δή­πο­τε πρό­βλη­μα, την υγεία, τα παι­διά, ως την ίδια την Επα­νά­στα­ση που δώσαν τον όρκο τους γι’ αυτήν, τότε που οι Αμε­ρι­κά­νοι απο­φά­σι­σαν να πνί­ξουν τη λευ­τε­ριά της Κού­βας. Τον έδω­σαν και τον κρα­τά­νε κάθε ώρα και κάθε στιγμή.

Αυτός ο επα­να­στά­της κου­βα­νέ­ζι­κος λαός που ανοί­γει μεγα­λό­φω­νο διά­λο­γο με τον σύντρο­φο Φιντέλ στην Πλα­τεία της Επα­νά­στα­σης, αυτός ήταν ο πρω­τα­γω­νι­στής του 11ου Φεστι­βάλ, η σημα­ντι­κό­τε­ρη ανά­μνη­σή μου.

Τα κόκ­κι­να κλα­μέ­να του μάτια όταν μας απο­χαι­ρε­τού­σε μας έδι­ναν την υπό­σχε­ση πως θάναι πάντα με το μέρος των κατα­πιε­σμέ­νων σ’ όλα τα μήκη και τα πλά­τη της γης, όποια ώρα κι αν χρειαστεί.

Η πολι­τι­στι­κή πλευ­ρά του Φεστι­βάλ και η ελλη­νι­κή αντιπροσωπεία

Η πολι­τι­στι­κή αντι­προ­σω­πεία κάθε χώρας είχε πολυά­ριθ­μες δυνα­τό­τη­τες έκφρα­σης στο Φεστι­βάλ της Αβά­νας. Υπήρ­χε Κέντρο Κινη­μα­το­γρά­φου, Μου­σι­κή Δωμα­τί­ου, Πολι­τι­κό Τρα­γού­δι, Λαϊ­κό, Δημο­τι­κό, Χοροί ακό­μα και «Γκα­λά» σε τερά­στια θέα­τρα για μια μόνο χώρα κάθε φορά.

Η ελλη­νι­κή αντι­προ­σω­πεία, ρίχνο­ντας το κεντρι­κό βάρος στο πολι­τι­κό (πολ­λές νεο­λαί­ες, πολυά­ριθ­μες εκπρο­σω­πή­σεις) στέ­ρη­σε από την Ελλά­δα πολ­λές απ’ αυτές τις δυνατότητες.

Στα 110 άτο­μα οι 5 ήταν καλ­λι­τε­χνι­κή αντι­προ­σω­πεία, σε αντι­στοι­χία με άλλες χώρες ― 80 άτο­μα, 30 καλ­λι­τέ­χνες (Κύπρος). Έτσι μπο­ρέ­σα­με και λάβα­με μέρος σε τρεις μόνο από τις καλ­λι­τε­χνι­κές εκδη­λώ­σεις του Φεστιβάλ.

Τρα­γου­δή­σα­με στο θέα­τρο «Ακα­πούλ­κο» που κάθε μέρα παρου­σί­α­ζε πολι­τι­κό τρα­γού­δι απ’ όλες τις χώρες, τη δεύ­τε­ρη μέρα του Φεστι­βάλ, μαζί με την Κού­βα, τις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, τη Βρα­ζι­λία και την Αγκό­λα. Σε κεί­νη τη συναυ­λία τρα­γού­δη­σα τον «Τσε» του Μάνου Λοΐ­ζου, τη «Χιλή» των Θάνου Μικρού­τσι­κου – Φώντα Λάδη, ένα τρα­γού­δι του Χιλια­νού Βίκτωρ Χάρα κι ένα νησιώ­τι­κο μοιρολόι.

Η δεύ­τε­ρη εκδή­λω­ση του Φεστι­βάλ που λάβα­με μέρος ήταν ένα δίω­ρο ελλη­νι­κό πρό­γραμ­μα στο «Μάσκα­ρα» θέα­τρο. Εκεί τρα­γού­δη­σα τρα­γού­δια του Μικρού­τσι­κου σε ποί­η­ση Χικ­μέτ, την «Κύπρο» και τη «Χιλή» Μικρού­τσι­κου – Λάδη, τον «Τσε» του Λοΐ­ζου, λαϊ­κά του Μ. Χατζι­δά­κι, δημο­τι­κά τρα­γού­δια (ηπει­ρώ­τι­κο, νησιώ­τι­κο, κλέ­φτι­κο) και αντάρτικο.

Η τρί­τη εκδή­λω­ση ήταν στη μου­σι­κή δωμα­τί­ου όπου έλα­βε μέρος ο Ν. Μαυρουδής.

Σημα­ντι­κό θεω­ρώ το ότι τρα­γού­δη­σα σε συνα­ντή­σεις με άλλες νεο­λαί­ες (βουλ­γα­ρι­κή, Γερ­μα­νι­κής Λ.Δ.). Ακό­μα το ότι η βρα­διά πολι­τι­κού τρα­γου­διού στο «Ακα­πούλ­κο» μετα­δό­θη­κε από την τηλε­ό­ρα­ση και ότι συνέ­ντευ­ξή μου στο ραδιό­φω­νο πλαι­σιώ­θη­κε  από το τρα­γού­δι «Ξελα­σπώ­στε το μέλ­λον» από τη Σπου­δή του Μαγια­κόφ­σκι του Θ. Μικρού­τσι­κου, παρ­μέ­νο από το δίσκο. Παρό­λα αυτά νομί­ζω ότι υπήρ­χαν περι­θώ­ρια η ελλη­νι­κή αντι­προ­σω­πεία όχι μόνο να περι­λαμ­βά­νει πλή­ρες μου­σι­κό συγκρό­τη­μα, αλλά ακό­μη και θία­σο αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, δεδο­μέ­νου ότι για να γίνει ένα Γκα­λά απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ήταν να υπάρ­χει καλ­λι­τε­χνι­κή αντι­προ­σω­πεία μίνι­μουμ 50 ατόμων!

Κου­βα­νέ­ζι­κη μουσική

Σίγου­ρα δεν υπήρ­χε ο χρό­νος και ο τρό­πος για να βγει ολο­κλη­ρω­μέ­νη εικό­να της κου­βα­νέ­ζι­κης μου­σι­κής. Από προ­σω­πι­κές εντυ­πώ­σεις έχω να πω τα παρα­κά­τω: Τα κου­βα­νέ­ζι­κα τρα­γού­δια στην πλειο­ψη­φία τους είναι φολ­κλο­ρι­κά νοτιο­α­με­ρι­κά­νι­κα μοτί­βα (μελω­δία – ρυθ­μός) με στί­χους απλούς και λυρι­κούς που περιε­χό­με­νό τους είχαν πάντα την Επα­νά­στα­ση. Συχνά συνα­ντιό­ταν και­νούρ­γιο περιε­χό­με­νο σε κλα­σι­κές φολ­κλο­ρι­κές μελωδίες.

Νέα τάση ανά­πτυ­ξης και προ­ώ­θη­σης της κου­βα­νέ­ζι­κης μου­σι­κής είναι το κίνη­μα της «Νου­έ­βα Τρό­βα» με 1.100 μέλη που απο­τε­λούν και την οργα­νι­κή δια­νό­η­ση της Κού­βας στον τομέα της μουσικής.

Τα τρα­γού­δια των δημιουρ­γών της «Νου­έ­βα Τρό­βα» είναι πρώ­τα απ’ όλα ολο­κλη­ρω­μέ­νες συν­θέ­σεις, χαρα­κτη­ρί­ζο­νται από μελω­δι­κή ευκι­νη­σία και αρμο­νι­κή πολυ­πλο­κό­τη­τα, στη­ρί­ζο­νται σε μια αρκε­τά αφο­μοιω­μέ­νη παρά­δο­ση και το περιε­χό­με­νό τους είναι πολι­τι­κό, σύν­θε­το και προ­χω­ρη­μέ­νο, απαλ­λαγ­μέ­νο στην πλειο­ψη­φία του από συνθηματολογία.

Αυτές είναι προ­σω­πι­κές εντυ­πώ­σεις από το «άκου­σμα» εκπρο­σώ­πων της «Νου­έ­βα Τρό­βα», μα περισ­σό­τε­ρο από άκου­σμα δίσκων που μπό­ρε­σα και έφε­ρα, με ιδιαί­τε­ρη προ­τί­μη­ση στον Πάμπλο Μιλανέζ.

Πάντως η μου­σι­κή στην Κού­βα είναι άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη με το λαό και λει­τουρ­γεί ιδιαί­τε­ρα. Αρκεί να πού­με ότι μες στην Αβά­να υπάρ­χουν 1.200 ορχή­στρες όλων των ειδών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο