Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παράξενες μέρες

Διή­γη­μα της Βαγ­γε­λιώς Καρα­κα­τσά­νη //

Βαδί­ζω τη λεω­φό­ρο μονάχος

Ασφυ­κτιώ! Ψάχνω αέρα, ν’ ανα­σά­νω λεύ­τε­ρα, μα διά­βα­σα πως τον που­λά­νε στις αγο­ρές και τα παζάρια.

Ανα­ζη­τώ το χάι­δε­μα απ’ το δρο­σε­ρό βορια­δά­κι μα ‘ναι λέει σήμε­ρα ακρι­βό κι εγώ έχω μεί­νει ρέστος από καιρό.

Σου­ρου­πώ­νει μα απα­γο­ρεύ­ε­ται αυστη­ρά η κίνη­σις. Η κίνη­σις και προ­πα­ντός η δια­μαρ­τυ­ρία! Τα κεφά­λια μέσα! Ακού­τε; Σιω­πή! Κι είναι ετού­τη η ώρα, που με κατα­κλύ­ζει πιό­τε­ρο ο φόβος. Σιωπηηηή!!!

Τώρα αρχι­νά­νε το χορό τους οι σκιές των πεινασμένων…

των χορ­τά­των με κυνη­γού­σαν πάντα!

Σαν να μην έφτα­νε ο ιδρώ­τας, και το ψωμί, που μας κλέ­βουν. Σαν να ήθε­λαν να κλέ­ψουν και το κλει­δί της ψυχής μας…..

Μονά­χος… που να ‘ναι άρα­γε οι πεινασμένοι;

Για­τί δεν περ­πα­τάν δίπλα μου; Που κρύ­φτη­καν όλοι;

Ανα­ζη­τώ τη σκιά που θα με πλη­σιά­σει πισώ­πλα­τα για να με χτυπήσει…

Μα εγώ συνε­χί­ζω να ψάχνω…

Το φέι βολάν, που σκόρ­πι­σα στον άνε­μο κι έλιω­σε η όξι­νη βροχή.

Το τρα­γού­δι, που ζωγρά­φι­σα στον τοί­χο και σκέ­πα­σε το πλαστικό.

Το χέρι, που έσφιγ­γα στην καρ­διά και στα­μά­τη­σε να ξαποστάσει.

Μονά­χος…

Δεν ξέρω αν τα πήραν… Μ’ ακούς; Δεν θέλω να ξέρω! Δεν θέλω! Δεν μπο­ρώ!!! Μ’ ακούς; Δεν μπορώωωω!!!

Ανοί­γω το βήμα μου μονά­χος… θαρ­ρώ πως έτσι θα διώ­ξω το πέπλο του φόβου από πάνω μου… Ναι! Σήμε­ρα νομί­ζω πως θα τα καταφέρω…

Εδώ και και­ρό έχει γίνει σκιά μου! Μια σκιά που εμφα­νί­ζε­ται στο σκο­τά­δι. Κι όσο βαθαί­νει το σκό­τος τόσο μεγα­λώ­νει και η σκιά!

Τρέ­μω, όχι δεν έχει αγιά­ζι από­ψε… και τα ρού­χα μου έλιω­σαν αλλά κρα­τά­νε λίγο ακό­μα. Τρέ­μω… Όχι, δεν έχει αγιά­ζι απόψε!

Κρύ­ος ιδρώ­τας με λού­ζει… οι χτύ­ποι της καρ­διάς μου πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται. Το νιώθω!

Θυμά­μαι… αλώ­νι­ζα τα ασβε­στω­μέ­να καλ­ντε­ρί­μια με τον ήλιο να καί­ει το κατα­με­σή­με­ρο κι έπλε­γα σε πελά­γη ελευθερίας…

Τώρα νιώ­θω σαν χελι­δό­νι στην κακο­και­ρία, μα δεν γίνε­ται, δεν γίνο­νταν ποτέ και δεν μπο­ρεί να γίνει. Δεν γίνε­ται! Τ’ ακούς; Τα χελι­δό­νια μετα­να­στεύ­ουν το χει­μώ­να. Μετα­να­στεύ­ουν… Κι όμως, ακούω το κελά­δη­μα τους. Είναι παντού! Παντού και που­θε­νά! Είναι, τ’ ακούω! Μα δε συνά­ντη­σα φωλιές στο δρό­μο μου. Μήπως αυτές τις παρά­ξε­νες μέρες δεν έχουν σπί­τι ούτε τα χελι­δό­νια; Μπο­ρεί… Λέτε; Δεν νομί­ζω! Ή μάλ­λον νομί­ζω… είμαι σχε­δόν σίγου­ρος! Δεν μπο­ρεί όλοι να μένουν στο δρό­μο σαν και ‘μένα. Και τα χελι­δό­νια; Κι αυτά στο δρόμο;

Τρέ­χω… Πρέ­πει να προ­λά­βω μη μου πάρει άλλος το παγκά­κι… Δεν θέλω πάλι να μαλώ­σω για­τί φοβά­μαι… Φοβά­μαι τους άλλους ανθρώ­πους που συγκα­τοι­κού­με για­τί κρα­τά­νε σύριγ­γες και μπου­κά­λια, άδεια μπου­κά­λια ή γεμά­τα, γεμά­τα που τ’ αδειά­ζουν κι όταν θυμώ­σουν τα σπά­νε και σου επι­τί­θε­νται σαν λυσ­σα­σμέ­νοι σκύ­λοι. Κι εγώ φοβά­μαι, φοβά­μαι τ’ ακούς; Δεν θέλω να πάθω λύσ­σα σαν κι αυτούς.

Οι πιο λυσ­σα­σμέ­νοι είναι οι γορί­λες με τα ξυρι­σμέ­να κεφά­λια, τις μαύ­ρες μπό­τες και τον αγκυ­λω­τό σταυ­ρό στο κορ­μί τους. Αυτοί συχνά βγά­ζουν μαχαί­ρι και χτυ­πά­νε στο ψαχνό… κάθε αλλό­θρη­σκο, κάθε έγχρω­μο καμιά φορά και ντό­πιους που μοιά­ζουν με ξένους, αν και έχει πολύ και­ρό να γίνει τέτοιο επεισόδιο…

Πάντως τη μέρα δεν με πει­ρά­ζουν … ο κάδος δίπλα στο μανά­βι­κο είναι δικός μου, ολό­δι­κός μου. Είναι τρο­με­ρό πόσο χρή­σι­μα πράγ­μα­τα βρί­σκει κανείς μέσα στη σαπί­λα και τη μπό­χα ενός κάδου. Ποτέ δεν το είχα φανταστεί…

Το μόνο που ψάχνω και δεν έχω βρει ακό­μα είναι μια σφαί­ρα. Ναι αυτό φαντά­ζο­μαι από και­ρό… Άρα­γε πως θα είναι τα τιναγ­μέ­να μου μυα­λά… αλλά δεν πει­ρά­ζει… έχω σκε­φτεί κι άλλο τρόπο.

Την επό­με­νη φορά που θα φοβά­μαι, θα πάω να πηδή­ξω απ’ την Ακρό­πο­λη. Θα πηδή­ξω το συρ­μα­τό­πλεγ­μα, θα ανέ­βω γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα στο βρά­χο και θα πάρω φόρα. Ύστε­ρα θα ανοί­ξω τα χέρια μου σαν να ανοί­γω τα φτε­ρά μου και θα πετά­ξω… ένα πήδη­μα στο υπερ­πέ­ραν αρκεί για να μπω στον παράδεισο.

Θα δεί­τε! Ψηλά στον ουρα­νό, πολύ ψηλά, ναι σας το λέω… θα φτά­σω στον παρά­δει­σο και θα μπω μέσα. Δεν έχω κάνει κακό σε κανέ­ναν. Είμαι σίγου­ρος, δεν θα με διώξουν.

Κι εκεί, στον παρά­δει­σο δεν πει­ρά­ζει που δεν θα ‘χω ρού­χα για­τί θα τρώ­γω κάθε μέρα! Αν και νομί­ζω πως, τώρα που δεν τρώω πολύ, έχω καλύ­τε­ρο σώμα και όταν έχουν τρύ­πες τα ρού­χα μου είναι πιο μοδά­τα. Απ’ την κοι­λιά και τα παχά­κια πάντως έχω γλυτώσει!

Αλλά δεν έχω γλυ­τώ­σει από τις σκιές… τι ωραία που ήταν η ζωή χωρίς αυτές… άρα­γε θα με ακο­λου­θούν πάντα; Πως είναι δυνα­τόν στο πιο βαθύ σκο­τά­δι οι σκιές να μεγα­λώ­νουν; Πως είναι δυνα­τόν να μην με απο­χω­ρί­ζο­νται ποτέ; Πως και για­τί δημιουρ­γού­νται; Μήπως θέλουν να με τρο­μά­ξουν; Μήπως απλά υπάρ­χουν; Ή μήπως τις έφε­ρε κάποιος, μια ανώ­τε­ρη δύνα­μη στη ζωή μου χωρίς να με ρωτήσει;

Πιστεύω πως στον παρά­δει­σο δεν θα υπάρ­χουν σκιές. Θα γλυ­τώ­σω μια και καλή από δαύ­τες. Θα γλυ­τώ­σω τ’ ακούς; Κι απ’ τις φωνές! Αλλά οι φωνές δεν με πει­ρά­ζουν τόσο πολύ…

Είναι γνω­στές από παλιά και δεν με πει­ρά­ζουν.. Τι ωραία που ήταν όταν με καλη­μέ­ρι­ζε ο μπα­κά­λης και ο ψαράς της γει­το­νιάς, όταν αγό­ρα­ζα τσι­γά­ρα απ’ τον περι­πτε­ρά ή έπι­να καφέ στο καφε­νείο του τετρα­γώ­νου… κάθε πρωί τους ακούω… καμιά φορά και βρά­δυ αλλά μην το πεί­τε που­θε­νά. Θα μας περά­σουν για τρελούς!

Το βρά­δυ ακούω κυρί­ως τρα­γού­δια και φαντά­ζο­μαι χορούς. Πάντα μου άρε­σε να ακούω μου­σι­κή και να βλέ­πω τους μερα­κλή­δες που χόρευαν. Έτσι άρχι­σα να πίνω πολύ… έβλε­πα κι έπι­να, έπι­να κι έβλε­πα ώσπου στα τελευ­ταία έπι­να όλη μέρα… το πρωί τσι­που­ρά­κι ή ουζά­κι, το μεση­μέ­ρι κρα­σί κι απ’ το μεση­μέ­ρι ώσπου να κοι­μη­θώ τα άντε­ρά μου. Ιδιαί­τε­ρα τον τελευ­ταίο και­ρό έπι­να και ξανά­πι­να χωρίς να τρώ­γω… μα δεν έφται­γα εγώ, δεν μου έφτα­ναν τα λεφτά που είχα και να τρώ­γω και να πίνω και να πλη­ρώ­νω τα χρέη δεξιά κι αριστερά…

Αυτά τα χρέη έφται­γαν για όλα… τόκοι και πανω­τό­κια ίσα­με που μου ‘στρι­ψε για τα καλά κι απο­φά­σι­σα να μην πλη­ρώ­νω άλλο. Ναι, καλά λέω: Απο­φά­σι­σα! Μόλις με κάλε­σε ο διευ­θυ­ντής και μου είπε «απο­λύ­ε­σαι!» το πήρα από­φα­ση: Δεν θα ξανα­πλη­ρώ­σω τίπο­τα! Ακούς εκεί! Και ποιος νόμι­ζε πως ήταν αυτός ο διευ­θυ­ντής που θα μου πει εμέ­να τι να κάνω; Μπο­ρεί να ήταν κι αυτός συνεν­νοη­μέ­νος με τις τρά­πε­ζες και την εφο­ρία και να ήθε­λαν να με ξεβγά­λουν, αλλά εγώ δεν τους έκα­να το χατί­ρι. Πάνω απ’ το πτώ­μα μου να περά­σε­τε, φρά­γκο δεν παίρ­νε­τε! Κι εσέ­να κύριε διευ­θυ­ντά χαί­ρο­μαι που δεν θα σε ξανα­δώ, βαρέ­θη­κα να βλέ­πω συνέ­χεια τα σικά­τα σακά­κια σου και να ακούω τη λεπτε­πί­λε­πτη, σχε­δόν γυναι­κεία φωνή σου. Ευχα­ρι­στώ που με απάλ­λα­ξες από την παρου­σία σου.

Χρέη, χρέη, και τι νομί­ζα­τε πως ήταν το σπί­τι μου; Ένα σπι­τά­κι εκα­τό τετρα­γω­νι­κά στο κέντρο που ήθε­λε όλο επι­σκευ­ές και χαρά­τσια. Και το χει­ρό­τε­ρο; Δεν μπο­ρού­σα να κοι­μη­θώ καθό­λου! Όλο σκιές ήταν, ειδι­κά η κρε­βα­το­κά­μα­ρα… νομί­ζω πως κοι­μό­μουν με σκιά όχι με άνθρω­πο. Το φαντά­ζε­σαι; Άπλω­να το χέρι μου να τον αγκα­λιά­σω και μού­δια­ζε, καθώς το πλά­κω­ναν, δεκά­δες σκιές…

Και μάλι­στα νομί­ζω πως δεν χρειά­ζο­μαι φάρ­μα­κα στον παρά­δει­σο. Τι ειρω­νεία! Όταν είχα χρή­μα­τα δεν χρεια­ζό­μουν φάρ­μα­κα και τώρα που τα χρειά­ζο­μαι δεν έχω χρή­μα­τα να τα αγο­ρά­σω. Αχ να μπο­ρού­σα να πάρω τα φάρ­μα­κα μου! Νομί­ζω οι σκιές θα εξα­φα­νί­ζο­νταν μαζί με τα φάρ­μα­κα… Θα γινό­μουν καλά… Δεν θα έβλε­πα πια σκιές ούτε θα άκου­γα φωνές ούτε θα με παρα­κο­λου­θού­σαν οι τρα­πε­ζί­τες και οι εφο­ρια­κοί. Κυρί­ως δεν θα ‘μουν μόνος!

Όλο και κάποιος θα βρί­σκο­νταν να γίνει φίλος μου, όχι…όχι οι σκιές… αυτές δεν με ρώτη­σαν! Ούτε οι τρα­πε­ζί­τες και οι εφο­ρια­κοί με ρώτη­σαν. Ειδι­κά οι εφο­ρια­κοί με κυνη­γούν μανιω­δώς και είναι δια­πλε­κό­με­νοι με όλους τους κρα­τι­κούς οργα­νι­σμούς και υπη­ρε­σί­ες, ιδιαί­τε­ρα την ασφά­λεια. Κι όποιος μπλέ­ξει με δαύ­τους έχει κακά ξεμπερδέματα.

Μην κοι­τά­τε εμέ­να που συνε­χώς την σκα­που­λά­ρω… συνέ­χεια πάνε να με πιά­σου­νε και όλο κάτι σκαρ­φί­ζο­μαι και ξεφεύ­γω την τελευ­ταία στιγ­μή… Βέβαια, κάτι φίλοι μου είπαν πως θα ήταν καλύ­τε­ρα να κάτσω να με πιά­σουν και να με πάνε στη φυλα­κή. Στη φυλα­κή είπαν θα περ­νάω ζωή και κότα και θα μου φέρ­νουν και φάρ­μα­κα… φοβά­μαι όμως να πάω στη φυλα­κή, φοβά­μαι!!! Τ’ ακούς;

Καλύ­τε­ρα θα ’ναι να πάω στον παράδεισο…Εγώ δεν θέλω φαΐ… βρί­σκω. Καμιά φορά ακό­μα και ο μανά­βης μου δίνει λεφτά, πολ­λά λεφτά! Αγο­ρά­ζω μισό, μπο­ρεί και ολό­κλη­ρο κου­λού­ρι μ’ αυτά. Θέλω να πάρω τα φάρ­μα­κα μου αλλά τα φαρ­μα­κεία έχουν συνε­χώς κατε­βα­σμέ­να τα ρολά… Σκέ­φτη­κα να τα ληστέ­ψω μα κάποιος μου είπε πως είναι άδεια. Άδεια, τ’ ακούς; Κι ο κύριος με την άσπρη ποδιά εξα­φα­νί­στη­κε… Μήπως ήταν άγγε­λος και πήγε στο σπί­τι του; Εκεί θα πάω κι εγώ…. Στον παράδεισο!

Τι ωραία που είναι στον παράδεισο.

Εκεί δεν φωνά­ζει κανείς, μόνο τρα­γου­δούν, τ’ ακούς; Ψέμα­τα, φωνά­ζουν! Τα παι­διά που παί­ζουν με τους καρ­χα­ρί­ες φωνά­ζουν, μα είναι τόσο όμορ­φο το τρα­γού­δι τους που…. σε νανουρίζει!

Τη νύχτα κοι­μά­σαι στ’ αλή­θεια! Κλεί­νεις τα μάτια και κοι­μά­σαι ήσυ­χος. Τη νύχτα. Στ’ αλή­θεια. Το στο­μά­χι δεν πονά­ει καθό­λου ούτε είναι πρη­σμέ­νο… έτσι κι εγώ θα ονει­ρεύ­ο­μαι, ναι θα ονει­ρεύ­ο­μαι, το δει­λι­νό πάνω στην αύρα της θάλασ­σας και θα χορεύω στο πανη­γύ­ρι των άστρων , θα παί­ζω με τα παι­διά θα ανε­βαί­νω στα δέντρα και θα μαζεύω τα φρού­τα, θα ποτί­ζω τη γαρι­φα­λιά και θα ‘ναι τόσο όμορ­φα τα κόκ­κι­να λου­λού­δια της δίπλα στην πόρ­τα του σπι­τιού μου και… Άρα­γε πως είναι να ταξι­δεύ­εις με τα σύν­νε­φα και να σκά­ει μπρο­στά σου ο κεραυνός;

Αν αρχί­σει η βρο­χή θα βρα­χώ; Αλλά δεν με πει­ρά­ζει στον παρά­δει­σο δεν θα φοράω ρού­χα και δεν χρειά­ζε­ται να φτιά­ξω σπί­τι με τζά­κι για να μην παγώ­σω τον χειμώνα….

Εκεί δεν θα έχω χρέη…. Ακού­τε κύριοι στην εφο­ρεία, ακούς τρά­πε­ζα; Δεν φοβά­μαι να μου το πάρεις το σπί­τι. Δεν με νοιά­ζει που σας χρω­στάω… ελά­τε αν θέλε­τε στον παρά­δει­σο να σας δώσω τα χρή­μα­τα, χα χα χα. Βρε κου­τοί είστε; Εσείς θα πάτε στην κόλα­ση όχι στον παρά­δει­σο, στην κόλα­ση! Ποτέ δεν θα πάρε­τε τα χρή­μα­τα σας, ποτέ! Πετάξ­τε κι αν δεν σκο­τω­θεί­τε φτύ­στε με! Ορί­στε πετάξ­τε, η κόλα­ση σας περιμένει…

Εγώ πάντως μιλάω για τον πραγ­μα­τι­κό παρά­δει­σο, όχι στον ψεύ­τι­κο που έλε­γε η για­γιά…. Αυτή δεν ήξε­ρε…. Ακούς εκεί; Γίνε­ται να μην έχεις φτε­ρά και να έχεις φαγη­τό, και ρού­χα και σπί­τι και φάρ­μα­κα όταν χρεια­ζό­σουν, και δασκά­λους, και γυμνα­στές και…

Εκεί­νη η για­γιά μου φταί­ει. Ψέμα­τα μου είχε πει. Ψέμα­τα, ναι ψέμα­τα ήταν όλα! Όλα! Ακούς εκεί! Η χώρα μου να λευ­τε­ρω­θεί κι η γη να γίνει κόκ­κι­νη… Πως θα γίνει αυτό, για­γιά; Δεν γίνε­ται… Ψεύ­τρα για­γιά κι έλε­γες πως μ’ αγαπούσες…

Σιγά μην είχες εσύ όπλο, που το είχες βρει;

Και σιγά μην ζού­σαν οι γυναί­κες στα βου­νά μέσα σε σπηλιές…

και σιγά να μην ψήφι­ζαν κυβερ­νή­σεις… ακούς εκεί κυβέρ­νη­ση του βου­νού! Α ρε για­γιά. Εγώ φταίω που σε πίστε­ψα, από ‘κει ξεκί­νη­σαν όλα… αλλά εσύ δεν νοια­ζό­σουν για ‘μένα κοί­τα­ζες την πάρ­τη σου…. Εσύ είχες φτιά­ξει τον παρά­δει­σο με το μυα­λό σου. Τ’ ακούς; Όταν σε συνα­ντή­σω στον παρά­δει­σο, θα σου τα ψάλλω.

Σε λίγο ξημε­ρώ­νει… Πάλι θα πιά­σει άλλος το παγκά­κι μου. Άλλο ένα βρά­δυ ξάγρυ­πνος… Δεν πει­ρά­ζει… εγώ θα πετά­ξω σήμε­ρα. Δεν πει­ρά­ζει που είμαι κου­ρα­σμέ­νος θα τα κατα­φέ­ρω. Τ’ ακούς;

Και θα κοι­τά­ζω από ψηλά τα δάση και τις ακρο­για­λιές και θα φαί­νο­νται οι άνθρω­ποι μυρ­μη­γκά­κια που θα περ­πα­τά­νε στη σει­ρά το ένα πίσω απ’ το άλλο και θα κου­βα­λά­νε ψίχου­λα και θα φτιά­χνουν σπί­τια στο χώμα και όταν τα πατή­σεις θα τρέ­χουν γρή­γο­ρα δεξιά κι αρι­στε­ρά μα μετά θα ξανα­βρί­σκουν το δρό­μο τους…

Μακά­ρι να ‘μουν μυρ­μη­γκά­κι μέσα σ’ ένα κόκ­κι­νο, κατα­κόκ­κι­νο μήλο κι ας με ‘πνι­γε το ξέσπα­σμα του και­ρού. Δεν ξέρω όμως… Θα φοβό­μουν στην καται­γί­δα; Δεν νομί­ζω να φοβό­μουν για­τί δεν θα μουν μόνος…. Δεν θα ήμουν μόνος κι ας υπήρ­χαν παντού χιλιά­δες, εκα­τομ­μύ­ρια μικρο­σκο­πι­κές σκιές… δεν θα ήμουν μόνος!

Θα το ξανά­βρι­σκα το μήλο…. Τ’ ακούς; Θα το ξανά­βρι­σκα και δεν θα ‘μουν μόνος…. Για­τί θα υπήρ­χαν δίπλα μου χιλιά­δες μυρ­μη­γκά­κια, μικρά σαν εμέ­να, που θα άνη­καν όλα στη μεγά­λη οικο­γέ­νεια formicidae, θα ήταν όλα στη σει­ρά, το καθέ­να θα έκα­νε τη δου­λειά του αλλά όλα μαζί θα ήταν σαν μια ενιαία ύπαρ­ξη, θα εργά­ζο­νταν συλ­λο­γι­κά για να υπο­στη­ρί­ξουν την αποι­κία τους!

Κι εγώ ένα τόσο δα μυρ­μη­γκά­κι θα θελα να ‘μαι. Τ’ Ακούς για­γιά; Ένα τόσο δα μυρ­μη­γκά­κι που θα έκα­νε όμορ­φα και καλά τη δου­λειά του! Και θα υπήρ­χαν εκα­τομ­μύ­ρια μυρ­μή­γκια δίπλα μου, μαζί μου για­τί θα υπήρ­χαν πολ­λά κόκ­κι­να μήλα, πολ­λά! Κι οι σκιές θα ήταν μικρές, πολύ μικρές! Κι ο καη­μός μας δεν θα είχε πλα­στι­κό χρώ­μα θα ήταν κόκ­κι­νος. Κόκ­κι­νος σαν το αίμα που κυλά μέσα μου… σαν ποτά­μι στις φλέ­βες μου!

Βαγ­γε­λιώ Καρακατσάνη

Συγ­γρα­φέ­ας. Πρό­ε­δρος Δ.Σ. ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ, σωμα­τείο ενά­ντια στην προ­κα­τά­λη­ψη για τις ψυχι­κές δια­τα­ρα­χές. Αντι­πρό­ε­δρος Δ.Σ. Συλ­λό­γου Γυναι­κών Αρχα­νών (μέλος της ΟΓΕ)

Αφιε­ρω­μέ­νο στο 12ο Συνέ­δριο της Ομο­σπον­δί­ας Γυναι­κών Ελλά­δος, που θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί από τις 11 έως τις 13 Νοέμ­βρη στην Αθήνα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βαγ­γε­λιώ Καρα­κα­τσά­νη — Στη ρίζα του αετού

Βαγ­γε­λιώ Καρα­κα­τσά­νη — ο κόσμος αλλά­ζει με την ταξι­κή πάλη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο