Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέντε ποιήματα του Γιώργη Μανουσάκη (1933–2008)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Κάθε πόλη έχει τον ποι­η­τή που της αξί­ζει. Αλλά και κάθε ποι­η­τής, έχει την πόλη που θα τον βοη­θή­σει να οικο­δο­μή­σει την ποι­η­τι­κή δημιουρ­γία του, σε γερά θεμέ­λια ξεπερ­νώ­ντας τα όρια της πόλης του και δίνο­ντας παναν­θρώ­πι­να στοι­χεία στο έργο του. Ακρι­βώς μια τέτοια περί­πτω­ση απο­τε­λεί κι ο ποι­η­τής Γιώρ­γης Μανου­σά­κης για τα Χανιά και όχι μόνο.

Πράγ­μα­τι, θα αδι­κού­σα­με τον ποι­η­τή εάν λέγα­με ότι η σχέ­ση του με την ποί­η­ση εξα­ντλεί­ται μόνο στη σχέ­ση του με την πόλη και τους ανθρώ­πους της κι όχι με ευρύ­τε­ρα ζητή­μα­τα: από απλές, καθη­με­ρι­νές εικό­νες που μπο­ρούν να έχουν ανα­τρε­πτι­κό τέλος για τον ανυ­πο­ψί­α­στο ανα­γνώ­στη μέχρι και στον τρό­πο που αντι­με­τω­πί­ζει τον θάνα­το. Αλλά η πόλη και οι πολί­τες της, ο πνευ­μα­τι­κός κόσμος της αντι­με­τώ­πι­σαν με ιδιαί­τε­ρο θετι­κό τρό­πο την ποί­η­ση του Γιώρ­γη Μανου­σά­κη, τόσο όσο ο ποι­η­τής βρί­σκο­νταν στη ζωή, όσο κι αργότερα.

Στο σημε­ρι­νό αφιέ­ρω­μα, που ευελ­πι­στού­με να έχει και συνέ­χεια, θα προ­χω­ρή­σου­με σε μια πρώ­τη γνω­ρι­μία με τον δημιουρ­γό όχι μέσα από τα ποι­ή­μα­τα του που έχουν εκδο­θεί αλλά μέσα από μια σει­ρά ανέκ­δο­των κι αθη­σαύ­ρι­στων ποι­η­μά­των του, όπως δημο­σιεύ­ο­νται στο βιβλίο «Γιώρ­γης Μανου­σά­κης, Τα Ποι­ή­μα­τα 1967–2007, Τόμος Β’, Ανέκ­δο­τα – Αθη­σαύ­ρι­στα» των εκδό­σε­ων Γαβρι­η­λί­δη (Αθή­να, 2013) σε φιλο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια της Αγγε­λι­κής Καρα­θα­νά­ση-Μανου­σά­κη.

Manousakis-giorgis-1Τα ποι­ή­μα­τα που ακο­λου­θούν, δική μας επι­λο­γής, εκφρά­ζουν την υπαρ­ξια­κή ματιά του συγ­γρα­φέα, την θρη­σκευ­τι­κή του πίστη αλλά και την οπτι­κή του πάνω σε διά­φο­ρα κοι­νω­νι­κά (ενί­ο­τε κι ιστο­ρι­κά) γεγο­νό­τα. Σημειώ­νει η επι­με­λή­τρια στον πρό­λο­γο του βιβλί­ου, ό,τι το γρά­ψι­μο ήταν μια ψυχι­κή λύτρω­ση για τον δημιουρ­γό, μια διέ­ξο­δος από τους φόβους του και «μια δημό­σια εξο­μο­λό­γη­ση ‘εκ βαθέ­ων’ σαν εκεί­νες των ντο­στο­γιεφ­σκι­κών ηρώ­ων». Και συνε­χί­ζο­ντας η επι­με­λή­τρια παρα­τη­ρεί ότι το γρά­ψι­μο ήταν κυρί­ως λόγος ύπαρ­ξης για­τί, όπως είχε πει σε συνέ­ντευ­ξη τρεις μολις μήνες πριν το τέλος της ζωής του, ό,τι «γρά­φο­ντας κανείς αισθά­νε­ται ότι υπάρ­χει κατά κάποιον τρό­πο. Βγά­ζει τον εσω­τε­ρι­κό εαυ­τό του, και ερευ­νά μέσα από τη γρα­φή του προ­βλή­μα­τα σύγ­χρο­να αλλά και προ­βλή­μα­τα προ­σω­πι­κά». Από την πλευ­ρά μας, θα προ­σθέ­σου­με ότι η υπαρ­ξια­κή αγω­νία του ποι­η­τή οφεί­λε­ται στα βαθιά ίχνη που άφη­σε στην ψυχή του ποι­η­τή ο πόλε­μος, η Κατο­χή κι οι εκτε­λέ­σεις μαζί με τον αιφ­νί­διο θάνα­το του πατέ­ρα του στην ηλι­κία των δεκα­πέ­ντε χρο­νών, δίνο­ντας παράλ­λη­λα ιδιαί­τε­ρη βαρύ­τη­τα στις λέξεις φτιά­χνο­ντας μια ποί­η­ση καθ’ όλα παναν­θρώ­πι­νη και καθό­λου ελιτίστικη.

Βιο­γρα­φι­κό

Ο ποι­η­τής Γιώρ­γης Μανου­σά­κης (1933–2008) γεν­νή­θη­κε και έζη­σε στα Χανιά. Σπού­δα­σε στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών κι εργά­στη­κε επί 26 χρό­νια στη Μέση Εκπαίδευση.
Πρω­το­δη­μο­σί­ευ­σε κεί­με­νά του στο μαθη­τι­κό περιο­δι­κό του Α΄ Γυμνα­σί­ου Αρρέ­νων Χανί­ων «Κλασ­σι­κή Πνοή» το 1950, αλλά επί­ση­μα πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε στη λογο­τε­χνία το 1952, μ’ ένα διή­γη­μά του στο αθη­ναϊ­κό περιο­δι­κό «Πνευ­μα­τι­κή Ζωή». Από τότε δημο­σί­ευ­σε διη­γή­μα­τα, ποι­ή­μα­τα, ταξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις, μελε­τή­μα­τα και δοκί­μια σε περιο­δι­κά κι εφη­με­ρί­δες των Χανιών και των Αθη­νών. Υπήρ­ξε τακτι­κός συνερ­γά­της της χανιώ­τι­κης εφη­με­ρί­δας «Κήρυξ», όπου δημο­σί­ευε επι­φυλ­λί­δες από το 1961 ώς το 1965 καθώς και συνερ­γά­της του περιο­δι­κού «Περι­η­γη­τι­κή» (δεκα­ε­τία 1960). Δημο­σί­ευ­σε ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, πεζά, καθώς και μία μελέ­τη για την Κρή­τη του Πρε­βε­λά­κη, το «Οδοι­πο­ρι­κό των Σφα­κιών», μια συλ­λο­γή από 32 μικρά πεζά και το πεζο­γρά­φη­μα «Όταν το πέλ­μα μας εταί­ρια­ζε με το χώμα», όπου αφη­γεί­ται τα παι­δι­κά του χρό­νια, που συμπί­πτουν με τον πόλε­μο και την κατο­χή. Διη­γή­μα­τα, ποι­ή­μα­τα, ταξι­διω­τι­κές εντυ­πώ­σεις και πολ­λά μελε­τή­μα­τά του έχουν κατά και­ρούς δημο­σιευ­θεί σε περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες των Χανί­ων και των Αθηνών.
Το 1977 τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο Καζαν­τζά­κη για το έως τότε έργο του και το 1981 με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο για το «Οδοι­πο­ρι­κό των Σφα­κιών». Μετά το θάνα­τό του εκδό­θη­κε το ανέκ­δο­το μυθι­στό­ρη­μά του «Ο εθε­λο­ντής».

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
___________

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

Κύμα­τα κύμα­τα η βρο­χή δέρ­νει το τζάμι.
Πίσω απ’ το τζά­μι κάθε­ται ο τυφλός.
Ακού­ει τον ήχο της βρο­χής και νοιώθει
τα νερά να κυλούν στο πρό­σω­πό του.

Σφα­λί­ζει τα ματό­φυλ­λα, προσεύχεται
«Κύριε των υδά­των, ξέπλυνε
και την τυφλό­τη­τα μου, κάμε
όταν θ’ ανοί­ξω τα βλέφαρα
να δω το χρώ­μα της βροχής».

(Μικρές Καθη­με­ρι­νές Στιγμές)

~

ΟΙ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΙ

Στα χρό­νια των παπ­πού­δων μας
οι μύλοι του νησιού είχα­νε φτερά,
αυτά που ο Δον Κιχώ­της νόμιζε
χέρια γιγά­ντων. Τώρα είναι ασάλευτα.

Οι γεί­το­νες μας θριαμβολογούν
που επα­λη­θεύ­τη­καν οι λογι­κές τους
ερμη­νεί­ες. Δεν υποπτεύονται
πόσο μίζε­ρη έγι­νε η ζωή μας
με τους ανά­πη­ρους ανεμόμυλους.

(Μικρές Καθη­με­ρι­νές Στιγμές)

~

[ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ]

Δεν πήγε εφέτος
στα Δώδε­κα Ευαγγέλια.
Την ώρα εκεί­νη έπαιζε
ο Ολυ­μπια­κός κι η Μπαρτσελόνα.
Πρέ­πει να ιεραρ­χού­με τις αξίες.

24–4‑1997
(Ανα­ζή­τη­σα το πρό­σω­πό σου)

~

1945, 23 ΤΟΥ ΜΑΗ

Οι στρα­τιώ­τες με τα σιδε­ρέ­νια κράνη
με τις βαθιά κρυμ­μέ­νες κρύ­ες λάμψεις
των ματιών, στοιχισμένοι
στις άψο­γες τετρά­δες τους,
βρο­ντώ­ντας τις μαύ­ρες τους μπότες
στις πλά­κες του δρό­μου, τραγουδώντας
τα τρα­γού­δια της νίκης οι ηττημένοι
δια­σχί­ζουν για στερ­νή φορά την πολιτεία.

Οι κάτοι­κοι κοι­τά­ζουν απ’ τα πεζοδρόμια.
Πολ­λά μάτια γυα­λί­ζου­νε χαρούμενα.
Άλλοι σχο­λιά­ζουν μεγα­λό­φω­να. Μαυροντυμένες
γυναί­κες κατα­ριού­νται. Δυο τρία παιδιά
απλώ­νου­νε τα πέντε δάχτυ­λα ξεθαρρεμένα.

Όμως κανέ­νας δεν πλη­σιά­ζει πιο κοντά
κανέ­νας βέβαια δεν τολ­μά ν’ απλώ­σει χέρι
στο πολυ­κέ­φα­λο, στο πολυ­πό­δα­ρο θεριό
που κατε­βαί­νει κατά το λιμάνι
για να μπαρ­κα­ρι­στεί σε πλοία ιγγλέζικα.
Φόβοι τεσ­σά­ρων χρό­νων μας μουδιάζουν.

[1981] (Ο Έξω Κόσμος)

~

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ένα όνο­μα πλάθω
από οδύ­νη κι ονείρο
να σημειώ­νει το στίγ­μα μου
στην πετρω­μέ­νη έρη­μο του χρόνου.

[1975] (Η Ποί­η­ση, οι Ποι­η­τές κι η Γλώσσα)
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο