Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όταν ο Αραγκόν υμνούσε τον ποιητή της Ρωμιοσύνης

Επι­μέ­λεια: Κων­στα­ντί­νος Δέδες //

Ο μεγά­λος κομ­μου­νι­στής ποι­η­τής και πεζο­γρά­φος Λουί Αρα­γκόν, ήταν από τους πρώ­τους που συμπα­ρα­στά­θη­καν στους Έλλη­νες πολι­τι­κούς κρα­τού­με­νους στα δύσκο­λα μετεμ­φυ­λια­κά χρό­νια. Μετα­ξύ των αγω­νι­στών που πρω­το­στά­τη­σε για την απε­λευ­θέ­ρω­σή τους, ήταν και ο Γιάν­νης Ρίτσος.

Ακο­λου­θεί κεί­με­νο του Λουί Αρα­γκόν στο γαλ­λι­κό περιο­δι­κό «Les Lettres Francais» το 1971:

«… Πάνε πάνω από είκο­σι χρό­νια, ωστό­σο, που μου φέραν στί­χους μετα­φρα­σμέ­νους απ’ τα ελλη­νι­κά, ενός ποι­η­τή που γι’ αυτόν δεν ήξε­ρα τίπο­τα, να διορ­θώ­σω τα γαλ­λι­κά τους. Αξαφ­να ένιω­σα ένα σφί­ξι­μο στο λαρύγ­γι και το παρά­ξε­νο είναι πως αργό­τε­ρα, κάθε φορά που μου φέρ­ναν στί­χους, καλά είτε κακά μετα­φρα­σμέ­νους, αυτού του άγνω­στου, ένιω­θα πάντο­τε όπως και την πρώ­τη φορά, ανί­κα­νος να κυριαρ­χή­σω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου… Ολα γίνο­νται σάμπως ο ποι­η­τής αυτός να γνώ­ρι­ζε το μυστι­κό της ψυχής μου, και να ήξε­ρε, μόνος μ’ ακού­τε, μόνος αυτός, να με συγκλο­νί­ζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξε­ρα πως ήταν ο πιο μεγά­λος απ’ τους ζώντες ποι­η­τές της επο­χής αυτής που είναι η δική μας. Ορκί­ζο­μαι πως δεν το ήξε­ρα. Το έμα­θα στα­δια­κά, από το ένα ποί­η­μα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστι­κό στο άλλο, για­τί κάθε φορά ένιω­θα το συγκλο­νι­σμό μιας απο­κά­λυ­ψης. Η απο­κά­λυ­ψη ενός ανθρώ­που και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώ­που και τα βάθη μιας χώρας…».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο