Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Όταν μεγαλώσουν τα παιδιά μας να τα διδάξεις ν’ αγαπήσουν το Λαό, να παλεύουν για τα συμφέροντά του…»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Μετά τη συμ­φω­νία της Βάρ­κι­ζας οι κομ­μου­νι­στές κρα­τού­με­νοι των φυλα­κών Κέρ­κυ­ρας ήταν στην πλειο­ψη­φία τους θανα­το­ποι­νί­τες κατα­δι­κα­σμέ­νοι με βάση το Γ΄ Ψήφι­σμα του 1946. Μόνο από το 1947 μέχρι και το 1950 εκτε­λέ­στη­καν εκεί 112 κομ­μου­νι­στές που αρνή­θη­καν να υπο­γρά­ψουν «δήλω­ση». Οι εκτε­λέ­σεις γινό­ντου­σαν στο Λαζα­ρέ­το, ένα μικρό νησά­κι σε κοντι­νή από­στα­ση απέ­να­ντι από την Κέρκυρα.

Κάθε που οι δεσμο­φύ­λα­κες έπαιρ­ναν αγω­νι­στές για εκτέ­λε­ση, οι σύντρο­φοί τους διέ­δι­δαν με τα χωνιά την είδη­ση για να μαθευ­τεί σε όλες τις ακτί­νες της φυλα­κής. Ο αγω­νι­στής Λάμπρος Κασ­σε­λού­ρης, φυλα­κι­σμέ­νος στην Κέρ­κυ­ρα απ’ τον Αύγου­στο του 1946, στο βιβλίο του Της Λευ­τε­ριάς οι Αθά­να­τοι (Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1982) δίνει συγκλο­νι­στι­κές περι­γρα­φές για το πώς ζού­σαν οι μελ­λο­θά­να­τοι, για την οργά­νω­ση της πάλης τους μέσα στη φυλα­κή, για τις τελευ­ταί­ες τους στιγ­μές λίγο πριν πάρουν το δρό­μο για την εκτέ­λε­ση· στιγ­μές ανεί­πω­του ηρω­ι­σμού και μεγα­λεί­ου των παι­διών του λαού που έπε­σαν για μια Ελλά­δα λεύ­τε­ρη και ανε­ξάρ­τη­τη, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση, με τον λαό στο τιμόνι.

Ο Απο­στό­λης Μου­στά­κας και ο Ηλί­ας Λιά­κου­ρας λίγο πριν την εκτέ­λε­ση, απο­χαι­ρε­τώ­ντας τους συντρό­φους τους τους παρα­δί­νουν γράμ­μα­τα για τους δικούς τους. Η τελευ­ταία τους επι­θυ­μία είναι τα γράμ­μα­τα να φτά­σουν στα χέρια  τους. Το γράμ­μα του Ηλία Λιά­κου­ρα στη γυναί­κα του συγκλο­νί­ζει. Από το βιβλίο του Λάμπρου Κασ­σε­λού­ρη το από­σπα­σμα που ακολουθεί.

Πιο πέρα ανοί­γουν άλλο κελί και καλούν να περά­σουν άλλοι δυο απ’ εκεί. Ο πρώ­τος είναι ο Λιά­κου­ρας Ηλί­ας του Αθα­να­σί­ου από την Ασω­πία Θήβας 27 χρο­νών, παντρε­μέ­νος με 2 παι­διά. Ο δεύ­τε­ρος είναι ένας ηλι­κιω­μέ­νος τσα­γκά­ρης από την Πετρού­πο­λη Αθή­νας, ο Μου­στά­κας Απο­στό­λης του Ανδρέα. Ο Απ. Μου­στά­κας περί­που 45 χρο­νών, ήταν ένας απλός αγω­νι­στής με μεγά­λη καρ­διά. Θυμά­μαι προ­σω­πι­κά ότι στην επί­σκε­ψή του στη Ι’ αχτί­να στις 25 Μάρ­τη ’48 μας είπε σε μία παρέα ότι στην Αίγι­να είχαν πέσει οι συγκρα­τού­με­νοί του. Τώρα παι­διά, κατέ­λη­ξε, τού­τες τις μέρες περι­μέ­νω και εγώ τη δική μου σει­ρά. Τα λόγια του ήταν τόσο ήρε­μα, λες και μας πλη­ρο­φο­ρού­σε ότι θα πάει μετα­γω­γή. Ο τρί­τος στο κελί που μένουν είναι ο ισο­βί­της Παντε­λής Κουρ­τί­δης από το Ν Σερ­ρών. Σ’ αυτόν παρά­δο­σαν τα τελευ­ταία γράμ­μα­τά τους τού­τη τη στιγ­μή: «Δεν ξέρω τι θα κάνε­τε συνα­γω­νι­στή, του λέει ο Ηλ. Λιά­κου­ρας, αυτά τα γράμ­μα­τα θέλου­με να φτά­σουν στα σπί­τια μας. Αυτή είναι η τελευ­ταία μας επι­θυ­μία από σένα». Τον φίλη­σαν και βγήκαν.

Πρώ­τος μίλη­σε ο Ηλ. Λιά­κου­ρας, «Σύντρο­φοι, δεν ξέρω πολ­λά για να σας πω. Σας λέω μονά­χα τού­τα. Ο αγώ­νας μας είναι τίμιος και ηθι­κός. Γι’ αυτό κρα­τά­τε ψηλά τη σημαία του. Όσοι θα ζήσε­τε, να φρο­ντί­σε­τε τα ορφα­νά παι­διά μας. Ζήτω το κόμ­μα, ζήτω η νίκη του Λαού». Κι εγώ λέει ο Απ. Μου­στά­κας, αφή­νω την αγά­πη μου στο λαό και στο Κόμ­μα μας και τα χαι­ρε­τί­σμα­τά μου στους τσα­γκά­ρη­δες της Αθήνας.

Τρεις φορές επι­χεί­ρη­σε ο Π. Κουρ­τί­δης να δια­βά­σει αυτά τα γράμ­μα­τα, αλλά και τις τρεις δεν τα απο­τέ­λειω­σε από συγκί­νη­ση, όπως μου διη­γή­θη­κε, προ­τού τα στεί­λει έξω με τον παρά­νο­μο δρόμο.

Τα γράμ­μα­τα αυτά φτά­σαν στον προ­ο­ρι­σμό τους. Μα ο Κουρ­τί­δης που τα ‘στει­λε δεν το γνω­ρί­ζει. Το ένα, του Ηλία Λιά­κου­ρα το έχω τώρα σε φωτο­α­ντί­γρα­φο. Βρέ­θη­κε στα χέρια της γυναί­κας του που ζει με τα παι­διά της στο Περι­στέ­ρι Αττι­κής. Το παραθέτω.

«Κέρ­κυ­ρα 48»

Αγα­πη­τή μου γυναί­κα, γεια σου.

Γεια σου για πάντα. Για­τί άλλο γράμ­μα απ’ αυτό δεν πρό­κει­ται να ξανα­λά­βεις. Αγά­πη μου όταν, όταν θα λάβεις και δια­βά­σεις το γράμ­μα μου αυτό θέλω να κάνεις πέτρα την καρ­διά σου για να μπο­ρέ­σεις να συνε­χί­σεις αυτόν τον άνι­σο αγώ­να που έκα­να κι εγώ μέχρι σήμε­ρα, που για το μεγα­λείο του αγώ­να αυτού έπε­σαν χιλιά­δες μάρ­τυ­ρες, μα δεν πρό­δο­σαν, για να κατα­χτή­σουν αυτά τα ιδα­νι­κά που λέγο­νται Λευ­τε­ριά, Δημο­κρα­τία, Ανε­ξαρ­τη­σία! Επί­σης αγά­πη μου όταν δια­βά­σεις το γράμ­μα μου δεν θέλω να κλά­ψεις, ούτε και να πονέ­σεις. Θέλω να είσαι υπε­ρή­φα­νη και να κρα­τάς πάντα το κεφά­λι ψηλά σαν τίμια Ελλη­νί­δα και σαν γυναί­κα ενός ήρωα που πολε­μώ­ντας έπε­σε από τα δολο­φο­νι­κά βόλια τον προ­δο­τών, μόνο και μόνο να κάνει ευτυ­χι­σμέ­νο το Λαό και εσέ­να. Τού­λα μου η σκλη­ρή πάλη θέλη­σε να μας χωρί­σει για πάντα. Φρό­ντι­σε ν’ απο­κα­τα­στή­σεις τα αγα­πη­μέ­να μας παι­διά, ζητώ­ντας πάντο­τε την βοή­θεια και τη συμ­βου­λή της οργά­νω­σης του τιμη­μέ­νου Κόμ­μα­τος που άνη­κα, του ΚΚΕ.

Τού­λα μου μια μέρα που θα μεγα­λώ­σουν τα παι­διά μας και ρωτή­σουν εάν είχα­νε πατέ­ρα, θέλω να καθή­σεις να τους πεις την ιστο­ρία μου τόσο καλά που να μην την ξεχά­σουν ποτέ στη ζωή τους.

Τού­λα μου όσο για τη μελ­λο­ντι­κή σου ζωή σου δίνω το ελεύ­θε­ρο να σκε­φτείς το πώς θα πρέ­πει να ζήσεις έχο­ντας πάντα σαν γνώ­μο­να ότι δεν θα ξεχά­σεις ποτέ ότι εγώ θυσιά­στη­κα για να σε κάνω να ζήσεις ευτυ­χι­σμέ­να, αλλά πάντα τίμια και δίκαια. Ξέρω ότι για όλα αυτά θα κλά­ψεις, θα υπο­φέ­ρεις. Είναι αλή­θεια πως η αγά­πη που είχε ο ένας για τον άλλο δε βρί­σκω λόγια να την εκφρά­σω. Ζήσα­με λίγο μαζί, αλλά ζήσα­με τόσο ευτυ­χι­σμέ­να όσο δεν έζη­σε κανείς άλλος στον κόσμο αυτό. Όμως έτσι είναι η ζωή με τον και­ρό θα βρεις τη λησμο­νιά σου.

Αγα­πού­λα μου, όταν μεγα­λώ­σουν τα παι­διά μας να τα διδά­ξεις ν’ αγα­πή­σουν το Λαό, να παλεύ­ουν για τα συμ­φέ­ρο­ντά του, να αγα­πά­νε το δίκιο, να αγω­νί­ζο­νται γι’ αυτό, έστω κι αν χρεια­στεί να δόσου­νε τη ζωή τους. Ακό­μα δίδα­ξέ τα ν’ αγα­πή­σουν και να γίνουν μέλη του ηρω­ι­κού αυτού κόμ­μα­τος που λέγε­ται ΚΚΕ.

Όσο για σένα αγά­πη μου και ξεψυ­χώ­ντας θα σ’ αγα­πώ, όπως σ’ αγα­πού­σα πάντοτε.

Τού­λα μου, επί­τρε­ψέ μου και δέξου τα πιο θερ­μά και λατρευ­τά φιλιά εκ μέρους μου. Ο αγα­πη­μέ­νος σου σύζυγος. 

Φίλα μου τα παι­διά που εγώ δεν πρό­λα­βα να χαρώ.

Ηλί­ας Λιάκουρας»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο